Άλβαρο Γκάγκο (Φωτογραφία: Σωκράτης Μπαλταγιάννης)
Εργάτρια,
μητέρα, ερωμένη, η μαχήτρια Ραμόνα (εξαιρετική η Μαρία
Βάσκες), κάτοικος ενός μικρού τόπου στην Γαλικία, είναι η πρωταγωνίστρια
του μεγάλου μήκους σκηνοθετικού ντεμπούτου του Άλβαρο Γκάγκο, Μητέρα,
Πατρίδα.
Συναντώντας τον
σκηνοθέτη στην Αθήνα στο πλαίσιο των 29ων Νυχτών
Πρεμιέρας. Η ταινία του προβάλλεται από τις 18
Ιανουαρίου στις αίθουσες.
Παραθέτεις την ρήση της Ρόζα
Λούξεμπουργκ, «Για έναν κόσμο όπου είμαστε κοινωνικά ίσοι, ανθρώπινα
διαφορετικοί και εντελώς ελεύθεροι», στο προσωπικό σου site.
Αναρωτιόμουν αν συνιστά
την ηθική, πολιτική και δημιουργική «πυξίδα» σου.
Αν και υποφέρω πολύ
κάνοντας ταινίες -το ομολογώ-, έχω βρει κάτι που μου επιτρέπει να συνδέομαι με
τους ανθρώπους και τον κόσμο όπου ζούμε.
Ένα από τα πράγματα που
καθιστούν το σινεμά τόσο ιδιαίτερο είναι ότι πρόκειται για συλλογική τέχνη.
Έχει επίσης την δύναμη να
δημιουργεί μια εμπειρία η οποία επιβιώνει των σκληρών ανθρώπων που φτιάχνουν
ένα φιλμ.
Σε καιρούς, λοιπόν, κατά
τους οποίους όλοι εστιάζουμε στις ατομικές επιλογές μας, το να βρεις κάτι που
σε διευκολύνει να δημιουργείς με αλληλέγγυο πνεύμα είναι όμορφο.
Κάποιες φορές, το να
φτιάχνω ταινίες είναι σαν κατάρα - αλλά είναι κι ο μόνος τρόπος μέσω του οποίου
μπορώ να υπάρξω στον κόσμο, ζώντας με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο βάσει του
παραθέματος που ανέφερες.
Οπότε το γύρισμα του
μεγάλου μήκους σκηνοθετικού σου
ντεμπούτου, Μητέρα,
Πατρίδα, υπήρξε κατάρα, χαρά, κάτι άλλο;
Με τα σκαμπανεβάσματά
του, το γύρισμα υπήρξε μια πολύ χαρούμενη εμπειρία.
Γράφω το σενάριο μόνος
μου, κι αυτό μερικές φορές γίνεται μοναχικό: μιλάς στον εαυτό σου μόνος σου,
του θέτεις ερωτήματα, κι όταν έχουν περάσει τρία χρόνια, στην διάρκεια των
οποίων δουλεύεις πάνω σε κάτι, διερωτάσαι γιατί το κάνεις.
Όταν, όμως, αρχίζουν να εμπλέκονται
οι άνθρωποι στο εγχείρημα, πραγματικά εισέρχομαι σε μια διαφορετική διανοητική
κατάσταση. Την νιώθω στα κόκαλά μου.
Σωματικά.
Αισθάνομαι την ενέργεια,
«τρέφομαι» από τους ανθρώπους - κι αυτή η αίσθηση δεν αφορά μόνο στους
συντελεστές της παραγωγής, αλλά και στους κατοίκους του χωριού όπου πραγματοποιήθηκαν
τα γυρίσματα.
Συνδέεσαι με αυτήν την
περιοχή;
Ναι, συνδέομαι.
Αυτό φαντάστηκα. Η
δουλειά σου αποπνέει την εντύπωση της βιωμένης εμπειρίας.
Πηγαίνω στην περιοχή από
παιδί και ξέρω τους πάντες. Η οικογένεια του πατέρα μου κατάγεται από εκεί, το
ίδιο και η πρώτη μου κοπέλα, ενώ έχω ήδη γυρίσει δυο μικρού μήκους ταινίες στο
χωριό.
Πολλοί από τους κατοίκους
του συμμετέχουν στο φιλμ. Δεν πρόκειται για ηθοποιούς, και πολλοί εξ αυτών
δούλεψαν στα παρασκήνια.
Η πρώτη προβολή του Μητέρα,
Πατρίδα πραγματοποιήθηκε στο χωριό. Υπήρξε μια πολύ όμορφη και
συναισθηματική εμπειρία.
Άνθρωποι τους οποίους άλλοι δεν κοιτάνε συχνά νιώθουν περήφανοι για το μέρος όπου μεγάλωσαν μέσα από
αυτήν την διαδικασία, και μπορούν να συνδεθούν πολύ προσωπικά με το αποτέλεσμά
της ανακαλύπτοντας κοινά με τους συγχωριανούς τους.
Έτσι επιβιώνει μια ταινία
όταν δεν υπάρχει πλέον εκεί όπου γυρίστηκε.
Το Μητέρα, Πατρίδα
αποτελεί μετεξέλιξη της ομώνυμης
μικρού μήκους ταινίας σου. Γιατί θέλησες να
την αναπτύξεις κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Το μικρού μήκους φιλμ, όπου
τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της Ραμόνα υποδύεται η Francisca Iglesias Bouzón
-πολύ καλή μου φίλη που ξέρει τα πάντα για μένα-, βασίζεται σε συνεντεύξεις τις
οποίες πήρα από την ίδια και από συναδέλφους της.
Στην αρχή δεν ήθελε να
συμμετάσχει, καθώς δε φανταζόταν ποιος θα ήθελε να δει εκείνη και την ιστορία
της στην μεγάλη οθόνη.
Ένιωθε ντροπή, όπως
πολλοί άνθρωποι σαν κι αυτή που τους κάνουν να αισθάνονται άχρηστοι.
Σιγά σιγά, όμως,
μεταμορφωνόταν μέσω μιας οργανικής διαδικασίας, και νέες επιθυμίες
μορφοποιούνταν. Καθώς το μικρού μήκους φιλμ ολοκληρώνεται, αισθάνεσαι πως ο
κεντρικός χαρακτήρας του είναι εγκλωβισμένος σε μια κυκλική ρουτίνα.
Ήθελα, λοιπόν, να μιλήσω
για ανθρώπους που είχαν εντοπίσει «χαραμάδες» στο σύστημα και είχαν προσπαθήσει
να τις διευρύνουν, ακόμα κι αν κάποιες από αυτές τις «χαραμάδες» κατόπιν
ξανάκλεισαν.
Η σχέση της με την κόρη
της υπονοείτο ήδη στο μικρού μήκους φιλμ, όπως κι εκείνη με τον άντρα της.
Έπρεπε να περιορίσω το
χιούμορ, δεν ξέρω γιατί - ίσως λόγω της επίδρασης που ασκούσαν στο φαντασιακό
μου ταινίες όπου οι ήρωες είχαν σκυμμένο το κεφάλι.
Η Ραμόνα του Μητέρα,
Πατρίδα είναι μαχήτρια, ωστόσο. Με ελαττώματα, αλλά μαχήτρια.
Με πολλά ελαττώματα. Γι’
αυτό και ασκώ κριτική στον εαυτό μου σε σχέση με την αποτύπωσή της στο μικρού
μήκους φιλμ, επειδή δεν περιέλαβα στοιχεία που θα καθιστούσαν τον χαρακτήρα της
πολύ πιο σύνθετο.
Είχα εμμονή με το να την σκιαγραφήσω
ως άνθρωπο, κι όχι απλώς ως ένα στερεότυπο. Το στοιχείο του χιούμορ με βοήθησε
σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Είναι και πολύ
αποφασισμένη.
Πολύ αποφασισμένη. Δεν
συμπάσχεις μαζί της πάντα. Αλλά, κι όταν αυτό συμβαίνει, το ξανασκέφτεσαι, λόγω
του πλαισίου εντός του οποίου ζει.
Και στις δύο ταινίες σου
πρωταγωνιστεί ένας γυναικείος χαρακτήρας. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό για σένα να
είναι γυναικείος, και πόσο εύκολο ήταν να συνδεθείς μ’ αυτόν;
Ως άνθρωπος, ήταν
εξαιρετικά εύκολο να συνδεθώ.
Ποτέ δε σκέφτηκα το
ζήτημα του φύλου, μόνο το σε ποια πλευρά της Ιστορίας ήθελα να βρίσκομαι. Και
ήθελα να βρίσκομαι σ’ εκείνη την πλευρά η οποία δεν εμφανίζεται στα βιβλία.
Αυτή είναι και η δικιά μας Ιστορία.
Ποιοι είναι οι χαρακτήρες
που κυρίως είναι παραμελημένοι; Ως επί το πλείστον οι γυναίκες, αλλά και
κάποιοι άντρες.
Πρέπει, επομένως, να
ειπωθούν πολλές ιστορίες ώστε να κατανοήσουμε από πού προερχόμαστε - και να τις
ερμηνεύσουν γυναίκες. Πάντως, κάτι τέτοιο προκύπτει κατόπιν, όσο πολιτικά
δραστήριοι κι αν πρέπει να είμαστε.
Αυτό που εξ αρχής με
εντυπωσίασε ήταν η σχέση μου με την Francisca και η επιθυμία μου να την κινηματογραφήσω, ως
απόρροια του τρόπου που κινείτο, του προσώπου της, των χειρονομιών της.
Μιλώντας για ερμηνεύτριες
ιστοριών, η Mαρία Βάσκες, η Ραμόνα της μεγάλου μήκου ταινίας, είναι πιθανόν
ιδανική.
Είναι τέλεια. Θυσίασε
πολλά αποφασίζοντας να μείνει στην περιοχή, και συγκεκριμένα στην ενδοχώρα της
Γαλικίας, γιατί θέλει να κάνει πράγματα γι’ αυτή.
Την έφερα σε επαφή με
πολλούς ντόπιους, ήταν σαν «σφουγγάρι» και εξαιρετικά αφοσιωμένη. Πίστευε σ’
αυτήν ταινία - περισσότερο ίσως κι από μένα.
Το τραγούδι Muller
(Γυναίκα) που επενδύει τα τελευταία καρέ επιλέχτηκε για κάποιον
συγκεκριμένο λόγο;
Ενσαρκώνει την ουσία του
φιλμ. Βασίζεται σε ένα ποίημα σε στίχους Marica Campo. Ερμηνεύεται από το γαλικιανό φολκ
συγκρότημα Fuxan Os Ventos. Η μουσική προσθέτει πολλά και σε ωθεί να αισθανθείς
με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Προς το τέλος της
ταινίας, ένιωσα να ξανανοίγει η «χαραμάδα» στην οποία αναφέρθηκες νωρίτερα.
Ωραία!
Είναι αισιόδοξο για το
κοινό να βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, νομίζω - ή τον καθρέφτη τον οποίο
το φιλμ τοποθετεί απέναντί μας. Καλύτερο και για τον χαρακτήρα, και πιο
αισιόδοξο για το κοινό.
Και, ξέρεις, μπορεί η
Ραμόνα να επιστρέψει από το ταξίδι της. Αλλά δε θα είναι η ίδια, σε κάθε
περίπτωση. Κάτι θα έχει «σπάσει» μέσα της, που θα αλλάξει το σκηνικό.
Είναι για όλους μας
λιγάκι τρομακτικό να ανοίγουμε χαραμάδες, αλλά πιθανόν και ελπιδοφόρο.
Η συνέντευξη με
τον Άλβαρο Γκάγκο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς
Διαγωνιστικού του 29ου
Διεθνους Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, όπου η ταινία του προβλήθηκε
σε πανελλήνια πρεμιέρα.
Ευχαριστώ θερμά
την Σοφία Αγγελίδου (One
from the Ηeart) για την πολύτιμη συμβολή της
στην διοργάνωση της συνέντευξης.
Η ταινία του Άλβαρο Γκάγκο Μητέρα, Πατρίδα προβάλλεται
στους κινηματογράφους από τις 18 Ιανουαρίου σε διανομή της
One
from
the
Heart.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου