Εν
μέρει εμπνευσμένο από τον μύθο
του Οιδίποδα, το θεατρικό έργο του σπουδαίου
Γαλλο-Ουρουγουανού Σέρχιο Μπλάνκο, Μια
Θήβα, καταπιάνεται με το έγκλημα, τον φόνο, την εξουσία, την τάξη
και την ίδια την θεατρική
αναπαράσταση.
Η
σκηνική απόδοσή του, σκηνοθετημένη από τον Βαγγέλη
Θεοδωρόπουλο και με τους Δημήτρη Καπουράνη και Θάνο
Λέκκα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, συνεχίζει να προκαλεί ζωηρό ενδιαφέρον. Συζητώντας με τον συγγραφέα.
Σύμφωνα με το λιτό βιογραφικό σου, αποφάσισες να αφοσιωθείς ολοκληρωτικά στην συγγραφή και την σκηνοθεσία αφού σπούδασες κλασική φιλολογία.
Τότε φυτεύτηκαν οι
«σπόροι» του πάθους σου για το θέατρο και εδραιώθηκε η σχέση σου με το ελληνικό
πολιτισμικό
πλαίσιο;
Το ενδιαφέρον μου για τον ελληνικό πολιτισμό χρονολογείται πολύ πιο πίσω.
Προέρχεται από την μητέρα μου που ήταν μεγάλη ελληνίστρια και γνώστρια του αρχαιοελληνικού κόσμου.
Όταν γεννήθηκα, δούλευε πάνω στην διατριβή της και μετά μου μίλησε στα αρχαία ελληνικά. Η
πρώτη γλώσσα που άκουσα ήταν τα αρχαία ελληνικά. Από εκεί, λοιπόν, πηγάζει η έλξη μου για τον ελληνικό κόσμο.
Συνδέεσαι συχνά με την «αυτομυθοπλαστική»
προσέγγιση στην
δραματουργία. Θα ήθελες να
εξηγήσεις την
ανάγκη χρήσης της και
τον τρόπο με τον οποίο την
υλοποιείς
προσωπικά;
Η αυτομυθοπλασία είναι μια επιθυμία να χρησιμοποιήσω γεγονότα της ζωής μου ή βιωμένες εμπειρίες για να δημιουργήσω τα θεατρικά μου έργα.
Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι η ζωή μου είναι μόνο μια αφετηρία.
Το συναρπαστικό είναι να βλέπω πώς
μεταμορφώνονται σιγά σιγά αυτά τα βιογραφικά δεδομένα.
Η πρόκληση, λοιπόν, που αντιμετωπίζω σχετίζεται με το να δω τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά μεταμορφώνονται
μέσα από τις φανταστικές διαδικασίες που μετασχηματίζουν την πραγματική εμπειρία σε καλλιτεχνικό γεγονός.
Γι’ αυτό επιμένω πάντα ότι το «εγώ» των κομματιών μου δεν
έχει καμία σχέση με το αληθινό μου «εγώ», αφού υπήρξε μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Η
αυτομυθοπλασία είναι μια
δημιουργική διαδικασία όπου η έννοια της μεταφοράς είναι θεμελιώδης.
Εμπνευσμένο από τον μύθο του
Οιδίποδα και τα
επινοημένα πρακτικά
μιας υπόθεσης πατροκτονίας, το θεατρικό
σου Μια
Θήβα αφηγείται τις
συναντήσεις ενός θεατρικού συγγραφέα και του δράστη μιας πατροκτονίας, με
προοπτική την συγγραφή και το ανέβασμα ενός έργου ορμώμενου από την εν λόγω
ιστορία.
Με
αφετηρία ένα
ελλειπτικό κείμενο, εξερευνώνται τα ζητήματα του εγκλήματος, του φόνου, της εξουσίας, της τάξης και
της ίδιας της θεατρικής αναπαράστασης. Τι,
λοιπόν, μπορεί να αναπαρασταθεί θεατρικά και τι όχι, κατά την γνώμη σου;
Πιστεύω ότι όλα μπορούν να αναπαρασταθούν στην σκηνή στον βαθμό που αυτή η αναπαράσταση περνάει μέσα από την γλώσσα.
Γι’ αυτό με ενδιαφέρουν πολύ οι αφηγηματικοί μηχανισμοί επί
σκηνής, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να αναπαράγουμε τον κόσμο μέσα
από γλωσσικές πράξεις.
Στον βαθμό που καταλαβαίνουμε πως η πράξη της αφήγησης ή της εξιστόρησης είναι και θεατρική πράξη, τότε όλα μπορούν να
αναπαρασταθούν
επί σκηνής.
Ο αφηγητής/θεατρικός συγγραφέας, Σ., και ο νεαρός αυτουργός της
πατροκτονίας, Mαρτίν,
ανήκουν σε εντελώς διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.
Ως θεατής του έργου/αναγνώστης
του κειμένου νιώθω ότι
ο Σ. -ηθελημένα
ή μη- εκδηλώνει την πνευματική του υπεροχή εκμεταλλευόμενος/υποτιμώντας τον
«φίλο» του. Γιατί ήθελες να αναδείξεις
αυτήν την πτυχή;
Η ανάγνωσή σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα και έγκυρη, όπως πάντα η ανάγνωση κάθε ανθρώπου
που έρχεται
αντιμέτωπος με ένα έργο τέχνης, αλλά δεν τη συμμερίζομαι. Δε νομίζω ότι ο χαρακτήρας του Σ. αισθάνεται ανώτερος από τον Μαρτίν ή τον υποτιμά.
Αυτό που νιώθει είναι πως χρησιμοποιεί την γλώσσα αλλιώς και
αυτό προσπαθεί να μοιραστεί με τον Μαρτίν. Ο Σ. προσπαθεί να μοιραστεί την γλώσσα με τον Μαρτίν αφού ο τελευταίος δεν έχει λέξεις.
Ο Μαρτίν δεν μπορεί να ονοματίσει τι του συμβαίνει, δεν έχει λόγια να το κάνει. Αυτό είναι
το βάσανό του.
Και αυτό που κάνει ο Σ. είναι να προσπαθεί να βρει λέξεις για τον Μαρτίν, ώστε εκείνος να πει την ιστορία του και να ονοματίσει τον πόνο του.
Όταν αρθρώνουμε μέσω του λόγου επώδυνα πεδία της ζωής μας -όταν δηλαδή τα ονοματίζουμε-,
τότε, όπου υπήρξαν βάσανα, μπορεί να υπάρξει και θεραπεία.
Η γλώσσα, η πράξη της ονομασίας, μπορεί να μας βοηθήσει να ανακουφίσουμε
τον πόνο.
Αυτό το μοίρασμα της γλώσσας είναι που ενώνει τον Σ. και τον Mαρτίν οι οποίοι, παρόλο που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, συναντιούνται
με όμορφο και έντονο τρόπο.
Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι ο ένας είναι ανώτερος από τον άλλο, ούτε ότι ο ένας υποτιμά τον άλλο.
Αντίθετα, ο Σ. γοητεύεται βαθιά από τον Μαρτίν, τον οποίο βλέπει σχεδόν ως ήρωα, και εκφράζει
μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν.
Σύμφωνα με τον Σ., η απόσταση μεταξύ του προτύπου και
της προσομοίωσης είναι αυτή που
κάνει πάντα την τέχνη καλύτερη από την πραγματικότητα. Αντανακλά ο
αφορισμός του και την
δική σου
γνώμη;
Χωρίς αμφιβολία, πιστεύω πως ό,τι συμβαίνει στην τέχνη είναι πάντα καλύτερο από αυτό
που συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Η αναπαράσταση του κόσμου είναι πάντα πολύ
καλύτερη από τον κόσμο.
Νομίζω πως γι’ αυτό ανθρωπολογικά δεν υπάρχει κοινωνία που να μην έχει
τις καλλιτεχνικές της εκφράσεις. Χρειαζόμαστε την τέχνη γιατί είναι ένας χώρος
όπου για λίγο ξεφεύγουμε από το αβάσταχτο βάρος της πραγματικότητας.
«Ο σύγχρονος καλλιτέχνης
[...] είναι κάποιος που δημιουργεί κάτι
ρισκάροντας ταυτόχρονα»,
συμπεραίνει ο Σ. Είναι η επιλογή της ανάληψης ρίσκου προϋπόθεση της θεατρικής
διαδικασίας;
Όχι πάντα. Μερικές φορές ρισκάρουμε περισσότερο σε κάποιες δημιουργίες παρά
σε άλλες. Εξαρτάται
πολύ από κάθε έργο.
Περιστασιακά, σκηνοθετείς τα έργα σου. Στην
περίπτωση του
Μια Θήβα αυτό έχει συμβεί δύο φορές μέχρι τώρα.
Σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους κάθε
νέα σκηνοθετική προσπάθεια διευρύνει/εμπλουτίζει την οπτική σου σ’
αυτό το έργο ειδικά και
στην θεατρική συγγραφή, γενικά;
Σκηνοθέτησα το Μια
Θήβα πριν από δέκα χρόνια
και στην συνέχεια υπήρξαν περισσότερα από εικοσιπέντε σκηνικά ανεβάσματα ανά τον κόσμο σε διαφορετικά
θέατρα και διαφορετικές χώρες.
Το ίδιο έχει συμβεί με τα περισσότερα έργα μου, που σκηνοθετούνται από διαφορετικούς σκηνοθέτες θεάτρου
σε διαφορετικά μέρη.
Υπάρχουν περισσότερα από διακόσια ανεβάσματα των κειμένων μου σε πέντε ηπείρους και αυτό είναι κάτι
το εξαιρετικό,
γιατί κάθε νέα σκηνοθεσία εμπλουτίζει το κείμενο και ως εκ τούτου του δίνει νέα
ζωή.
Ο θεατρικός λόγος αναζητά την σάρκα των ερμηνευτών, επομένως η πραγματική του υλοποίηση δεν έγκειται στην έκδοσή του σε βιβλίο αλλά σε κάθε σκηνικό του ανέβασμα.
Όσο περισσότερα ανεβάσματα του ίδιου κειμένου
υπάρχουν, τόσο το
καλύτερο για το κείμενο γιατί
προστίθενται νέες αναγνώσεις, νέες εκδοχές, νέοι τρόποι ανάλυσής του.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από την διαφορετικότητα και την πολλαπλότητα των ερμηνειών. Όσο
περισσότερες διαφορετικές «αναγνώσεις» υπάρχουν για το ίδιο έργο, τόσο καλύτερο για το έργο.
Συμφωνώ απόλυτα με την ιδέα του ημιτελούς έργου, δηλαδή την ιδέα ότι κάθε
έργο είναι ημιτελές και είναι τελικά ο παραλήπτης που ολοκληρώνει την κατασκευή
του με απόλυτη ελευθερία και αυτονομία.
Συνεργάζεσαι, κατά καιρούς, με τον σκηνοθέτη κάθε καινούριου -ή παλαιότερου- έργου σου
που ανεβαίνει ή διαθέτεις αρκετή αυτεπίγνωση ώστε να τους επιτρέπεις πλήρως τον τρόπο με τον οποίο τελικά θα τα παρουσιάσουν;
Μόλις δώσω τα πνευματικά δικαιώματα, αποδεσμεύομαι εντελώς και αφήνω κάθε
νέα ομάδα να προβεί στην δική της δημιουργία. Όσο μπορώ, όταν μπορώ, ταξιδεύω για να παρακολουθήσω τις παραστάσεις, και είναι κάτι που πάντα μου αρέσει πολύ.
Μπορεί κάποια ανεβάσματα να μου αρέσουν περισσότερο από άλλα, αλλά, γενικά, πάντα με συναρπάζει να βλέπω πώς μια ολόκληρη ομάδα καλλιτεχνών έχει αποκρυπτογραφήσει
και ερμηνεύσει αυτά που έχω γράψει.
Είναι μια καλή άσκηση που βοηθά κάποιον να βγει από το κέντρο τους και να
παραδοθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη στην ερμηνεία των άλλων.
Το θέατρο είναι μια συλλογική τέχνη όπου η παραγωγή νοημάτων είναι πολλαπλή
και όπου η γνώμη του θεατρικού συγγραφέα είναι μία ακόμη εν μέσω μιας ολόκληρης ομάδας.
Το να δημιουργείς ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους είναι κάτι εξαιρετικό, είναι μια υπέροχη δημοκρατική
άσκηση.
Στο θέατρο -όπως και στην δημοκρατία- η ομορφιά εμφανίζεται όταν υπάρχει διαφωνία και συζήτηση. Από την διαφωνία και την αντιπαράθεση απόψεων γεννιέται το θέατρο. Απαραίτητη η φωνή της Αντιγόνης, αλλά και της Ισμήνης.
Εμπνευσμένο από την νοσηλεία σου κατά την διάρκεια της πανδημίας, το έργο COVID-451
(2020) πραγματεύεται τα θέματα «της
μοναξιάς, της αλληλοβοήθειας και της ανάγκης των άλλων,
της διαλεκτικής μεταξύ επιστήμης και τέχνης και της απαραίτητης προσφυγής στην
ποίηση για να θεραπευθούν τα τραύματα».
Ποτέ δε νοσηλεύτηκα λόγω της
COVID-19!
Στο
COVID-451 υπάρχει ένα ξεκάθαρο παράδειγμα ότι σε όλα τα έργα
αυτομυθοπλασίας πρέπει να υπάρχει
ένα μεγάλο μέρος μυθοπλασίας.
Ξεκινώ, λοιπόν, από μια αλήθεια, που είναι η πανδημία και το θέμα του άρρωστου σώματος,
αλλά αυτή η αλήθεια τοποθετείται στο πεδίο της μυθοπλασίας.
Ευτυχώς, όλα όσα λέω εκεί δε μου συνέβησαν, ευτυχώς δεν ήμουν ποτέ στα
πρόθυρα του θανάτου σε μονάδα εντατικής θεραπείας, αλλά παρόλα αυτά, παρόμοια
γεγονότα συνέβησαν σε πολλούς ανθρώπους.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, η αυτομυθοπλασία δε συνίσταται στο να μιλάς για τον εαυτό σου, αλλά μάλλον στο να ξεκινάς από τον εαυτό σου για να μιλήσεις για τους άλλους.
Στο πλαίσιο της παράστασης καλείς πραγματικούς
υγειονομικούς στη σκηνή, όπου συνδημιουργείτε μια «alterficción». Ποιος είναι ο δραματουργικός σκοπός
αυτής της επιλογής και σε τι διαφέρει από την «αυτομυθοπλασία»;
Στο
συγκεκριμένο εγχείρημα κάλεσα
προσωπικό από δομές
υγειονομικής περίθαλψης και από τις ιστορίες του συνέθεσα το κείμενο.
Το δημιούργησα επίσης ως μυθοπλαστικό, γι’ αυτό και το έχω περιγράψει ως «alterficción» («εναλλακτική
μυθοπλασία»).
Σε κάθε περίπτωση, πέρα από αυτό που είναι αλήθεια ή ψέμα, η επιδίωξη της
παράστασης COVID-451 είναι να μιλήσει για το θέμα του άρρωστου σώματος και του φόβου του
θανάτου.
Όχι, όμως, υπό το πρίσμα των
απομονωμένων ατόμων, αλλά μιας
κοινωνίας και μιας κοινότητας που μπορεί να απειλούνται με εξαφάνιση.
Για έναν μη επαγγελματία λάτρη
του σύγχρονου θεάτρου, η παρακολούθηση παραστάσεων στην Ελλάδα είναι μια ακριβή, και άρα ελιτίστικη, ενασχόληση.
Πώς, κατά την γνώμη σου,
μπορεί η θεατρική πράξη να επανασυνδεθεί με κοινά
όλων των κοινωνικών
τάξεων, ανακτώντας την παιδαγωγική -και ενδεχομένως απελευθερωτική- λειτουργία της;
Το ζήτημα τού να μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι το θέατρο συνδέεται με κοινό όλων των τάξεων και δεν περιορίζεται στο να είναι μια ελιτίστικη τέχνη
είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε όλοι όσοι αφοσιωνόμαστε σ’ αυτό.
Είναι ένα θέμα το οποίο απαιτεί την σκέψη και την συνεργασία πολλών παραγόντων: καλλιτεχνών, πολιτιστικών υπεύθυνων, πολιτικών, κοινωνιολόγων και άλλων.
Δεν έχω την απάντηση, αλλά έχω την επιθυμία να χτίσουμε κοινωνίες όπου καθένας
ο οποίος θέλει να
παρακολουθήσει μια θεατρική
ή οπερατική παράσταση και να επισκεφθεί ένα μουσείο δε θα χρειάζεται να καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια.
Δε νομίζω, όμως, πως μόνο εμείς οι δημιουργοί έχουμε την λύση, αφού δεν πρόκειται τόσο για καλλιτεχνικό, αλλά για κοινωνικό πρόβλημα.
Ευχαριστώ θερμά
τον συγγραφέα για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.
Το θεατρικό έργο
του Σέρχιο Μπλάνκο Μια
Θήβα κυκλοφορεί στα ελληνικά από
την Κάπα Εκδοτική σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και
επιμέλεια της Σωτηρίας Αποστολάκη.
Η σκηνική απόδοσή
του, σκηνοθετημένη από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και με τους Δημήτρη
Καπουράνη και Θάνο Λέκκα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, συνεχίζεται
με επιτυχία για δεύτερη σεζόν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται
κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου