Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Μάρτα Σανθ: «Η γραφή κάνει ορατό αυτό που μας κάνει κακό»

 

Μάρτα Σανθ (Φωτογραφία: Maria Rapelo)

Το μυθιστόρημα Μικρές Κόκκινες Γυναίκες της σημαντικής Ισπανίδας συγγραφέως Μάρτα Σανθ είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο για τα θύματα του Φρανκισμού -γυναίκες, παιδιά, άντρες- και την ανάγκη ανάκτησης της συλλογικής μνήμης.

Οι εκλεκτές Εκδόσεις Carnívora το συστήνουν στο εγχώριο αναγνωστικό κοινό, κι η Μάρτα Σανθ μάς συστήνεται μέσα από μια διεξοδική συνομιλία.

Οι Μικρές Κόκκινες Γυναίκες, το πρώτο σας μυθιστόρημα που μεταφράζεται στα ελληνικά, είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο για τα θύματα του Φρανκισμού -γυναίκες, παιδιά, άντρες- και την ανάγκη ανάκτησης της συλλογικής μνήμης.

Αποτελεί η ενασχόλησή σας με το ζήτημα των -ξεχασμένων- θυμάτων της Δικτατορίας απόρροια προσωπικής αγωνίας και μόνο, ή πρόκειται για κάτι που εξακολουθεί να προκαλεί αντιπαραθέσεις στην δημόσια σφαίρα;

Η ανάκτηση της δημοκρατικής μνήμης εξακολουθεί ν’ αποτελεί εκκρεμότητα στη χώρα μου, όπου προκαλεί ιδιαίτερα φορτισμένες δημόσιες αντιπαραθέσεις.

Υπάρχουν οργανώσεις που ασχολούνται αποκλειστικά με τον εντοπισμό μαζικών τάφων, με την αποκάλυψη των οστών και τη στήριξη των συγγενών των θυμάτων.

Οργανώσεις που προσπαθούν να διαπαιδαγωγήσουν όσον αφορά το θέμα, ξεκινώντας απ’ την πεποίθηση ότι το παρελθόν προβάλλεται στο μέλλον και πως δίχως τη μνήμη του παρελθόντος δεν υπάρχει προοπτική για το μέλλον.

Μάχονται, με άλλα λόγια, για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την αποκατάσταση. Προσωπικά έχω μεγαλώσει μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό και συναισθηματικό κλίμα.

Το μυθιστόρημά σας είναι πολυφωνικό, με τις αφηγήτριες να εναλλάσσονται και, εντέλει, να συγχωνεύονται. Πίσω από όλες τις αφηγήσεις δεν κρύβονται, ωστόσο, οι νεκρές κι οι εξαφανισμένοι που αποζητούν δικαιοσύνη;

Σας ευχαριστώ για την ερώτηση.

Για μένα ήταν πολύ σημαντικό σ’ αυτό το βιβλίο να φέρω εις πέρας ένα υφολογικό και ποιητικό πείραμα. Aντί δηλαδή να συσκοτίζω την πραγματικότητα, να τη βγάλω στο φως μέσα από τη γλωσσική συνείδηση.

Αποπειράθηκα να χρησιμοποιήσω τις πολυφωνίες και τα ανάγλυφα των λέξεων, τη μνήμη που φέρουν οι λέξεις, τη δυναμική τους να ξενίζουν και να εγείρουν ερωτήσεις.

Μερικές φορές λησμονούμε ότι στη λογοτεχνία το πώς λέμε κάτι συνιστά αυτό που λέμε.

Δεν μου αρέσει η γλώσσα που καθησυχάζει, αλλά η γλώσσα που ξεβολεύει και νομίζω ότι το ξεβόλεμα και η εκφραστική βία ενδείκνυνται όταν προσπαθούμε να καθορίσουμε το περίγραμμα δολοφονημένων ανθρώπων.

Χρησιμοποιώ το εργαλείο της δουλειάς μου για να καθορίσω αυτό το σβησμένο περίγραμμα ή για να περιγράψω τη μελωδία ανάμεσα στους θορύβους μιας καθημερινότητας που παρουσιάζεται ως άσχετη με το παρελθόν, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι.

Και στην εποχή της ταχύτητας και του φόβου για spoiler, της απομείωσης όλης της λογοτεχνίας σε αφηγηματικότητα, νομίζω πως η διεκδίκηση της σπηλαιώδους και επισταμένης ανάγνωσης, που απαιτεί η ποίηση, είναι πολιτική πράξη.

«Διαβάστε αργά», λέει η φωνή των χαμένων παιδιών και των νεκρών γυναικών στο μυθιστόρημα. Το «Διαβάστε αργά» είναι σήμερα μια επαναστατική προτροπή.

«Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να ξεχαστούν με το ζόρι κι άλλα που πρέπει να τα θυμόμαστε για πάντα με την ίδια ένταση», υποστηρίζει η αφηγήτρια Λουθ Αράνθ. Ποια «πρέπει να ξεχαστούν» και ποια «πρέπει να τα θυμόμαστε», και γιατί;

Πιστεύω ότι τα προσωπικά τραύματα πρέπει να ξεπερνιούνται το ταχύτερο δυνατόν, πως ο εξορκισμός κάθε τέτοιου πόνου πρέπει να πραγματοποιείται το ταχύτερο δυνατόν.

Για παράδειγμα, αν σε ακρωτηριάσουν ως συνέπεια τροχαίου ατυχήματος, δεν ξέρω τι νόημα έχει να μηρυκάζεις τον πόνο ή να αναβιώνεις το συμβάν.

Όταν, εντούτοις, τα προσωπικά τραύματα συνιστούν κομμάτι μιας αδικίας που μας επηρεάζει συλλογικά και η οποία γίνεται απόπειρα να παραμείνει κρυφή, προκειμένου να διατηρηθούν οι ανισότητες και οι ισχύοντες συσχετισμοί δυνάμεων, τότε είναι χρήσιμο να θυμάσαι για ποιον λόγο μερικοί άνθρωποι έχουν πιο μακριά πόδια απ’ τους άλλους:

Το σώμα είναι κάποιες φορές το πεδίο στο οποίο αποτυπώνονται η βία, η ένδεια, η έλλειψη ευκαιριών...

Η βία, συγκεκριμένα, που ασκείται πάνω στους νικημένους, στις μη ευνοημένες τάξεις, τις γυναίκες, δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου της συστημικής βίας, ενάντια στην οποία εξεγειρόμαστε και την οποία προσπαθούμε να κάνουμε ορατή με τη δουλειά μας.

Επειδή, για να την κάνεις ορατή, πρέπει να την εξιστορήσεις.

«Όσοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν είναι εξίσου ένοχοι μ’ εκείνους που καταδίδουν με το μεγάλο στόμα τους σαν ατραξιόν σε πανηγύρι», συνεχίζει. Γιατί;

Με τρομάζει ο πολύ ο τρόπος χειραγώγησης της ιδέας της σιωπηρής πλειοψηφίας.

Η σιωπηρή μειοψηφία πολύ συχνά, στη χώρα μου τουλάχιστον, ταυτίζεται με τους εύπορους και οι εύποροι με τη σειρά τους ταυτίζονται με όσους σιωπούν και προτιμούν να κοιτούν απ’ την άλλη.

Ο φόβος μπορεί να δικαιολογήσει τη σιωπή, είναι κάτι ανθρωπίνως κατανοητό, αλλά νομίζω ότι και η αλληλεγγύη είναι επίσης από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.

Θαυμάζω τους ανθρώπους με κριτική σκέψη και ικανότητα για δράση και πολλές φορές νιώθω άσχημα για τη δική μου αδράνεια ή δειλία.

Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη πλευρά της ερώτησής σας που με απασχολούσε όσο έγραφα το βιβλίο: ο τρόπος που η σημασία των λέξεων αλλάζει ανάλογα με το ποιος έχει την εξουσία και με το ποιος μιλάει για αυτή την εξουσία.

Αν εγώ είμαι εναντίον μιας καθεστηκυίας τάξης και κάποιος καταδώσει έναν άλλον, θα πω ότι ο πρώτος είναι καταδότης, καρφί.

Αν, αντίθετα, ο ίδιος άνθρωπος κάνει την ίδια πράξη εντός ενός συστήματος στο οποίο νιώθω άνετα, θα πω πως πρόκειται για άτομο υπεύθυνο, που ασκεί το καθήκον του ως πολίτης.

Με αυτή την αβεβαιότητα, με αυτό το ασαφές σύνορο έχει να κάνει σχεδόν πάντα η λογοτεχνία.

«Οι εξαιρετικής πάστας άνθρωποι είναι εκείνοι που κρατούν τον σκελετό τους στητό χάρη σε μια πανίσχυρη αίσθηση της Ιστορίας και των λέξεων που εμπεριέχουν καλοσύνη», επισημαίνει. Εκλείπουν αυτοί άνθρωποι - και όχι μόνο στην Ισπανία;

Νιώθω ότι ζούμε σε έναν πολιτισμό σε κρίση, σε μετάβαση.

Η ψηφιακή κουλτούρα προκαλεί ένα είδος κατολίσθησης, εξαιτίας της οποίας πρέπει να ορίσουμε εκ νέου έννοιες όπως «πολιτισμός», «ελευθερία» και φυσικά «δημοκρατία».

Νομίζω πως όσοι μάθαμε αναλογικά γράμματα νιώθουμε χαμένοι και μπερδεμένοι και όσοι έμαθαν ψηφιακά γράμματα νιώθουν επίσης χαμένοι, αλλά για διαφορετικούς λόγους απ’ τους δικούς μας.

Υποθέτω ότι θα ήταν χρήσιμο να χτίσουμε γέφυρες για συζήτηση, γέφυρες στις οποίες η νοσταλγία δεν θα χρησιμοποιείται ως επιχείρημα.

Όσον αφορά εμένα, μ’ ενδιαφέρει να διατηρήσω την αναγνωστική ικανότητα και τη δυνατότητα να οικοδομείται η κριτική σκέψη πέρα από τις Σειρήνες του θετικού -και εγγενώς διεστραμμένου- αφηγήματος «αν θέλεις, μπορείς»: είναι λες και μας αναγκάζουν να ζούμε σε μια διαφήμιση∙

Εντούτοις, η υποτιθέμενη αυτή ισότητα των ευκαιριών δεν είναι εφικτή, όσο τα σημεία αφετηρίας είναι τόσο διαφορετικά.

Θα ήταν επίσης χρήσιμο να μη χάνουμε τη μνήμη, και αναφέρομαι στη μνήμη ως ιστορικό αρχείο, αλλά επίσης και ως ικανότητα να συγκρατούμε πληροφορίες, χωρίς την ανάγκη να ανατρέχουμε σε αλλότριες συσκευές.

Οι συσκευές γίνονται οι περιέκτες της αλήθειας, ενώ τα ανθρώπινα πλάσματα χάνουμε σιγά σιγά τη μνήμη μας, την ικανότητα εννοιολογικού συσχετισμού, σύνθετης σκέψης.

Για το πρώτο είδος μνήμης μιλώ στις Μικρές Κόκκινες Γυναίκες, για το δεύτερο είδος μιλώ στο καινούργιο μου μυθιστόρημα, Persianas metálicas bajan de golpe.

Και στα δυο η ανάκτηση του σώματος -εξαφανισμένου σε μια τάφρο ή ξεθωριασμένου μέσα στο εικονικό σύμπαν- είναι πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου. Παίζω πάντα με την ιδέα ότι το κορμί είναι ένα κείμενο κι ότι το κείμενο είναι ένα κορμί.

«Είναι όλοι τους μια οικογένεια ή ίσως ένα έθνος, ανθρώπινα σύνολα από τα οποία αρχίζει η  έρευνα για όλα τα εγκλήματα», ισχυρίζεται αλλού. Οικογένεια και έθνος είναι -καταστατικά- καταπιεστικές/κατασταλτικές οντότητες;

Η ιστορία του Φρανκισμού και η εθνικοκαθολική ηθική στην Ισπανία με κάνουν να σκεφτώ πως όντως η Πατρίδα και η Οικογένεια έχουν υπάρξει κατασταλτικοί/καταπιεστικοί θεσμοί.

Αυτές οι μεγάλες λέξεις, που ανέκαθεν προκαλούν έντονα συναισθήματα, χρησιμοποιούνται τώρα από την άκρα δεξιά για να προασπίσουν αξίες που αποκλείουν τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους αριστερούς, τους μετανάστες και πάνω απ’ όλα μια εργατική τάξη απογοητευμένη, έντρομη μην τυχόν χάσει τα λίγα που έχει, η οποία αντιπαλεύει όσους δεν είναι εχθροί της και πολύ συχνά ψηφίζει αυτή την ίδια την ακροδεξιά που υποστηρίζει ένα οικονομικό μοντέλο ευνοϊκό για τους ήδη κατέχοντες.

Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να επαναπροσδιορίσουμε τη σημασία των λέξεων.

Νέοι τρόποι κατανόησης του οικογενειακού μοντέλου αναδύονται, ενώ η πατριωτική συμπεριφορά ενδεχομένως να μην ανταποκρίνεται πλέον στο σύνθημα για Μία, Μεγάλη και Ελεύθερη (Ισπανία), που προωθούσε η φρανκική δικτατορία.

«Εγώ γράφω [...] Πρέπει ν’ αφηγούμαστε τη βία με σκοπούς αποδομητικούς ή, το πολύ πολύ, παιδαγωγικούς», υπογραμμίζει. Ξορκίζεται το τραύμα της συστημικής βίας μέσω της γραφής;

Η γραφή είναι ένας τρόπος να κάνεις ορατές αξίες τις οποίες θεωρούμε αυταπόδεικτες, ενώ στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν πολύ συγκεκριμένες ταξικές αρχές: αυτές της κυρίαρχης τάξης.

Η γραφή κάνει ορατό αυτό που μας κάνει κακό, πράγμα που αποτελεί το πρώτο βήμα για να μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε την πραγματικότητα.

Η γραφή ξεκινάει από το πραγματικό, διατυπώνει ερωτήσεις σχετικά με το πραγματικό, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί πραγματικότητα. Ό,τι λέγεται και επαναλαμβάνεται σχετικά με την πραγματικότητα καταλήγει να αποτελεί κομμάτι της.

Υπό αυτή την έννοια, όπως θεωρούμε πως κάποιες λέξεις οξύνουν το αφήγημα του μίσους και είναι βλαβερές, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν και λέξεις που βοηθούν.

Είμαι αισιόδοξη όσον αφορά τις δυνατότητες της γραφής. Και θέλω να ξεκαθαρίσω πως, παρότι πιστεύω ότι μεταβολίζουμε λέξεις και μυθοπλασίες, πιστεύω επίσης απόλυτα στην ελευθερία της έκφρασης και είμαι αντίθετη στις απαγορεύσεις.

Αυτό που έχει σημασία είναι να μη χάσουμε την κριτική ικανότητα. Θεωρώ πως δημοκρατική είναι η κοινωνία που μαθαίνει στους πολίτες της να διαβάζουν.

Επίσης πιστεύω στην εκπαίδευση και με προβληματίζει η σύγχυση ανάμεσα στη γνώση και στη γνώμη.

«Η διακοπή της διαδικασίας της γραφής θα μπορούσε να με λυτρώσει απ’ το δικαίωμά μου ν’ ασκήσω μια βία που, όσο την απεικονίζεις, τόσο ξεθωριάζει και μερεύει», επισημαίνει.

Βρίσκεται η θεμιτή άσκηση βίας στον αντίποδα της συγγραφικής διαδικασίας;

Ζούμε μια στιγμή απροσμέτρητης βίας. Της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη.

Είναι φριχτό αυτό και η λογοτεχνία, η γραφή, δεν διεκπεραιώνεται στο περιθώριο της συγκεκριμένης πραγματικότητας, παρότι μπορούμε να επιλέξουμε τον αναχωρητισμό, την κωμωδία, ή τη διεκδίκηση του έρωτα.

Το κείμενό σου έχει νόημα σε αυτό το σκηνικό, σε αυτό το συγκείμενο.

Συγχρόνως, η γραφή, με το να δείχνει κάποια πράγματα και να αποκρύπτει κάποια άλλα, μπορεί να συνιστά επίσης μια πράξη βίας. Όπως συνιστά πράξη βίας το να εκμεταλλεύεται ένα αφεντικό τους ανθρώπους που έχει στη δούλεψή του.

Υπάρχουν μισθοδοτικές καταστάσεις και υποθήκες ακραία βίαιες. Υπάρχουν λογαριασμοί του ηλεκτρικού που ξυπνούν βία και σκοτώνουν. Έχουμε κανονικοποιήσει αυτές τις μορφές βίας.

Όταν γράφω, προσπαθώ να αναδείξω την ανοσία που έχουμε αποκτήσει σε όλα αυτά τα πράγματα που μας τσακίζουν καθημερινά. Με ενδιαφέρει να απεικονίζω το κοινωνικό σώμα ως άρρωστο σώμα, μέσα από το παιχνίδι με τις λέξεις και το χιούμορ.

Μιλώ για αυτό που με βλάπτει και, για να μπορέσω να το κάνω, καταφεύγω μερικές φορές στο βιτριόλι του χιούμορ.

«Όποιος γράφει  είναι πάντα, με τρόπο κεντρομόλο, χαρακτήρας του βιβλίου και οι χαρακτήρες ενός βιβλίου είναι μασκοφόρες φυγόκεντρες εκδοχές του συγγραφέα», εξομολογείστε κάπου. Νιώθετε κι εσείς σαν μια «μικρή κόκκινη γυναίκα»;

Ναι, νιώθω κομμάτι αυτής της γενεαλογίας και είμαι ένα παλίμψηστο από φωνές. Έχω την εντύπωση ότι, όταν γράφω, δεν αποχωρίζομαι τις ρίζες μου ούτε το περιβάλλον μου.

Οι ρίζες μου και το περιβάλλον μου, που αποτελούν κομμάτι της βιογραφίας μου, καθορίζουν τη ματιά μου στον κόσμο και η ματιά μου στον κόσμο με κάνει να νιώθω πως κάποιες πραγματικότητες με αφορούν.

Υπάρχουν θέματα που με ενδιαφέρουν ή με πονούν, επειδή είμαι γυναίκα κι επειδή ο παππούς μου απ’ τη μεριά του πατέρα μου ήταν μηχανικός αυτοκινήτων.

Ένας εργάτης που ερχόταν σπίτι με χέρια γεμάτα γράσο κι έκανε σκοπό της ζωής του να πάει ο γιος του πανεπιστήμιο.

Γράφω αυτά που γράφω, επειδή η μητέρα μου μου μετέδωσε μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στο σώμα και μου έδωσε στοιχεία ώστε να καταλάβω τη μη ικανοποίησή της ως γυναίκα.

Όλο αυτό με διαμορφώνει και περιορίζει τους χώρους στους οποίους μπορώ να διατυπώνω ερωτήματα.

Κατόπιν, φτάνει η στιγμή να γράψω και όσο γράφω, μαθαίνω, ανακαλύπτω πράγματα που δεν ήξερα. Κατά κάποιον τρόπο, το γράψιμο είναι μια μορφή ανάγνωσης. Γνώσης.

Το θέμα είναι ότι οι αβεβαιότητές μου μπορούν να βρουν έκφραση είτε με το προσωπείο των μυθοπλασιών, στο φανταστικό σύμπαν ενός μυθιστορήματος σαν τις Μικρές Κόκκινες Γυναίκες, είτε με το αυτοβιογραφικό είδος.

Στην τελική, όμως, η μυθοπλασία γεννιέται από τις εμπειρίες και συγχρόνως η αυτοβιογραφία είναι η απεικόνιση της αυτοβιογραφίας. Η αυτοβιογραφία είναι μια μεταφορά: η ενσάρκωση του ότι το προσωπικό είναι πολιτικό.

Πιστεύω πως μέσα από τις λέξεις της τέχνης δυναμιτίζουμε ψεύτικες αντιθέσεις και καθιερωμένες εκφράσεις: η μυθοπλασία είναι αλήθεια, αλλά η αλήθεια δεν είναι μυθοπλασία. Η αναζήτησή της, τουλάχιστον.

«Όποιος γράφει κλείνεται στον εαυτό του ή αποξενώνεται», αποφαίνεται η αφηγήτρια. Εσείς, αποξενώνεστε ή, αντιθέτως, ανοίγεστε στους αναγνώστες/τις αναγνώστριες, την κοινότητα, την κοινωνία;

Το γράψιμο ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι για μένα σαν το ξεκίνημα μιας συζήτησης.

Όταν γράφουμε, κλεινόμαστε στον εαυτό μας, επειδή κοιτάμε των εαυτό μας από μέσα, κάνουμε ενδοσκόπηση.

Συγχρόνως, όμως, απομακρυνόμαστε από εμάς, επειδή συχνά χρησιμοποιούμε άλλους χαρακτήρες προκειμένου να διερευνήσουμε αυτό που μας συμβαίνει.

Απομακρυνόμαστε, επίσης, επειδή κοιτάζουμε προς τα έξω, έξω από εμάς τις ίδιες. Υπάρχει μια κίνηση από το μύχιο προς το δημόσιο και από το προσωπικό προς το συλλογικό. Απλώνουμε νήματα που μερικές φορές γίνονται κόμποι.

Πιστεύω ότι η γραφή και η αποκρυστάλλωσή της σε λογοτεχνική πρόταση είναι μια άσκηση εγκαρδιότητας και πως στο τέλος η αναγνώστρια -και ο αναγνώστης επίσης- επικυρώνει το νόημα ενός κειμένου.

Αυτή η τελευταία δήλωση, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι όποιος διαβάζει έχει πάντα δίκιο. Το λεξιλόγιο της αγοράς ρυπαίνει ολόκληρο τον κόσμο μας και εντέλει μπορεί να φαίνεται πως όποιος πληρώνει κάνει κουμάντο κι ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Οι αναγνώστες όμως δεν έχουν δίκιο απλώς επειδή πλήρωσαν για το βιβλίο. Δεν είναι πελάτες. Εμένα, ως αναγνώστρια, με ενοχλεί όταν με αντιμετωπίζουν σαν απλή καταναλώτρια. Άλλο πράγμα ζητάω από τα βιβλία.

«Τώρα, ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Καταφθάνουν, με αέρα ελευθερίας κι ένα χαμόγελο λευκασμένο με λέιζερ, οι γόνοι των ταριχευτών μας», «προειδοποιεί», με ανατριχιαστική οξυδέρκεια, προς το τέλος του βιβλίου.

Tελικά, δεν είχε κλείσει τους λογαριασμούς της η ισπανική κοινωνία με τον Φρανκισμό; Σηματοδοτεί η ενίσχυση ακροδεξιών μορφωμάτων την αποτυχία της πολιτικής; Ή υπάρχουν και ψήγματα ελπίδας στην πολιτική σκηνή της Ισπανίας;

Δεν χάνω την ελπίδα. Γι’ αυτό γράφω.

Ακόμα και όταν γράφω μια δυστοπία, το κάνω σκεπτόμενη ότι το φως τρυπώνει μέσα από τις ρωγμές που είμαστε ικανοί να διακρίνουμε στον τοίχο και ότι η εμπιστοσύνη στο μέλλον δεν θεμελιώνεται μόνο με ζαχαρόσκονη, θετική σκέψη και μελένια φερσίματα.

Η περίπτωση της Ισπανίας είναι ανάλογη με ό,τι συμβαίνει σχεδόν παντού:

Υπάρχει ένα γενικευμένο συντηρητικό κύμα το οποίο γεννιέται από τη δικαιολογημένη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Προς την υποκριτική ηθική και τη διαφθορά.

Σε αυτά, έρχονται να προστεθούν η ιδιοτελής απώλεια μνήμης και η βιασύνη, οι νέοι τρόποι να σχετιζόμαστε μεταξύ μας και με τα κείμενα, η σλογκανοποίηση της πολιτικής.

Επιπλέον, η απίσχναση της γλώσσας, του λεξιλογίου και της σύνταξης, που έχει αντίκτυπο στη διανοητική μας τρωτότητα και την ευπιστία μας και οδηγεί στη γέννηση καινούργιων προκαταλήψεων και ενός τεχνολογικού φανατισμού.

Αυτή είναι μια πιθανή διάγνωση, και προφανώς η ακροδεξιά άλλο δεν κάνει παρά να επιδεινώνει την κατάσταση μεγεθύνοντας ασύστολα κάθε μια και όλες μαζί τις ρωγμές της ανισότητας.

Το παρουσιάζουν σαν καινούργιο αφήγημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι παμπάλαιο, ανατριχιαστικά ταγγισμένο.

Ελπίζω στην Ισπανία να σταθούμε ικανοί να δούμε εγκαίρως τα αυτιά του λύκου, μιας και, παρότι μας λένε πως ο Φρανκισμός είναι πια μακριά και το 5G μας κάνει να βλέπουμε τη ζωή με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η δικτατορία στην πραγματικότητα περιμένει στη στροφή.

Ήμουν οχτώ χρονών όταν πέθανε ο Φράνκο. Τώρα είμαι πενήντα έξι. Δεν πάει τόσος καιρός.

Θέλω να σκέφτομαι ότι αυτή η εγγύτητα στην καταπίεση μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα στην περίπτωση της Ισπανίας. Υπό την προϋπόθεση πως δεν θα χάσουμε τη μνήμη μας.

Η Ασπασία Καμπύλη φρόντισε με ιδιαίτερο μεράκι την μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων της συγγραφέως στα ελληνικά. Την ευχαριστώ θερμά!

Το μυθιστόρημα της Μάρτα Σανθ Μικρές Κόκκινες Γυναίκες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου