Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

«Εδώ τίποτα», ένα ντοκιμαντέρ για τα Εξάρχεια. Συνομιλώντας με την δημιουργό, Δάφνη Χαιρετάκη

Γνωριστήκαμε με την Δάφνη Χαιρετάκη, την δημιουργό του ντοκιμαντέρ για τα Εξάρχεια Ici rien (Εδώ τίποτα), τρία χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο καιρός κύλησε- «χαθήκαμε», όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή- ώσπου, μερικές βδομάδες πριν, με πολλή χαρά πληροφορήθηκα ότι η δουλειά της είχε ήδη προ διετίας ολοκληρωθεί και η ίδια είχε μόλις αποσπάσει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού στο πιο σημαντικό γαλλόφωνο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στο Βέλγιο, το Filmer à tout prix. Έσπευσα να την αναζητήσω. Αποτέλεσμα της αναζήτησης, η κουβέντα που ακολουθεί.


Γιατί άλλη μια ταινία για- ή με αφορμή- τα Εξάρχεια; Περίγραψέ μου την περιπλάνησή σου στον τόπο, το χρόνο, ανάμεσα στους ανθρώπους- από τα πρώτα της βήματα, μέχρι τη μετουσίωσή της σε φιλμ. Τι σημαίνουν, τελικά, τα Εξάρχεια για σένα;

Ξεκίνησα την ταινία το Σεπτέμβρη του 2008, με σκοπό να κάνω κάποια πορτρέτα ανθρώπων, αλλά και χώρων των Εξαρχείων, νιώθοντας πως η περιοχή αλλάζει και πως πολλά μέρη σύντομα θα εξαφανίζονταν. Τα Εξάρχεια με ενδιέφεραν λόγω της ιστορίας και της μνήμης που φέρουν, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη στον οποιονδήποτε μύθο και χωρίς να με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Ύστερα, όμως, έγινε ο φόνος του Γρηγορόπουλου και τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο εκείνη την περίοδο.

Έγιναν πράγματα που ξεπέρασαν τα σύνορα των Εξαρχείων, πράγματα που ίσως μπορούσαν να κλονίσουν την κοινωνία και την καθημερινότητα που βιώνουμε. Πιστεύω πως μέχρι ένα σημείο πίστεψα σε αυτά, και η ταινία έγινε αφορμή συναντήσεων και συζητήσεων, άσχετα αν πολλά πράγματα που θα είχε πολύ ενδιαφέρον να τεθούν δεν εντάχθηκαν στο τελικό μοντάζ, εφόσον έπρεπε να κάνω κάποιες επιλογές. Τελείωσα τα γυρίσματα τον Μάιο του 2011, επειδή τότε αποφάσισα να αλλάξω τη φόρμα της ταινίας και να μη δείξω τα πρόσωπα των ανθρώπων που μιλάνε, αλλά να τα αντικαταστήσω με πλάνα «κενών χώρων». Πολλά είχαν αλλάξει από το 2008 και θεώρησα πως το να αναδείξω αισθητικά την καταστολή, στην οποία είχαμε υποβληθεί ήταν, ίσως, ο μόνος τρόπος για να βγει κάτι. Επίσης, για πολύ καιρό με προβλημάτιζε το ότι το θέμα της ταινίας θα μπορούσε, κατά κάποιο τρόπο, να πουλήσει για τους λάθος λόγους. Δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ κάποιο κίνημα ή, ακόμα χειρότερα, κάποιο δυστυχές γεγονός, όπως ήταν ο φόνος του Γρηγορόπουλου. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, ήταν «να μη δείξω» αυτό που κάποιοι ίσως θα περίμεναν.


Δεν αντιφάσκει ο τίτλος του ντοκιμαντέρ προς τον πλούτο των ερεθισμάτων που αναδεικνύει;

Ο τίτλος ήρθε στο τέλος. Η αλήθεια είναι πως ήμουν δυστυχώς πολύ απογοητευμένη από την όλη εξέλιξη των πραγμάτων και ακόμα είμαι. Ο τίτλος δεν έχει να κάνει μόνο με τα Εξάρχεια, τα οποία είναι μια περιοχή που συνεχώς προβληματίζει και προβληματίζεται, αλλά με τη γενικότερη κατάσταση της χώρας. Έχω πολύ φόβο για τα πράγματα και τίποτα αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να τον ηρεμήσει. Το αντίθετο μάλλον.


H «ιμπρεσιονιστική» του ματιά και ο DIY χαρακτήρας του είναι προϊόντα άποψης ή και οικονομικοτεχνικών περιορισμών;

Η ταινία είναι γυρισμένη σε Super 8 και 16mm και όλη εμφανισμένη στο χέρι στη «Λάμπα», ένα DIY Film Lab που βρίσκεται στη Λ. Αλεξάνδρας. Ένα μέρος σπάνιο, χωρίς το οποίο η ταινία μου, όπως και πολλές άλλες που γίνονται εκεί εντελώς ανεξάρτητα, δε θα μπορούσε να υπάρξει.

Το φιλμ, για πρακτικούς λόγους, είναι ένας τρόπος σκέψης, δόμησης, αλλά και περιορισμού. Κυρίως με ενδιαφέρει η πειθαρχία που επιβάλλει, αλλά και ίδια του η φύση. Το ότι δεν μπορείς να τραβήξεις κάτι και να το σβήσεις, για παράδειγμα. Όταν πατάς το κουμπί και η κάμερα γυρίζει, δεν μπορείς να πας πίσω και «να το ξεκάνεις».

Επίσης, πάντοτε μου άρεσε ο πειραματικός κινηματογράφος, που έχει, εξάλλου, μεγάλη παράδοση στη χρήση του φιλμ. Είναι, ίσως, ένας τρόπος να κάνεις όντως κινηματογράφο έστω και με τα ελάχιστα, και να μην είσαι ο φτωχός συγγενής. Το να βγει μια ταινία σε φιλμ σήμερα από την Ελλάδα είναι σημαντικό και δεν έχει σχέση μόνο με τα χρήματα, έχει σχέση με το τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας. Είναι, ίσως, και αυτό μια αντίσταση. Επίσης, υπάρχει και μία συγγένεια με άλλες ταινίες που παράγονται με τέτοιο τρόπο, σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως εκείνες του Ben Rivers για παράδειγμα, που παίζουν, εξάλλου, σε πολλά μεγάλα φεστιβάλ και επηρεάζουν το γενικότερο τοπίο. Αλλά είναι ένα είδος κινηματογράφου που δυστυχώς εδώ δε βλέπουμε και πολύ.


Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη και πόσο κομβική υπήρξε στην ολοκλήρωση της δουλειάς σου;

Τον Αλέξανδρο τον ξέρω από καιρό και θαυμάζω πολύ την δουλειά του, αλλά και τη στάση ζωής που έχει. Αν θυμάμαι καλά, του ζήτησα πολλές φορές να συμμετάσχει στην ταινία, αλλά δεν ήθελε, μέχρι που κάποια στιγμή μάλλον με λυπήθηκε και δέχτηκε! Μιλήσαμε αρκετή ώρα εκείνη την ήμερα και στο τέλος του ζήτησα να παίξει κάτι. Δεν ήξερα τι θα παίξει και ούτε και γνώριζα το κομμάτι, εφόσον μόλις το είχε γράψει, νομίζω. Αλλά είχε το ένστικτο, κατά κάποιο τρόπο, να παίξει κάτι που αντηχούσε με τις ανησυχίες της ταινίας. Δίστασα πολύ να το χρησιμοποιήσω αυτό το πλάνο, αλλά  πιστεύω πως η ταινία δε θα «έστεκε» χωρίς αυτό. Είναι σαν να αγγίζει το θέμα, με το οποίο μαχόμουν τόσο καιρό, μέσα από τη δική του τέχνη και ποίηση, μέσα από αυτό το τραγούδι που είναι ένα μοιρολόι, αλλά και μια κραυγή.


Το ντοκιμαντέρ σου έχει προβληθεί σε διεθνή φεστιβάλ. Στο πιο πρόσφατο, μάλιστα, στις Βρυξέλλες απέσπασες το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης δημιουργού. Σε εξέπληξε αυτό; Ποιες είναι οι αντιδράσεις που έχεις μέχρι τώρα συναντήσει;

Η ταινία παίχτηκε σε διάφορα μέρη και προς μεγάλη μου έκπληξη κίνησε αρκετά το ενδιαφέρον. Σίγουρα λόγω Ελλάδας και κρίσης, αλλά, πιστεύω, και χάρη στη φόρμα της, καθώς και στη διαφορετική ματιά που έδωσε στους ξένους, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να μαθαίνουν για εμάς μόνο από την τηλεόραση και τα νέα.


Στην από πολλές απόψεις ζοφερή εποχή που διανύουμε, πόσο εφικτό είναι για μια νέα σκηνοθέτρια, όπως εσύ, είτε ζει στην Ελλάδα, ή αντλεί έμπνευση, ερεθίσματα και «υλικό» από τη νεοελληνική πραγματικότητα, να υλοποιήσει τα σχέδιά της;

Ζοφερή δεν λες τίποτα! Είναι δύσκολο πολύ, αλλά δεν νομίζω πως είναι πιο δύσκολο από οτιδήποτε άλλο. Ο καθένας επιλέγει αυτό που θέλει να κάνει και περνάει ίσως μια ολόκληρη ζωή παλεύοντας να το φτάσει. Εγώ έκανα πολύ νωρίς την επιλογή να ζήσω στο εξωτερικό, στην Γαλλία πιο συγκεκριμένα, και έτσι όσες ευκαιρίες μου δόθηκαν μέχρι τώρα ήρθαν από εκεί και ποτέ από την Ελλάδα. Αλλά εδώ στρέφομαι συνέχεια, εδώ κοιτάω και εδώ με ενδιαφέρει να κινούμαι. Είναι μεγάλη πλανεύτρα αυτή η χώρα- ίσως και για εξαιρετικούς λόγους, εξάλλου…


Πάνω σε τι δουλεύεις αυτό τον καιρό;

Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην Γαλλία σε μια αξιόλογη σχολή που λέγεται Le Fresnoy και ετοιμάζω σε αυτά τα πλαίσια μια καινούρια ταινία που θα γυρίσω στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη και τον Γενάρη. Θα έχει σχέση με ανεκπλήρωτους έρωτες, χαμένες ελπίδες και αντιστασιακά χταπόδια.

Το ντοκιμαντέρ της Δάφνης Χαιρετάκη Ici rien (Εδώ τίποτα) διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου