Ντέιβι Τσου (Φωτογραφία: Julien Lienard) |
Βραβευμένη με τη Χρυσή Αθηνά στις περσινές Νύχτες
Πρεμιέρας, η Επιστροφή στη Σεούλ του καμποτζιανής καταγωγής σκηνοθέτη Ντέιβι Τσου είναι μια ενδοσκοπική και παιχνιδιάρικη εξερεύνηση της
έννοιας της ταυτότητας.
Πρωταγωνίστρια
της
ταινίας η Φρέντι, μια 25χρονη σε αναζήτηση των βιολογικών
γονιών της στη Νότια Κορέα. Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία
του φιλμ στις αίθουσες από τις 11 Μαΐου.
Πρόσφατα
έγινες πατέρας. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;
Είναι το πρώτο μου παιδί.
Μόνο κλισέ μπορείς να αρθρώσεις. Είναι απίστευτη αίσθηση.
Πιστεύεις
ότι η πατρότητα θα επηρεάσει τον τρόπο που κάνεις σινεμά- κι όχι μόνο σε σχέση
με τον χρόνο που θα χρειάζεται να αφιερώσεις στο αγοράκι σου;
Σίγουρα. Κατά
ενδιαφέροντα τρόπο, η ταινία πάνω στην οποία δουλεύω τώρα περιστρέφεται γύρω
από την πατρότητα. Βασίζεται σε ιδέα την οποία μου έδωσε ένας φίλος
μυθιστοριογράφος και συγγραφέας.
Σε
προσωπική σου εμπειρία βασίζεται και η ιδέα του φιλμ σου, Επιστροφή στη
Σεούλ.
Η ιδέα στο σύνολό της
προέρχεται από την προσωπική μου εμπειρία από το πρώτο ταξίδι μου στη Νότια Κορέα
το 2011 και μιας φίλης μου που αναζητούσε τους βιολογικούς της γονείς.
Στην αρχή δεν ήθελε να
τους συναντήσει, έπειτα άλλαξε γνώμη. Οι αντιφάσεις στα συναισθήματα της φίλης
μου απέναντι στους γονείς της λειτούργησαν ως ο οδηγός για τη συγγραφή του
σεναρίου της Επιστροφής στη Σεούλ.
Λίγα χρόνια αργότερα
ρώτησα την φίλη αν θα συμφωνούσε να κάνω μια ταινία βασισμένη στην εμπειρία
της, συναίνεσε και μου παρείχε λεπτομέρειες και ντοκουμέντα που αποτέλεσαν το βιογραφικό
θεμέλιο του φιλμ.
Που
βασίζεται βέβαια και στη δικιά σου ιστορία.
Ναι, αλλά μου πήρε χρόνο
να το συνειδητοποιήσω.
Όταν στην αρχή της
ταινίας ρωτούν την πρωταγωνίστρια, την Φρέντι, αν κάνει ένα ταξίδι σε αναζήτηση
των ριζών της, εκείνη τους απαντά πως βρίσκεται σε διακοπές. Βίωνε μια άρνηση,
δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε.
Κάτι τέτοιο είχε συμβεί
και σε μένα πολλές φορές.
Είσαι
καμποτζιανής καταγωγής, Γάλλος πολίτης και -ως επί το πλείστον- κάτοικος
Γαλλίας.
Στη Γαλλία γεννήθηκα και
ζω όλη μου τη ζωή.
Η
ταινία σου, όμως, εκτυλίσσεται στη Νότια Κορέα -με την οποία ωστόσο δεν έχεις
σχέση-, οι περισσότεροι συντελεστές είναι Κορεάτες/Κορεάτισσες και «περνάει»
για κορεάτικη.
Ποτέ δε θα είχα την
επιθυμία να κάνω ένα φιλμ για την προσωπική μου ιστορία.
Η ομοιότητα της ιστορίας
της πρωταγωνίστριας με τη δικιά μου είναι ίσως ένας τρόπος να αφηγηθώ την
ιστορία μου μέσω μιας παράκαμψης, κρυβόμενος πίσω από το πρόσωπο της ηρωίδας.
Αισθάνεσαι
κάποιες φορές σαν την Φρέντι, λοιπόν;
Κάποιες σκηνές αντλούνται
απόλυτα από τη ζωή μου. Δε θα αποκαλύψω ποιες!
Όταν έδωσα στην μητέρα
μου να διαβάσει ένα πρώτο treatment
του
σεναρίου, μου είπε: «Παράξενο, αυτός ο
χαρακτήρας είναι εσύ, αν ήσουν ελεύθερος να είσαι αυτός που θέλεις απόλυτα να
είσαι». «Ω, Θεέ μου, είναι αλήθεια»,
σκέφτηκα.
Η Φρέντι διαθέτει το
κουράγιο να στέκεται αλλά και να πέφτει, να κάνει λάθη. Έβαλα, λοιπόν, πολύ από
τον εαυτό μου στον χαρακτήρα της, αλλά έναν άλλο εαυτό, μια προβολή του.
Μια
προβολή ενός επιθυμητού εαυτού.
Έτσι νομίζω.
Υπάρχει
πολλή ευφορία και μελαγχολία στην ταινία, που διαρκώς εναλλάσσονται και
μπλέκονται. Ήταν κι αυτές κομμάτι της αρχικής έμπνευσης και ιστορίας;
Βέβαια.
Ίσως το πρόσωπο που
ενέπνευσε το φιλμ δεν είναι μόνο η φίλη μου, αλλά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι
που έχω συναντήσει στη ζωή μου και τους περιγράφουν ως εγωιστές, μηδενιστές ή
πολύ σκοτεινούς.
Ταυτόχρονα, όμως,
διαθέτουν πολλή ζωτικότητα και μια «ηλιακή», θα έλεγα, ενέργεια. Είναι τόσο
γενναιόδωροι, τρυφεροί και καταστροφικοί την ίδια στιγμή. Τους θεωρώ
εκπληκτικούς. Χαρακτηρίζονται από τις αντιφάσεις στις οποίες προαναφέρθηκα.
Αυτές οι αντιφάσεις
αποτελούν μια αντανάκλαση της πολυπλοκότητας της ζωής, όχι μόνο της
ψυχοσύνθεσης ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα.
Έχουμε μάθει να βάζουμε
τα συναισθήματα σε κουτάκια, αλλά η πολυπλοκότητα της ζωής τα αναμειγνύει. Αυτές
τις αντιφάσεις πρέπει να διαχειριστούμε.
Είναι πιθανό να μισείς
και να αγαπάς κάποιον άνθρωπο, να σου λείπει κάποιος και να τον απορρίπτεις.
Αυτό συμβαίνει και στην Φρέντι. Ένα κομμάτι της πεθαίνει να συνδεθεί με τον πατέρα της, κι από την άλλη υπάρχει ένα
έντονο ένστικτο απόρριψης.
Το βρίσκω συναρπαστικό.
Η
ταινία σου προσεγγίζει με πολύ παιχνιδιάρικο τρόπο πολύ θεμελιώδη ζητήματα,
όπως της ένταξης, της προσαρμογής, της ταυτότητας. Το γεγονός αυτό την καθιστά
πότε συναρπαστική, και πότε αποπροσανατολιστική για το κοινό.
Λαμβάνεις
υπόψη σου τις πιθανές αντιδράσεις ενός κοινού όταν σεναριογραφείς ή σκηνοθετείς
ή δε σε νοιάζει;
Καλή ερώτηση.
Πρόκειται για μια
σταδιακή διαδικασία. Όταν γράφω το πρώτο προσχέδιο, σκέφτομαι την ιστορία, τι
θέλω να αποτυπώσω φιλμικά. Απλά ακολουθώ την επιθυμία μου.
Κατόπιν, όμως, μου αρέσει
να μοιράζομαι το σενάριο με τους κοντινούς μου φίλους και τους παραγωγούς και
να ακούσω τι έχουν να πουν.
Οι μισοί άνθρωποι που
διάβασαν το προσχέδιο του σεναρίου της Επιστροφής...,
βρήκαν τον χαρακτήρα της Φρέντι αντιπαθητικό, τη μίσησαν, έχασαν το ενδιαφέρον
τους για την ιστορία εξαιτίας της.
Τι κάνεις, λοιπόν; Είτε
συμβιβάζεσαι με την αντιπαθητική διάσταση του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας
είτε όχι. Αποφάσισα να μη συμβιβαστώ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κάνω το κοινό
να συνδεθεί κάπως με εύθραυστες στιγμές της.
Είμαι ευτυχής που
λειτούργησα έτσι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν θεατές που δεν μπορούν να
συνδεθούν με την ταινία λόγω του
χαρακτήρα της Φρέντι. Κι αυτοί οι θεατές είναι λευκοί άντρες.
Πολλοί, ωστόσο, την
αγαπούν, κι αυτό για μένα αποτελεί μια νίκη, γιατί σημαίνει πως η διαδικασία
συγγραφής του σεναρίου υπήρξε καρποφόρα.
Η Παρκ Τζι-μιν, που
υποδύεται την Φρέντι, έβαλε πολλή ανθρωπιά στον χαρακτήρα της και δε
συμβιβάστηκε καθόλου.
Δεν
είχε προηγούμενη υποκριτική εμπειρία.
Ποτέ δεν ονειρευόταν να
γίνει ηθοποιός και δεν έχει τον εγωισμό της ηθοποιού που θέλει να είναι ορατή,
να την αγαπούν. Το γεγονός αυτό δίνει μια ακατέργαστη ποιότητα στην ερμηνεία
της.
Βρίσκεται σε κάθε σκηνή
του φιλμ, ήταν επομένως πρόκληση για εκείνη να παρέχει κάτι συναισθηματικά
αφοσιωμένο.
Η διαδικασία του
γυρίσματος ήταν, όμως, πρόκληση και για μένα, καθώς ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε
η Παρκ Τζι-μιν να αποχωρήσει μιας και δεν ήθελε να είναι ηθοποιός! Έπρεπε,
επομένως, να προσπαθήσω να χτίσω μια σχέση μαζί της.
Βρίσκεται
σε μια διαρκή διαδικασία αναζήτησης τού ποια πραγματικά είναι ή θα μπορούσε να
έχει υπάρξει ή να γίνει. Σε αντίθεση με την Φρέντι, εσύ έχεις βρει τη θέση σου στο σύμπαν- στο σύμπαν του φιλμ,
τουλάχιστον;
Δίνω την απάντησή μου
μέσω της ταινίας, γιατί αυτή βασικά θέτει τις ερωτήσεις. Το τέλος του φιλμ
συμπυκνώνει με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια την απάντηση σχετικά με τη διαδρομή του
χαρακτήρα.
Ίσως πρέπει κάποιος να
αποδεχτεί το ότι ποτέ δε θα υπάρξει ένας τόπος που θα είναι ζώνη ασφαλείας. Δε
θα υπάρξει ένα σπίτι με σταθερότητα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός πως η
αστάθεια θα είναι η νόρμα.
Nα αποδεχτούμε, άρα, τη ρευστότητα ως
μέρος της ζωής μας.
Κι όμως, ελπίζουμε ότι θα
υπάρξει αυτό το σπίτι.
Βιώνουμε
έναν πόθο για κάτι τέτοιο.
Ο πόθος παραμένει και
είναι εντάξει που αυτό συμβαίνει.
Η
Επιστροφή... είναι ένα διεθνές φιλμ,
τόσο σε επίπεδο παραγωγής και συντελεστ(ρι)ών όσο και αναφορικά με τα ζητήματα
που θέτει. Είναι και η φιλμική εμπειρία κάτι εξίσου οικουμενικό, που επεκτείνει
τα όρια κάθε θεατή;
Το πιστεύω αυτό. Κατά τη
διάρκεια των λοκντάουν παρακολούθησα για πρώτη φορά την Τριλογία του Άπου, του Σατγιαζίτ Ρέι. Και υπήρξε μια τόσο
οικουμενική και δυνατή εμπειρία.
Το σινεμά είναι,
επομένως, ένα οικουμενικό μέσο, το οποίο μπορεί να σου δείξει πώς ζουν οι
άνθρωποι σε διαφορετικές χώρες. Στην τελική, όμως, η ανθρώπινη εμπειρία είναι
πάντα η ίδια.
Η
χρήση της μουσικής προωθεί την αφήγηση. Πόσο σημαντική είναι για σένα ως
σκηνοθέτη;
Ως νεαρός σινεφίλ
απολάμβανα την εμβληματική χρήση της μουσικής σε ταινίες του Σκορσέζε, του Ταραντίνο,
του Γουόνγκ Καρ Γουάι.
Στα «καλλιτεχνικά» φιλμ
υπάρχει η τάση η μουσική επένδυση να είναι «ευγενική». Δε μου αρέσει αυτό, μου
φαίνεται εύκολο και βολικό. Με εμπνέει η τολμηρή χρήση της μουσικής από τους
προαναφερθέντες σκηνοθέτες.
Έπειτα, η μουσική
λειτουργεί ως ένα είδος μεταφοράς σχετικά με την Φρέντι, ως κάτι που την βοηθάει
να συνεχίσει να πιστεύει στην αναζήτησή της. Ίσως υπάρχει μια θρησκευτική πτυχή
σ’ αυτή τη μουσική- αν και προσωπικά δεν είμαι θρησκευόμενος.
Η μουσική, εξάλλου,
συμβαδίζει με την πολιτισμική προέλευση του κάθε χαρακτήρα- κορεάτικη ή
περισσότερο ευρωπαϊκή.
Η
ταινία σου κέρδισε τη Χρυσή
Αθηνά στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Σε γεμίζει
μια τέτοια επιτυχία με περισσότερη έμπνευση, ενέργεια- ίσως και αίσθηση ευθύνης;
Ευθύνη; Όχι, δε νιώθω
κάτι τέτοιο. Μόνο απέναντι στο παιδί μου αισθάνομαι υπεύθυνος αυτή τη στιγμή.
Η οικουμενικότητα της απήχησής
της, ωστόσο, στο κοινό -και όχι μόνο στο σινεφίλ κομμάτι του- με εξέπληξε. Το
απολαμβάνω αυτό, και μου δίνει αυτοπεποίθηση.
Η ταινία του Ντέιβι Τσου Επιστροφή στη Σεούλ
προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 11 Μαΐου σε διανομή του Cinobo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου