Στενός
συνεργάτης και φίλος
του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ τα τελευταία 16 χρόνια, ο Ελβετός σκηνοθέτης, διευθυντής
φωτογραφίας, παραγωγός και μοντέρ Fabrice Aragno
μου μιλά για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη Γκοντάρ ενόψει της προβολής
της τελευταίας δουλειάς του ριζοσπάστη
δημιουργού Το βιβλίο των εικόνων ως
ταινίας έναρξης του 9ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού
Κινηματογράφου Αθήνας.
Το βιβλίο των εικόνων
απέσπασε φέτος τον πρώτο στην
ιστορία του Φεστιβάλ Καννών Ειδικό Χρυσό
Φοίνικα.
Πώς
αντέδρασε ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ όταν του παρέδωσες προσωπικά τον Ειδικό Χρυσό
Φοίνικα;
Όχι κάπως ιδιαίτερα. Είπε:
«Εντάξει, εντάξει, άσ’ τον εκεί».
Δεν
ενθουσιάστηκε πολύ, δηλαδή.
Όχι. Χτες κάποιος μου
είπε ότι είναι ο πρώτος Χρυσός Φοίνικας της Ελβετίας.
Γεγονός
που έχει κάποια σημασία.
Ναι και όχι. Για τον
Ζαν-Λυκ ήρθε πολύ αργά στη ζωή και την καριέρα του. Αν τον είχε κερδίσει με τον
Τρελό Πιερό ή την Περιφρόνηση... Και δεν πρόκειται για το
Χρυσό Φοίνικα, αλλά για Ειδικό Χρυσό Φοίνικα.
Μίλησέ
μου για την «προϊστορία» της συνεργασίας σας.
Τον συνάντησα το 2002.
Είχα ολοκληρώσει τις κινηματογραφικές σπουδές μου τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Η
παραγωγός του Ruth
Waldburger
με
ρώτησε αν ήθελα να δουλέψω μαζί του και απάντησα «γιατί όχι;» Είναι κάτι που πρέπει να μάθω. Δεν ξέρω να λέω «όχι». Η
παραγωγός, λοιπόν, μου είπε: «Θα σου
τηλεφωνήσει».
Μια νύχτα, επιστρέφοντας
στο σπίτι βρήκα ένα μήνυμα από τον ίδιο στον τηλεφωνητή μου, το οποίο έχω ακόμη:
«Αν θέλεις να δουλέψεις μαζί μου, πάρε με». Κλείσαμε, έτσι, ραντεβού για μια
Κυριακή πρωί.
Είπα στον εαυτό μου: «Πρόσεχε, φίλε μου! Ο χαρακτήρας του μπορεί
να είναι πολύ οργίλος. Ίσως πρέπει να μάθω περισσότερα για τις ταινίες του,
γιατί έχω δει μία ή δύο». Δεν ήξερα καν την τελευταία. Προσωπικά ήμουν
λάτρης του Αντονιόνι. Προσπάθησα να δω τις πιο πρόσφατες, και ήταν αδύνατο να
τις καταλάβω. «Πρέπει, πρέπει να τις
καταλάβω», έλεγα στον εαυτό μου, «θα
τον δω και θα με ρωτήσει». Δυο τρεις φορές, μάλιστα, αποκοιμήθηκα στη
διάρκειά τους. «Ίσως με ρωτήσει πράγματα
που δε θα μπορώ να απαντήσω, και τότε όλα θα έχουν τελειώσει», κατέληξα.
Σε
ρώτησε κάτι, τελικά;
Όχι! Τον συνάντησα, κι
απλώς συνάντησα έναν άνθρωπο. Όχι κάποιον θεό, θρύλο ή σκηνοθέτη. Έναν άνθρωπο
σε ένα ξύλινο τραπέζι. «Χρειαζόμαστε
κάποιες τοποθεσίες για μια ταινία που ετοιμάζουμε, αν θες να ψάξεις», μου
είπε. «Εντάξει», απάντησα. «Αν χρειάζεσαι χρήματα για τα πρώτα έξοδα...», συνέχισε. «Ευχαριστώ», είπα.
Πολύ
απλή διαδικασία.
Πολύ. Η συζήτηση αφορούσε
στην ταινία Η δική μας μουσική. Οργάνωνα
το τελευταίο μέρος του φιλμ βρίσκοντας τους νεαρούς ηθοποιούς, τα κοστούμια και
όλες τις τοποθεσίες. Ο Γκοντάρ νιώθει την ουσία των πραγμάτων. Δε νοιάζεται για
την επιφάνεια. Δε μιλάμε πολύ, στην πραγματικότητα. Τώρα περισσότερο από ό,τι
παλαιότερα, παρόλα αυτά απλώς πράττουμε.
Διαφωνείτε
ποτέ ή η συνεργασία σας είναι ομαλή; Πώς θα την περιέγραφες;
Πιο πολύ ομαλή, γιατί
βιώνουμε πράγματα από κοινού. Καλά και κακά. Ζούμε σαν μικρή οικογένεια. Πολύ
μικρή. Για το Αντίο στη γλώσσα
ήμασταν πολύ κοντά. Τέσσερα χρόνια κινηματογράφησης. Το ίδιο και με Το βιβλίο των εικόνων. Τέσσερα χρόνια
μοντάζ και σκέψης. Και στο μιξάρισμα, εγώ κι ο Ζαν-Λυκ σε ένα μικρό δωμάτιο στο
μικρό του σπίτι, σε απόσταση 30 εκατοστών ο ένας από τον άλλο.
Γεννήθηκε
κι από τους δυο σας Το βιβλίο των εικόνων
ή επρόκειτο για πρωτότυπη ιδέα του ίδιου;
Δεν ξέρω. Ποτέ δε μου
είπε «χρειάζομαι αυτό ή εκείνο». Αγαπώ να κάνω και να δοκιμάζω πράγματα, κι
έπειτα του τα δίνω. Όταν μου έρχεται μια ιδέα τη νύχτα, την επομένη την υλοποιώ
για να δω πώς είναι και μετά του τη δίνω.
Είναι,
λοιπόν, ένα είδος ανταλλαγής.
Δε λέει «όχι». Έχουμε την
ίδια διάθεση, είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Έχουμε μια φιλμική δουλειά, οπότε,
αν έχω κάποια ιδέα, την εισφέρω. Το Βιβλίο
των εικόνων βασίζεται περισσότερο σε “found footage”.
Η Νικόλ Μπρενέζ, που
ξέρει τα πάντα για το σινεμά κι είναι καθηγήτρια κινηματογράφου, έφερε πολλά DVD και
εικόνες στον Ζαν-Λυκ, ενώ συμμετείχε και στο μοντάζ. Η δικιά μου δουλειά
εντοπίζεται περισσότερο προς το τέλος του φιλμ, στα πλάνα που τραβήξαμε στην
Τυνησία.
Σε
έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον προσεγγίζεις τη δημιουργία ταινιών;
Κατά κάποιο τρόπο ναι.
Είναι πολύ χωμένος στις λέξεις, εγώ όχι. Βρίσκω την ίδια ελευθερία που βίωνα
πριν καταπιαστώ με το σινεμά όταν δούλευα στο κουκλοθέατρο. Εκεί υπάρχει πολλή
ελευθερία, γιατί δεν υπάρχουν κανόνες. Είναι ένας άλλος τρόπος έκφρασης.
Μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα στο κουκλοθέατρο. Για μένα το σινεμά δεν είναι
η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά ένας τρόπος να εκφράζεσαι χωρίς να χρησιμοποιείς
λέξεις, όπως η μουσική, η ζωγραφική, ο χορός. Όταν, λοιπόν, συνάντησα τον
Ζαν-Λυκ, βρήκα την ίδια ελευθερία.
Πού
εντάσσεται σε όλα αυτά H λίμνη, το επικείμενο μεγάλου μήκους ντεμπούτο σου μυθοπλασίας;
Είναι δύσκολο να βρεις
χρήματα, όπως άλλωστε συνέβη και με Το
βιβλίο των εικόνων. Μου πήρε τρεις με τέσσερις μήνες η διαδικασία. Η Λίμνη πράγματι θα είναι η πρώτη μου μεγάλου
μήκους ταινία μυθοπλασίας. Υπάρχει κάποια ιστορία σ’ αυτή. Πρόκειται για ένα
ζευγάρι που σαλπάρει σε μια λίμνη χωρίς να ξαναπατά το πόδι του στη στεριά.
Ο χρόνος κυλάει πολύ
γρήγορα, πάντως. Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω με τον Γκοντάρ έχουν περάσει
16 χρόνια. Ίσως τελικά ο Γκοντάρ να με επηρέασε στο να κάνω πράγματα με μια μικρή
κάμερα κι ένα μικρό συνεργείο. Σε κάθε περίπτωση, η κινηματογράφηση σε μια
βάρκα μήκους εφτά ή δέκα μέτρων δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο
άτομα.
Πότε
αναμένεις να ολοκληρωθεί η παραγωγή και να κυκλοφορήσει η ταινία;
Ελπίζω το 2019. Είναι
πολύ δύσκολο να είσαι μόνος σου σε ένα εγχείρημα, ενώ είναι πολύ εύκολο να
δουλεύεις για τον Ζαν-Λυκ. Χρειάζομαι άλλον ένα εαυτό για να δουλεύει μαζί μου!
(Γέλια).
Το βιβλίο των εικόνων
του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ προβάλλεται, σε πανελλήνια πρεμιέρα, την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου, 20:00, ως ταινία έναρξης του 9ου
Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου Αθήνας, το οποίο διοργανώνεται
από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος μεταξύ
17 και 29 Οκτωβρίου. Είσοδος με
προσκλήσεις.
Περισσότερες
πληροφορίες για το Φεστιβάλ στην επίσημη ισοσελίδα
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου