Συγγραφέας,
ποιητής, δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής,
ο Αλβανός Λουάν Ράμα αποτίει με την ποιητική συλλογή Πόρτο Παλέρμο- Οι λέξεις της
πέτρας και άλλα ποιήματα φόρο τιμής στους έγκλειστους-θύματα του καθεστώτος του Χότζα.
Συζητώντας
μαζί του με αφορμή την έκδοση του -συχνά σπαρακτικού- βιβλίου του στα ελληνικά
πριν από μερικούς μήνες.
Eίστε
ένας εξαιρετικά παραγωγικός και στλιστικά ποικιλόμορφος συγγραφέας, καταπιανόμενος
με την ποίηση, το μυθιστόρημα, το σενάριο, το δημοσιογραφικό άρθρο και την
κριτική τέχνης.
Υπάρχει
ένα στοιχείο που ενοποιεί αυτές τις πoικίλες προσεγγίσεις στη γραφή;
Το ενοποιητικό στοιχείο
στο οποίο αναφέρεστε είναι η αγάπη για τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Ένα πάθος και μια
αναζήτηση του ωραίου στο δράμα του καθημερινού ανθρώπινου βίου που εκδηλώθηκε
νωρίς μέσα μου, καθώς και η επιθυμία να αντιλαμβάνομαι τούτη τη ζωή όσο
περισσότερο ειρηνική, όμορφη, ανθρώπινη και αλληλέγγυα γίνεται.
To Πόρτο
Παλέρμο- Οι λέξεις της πέτρας και άλλα ποιήματα είναι αφιερωμένο στον Κασέμ Ντέμι, έγκλειστο
της διαβόητης φυλακής του Σπατς στην Αλβανία. Υπήρξε φίλος σας;
O Κασέμ Ντέμι ήταν ένας αντιφασίστας
αγωνιστής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά την απελευθέρωση, ο
Ντέμι ακολούθησε πολλούς άλλους νεαρούς Αλβανούς για σπουδές στην Ανατολική
Ευρώπη, στη Μόσχα, στη Βουδαπέστη, στην Πράγα, στη Σόφια και αλλού.
Ο ίδιος πήγε στη
Βαρσοβία. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε μια Πολωνή την οποία έφερε μαζί του πίσω
στην Αλβανία, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δυο παιδιά.
Ύστερα, όμως, από τη ρήξη
μεταξύ Τιράνων και Μόσχας στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Αλβανία αποχώρησε
από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα την αυτοαπομόνωσή της.
Ο Ενβέρ Χότζα φοβόταν μια
στρατιωτική επέμβαση των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας παρόμοια με
εκείνη στην Ουγγαρία λίγα χρόνια νωρίτερα.
Έτσι, όλες οι ξένες
γυναίκες που είχαν παντρευτεί Αλβανούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα ως
εν δυνάμει «κατάσκοποι» στην υπηρεσία του σοβιετικού ρεβιζιονισμού.
Πρόκειται για εκατοντάδες
γυναίκες, με ή χωρίς παιδιά. Κάποιες καταδικάστηκαν σε δίκες-παρωδία και φυλακίστηκαν.
Η Ιρένα, η σύζυγος του Κασέμ, αρνήθηκε να φύγει και παρέμεινε στα Τίρανα.
Ως ένας ουτοπιστής
αγωνιστής, ο Κασέμ δεν αποδέχθηκε τον χωρισμό και, κατά συνέπεια,
καταδικάστηκε, φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή μετά από πολλά χρόνια. Η σορός του δε βρέθηκε ποτέ.
Χρησιμοποιώντας
την ποιητική φόρμα και ενσωματώνοντας στοιχεία διηγήματος και δοκιμίου, το Πόρτο Παλέρμο... είναι ένας σπαρακτικός φόρος
τιμής στους απλούς Αλβανούς που πέθαναν στις φυλακές του Χότζα- και σ’ όσους
επέζησαν.
Είναι
η διατήρηση της «μνήμης του πόνου», στην
οποία αναφέρεστε σ’ αυτό το βιβλίο, ένας από τους κύριους στόχους της (δικής
σας) ποίησης;
Επισκέφθηκα πρώτη φορά το
οχυρό του Πόρτο Παλέρμο μετά την πτώση του ολοκληρωτισμού στην Αλβανία.
Είδα τις κατακόμβες όπου
φυλάκισαν τους άντρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, όλοι τους «ένοχοι»
για το έγκλημα να ανήκουν στις οικογένειες των αντιφρονούντων.
Πρόκειται για μια
συγκλονιστική εμπειρία που αμέσως με ενέπνευσε και παρακίνησε να τη
στιχοποιήσω. Η παρούσα ποιητική έκδοση είναι ένας φόρος τιμής προς εκείνους.
Αναζήτησα και βρήκα
κάποια από τα πρόσωπα αυτά, συζήτησα μαζί τους στην Ιταλία, τη Γερμανία ή στην
Αμερική όπου ξενιτεύτηκαν τη δεκαετία του ’90.
Οι αναμνήσεις τους είναι
ανατριχιαστικές. Κάποιοι εξ αυτών κράτησαν φωτογραφίες των ίδιων από τον καιρό
εκείνο στο οχυρό.
Και
σε ποιον βαθμό έχει η προσωπική σας εμπειρία υπάρξει παρόμοια με εκείνη των συμπατριωτών
σας διαφορετικών ηλικιών που κυριαρχούν στις σελίδες του Πόρτο Παλέρμο...;
Η προσωπική μου εμπειρία
δεν ήταν παρόμοια με εκείνη των εξόριστων, παρ’ όλο που κάποια πρόσωπα κοντά
στην οικογένειά μου κατέληξαν σε φυλακές, απέδρασαν από τη χώρα ή στήθηκαν
μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Καθώς ήμουν μέλος
οικογένειας ενός «ήρωα του λαού», του θείου μου που σκοτώθηκε στο Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, η οικογένειά μου έχαιρε το σεβασμό της κοινωνίας.
Ο πατέρας μου, ένας
ιδεαλιστής ο οποίος πολέμησε κατά των Γερμανών, είδε τα όνειρά του όχι μόνο να
γκρεμίζονται αλλά στη θέση τους να οικοδομείται ένα σύστημα ολοκληρωτικής
καταπίεσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Περιγράφετε
τον αλβανικό λαό ως «δαντικό». Γιατί;
Αποκαλώ τον αλβανικό λαό
έναν «δαντικό λαό» διότι η πραγματικότητά του ήταν παρόμοια με εκείνη της
«Κόλασης» στη Θεία Κωμωδία ή του Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του
Σολζενίτσιν.
Ο ηγέτης μας επιθυμούσε την
εφ’ όρου ζωής εξουσία και, σαν τον Στάλιν, παρέμεινε στον «θρόνο» του μέχρι τον
θάνατό του. Η παράνοια της επιθυμίας αυτής τον έσπρωξε να διαπράξει εγκλήματα
κατά των συμπατριωτών του.
Αφημένο
στις δυνάμεις της φύσης -και της λήθης- το εξίσου διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης
της Μακρονήσου «απολαμβάνει» παρόμοια «μοίρα» με το Πόρτο Παλέρμο.
Έχω διαβάσει για το
στρατόπεδο της Μακρονήσου και τους Έλληνες αριστερούς εξόριστους, είχα την
ευκαιρία να επισκεφθώ και το στρατόπεδο προσφύγων του Λαυρίου.
Και τα δύο θυμίζουν μέχρι
ενός βαθμού εκείνο του Πόρτο Παλέρμο.
Στην Αλβανία, όμως, η
πραγματικότητα ήταν πολλάκις πιο βάρβαρη, καθώς μαζί με τον καταδικασμένο στη
χώρα μου εξορίζονταν και τα μέλη της οικογένειάς του, η οποία περνούσε αυτόματα
στο κοινωνικό περιθώριο.
Τούτο δε συνέβη στην
Ελλάδα. Εκεί έγκειται και η ομοιότητα μεταξύ Πόρτο Παλέρμο και Μακρονήσου: οι
καταδικασμένοι δεν εκτελούνταν, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στις φρικτές
φυλακές του Μπουρέλ ή του Σπατς.
Mου φαίνεται ότι όσοι βρίσκονται στην εξουσία
-ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού- «επενδύουν» στη λήθη ή την εργαλειοποίηση
της ιστορικής μνήμης, για να εξυπηρετήσουν την ατζέντα τους. Συμφωνείτε;
Το φαινόμενο που
περιγράφετε δεν είναι ασυνήθιστο στις χώρες με «νεογέννητο» και εύθραυστο
δημοκρατικό σύστημα, με τα κόμματα εκείνα της εξουσίας που τα βαραίνει η
κληρονομιά του ολοκληρωτισμού να επιδιώκουν την εργαλειοποίηση της Ιστορίας και
την παραμόρφωσή της προς ίδιον όφελος.
Αποκρύπτουν ή εξαφανίζουν
τα κρατικά αρχεία καθώς πολλοί ανάμεσά τους ήταν μέλη και πράκτορες του
προηγούμενου συστήματος, καταδότες στην υπηρεσία της βίας.
Η κληρονομιά αυτή πιθανόν
θα συνεχίζει να υπάρχει για την επόμενη δεκαετία, έως ότου, με την εμφάνιση
φρέσκων πολιτικών προσώπων, να κοπεί δια παντός ο ομφάλιος λώρος που συνδέει
την παρούσα γενιά πολιτικών με το παρελθόν.
Εκείνο που εγώ θεωρώ
σημαντικό είναι ο φόρος τιμής προς τα θύματα του καθεστώτος, η αναζήτηση της
αλήθειας, η ιστορική μαρτυρία και η δημοσιοποίησή της έτσι ώστε το χθες να
αποτελέσει αναφορά για το αύριο.
Υπάρχουν
«αντηχήσεις» του Ρίτσου και του Λειβαδίτη στο Πόρτο Παλέρμο... Έχετε συνειδητά επηρεαστεί από τους συγκεκριμένους
ποιητές, ανάμεσα σε άλλους;
Έχω διαβάσει και τους δυο
αυτούς ποιητές και ομολογώ πως τους αγαπώ πολύ.
Το ποίημα του Ρίτσου Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο ήταν από τα
αγαπημένα μου ως φοιτητής, μαζί με το ποιητικό έργο του Λόρκα.
Αργότερα διάβασα τους
Ελυάρ, Νερούδα και Αραγκόν.
Έχω μεταφράσει από τα
γαλλικά στα αλβανικά ποίηση του Ρίτσου και έχω γράψει για το έργο του που
παραμένει για εμένα διαρκής αναφορά. Το ίδιο και ο Σεφέρης, ο οποίος διετέλεσε
πρόξενος της Ελλάδας στη δεκαετία του ’30, στην πόλη της Κορυτσάς.
Ζείτε
στο Παρίσι. Πώς εξελίχθηκε η σταδιακή προσαρμογή σας σ’ ένα -ολότελα, ίσως-
διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον; Θεωρείτε τη Γαλλία «δεύτερη πατρίδα»
σας ή μερικές φορές νιώθετε σαν ξένος;
Ζω στο Παρίσι τα τελευταία 30 χρόνια. Η Γαλλία είναι μια χώρα που θαύμαζα
από την εφηβεία μου. Ήταν ένας τόπος της φαντασίας
μου τον οποίο θεωρούσα αδύνατο
κάποτε να επισκεφτώ.
Με τις αλλαγές της πολιτικής πραγματικότητας, όμως, αυτό έγινε εφικτό. Η
Γαλλία αποτελούσε τα χρόνια εκείνα το μοναδικό παράθυρο προς τον κόσμο.
Η γαλλική λογοτεχνία, ιδιαίτερα εκείνη του 19ου και των αρχών του 20ου
αιώνα, είχε ισχυρή παρουσία στην Αλβανία. Δεν συνέβαινε το ίδιο, φυσικά, με τον
σουρεαλισμό και τις πρωτοποριακές τέχνες οι οποίες ήταν απαγορευμένες.
Μπορώ να πω πως η Αλβανία ήταν μια χώρα «γαλλόφωνη».
Στο Παρίσι του 1991, σε συζητήσεις για την τέχνη και τη λογοτεχνία της
χώρας οι Γάλλοι συνομιλητές
μου απορούσαν με
το γεγονός ότι κάποιος από ένα μέρος
τόσο απομονωμένο όσο η Αλβανία ήταν δυνατόν να είναι τόσο εξοικειωμένος με τη γαλλική κουλτούρα.
Η ζωή σ’ αυτή τη μητρόπολη του πολιτισμού ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, «μια
ατελείωτη γιορτή», όπως έλεγε ο Χέμινγουεϊ.
Η βιβλιοφιλία και τα βιβλιοπωλεία, οι αναρίθμητες εκθέσεις, οι συναυλίες,
το θέατρο και ο κινηματογράφος, όλα αποτελούν μια διαρκή και ασταμάτητη πηγή
έμπνευσης για κάθε φιλότεχνο.
Διαμορφώνει κάποιος διαφορετικό γούστο, ευρυμάθεια, αναπτύσσει νέα οπτική για
τις τέχνες, είτε είναι καλλιτέχνης είτε απλός θεατής.
Δεν αισθάνομαι καθόλου ξένος στο Παρίσι. Μπορώ να πω πως γνωρίζω την πόλη
και την Ιστορία της καλύτερα από πολλούς Παριζιάνους.
Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ τον εαυτό μου έναν διαμεσολαβητή μεταξύ των
δυο χωρών, ένα θέμα που επεκτείνω σε ένα βιβλίο με τίτλο Η γέφυρα μεταξύ των δυο ακτών.
Ένα σημαντικό μέρος του μυθοπλαστικού και ιστορικού μου έργου είναι συνδεδεμένο με γεγονότα
και επεισόδια Αλβανών μεταναστών στη Γαλλία. Μεταφράζω, επίσης, γαλλική λογοτεχνία στα αλβανικά και
αντίστροφα.
Ευχαριστώ
θερμά την Ελένη
Παπακώστα (Εκδόσεις Αποστακτήριο)
για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Η ποιητική συλλογή του Λουάν
Ράμα Πόρτο
Παλέρμο- Οι λέξεις της πέτρας και άλλα ποιήματα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αποστακτήριο σε μετάφραση του Γιώργου Μόσκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου