Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Ουμπέρτο Παζολίνι: «Πιστεύω -ακόμα- πολύ στην ανθρωπότητα»

 


Έχοντας διαγνωστεί με μόνο λίγους μήνες ζωής, ο τριανταπεντάχρονος Τζον προσπαθεί αγωνιωδώς να βρει ανάδοχη οικογένεια για τον τρίχρονο γιο του, Μάικλ, στη διακριτικά συγκινητική ταινία του Ουμπέρτο Παζολίνι Για πάντα κοντά σου.

Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη ενόψει της κυκλοφορίας του φιλμ στους κινηματογράφους από τις 13 Ιανουαρίου.

Αυτό που κυρίως εκτίμησα στην ταινία σου Για πάντα κοντά σου ήταν ο λεπτά συναισθηματικός, ανθρώπινος τόνος της.

Σαν μια γενναιόδωρη μεσογειακή καρδιά να έχει «συναντηθεί» με τη συγκρατημένη, μεθοδική βρετανική σχολή κινηματογραφικής αφήγησης.

Αν νομίζεις ότι ήταν τόσο επιτυχημένη, τότε υπήρξαμε τυχεροί που τη δημιουργήσαμε.

Μιας κι είναι εμπνευσμένη από πραγματική ιστορία, ποιο ήταν το στοιχείο που περισσότερο σε προσέλκυσε σ’ αυτή;

Το πρώτο ήταν τι θα έκανα αν ήμουν ο Τζον, ο πρωταγωνιστής. Είμαι πατέρας, έχω τρεις κόρες -μεγάλες πια-, αλλά έχω βιώσει την πατρότητα νεαρών παιδιών.

Ασφαλώς στην περίπτωσή μου η κατάσταση ήταν διαφορετική, γιατί η μητέρα των παιδιών ήταν ακόμα τριγύρω και ο προνομιούχος τρόπος ζωής μου σημαίνει όχι μόνο λεφτά, αλλά και φίλους κι ένα πολύ ευρύ κοινωνικό δίκτυο.

Το ζήτημα, επομένως, είναι τι θα έκανα όχι ως αυτός που είμαι, αλλά ως ο Τζον. Κι αυτό με οδήγησε στην προσπάθεια να κατανοήσω τη ζωή άλλων ανθρώπων.

Έπειτα;

Επικοινώνησα με τις κοινωνικούς λειτουργούς που ασχολήθηκαν με την πραγματική υπόθεση, και δεν μπορούσαν να μου πουν τίποτα περισσότερο απ’ όσα ήδη αναφέρονταν στο δημοσιογραφικό άρθρο.

Συνοπτικά, η μητέρα είχε φύγει λίγο μετά τη γέννηση του γιου, ο πατέρας δεν είχε οικογένεια κι οι οικονομικοί τους πόροι ήταν πολύ περιορισμένοι. Όταν πέθανε, οι γείτονες έκαναν έρανο για να καλυφθούν τα έξοδα της κηδείας.

Κατόπιν, μίλησα με πολλούς ανθρώπους που εμπλέκονται σε διαδικασίες υιοθεσιών υπό διάφορες ιδιότητες.

Διάβασα, επίσης, βιβλία και μπλογκ ανθρώπων που ξέρουν ότι δεν τους έχει μείνει πολύς χρόνος ζωής. Κι έπειτα προσπάθησα να θυμηθώ πώς ήταν να είμαι πατέρας.

Η πιο έντονη ανάμνηση ήταν το ξεψείρισμα των κεφαλιών των κορών μου! Και τα βλέμματα.

Τζέιμς Νόρτον


Υπάρχει πολύ κοίταγμα στο φιλμ.

Τα παιδιά το κάνουν πολύ. Προσπαθούν να καταλάβουν πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε.

Μετά προσπάθησα να συνθέσω όλα αυτά τα στοιχεία σ’ ένα σενάριο. Και το γράψαμε.

Οπότε όλα έχουν να κάνουν με την ενσυναίσθηση.

Η οικογένειά μου λέει ότι δεν έχω καμία ενσυναίσθηση. Κι αν έχω, τη βάζω στη δουλειά μου.

Άρα, έχω ενσυναίσθηση απέναντι στους ανθρώπους εντός της δουλειάς μου ή μόνο απέναντι στη δουλειά μου; Δεν ξέρω. Είμαι λιγάκι κάθαρμα.

Ταλαντούχο, ωστόσο!

Και σίγουρα προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει στη ζωή των άλλων, αλλά και στο μυαλό των ηθοποιών. Αυτή η διαδικασία ξεκινά από τη συγγραφή του σεναρίου και συνεχίζεται στο πλατό.

Για παράδειγμα, ο Τζέιμς Νόρτον, ο πρωταγωνιστής, έπρεπε να παίξει σε τρία επίπεδα: το πρώτο ήταν ο θάνατος, πάντα παρών στο μυαλό του, το δεύτερο η προσποίηση και το τρίτο η πράξη.

Του έδωσα, λοιπόν, μια μικρή μαύρη πέτρα να βάλει στην τσέπη του, για να του υπενθυμίζει πως ο θάνατος είναι παρών ό,τι άλλο κι αν κάνει.

Και δούλεψε.

Έτσι νομίζω.

Η ερμηνεία του είναι εξαιρετικά σύνθετη, ενώ ο ίδιος δε λέει πολλά. Αυτό είναι, άλλωστε, το κύριο ζητούμενο του σεναρίου, η ελαχιστοποίηση της άρθρωσης κι έκφρασης σκέψεων.

Οδηγούμαστε, έτσι, παραφράζοντας τον τίτλο της ταινίας, σ’ ένα πολύ ξεχωριστό μέρος, μια προσπάθεια αναγνώρισης και κατανόησης μιας κατάστασης, μιας σχέσης.

Αυτό οφείλεται στις χαρισματικές ερμηνείες και των δύο και τη μεταξύ τους «χημεία».

Ήταν πραγματικά έργο του Τζέιμς.

Του ζήτησα να έρθει στο Μπέλφαστ δυο εβδομάδες πριν την έναρξη των γυρισμάτων και να περάσει όσο περισσότερο χρόνο ήταν δυνατόν με τον Ντάνιελ Λαμόντ. Το έκανε.

Επί δυο εβδομάδες πήγαινε στο σπίτι του, έπαιζαν στο δωμάτιό του, επισκέπτονταν το πάρκο, έτρωγαν με την οικογένειά του. Έγιναν φίλοι.

Οπότε, η τρυφερότητα που βλέπεις στην οθόνη είναι αληθινή. Ο Τζέιμς ήταν πολύ γενναιόδωρος από αυτή την άποψη. Οι περισσότεροι ηθοποιοί δε θα έκαναν το ίδιο.

Έτσι θα μου έμενε να χτίσω τη μεταξύ τους σχέση στο δωμάτιο του μοντάζ, αντί για το πλατό.

Οι πιο σημαντικές σκηνές είναι γυρισμένες σε δύο λήψεις ακριβώς γιατί ο Τζέιμς και ο Ντάνιελ βίωναν τη σύνδεση, άρα μπορούσαν να την υποδυθούν. Απλώς συνέβη.

Ντάνιελ Λαμόντ, Τζέιμς Νόρτον


Και οι ερμηνείες των δευτερευόντων χαρακτήρων την ίδια ενσυναίσθηση και ανθρωπιά αποπνέουν, πάντως. Ακόμα και των εργαζόμενων στην υπηρεσία υιοθεσίας.

Οι άνθρωποι που γνώρισα και οι οποίοι διευκολύνουν τις υιοθεσίες είναι απίστευτα γενναιόδωροι και το βρίσκουν αδύνατο να μην εμπλακούν συναισθηματικά στις υποθέσεις που αναλαμβάνουν.

Τρέφουν ελπίδες για την ευόδωση αυτών των διαδικασιών, αλλά τις περισσότερες φορές η κατάληξη είναι η αποτυχία.

Οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι να υιοθετήσουν θέλουν να υιοθετήσουν μωράκια, παιδάκια: όσο πιο μικρά, υγιή και ισορροπημένα γίνεται.

Και βέβαια υπάρχουν πολύ περισσότερα παιδιά που χρειάζονται οικογένεια, αλλά δεν υπάρχουν οικογένειες πρόθυμες να τα υιοθετήσουν, κάτι που επιδεινώνει το πρόβλημα.

Το φιλμ είναι γυρισμένο στο Μπέλφαστ;

Στο Μπέλφαστ και σε άλλες τοποθεσίες στη Βόρεια Ιρλανδία.

Κάποιος συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτό;

Για να είμαι ειλικρινής, οικονομικός. Κάποιο τοπικό κινηματογραφικό fund μάς χρηματοδότησε.

Από την άλλη, ήθελα να αποτυπώσω ένα πολύ συγκεκριμένο σύμπαν.

Αν τα αγγλικά σου είναι καλά, θα κατάλαβες ότι η προφορά και η γενικότερη συμπεριφορά των ηθοποιών έχουν πολλή δύναμη. Ήθελα ένα συγκεκριμένο μέρος που θα αποκτούσε οικουμενική διάσταση, όχι το αντίστροφο.

Υπάρχει, εξάλλου, φανταστικό βάθος στο υποκριτικό ταλέντο στη Βόρεια Ιρλανδία. Για κάθε χαρακτήρα είχα να επιλέξω ανάμεσα σε πολλούς ηθοποιούς.

Από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες εκείνος της Έλλα, μιας από τις υποψήφιες μητέρες, είναι ο αγαπημένος μου. Πολυ εσωτερική, «ζεστή» η ερμηνεία της.

Η Βάλερι Ο’ Κόνορ είναι πράγματι ένας αξιολάτρευτος, «ζεστός» άνθρωπος.

Τόσο η «λαμπυρίζουσα», δροσερή σαγήνη του εξωτερικού φωτός όσο και η βαθιά καθαρότητα των λήψεων σε εσωτερικούς χώρους αναδεικνύονται από την εξαιρετική φωτογραφία του Μάριους Παντούρου.

Συζητήσαμε πολύ πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα σχετικά με το ποια θα έπρεπε να είναι η «γλώσσα» του φιλμ. Κι οι δυο συμφωνήσαμε πως θέλαμε έναν αληθινό κόσμο, όχι να βλέπουμε τους σκηνοθέτες σε ώρα δουλειάς.

Θέλαμε να το κάνουμε να μοιάζει με ντοκιμαντέρ, να μην υπάρχουν φίλτρα ανάμεσα στην οθόνη και το κοινό, καθώς και μια ευελιξία σε σχέση με τον Ντάνιελ.

Έτσι, η κάμερα ήταν τοποθετημένη στον ώμο, ώστε ο Μάριους να έχει την ευελιξία να ακολουθεί το αγόρι αν αυτό έκανε κάτι αντίθετο προς τις οδηγίες που του είχαν δοθεί.

Προσπαθήσαμε να κάνουμε την ταινία να μοιάζει όσο λιγότερο κινηματογραφική ήταν δυνατόν. Αυτό δουλεύει, νομίζω, γιατί δε σκέφτεσαι σχετικά με την κινηματογράφηση. Εξαφανιζόμαστε!

Κάθε φιλμ στο οποίο έχει δουλέψει ο Μάριους είναι αλλιώτικο.

Καταλαβαίνει κάθε ιστορία και πώς αυτή χρειάζεται να προσεγγιστεί, και υιοθετεί διαφορετική ματιά, όταν το σύνηθες για τους διευθυντές φωτογραφίας είναι να θέλουν να τραβήξουν όμορφες εικόνες.

Στην πραγματικότητα, όλοι το μπορούν. Το θέμα είναι αν αυτές εξυπηρετούν την ιστορία που αφηγείσαι. Ελπίζω να συνεργαστούμε ξανά.

Ντάνιελ Λαμόντ


Τα εισαγωγικά κάδρα, που αποτυπώνουν την καθημερινότητα απλών ανθρώπων μέσα από τζαμαρίες, παραπέμπουν στην αποστασιοποίηση του πρωταγωνιστή από την ανθρωπότητα, σαν να έχει ήδη πεθάνει;

Ο διαχωρισμός ήταν συνειδητός: έβλεπε τον κόσμο και τον φανταζόταν χωρίς τον ίδιο, προσπαθούσε να καταλάβει πώς λειτουργούσαν οι ζωές των άλλων.

Δεν είμαι διανοούμενος, ωστόσο, ούτε βαθύς- και τείνω ν’ ανακαλύπτω πράγματα αφού τα έχω κάνει. Τα πράγματα αποκτούν νόημα ακόμα και σε συνομιλίες όπως αυτή.

Ίσως, λοιπόν, την επόμενη φορά που μιλήσω γι’ αυτή την ταινία να χρησιμοποιήσω κάποιο στοιχείο από αυτή την κουβέντα!

Δε θα υποδείξω εγώ τον τρόπο θα βιώσει κάθε θεατής την ιστορία ή το πότε θα νιώσει το οτιδήποτε. Υποσυνείδητα μιλώ για στοιχεία του φιλμ, αλλά αυτά δεν εντάσσονταν στις αρχικές μου σκέψεις, εντάχθηκαν κατόπιν.

Αυτό είναι καλό, γιατί σημαίνει πως το φιλμ είναι ζωντανό, όχι «κλειδωμένο».

Είναι μια πλατφόρμα όπου κάθε θεατής μπορεί -ή όχι- να προβάλλει τις ανησυχίες, τα συναισθήματα και τους φόβους του.

Οι σημαντικές λέξεις είναι το «μπορεί», το «ή όχι», το «ίσως». Δεν έχεις καμία υποχρέωση να εμπλακείς στην ταινία. Ίσως κάποιοι βαρεθούν και εγκαταλείψουν την προβολή.

Χαμηλών τόνων δουλειές όπως η δικιά σου ίσως δε βρίσκουν τον δρόμο τους στο κοινό σε εποχές που ευνοούν πιο θορυβώδεις καλλιτεχνικές εκφράσεις.

Είναι ενδιαφέρον πρόβλημα.

Παρεμπιπτόντως, δεν τη θεωρώ έργο τέχνης, ούτε τον εαυτό μου καλλιτέχνη.

Επί χρόνια δουλεύω πάνω σε μια εκδοχή της Οδύσσειας. Η δικιά μου εκδοχή, που ελπίζω να γυρίσω το 2023 στην Ελλάδα αν λειτουργήσουν τα οικονομικά, επικεντρώνεται στο τι συμβαίνει στην Ιθάκη.

Ενστικτωδώς, όταν δουλεύω πάνω σε φιλμ, αφαιρώ, κρατώ την ένταση χαμηλά. Το βρίσκω, όμως, αρκετά δύσκολο να φανταστώ πώς θα κρατήσω χαμηλά την ένταση μιας ιστορίας όπως αυτές που αφηγείται ο Όμηρος.

Να παραμείνω, δηλαδή, χαμηλών τόνων με μια ιστορία που δεν είναι στ’ αλήθεια χαμηλών τόνων. Δεν έχει ποτέ πραγματοποιηθεί με τον τρόπο που θέλω εγώ. Μπορεί, βέβαια, να μην υλοποιηθεί ποτέ, να μη βρούμε χρήματα.

Το Για πάντα κοντά σου, πάντως, είναι ουσιώδες για την τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως ανθρώπους και κοινωνικά όντα.

Σ’ ευχαριστώ, είναι πολύ γενναιόδωρο αυτό.

Και που μας υπενθυμίζει ότι η ανθρωπότητα και τα συναισθήματα δεν είναι κάτι χαμένο.

Συμφωνώ. Πιστεύω -ακόμα- πολύ στην ανθρωπότητα.

Η ταινία του Ουμπέρτο Παζολίνι Για πάντα κοντά σου προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 13 Ιανουαρίου σε διανομή της Danaos Films.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου