Αν ατενίσεις τη μεντίνα της από ψηλά, μοιάζει με πυκνοϋφασμένο ιστό από λαβυρινθώδη σοκάκια. Όταν αρχίσεις να την περπατάς, μεμιάς σε "πλημμυρίζουν" ήχοι, μυρωδιές (όχι πάντα ευχάριστες!) και χρώματα ζαλιστικά: ένα αληθινό πανηγύρι αισθήσεων. Η πιο αξέχαστη εμπειρία είναι, όμως, η συναναστροφή με τους απλούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου: τους καπάτσους εμπόρους και πωλητές, τους δεξιοτέχνες μαστόρους και τεχνίτες, ακόμα και τους συχνά τόσο φορτικούς "κράχτες" και ψευτο-ξεναγούς. Καλωσήρθατε στη Φες των ανθρώπων!
Η Φες είναι η πνευματική και θρησκευτική πρωτεύουσα του Μαρόκου, ενώ η περιτειχισμένη μεντίνα της, η Παλιά Πόλη δηλαδή, από τις σημαντικότερες στον ισλαμικό κόσμο, κατέχει επάξια μια θέση στη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO από το 1981. Η Φες ιδρύθηκε το 789μ.Χ. από τον Ιντρίς Α’, απόγονο του Προφήτη Μωάμεθ. Πρώτοι της κάτοικοι υπήρξαν 8.000 οικογένειες Μουσουλμάνων διωγμένων από την Κόρδοβα. Σ’ αυτούς προστέθηκαν αργότερα Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Τυνησία. Οι πρώτοι εγκαταστάθηκαν στην ανατολική όχθη του κατ’ ευφημισμόν πλέον ποταμού Φες, ο οποίος έχει δυστυχώς σε σημαντικό βαθμό καταντήσει μια δυσώδης αυτοσχέδια χωματερή. Στην περιοχή αυτή ίδρυσαν την Ανδαλουσιανή συνοικία (Αl-Andalous) και το ομώνυμο τζαμί, σε ανάμνηση της αλλοτινής τους εστίας. Οι υπόλοιποι "κατέλαβαν" τη δυτική όχθη του ποταμού, "βαφτίζοντας" τη συνοικία τους, καθώς και το διασημότερο έκτοτε τέμενος της πόλης, Καραουγίν (Kairaouine), εμπνεόμενοι από το όνομα της τυνησιακής πόλης, απ’ όπου εκπατρίστηκαν. Τα αξιολογότερα μνημεία στη μεντίνα ανάγονται στον 14ο αι., επί βασιλείας Αμπού Σαϊντ.
Επειδή, όμως, οι παλιοί τόποι (και τρόποι…) αναπόφευκτα υπόκεινται στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου και του κακώς εννοούμενου εκδυτικισμού, έχει αναληφθεί από τις μαροκινές αρχές ένα τιτάνιο έργο διάσωσης και αποκατάστασης του οικιστικού ιστού της μεντίνας, αλλά και διατήρησης των προαιώνιων επαγγελμάτων που, σε πείσμα του καιρών, εξακολουθούν να ασκούνται.
Λένε ότι χρειάζονται μόλις τέσσερις μέρες για να ερωτευθείς τη Φες. Εγώ, πάντως , είχα αρχίσει να υποκύπτω στα θέλγητρά της ήδη από το απομεσήμερο της άφιξής μου, όταν η γλυκιά και διακριτική Χαγιάτ μού πρόσφερε με γενναιοδωρία και χάρη εκείνο το αρωματικό και τόσο δροσιστικό τσάι με δυόσμο σε μπακιρένια χειροποίητη κούπα…
Αντικρίζοντας, λίγη ώρα αργότερα, για πρώτη φορά τη μνημειώδη Μπαμπ Μπουτζλούντ (Βab Boujloud), την κύρια είσοδο στη μεντίνα, αισθάνθηκα σαν να ξεκινούσα ένα ταξίδι στο χρόνο! Ένας από τους πολυάριθμους ψευτο-οδηγούς που την έχουν «στημένη» στους ανυποψίαστους τουρίστες φρόντισε, ωστόσο, να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. "Χρειάζεσαι ξεναγό, my friend; H μεντίνα έχει τουλάχιστον 15χμ μήκος και θα χαθείς", επισήμανε πονηρά. Γνωρίζοντας ότι η σκόπιμα ανακριβής πληροφόρησή του είχε ολοφάνερο στόχο, απέρριψα ευγενικά και με σταθερότητα την προσφορά του και διάβηκα με ενθουσιασμό την πύλη. Θα την «πατούσα», έτσι κι αλλιώς, το ίδιο απόγευμα σε αντίστοιχη περίσταση…
Μπροστά μου φιδοσέρνονταν οι δύο κεντρικοί εμπορικοί "λεωφόροι" της μεντίνας: η Τάλαα Κ’μπίρα (Τalaa K’bira), αλλιώς και "μεγάλη ανηφόρα", και η Τάλαα Σ’γκίρα (Τalaa Seghira), η "μικρή ανηφόρα". Εδώ, στις απόμερες παρόδους τους και στα γειτονικά σκιερά σουκ χτυπάει η "καρδιά" και γουργουρίζει το "στομάχι" της Φες αιώνες τώρα, σχεδόν απαράλλαχτα! Ακάματοι βυρσοδέψες κατεργάζονται δέρματα στα ταμπάκικα της συνοικίας Μπλίντα (η ανυπόφορη οσμή θα σας οδηγήσει…). Μεταλλουργοί δουλεύουν με επιδεξιότητα το χαλκό (ακούστε, πρώτα, και δείτε τους, έπειτα, στην πλατεία Νετζαρίν). Ξυλουργοί κατασκευάζουν παιχνίδια και καλάθια. Γυναίκες πλέκουν εργόχειρα. Πωλητές εμπορεύονται ό,τι βάλει ο νους σας: από βερβέρικα κιλίμια και κελεμπίες, μέχρι παντόφλες και δερμάτινα είδη κάθε λογής, κι από κεραμικά μέχρι…κασέτες αραβικής μουσικής και κοκοράκια! Για να μη μιλήσω για τα λαχταριστά μαροκινά γλυκά, τα ζουμερά (και τόσο φτηνά!) φρέσκα φρούτα ή τα μεθυστικά μπαχαρικά.
Αν, λοιπόν, απολαμβάνετε το παζάρεμα, τα ψώνια ή απλώς την επαφή με τους φορείς μιας ριζικά διαφορετικής προσέγγισης του χώρου και του χρόνου (εδώ ο χρόνος κυλά νωχελικά…), στη μεντίνα θα βρείτε τον παράδεισό σας, σε ένα αυθεντικά ανατολίτικο περιβάλλον. Όσο αυθεντικό είναι δυνατόν να διατηρηθεί οτιδήποτε στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, φυσικά….Το σίγουρο είναι , πάντως, ότι η μεντίνα της Φες πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί ένα "θεματικό πάρκο" αλά μαροκέν, δημιουργημένο για να κορέσει την αδηφάγο αναζήτηση του απομαγευμένου "Δυτικού" για κάτι αυθεντικό. Οι οικονομικές δραστηριότητες που συντελούνται εντός της δεν αποσκοπούν, δηλαδή, τόσο στην προσέλκυση των τουριστών, όσο στην εξυπηρέτηση των ζωτικών αναγκών των ντόπιων, με τους τρόπους που ο καθένας έχει μάθει. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για προλετάριους, ενώ δε λείπουν και λίγοι μεσοαστοί. Όσο, μάλιστα, απομακρύνεσαι από τους δύο κεντρικούς οδικούς άξονες και πλησιάζεις τα περίχωρα, η φτωχολογιά αυξάνεται…Οι μεγαλοαστοί κατοικούν, φυσικά, εκτός μεντίνας, στην αρχιτεκτονικά αδιάφορη Νέα Πόλη (Ville Nouvelle).
Κοντά στο τζαμί Καραουγίν υπέκυψα, λοιπόν, κι εγώ, ζαλισμένος καθώς ήμουν, σε έναν από εκείνους τους επιτήδειους ψευτο-οδηγούς. Βίος και πολιτεία ο Αλί: φιλέλληνας, κατά δήλωσή του (σιγά μην έλεγε το αντίθετο!), βρωμούσε τσιγαρίλα, μιλούσε τα αγγλικά με μια ακατάληπτη προφορά κι αφού με περιέφερε σε σουκ και…ταράτσες, προσπαθώντας να με πείσει από το να ψωνίσω κελεμπίες μέχρι να φωτογραφηθώ με…φερετζέ, μού απέσπασε και το υποχρεωτικό…μπαξίσι (σε ευρώ, παρακαλώ!) απειλώντας ότι, αν έφερνα αντιρρήσεις, θα… εκνευριζόταν. Λίγα βήματα παραπέρα, θα απέρριπτα την προσφορά ενός ντόπιου τσιγαριλικιού από κάποιον εξίσου…φιλέλληνα, ο οποίος μάλιστα με πολλή περηφάνια μού απαρίθμησε ονόματα Ελλήνων που είχε ξεναγήσει!
Καταπονημένος από τις επιθέσεις σε όλες μου τις αισθήσεις, κατέφτασα, καθώς σουρούπωνε, στη φιλόξενη ριάντ (παραδοσιακός μαροκινός ξενώνας με εσωτερική αυλή), όπου έμενα, τη "Lune et Soleil". Το λουκούλλειο δείπνο που ακολούθησε, συνοδευόμενο από υπέροχο κόκκινο κρασί από τη γειτονική Μεκνές, και η κουβεντούλα με τον κομματάκι λάγνο και τρυφηλό ιδιοκτήτη του ξενώνα, τον Γερμανό Γιούργκεν, με αναζωογόνησαν. Με μια γλυκιά θυμοσοφία να χρωματίζει τον τόνο της φωνής του, μοιράστηκε μαζί μου μερικές από τις εμπειρίες του ως πρωτόπειρου ταξιδιώτη στο Μαρόκο της δεκαετίας του ’60 και μού έδωσε μερικές χρήσιμες συμβουλές: μεταξύ αυτών, να μη φωτογραφίζω ντόπιους, χωρίς την προηγούμενη άδεια τους… Ξεροκέφαλος ων, δεν τον άκουσα, με αποτέλεσμα να μπλεχτώ την επομένη σε μια ανώφελη διαφωνία με κάποιον σωματώδη τύπο που ξεπετάχτηκε απ’ το πουθενά, επιπλήττοντάς με για την αδιακρισία μου …
Έχοντας πλέον μάθει να αποφεύγω τις κακοτοπιές πολιτισμικού χαρακτήρα, οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν ανέφελα. Με αληθινή απόλαυση έχανα και ξανάβρισκα το δρόμο μου στη μεντίνα, ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούριες γωνιές και συνειδητοποιώντας ποσό μικρή είναι τελικά σε έκταση. Έκανα το café "Clock", μια καλαίσθητη «δυτικότροπη» όαση στην Τάλαα Κ’μπίρα στέκι μου και τον Βρετανό ιδιοκτήτη του φιλαράκι. Συνέχισα τις δημιουργικές νυχτερινές κουβεντούλες με τον Γιούργκεν, που μού παραπονιόταν ότι το φημισμένο Φεστιβάλ Ιερής Μουσικής της Φες τίποτε το ιερό δεν έχει. Κι όταν το υπερσύγχρονο τρένο θα άρχιζε να ξεμακραίνει από την αποβάθρα με προορισμό το Μαρακές, μια γλυκιά θλίψη θα με κύκλωνε…