Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκουαδόρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκουαδόρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Abdón Ubidia: «Είμαι στρατευμένος στις γραμμές των απελπισμένων»


Ψυχολογικό θρίλερ με ντοστογιεφσκικές καταβολές και ηθικές, πολιτικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, το μυθιστόρημα Σιωπηλή σαν το Θάνατο του σπουδαίου Εκουαδοριανού συγγραφέα Abdón Ubidia κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες.

Ιδιαιτέρως αγαπητός στο εγχώριο αναγνωστικό κοινό, ο 76χρονος -αλλά διαυγέστατος- συγγραφέας, μάς παραχώρησε μια αναλυτική συνέντευξη.

Κατά το παρελθόν υπήρξατε μέλος του λογοτεχνικού κινήματος του Tzantzismo. Θα θέλατε ν’ αναφερθείτε λίγο αναλυτικότερα σ’ αυτό και στη σημασία του για την εν γένει καλλιτεχνική ζωή του Εκουαδόρ;

Τη δεκαετία του ’70, όταν το Κίτο -την εποχή πριν από το πετρέλαιο- ήταν ακόμα ένας τόπος συντηρητικός και απομονωμένος, η ομάδα μας αποτέλεσε ένα είδος λογοτεχνικού αντάρτικου.

Eπιδίωξε να έρθει σε ρήξη τόσο με τα ήθη εκείνης της υπναλέας ζωής, όσο και με τις «κεφαλές» των διανοουμένων οι οποίοι, χάρη σε μια στρατιωτική δικτατορία, επέβαλλαν απόψεις και κριτήρια αντιδραστικά - έτσι τα αποκαλούσαμε τότε.

Εξ ου και το όνομά μας: Τζάντζικος, με άλλα λόγια στην αυτόχθονα γλώσσα σουάρ, «αυτοί που συρρικνώνουν τα κεφάλια».

Έμβλημά μας ήταν τα τζάντζα, τα μικρά τρόπαια τα οποία μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα οι πολεμιστές Σουάρ* φορούσαν ως φυλαχτά, αφού πρώτα υπέβαλλαν τα κεφάλια των εχθρών τους σε μια μυστική κατεργασία συρρίκνωσης.

Θέλαμε να γίνουμε μια μεταφορά των Σουάρ στο διανοητικό περιβάλλον. Ήμασταν αντικαθεστωτικοί τόσο ως προς την πολιτική όσο και ως προς την τέχνη. Ο πολιτικός άξονας του κόσμου βρισκόταν στην Αριστερά.

Και η κυρίαρχη ιδέα ήταν η αλλαγή: η αλλαγή του κόσμου, της τέχνης, της ίδιας της ζωής. Ήταν το σύνθημα.

Είχαμε δεχτεί την παγκόσμια πολιτική επιρροή: την Κουβανική Επανάσταση, τους απελευθερωτικούς πολέμους στην Αφρική, τα ειρηνιστικά, πανεπιστημιακά και εντέλει αντιιμπεριαλιστικά  κινήματα.

Ενώ, όσον αφορά τη λογοτεχνία, γίναμε μάρτυρες της καθυστερημένης, αλλά σαρωτικής αναγνώρισης της Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας, του επονομαζόμενου Boom της λογοτεχνίας μας:

Κορτάσαρ, Μπόρχες, Σάμπατο, Ονέτι, Γκαρσία Μάρκες, Φουέντες και τόσοι άλλοι.

Από εκεί γεννηθήκαμε εμείς, οι νεαροί Τζάντζικος.

Εκτός από συγγραφέας, είσαστε και ερευνητής στο πεδίο της προφορικής λογοτεχνίας. Τι σας σαγηνεύει σ’ αυτή; Τροφοδοτεί το συγγραφικό σας έργο;

Αυτό συνέβαινε τη δεκαετία του ’70. Μόλις έσβησαν οι πολεμικές φωτιές της προηγούμενης δεκαετίας, το ενδιαφέρον του κόσμου για το λαϊκό στοιχείο αυξήθηκε.

Εξ ου και η εκ νέου ανακάλυψη των προφορικών παραδόσεων των λαών μας, ως αντικειμένου μελέτης και λατρείας. Τότε γεννήθηκε ο Μαγικός Ρεαλισμός.

Για να πω την αλήθεια, εγώ τις προσέγγισα λόγω ενός πολύ ιδιότυπου ενδιαφέροντος. Ήθελα να μάθω με ποιο τρόπο είναι αφηγημένες οι ιστορίες που διαρκούν.

Ήρθα σε επαφή με ένα ίδρυμα που μου επέτρεψε να διατρέξω σε βάθος την πόλη και τη χώρα μου με την ιδιότητα του συλλέκτη μύθων και παραδόσεων. Ήταν μια όμορφη εμπειρία.

Κρίμα που αυτές οι παραδόσεις βρίσκονταν ήδη σε διαδικασία εξαφάνισης, λόγω της κατάρρευσης του αγροτικού κόσμου και της ασυγκράτητης ανάπτυξης των πόλεων.

Από την άλλη, η λογοτεχνικοποίηση των προφορικών παραδόσεων, ο Μαγικός Ρεαλισμός με άλλα λόγια, είχε ήδη δώσει πολλά, με ονόματα εμβληματικά όπως ο Αστούριας, ο Ρούλφο, ο Γκαρσία Μάρκες, ο Χόρχε Αμάδο.

Εμείς φτάσαμε αργά σε τούτο το ρεύμα. Ήταν πλέον η εποχή που η πολιτεία άρχιζε να αναδεικνύεται σε σύμβολο και λογοτεχνικό χαρακτήρα.

Εγώ κατέστρεψα το πρώτο μου βιβλίο διηγημάτων όταν αντιλήφθηκα ότι δεν μπορούσαμε πια να συνεχίζουμε με τον Μαγικό Ρεαλισμό.

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο αβέβαιο από ένα διήγημα. Ή γράφεται ή όχι. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μην το γράψεις», επισημαίνετε στον επίλογο του Σιωπηλή σαν το θάνατο. Γιατί συμβαίνει αυτό, και γιατί τελικά γράφεται;

Γράφεται όταν η δύναμη που σε σπρώχνει να γράψεις ό,τι δεν έχει ειπωθεί νικάει αυτή που σε σπρώχνει να το αποσιωπήσεις ή απλώς να το αναβάλλεις. .

Θα χαρακτήριζα το Σιωπηλή σαν το θάνατο πιο πολύ ψυχολογικό θρίλερ «δωματίου» με ντοστογιεφσκικές καταβολές και ηθικές, πολιτικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, παρά τυπικό «νουάρ». Συμφωνείτε;

Συμφωνώ απολύτως, μόλο που η αναφορά στον Ντοστογιέφσκι με τρομάζει και με κολακεύει.

Ναι, προτιμώ τις ιστορίες που παρότι έχουν νουάρ αναφορές εντρυφούν πιο πολύ στη φύση του ανθρώπινου όντος, στην ψυχολογική και μεταφυσική του υπόσταση.

O τόπος (Κίτο) και ο χρόνος που εκτυλίσσεται η μυθοπλασία (1983) προσδιορίζονται σαφώς από την αρχή της νουβέλας. Πόσο ουσιώδες είναι για σας να τοποθετείτε τη μυθοπλασία σας εντός ενός συγκεκριμένου χωροχρόνου;

Πολύ, ιδίως όταν γράφω ένα ρεαλιστικό αστικό αφήγημα.

Έχω γράψει μυθιστορήματα, όπως το Sueño de lobos (Ο Ύπνος των Λύκων) του 1986, με ένα ακραία ρεαλιστικό σκηνικό Το Κίτο του 1980, ζωγραφισμένο χρονικά και χωρικά με εξαιρετική λεπτομέρεια.

Έφτασα μέχρι τον υπερβολικό βαθμό να είναι αληθινά τα τυχόν αξιοσημείωτα γεγονότα και οι αντίστοιχες ημερομηνίες εκείνου του έτους.

Και μου στοίχισε κάμποση δουλειά η προσπάθεια να προσαρμόσω το αληθινό ημερολόγιο της πολιτείας σε αυτό του μυθιστορήματος, το οποίο αφηγείται την ιστορία του ανθρώπου που ποτέ δεν κοιμάται.

Το ίδιο ισχύει για τις περιγραφές των πιο εμβληματικών σημείων της πόλης, όπως και για τις αναφορές στο κλίμα ή το ορεινό τοπίο. Θεώρησα ότι ο ακραίος αυτός ρεαλισμός του σκηνικού θα αποτελούσε εγγύηση αληθοφάνειας για όσα ανήκαν στη μυθοπλασία.

 Ίσως να υπερέβαλα. Εν πάση περιπτώσει, τα πέντε μυθιστορήματα που έχω γράψει αναφέρονται σε μία πολιτεία, το Κίτο, και μία εποχή, αμφότερες πολύ παρούσες και συγκεκριμένες πάντοτε.

Η Χειμωνιάτικη Πόλη, για παράδειγμα, επιδιώκει να αποτελέσει μαρτυρία του Κίτο της δεκαετίας του ’70 και της φαντασμαγορικής πετρελαϊκής του λάμψης.

Ενώ το La Madriguera (Το Λημέρι) του 2004 καθρεφτίζει τις μεταμορφώσεις που βίωσε η πόλη με την αλλαγή του αιώνα.

Για να μην είμαι τόσο κυριολεκτικός, γράφω επίσης διηγήματα φαντασίας.

Τερπινοήσεις τα αποκαλώ, και δεν αναφέρονται σε άλλη πραγματικότητα πέρα απ’ αυτή των φόβων, των επιθυμιών και των ανασφαλειών μας,  στοιχείων πανανθρώπινων με άλλα λόγια.

Ένας γιατρός σε κρίση «ανδρόπαυσης» κι ένας «ιδεολόγος» βασανιστής είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτής της «μονομαχίας».

Πόσο μοιάζουν και πόσο διαφέρουν, τελικά; Και πώς μπορούμε να «σκοτώσουμε» τον εξουσιαστή που όλοι κουβαλάμε μέσα μας;

Σε ένα βιβλίο με αφορισμούς που δημοσίευσα τον περασμένο χρόνο, το Elogio del pensamiento doble (Εγκώμιο της διττής σκέψης), γράφω συγκεκριμένα:

«Το ανθρώπινο ον έχει δύο καρδιές: η μία είναι ατομίστρια, αρπακτική και μοναχική, ενώ η άλλη κοινωνική, αγελαία, ρέπει προς τη συμπόνια, την αλληλεγγύη, ακόμα και τη στοργή. Η τραγωδία αρχίζει όταν ακρωτηριάζεις οποιαδήποτε από τις δυο

Πιστεύω στη διττή υπόσταση της ανθρώπινης φύσης. Είναι το leitmotiv όλων όσων έχω γράψει. Μέσα μας συνυπάρχει ο Άγιος και ο δολοφόνος. Μαζί με όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Καλύτερα να μην το ξεχνάμε.

Αυτό που χωρίζει τον έναν από τον άλλο είναι ένα επίφοβο όριο: το ντελικάτο και εύθραυστο δίκτυο των ηθικών ενδοιασμών.

Συνδέεται, για σας, η απόδοση δικαιοσύνης με την υπέρβαση αυτής της προϋπάρχουσας εξουσιαστικής νοοτροπίας και την κατίσχυση μιας αγαπητικής σχέσης με τον άλλο, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη στάση της συντρόφου του θύματος του βασανιστή;

Αν υπάρχει κάποιο μήνυμα στη νουβέλα είναι το εξής: Δεν έχει σημασία η συγκυρία που μας καταδιώκει, μιλώντας με σαρτρικούς όρους, μπορούμε να επιλέξουμε. Στην προκειμένη περίπτωση, ανάμεσα στη φρίκη και την αγάπη.

Ο ανησυχαστικός Ανδαλουσιανός σκύλος επανέρχεται κάθε τόσο στο διήγημά σας. Είσαστε λάτρης του Μπουνιουέλ;

Μεγάλος. Ενός όμως μόνο κομματιού του Μπουνιουέλ.

Δυστυχώς, ο δημιουργός της Ωραίας της ημέρας, της Κρυφής γοητείας της μπουρζουαζίας, της Βιριδιάνα και του Σκοτεινού αντικείμενου του Πόθου, γύρισε και πολλές αξιοθρήνητες ταινίες, κάποιες απ’ αυτές στο Μεξικό για καθαρά βιοποριστικούς λόγους.

Προέρχεστε από την Αριστερά. Εξακολουθείτε να αναγνωρίζετε τον εαυτό σας στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο; Κι αν ναι, τι σημαίνει να είσαι αριστερός στη Λατινική Αμερική, και ιδίως στο Εκουαδόρ, του σήμερα;

Ναι, φυσικά. Συνεχίζω το ίδιο. Ποτέ δε συρρίκνωσα το ίδιο μου το κεφάλι.

Όμως, αν παλιότερα η Αριστερά ήταν συνώνυμο της ελπίδας, τώρα, σε τούτο τον κόσμο που έχει κατακτηθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, είναι συνώνυμο της απελπισίας.

Εγώ είμαι στρατευμένος στις γραμμές των απελπισμένων. Θυμάμαι ωστόσο πολύ καλά τον αφορισμό του Βάλτερ Μπένγιαμιν: Χάρη στην απελπισία μάς δόθηκε η ελπίδα.

Μιλώντας για το Εκουαδόρ, τον Οκτώβριο του 2019 ξεκίνησαν μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μορένο με αφορμή τα μέτρα λιτότητας και τη διακοπή στις επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα.

Έχουν μακροπρόθεσμες προοπτικές;

Έγραψα ένα άρθρο στο οποίο υποστήριζα πως δεν έχει σημασία αν ο ιός δημιουργήθηκε σε εργαστήριο ή αν προήλθε από τη Φύση, διότι η πανδημία έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς ανά τον κόσμο.

Τη χρησιμοποίησαν προς όφελός τους, για να ανακόψουν τις τεράστιες κινητοποιήσεις, ήδη ανεξέλεγκτες, που ξεσπούσαν σε όλα τα μέρη του κόσμου με κατεύθυνση ξεκάθαρα αντι-νεοφιλελεύθερη.

Και για να εφαρμόσουν επίσης απάνθρωπα αντίποινα: απολύσεις κ.λπ. Το κατάφεραν.

Οι δυσαρεστημένοι, ωστόσο, έμαθαν επίσης νέους τρόπους για να εκφράζονται:

Τα κοινωνικά δίκτυα, τους youtubers που λένε τα δικά τους στο ίντερνετ, τις on line εκπομπές που μεταδίδουν συνεντεύξεις αντισυστημικών, τις ομάδες πολιτικού στοχασμού που ξανασυναντιούνται μέσω Zoom ή Skype και σε πραγματικές συνθήκες.

Τις νέες διαδηλώσεις, σε εμβρυακό στάδιο ακόμα, οι οποίες οργανώνονται με σεβασμό προς τους γνωστούς κανόνες προστασίας από τον COVID-19.

Όλοι λένε ότι μετά την πανδημία ο κόσμος δε θα είναι πλέον ο ίδιος. Η διάκριση, ωστόσο, πλούσιων και φτωχών θα είναι ένα θέμα περισσότερο φλέγον από ποτέ.

Ειλικρινά νομίζω ότι αυτή είναι μια ευκαιρία για το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού, του οποίου τα εισοδήματα απαλλοτριώνονται υπέρ του υπολοίπου 1%, όπως λένε.

Ίσως, με άλλα λόγια, το βραβείο Nobel Stiglitz να αντιδράσει και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, μεταξύ αυτών την ισότητα και την προστασία ενός πλανήτη, μαστιζόμενου τώρα από μια ανηλεή λεηλασία.

Το διήγημα Σιωπηλή σαν το θάνατο είναι το τέταρτο βιβλίο σας που μεταφράζεται και κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ποια είναι η σχέση σας με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και την Ελλάδα, γενικότερα; Την έχετε επισκεφτεί;

Έχω επισκεφτεί τρεις φορές την Ελλάδα, με αφορμή την παρουσίαση των μεταφρασμένων στα ελληνικά βιβλίων μου.

Το 2010 για τη Χειμωνιάτικη Πόλη, μεταφρασμένη στα ελληνικά από την Βιργινία Γαλανοπούλου.
Τη δεύτερη φορά το 2015 για μια ανθολογία από τις Τερπινοήσεις, μεταφρασμένες στα ελληνικά από το καταπληκτικό σεμινάριο του εξαίρετου Νίκου Πρατσίνη.

Το 2017 για την παρουσίαση του βιβλίου Η ερωτική περιπέτεια και οι χαρακτήρες της, δοκιμίου για τον υπαρκτό έρωτα, μεταφρασμένο από την Δήμητρα Παπακωνσταντίνου.

Και τα τρία βιβλία εκδόθηκαν με εκπληκτικό τρόπο από τις Εκδόσεις Ροές των κυρίων Καρτάκη. Και έτυχαν θερμής υποδοχής, γεγονός που με χαροποιεί ιδιαιτέρως.

Έχω πια αρκετούς φίλους στην Ελλάδα. Οι πρώτοι υπήρξαν η Σουσάνα Βάσκες, πρόξενος του Εκουαδόρ στην Αθήνα, και ένας βαθυστόχαστος μελετητής μεγάλου διαμετρήματος, ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς. Τους οφείλω πολλά.

Όταν περάσει η πανδημία, θα επισκεφτώ την Ελλάδα για τέταρτη φορά. Τότε θα είναι για την έκδοση της Σιωπηλής σαν το Θάνατο, μεταφρασμένης στα ελληνικά από την Ασπασία Καμπύλη για τις Εκδόσεις Carnívora.

Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι οι μεταφράσεις έργων μου που με ενδιαφέρουν περισσότερο είναι οι ελληνικές. Για διάφορους λόγους.

Πρώτα απ’ όλα επειδή, όπως κάθε δυτικός διανοούμενος, έχω εκπαιδευτεί στο πλαίσιο της μυθολογικής, καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής παράδοσης της αρχαίας Ελλάδας.

Έπειτα, επειδή με ενδιαφέρει η Ιστορία και ο πολιτισμός σας, του σημερινού συμπεριλαμβανομένου. Και τέλος, επειδή έχω γνωρίσει τους ανθρώπους σας, τη μουσική σας, τη γαστρονομία σας και την πολυαγαπημένη Αθήνα σας.

Ζούμε σε καιρό πανδημίας. Εκτός από τον τυχόν φόβο που μπορεί αυτή να σας προκαλεί, σας εμπνέει κιόλας;

Δεν ξέρω αν με εμπνέει, αλλά η πανδημία και οι περιορισμοί της μου αφήνουν πολύ χρόνο ελεύθερο για να διαβάσω και να γράψω.

Πολλές ευχαριστίες για τη συνέντευξη.

*Σουάρ: Ιθαγενής φυλή του ανατολικού Εκουαδόρ.


Το μυθιστόρημα του Abdón Ubidia Σιωπηλή σαν το Θάνατο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora.σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη και επίμετρο του Βίκτωρος Ιβάνοβιτς.

Eυχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη για τη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Αλεχάντρο Λάντες: «Το “Monos” δημιουργεί ένα μυθικό τοπίο, και δουλεύει όπως ένας μύθος»


Αποκαλυπτικής, σχεδόν παραισθησιακής, γοητείας, τολμηρή και ανησυχαστική, η πολυβραβευμένη (αντι)πολεμική ταινία του Κολομβιανoύ-Εκουαδοριανού Αλεχάντρο Λάντες Οι Monos προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 6 Φεβρουαρίου.


Ο σκηνοθέτης ρίχνει λίγο φως σ’ αυτή την πολύ ιδιαίτερη φιλμική εμπειρία.


Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την τολμηρή και ανησυχαστική ταινία, οπτικά και συναισθηματικά.


Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καθόλου καλύτερα, ήταν πολύ ανησυχαστική η διαδικασία δημιουργίας της.


Πώς αισθάνθηκες όταν τελείωσε, λοιπόν;


Δεν έχει τελειώσει ακόμα. Το να τη συνθέσω ήταν μια κόλαση!  Πολλά τα στοιχήματα για μια και μοναδική ταινία.


Τα απαριθμώ: Τα ρίσκα της παραγωγής, οι δημιουργικοί κίνδυνοι, της οπτικής γωνίας, ο αριθμός των ανήλικων μη ηθοποιών, οι χολιγουντιανοί ηθοποιοί, τα ζώα, τα ελικόπτερα, οι υποβρύχιες λήψεις, τα ειδικά εφέ.


Αλλά κι η προσπάθεια να «παίξω» σε μια αρκετά επική κλίμακα. Όταν καταπιάνεσαι με το είδος του πολεμικού φιλμ, είσαι αντιμέτωπος με τον Κόπολα, τον Χέρτσογκ ή το Έλα να δεις του Έλεμ Κλίμοφ.


Το έχεις αναφέρει ως μια από τις πηγές έμπνευσής σου ενώ έγραφες το σενάριο για το Monos.


Ακριβώς. Όταν καταπιάνεσαι μ’ ένα είδος, πρέπει να ξέρεις τι υπάρχει εκεί έξω.


Προέρχομαι από μια χώρα που είχε εμφύλιο πόλεμο διάρκειας εξήντα χρόνων. Αλλά δεν έχω δει κάποια πολεμική ταινία που να με ικανοποιεί γι’ αυτό που λέει σχετικά με τον πόλεμο στη χώρα μας, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο.



Θα αποκαλούσες το φιλμ σου αντιπολεμικό, κατ’ ουσία;


Νομίζω ότι ουσιαστικά είναι μια ταινία σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση, την ανθρώπινη φύση και σίγουρα, υπό αυτή την έννοια, εξαναγκάζοντάς μας να κοιταχτούμε στον καθρέφτη, θα ήλπιζα να μας φέρει σε μια αντιπολεμική κατάσταση.


Ο ίδιος ο τίτλος της είναι ανοιχτος σε διαφορετικές αναγνώσεις κι ερμηνείες. Είχες μια συγκεκριμένη πρόθεση επιλέγοντάς τον;


Σε διαφορετικές ισπανόφωνες χώρες έχει διαφορετικές σημασίες.


Στην Ισπανία σημαίνει «χαριτωμένος». Στην Κολομβία μπορεί να σημαίνει «ξανθός», αλλού «μαϊμούδες». 


Εγώ, όμως, διάλεξα την ελληνική ρίζα, του μόνου, γιατί νομίζω πως το φιλμ, κατά βάθος, αφορά στην ένταση μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού, του ατόμου και της κοινωνίας.


Νομίζω ότι οι έφηβοι στρατιώτες είναι μια μεταφορά για την κοινωνία: μια μικρή ομάδα όπου η επιθυμία να αγαπηθείς και να ανήκεις βρίσκεται πλάι στην επιθυμία για εξουσία.


Ακριβώς. Και λειτουργεί τόσο ως παραβολή, διαθέτοντας τη διαχρονικότητά της, όσο και ως μια ρεαλιστική φιλμική δήλωση, με όλη τη σκληρότητα που κουβαλά.


Είναι ενδιαφέρον που λες κάτι τέτοιο, έτσι είναι ακριβώς. 


Η αντιπαράθεση του στιλιζαρίσματος με το νατουραλισμό είναι κάτι ελκυστικό για μένα.



Το ότι έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει σε πολλές διαφορετικές χώρες, ανάμεσα στις οποίες η Βραζιλία, η Κολομβία και το Εκουαδόρ, πώς «εγγράφεται» μέσα σου τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως άνθρωπο που κάνει κάποιες επιλογές;


Προσπαθώ να κάνω πράγματα που μιλούν σε μένα και τα οποία υπερβαίνουν κάθε έννοια συνόρου. Προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι που είναι οικείο και συγκεκριμένο, αλλά και πραγματικό και διαχρονικό. Κι αν είναι διαχρονικό, μπορεί να είναι ασύνορο.


Πάντα θέλουμε να βάζουμε σημαίες στα πράγματα, κι έχει πλάκα να το κάνεις παρακολουθώντας ποδόσφαιρο την Κυριακή, αλλά δε μου αρέσει αυτό. 


Όταν βλέπω πως το Monos κέρδισε κάθε μεγάλο βραβείο στην ανατολική Ευρώπη που έχει ζήσει πολλούς εμφύλιους, είναι πολύ συναρπαστικό για μένα, γιατί δεν είχα περάσει χρόνο σ’ εκείνο το κομμάτι του κόσμου.


Έχει απήχηση, όμως, ακουμπά κάτι.


Όπως είχε και στους κριτικούς κινηματογράφου που το παρακολούθησαν στη δημοσιογραφική προβολή του 60ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κρίμα που δεν μπορούσες να έρθεις, θα ενθαρρύνονταν ερεθιστικές συζητήσεις.


Συμφωνώ, θα το ήθελα. 


Ταξίδευα υπερβολικά πολύ, ωστόσο, κι η κατάσταση έχει λιγάκι βγει εκτός ελέγχου. Το φιλμ έχει διανομή σε περισσότερες από σαράντα χώρες, κι η ομάδα από πίσω του είναι πολύ μικρή. Πολύ έντονη κατάσταση! (Γέλιο)


Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για ένα πολιτισμό προερχόμενο από τη δύναμη του μύθου, το θεωρώ πολύ γοητευτικό που έχει απήχηση στην Ελλάδα. Κατά κάποιο τρόπο, το Monos δημιουργεί ένα μυθικό τοπίο, και δουλεύει όπως ένας μύθος.


Ήθελα να δείχνει το δρόμο ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο.



To εντυπωσιακό -θα στο έχουν επισημάνει αμέτρητες φορές- είναι και η σκηνοθετική διεύθυνση των ηθοποιών από πλευράς σου, κυρίως των νεότερων. Τι συνέβη μεταξύ σας, λοιπόν;


Αυτό ήταν η «καρδιά», το θεμέλιο του Monos. Αναζητήσαμε περισσότερα από 800 παιδιά ανά την Κολομβία. Από αυτά, προσκαλέσαμε περίπου 25 για μια εκπαίδευση στο βουνό.


Το πρωί μάθαιναν υποκριτική κι έκαναν ασκήσεις αυτοσχεδιασμού και το απόγευμα σωματικές ασκήσεις, χορό, εκμάθηση μεταφοράς όπλων. Ζούσαν μαζί, έτρωγαν μαζί, είχαν το ίδιο πρόγραμμα καθημερινά. Ήταν σαν πείραμα τύπου Μεγάλου Αδερφού.


Μέσα σε δύο-τρεις βδομάδες άρχιζες να βλέπεις πολύ έντονα ό,τι συμβαίνει σε περιορισμένους χώρους όπου ζουν άνθρωποι, τη «χημεία» της ομάδας, σε ποιον δεν αρέσει ποιος, ποιος παλεύει, ποιος φλερτάρει. 


Από αυτούς ξεκίνησα να χτίζω τους οκτώ που θα γίνονταν οι Monos. Έμαθα τι ο καθένας και η καθεμιά φοβόταν κι επιθυμούσε, και γνωρίστηκαν και μεταξύ τους. Υπήρξε, λοιπόν, πολλή οικειότητα, βδομάδες πριν φιλμάρουμε το πρώτο κάδρο.


Ξανάγραψα, μάλιστα, το σενάριο εισάγοντας στοιχεία που είχα μάθει γι’ αυτούς και γι’ αυτές.


Εκτός από οικειότητα, υπήρξε και ένταση ανάμεσά τους;


Ναι, κατά καιρούς. Νομίζω, όμως, πως η κοινή εμπειρία τούς έφερε κοντά. Η ένταση τους έφερε κοντά, γιατί όλοι κι όλες βίωναν μια ακραία κατάσταση.


Γιατί επέλεξες να τους δώσεις τα συγκεκριμένα, πιθανώς περίεργα, παρατσούκλια;


Οι αντάρτες, είτε οι αριστεροί είτε οι δεξιοί, έχουν nom de guerre, ψευδώνυμo. Όταν διεξήγαγα έρευνα, πολλά από αυτά τα ψευδώνυμα ήταν πολύ περίεργα. Υπήρχε, άρα, μια μυθική ποιότητα, αλλά και κάτι πραγματικό.



Πώς έγινε δεκτή η ταινία στην Κολομβία;


Η Κολομβία δεν έχει κινηματογραφική Ιστορία όπως η Ελλάδα. Το σινεμά της είναι πολύ νεαρό. Ούτε υπάρχει πολυπληθές σινεφίλ κοινό. 


Υπήρχε, λοιπόν, πολύς σκεπτικισμός σχετικά με το Monos, και παρότι βραβεύτηκε στο Σάντανς και τα πήγε τόσο καλά στην Μπερλινάλε, την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας δεν το παρακολούθησε σχεδόν κανένας. Αυτό ήταν πολύ απογοητευτικό.


Ανέκαμψε, όμως, εξελισσόμενο στην ταινία που είδαν οι περισσότεροι Κολομβιανοί το 2019, κι αυτό ήταν κάτι απρόσμενο για τον διανομέα μας. Σχεδόν 300.000 Κολομβιανοί πήγαν να παρακολουθήσουν το Monos.


Τι σχόλια είχαν να κάνουν;


Οι κριτικοί δυσκολεύτηκαν πολύ, γιατί είδαν πράγματα που αφορούσαν στην Κολομβία, αλλά με αλληγορικό τρόπο. Ήταν πολύ δύσκολο και για τους θεατές να το παρακολουθήσουν χωρίς το ιδεολογικό πρίσμα τους.


Δημιούργησε, λοιπόν, πολύ διάλογο, κάτι συναρπαστικό.


Αποκόμισες αρνητικές κριτικές στην Κολομβία;


Η χειρότερη κριτική προήλθε από την Κολομβία. Ως επί το επλείστον, ωστόσο, ήταν θετικές, οπότε δε θέλω να είμαι αγνώμων. Άγγιξε μια «χορδή» στη χώρα. 


Άλλωστε, αν κάνεις μια ταινία για τον πόλεμο σε μια εμπόλεμη χώρα και αρέσει σ’ όλους, πρέπει να υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’ αυτή!


Ευχαριστώ θερμά την Λίλιαν Μπικέ, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Filmtrade, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.


Η ταινία του Αλεχάντρο Λάντες Οι Monos προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 6 Φεβρουαρίου σε διανομή της Filmtrade.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Άνα Κριστίνα Μπαραγκάν: «Όλοι μας βάλαμε κάτι από τους εαυτούς μας στην ταινία»


Διακριτικά τρυφερό και επώδυνο, όπως και η προεφηβική ηλικία με την οποία καταπιάνεται, το μεγάλο μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας της Άνα Κριστίνα Μπαραγκάν από το Εκουαδόρ Άλμπα αφηγείται την ιστορία 11χρονης πρωταγωνίστριας με το ίδιο όνομα, που υποδύεται η χαρισματική Macarena Arias. Όταν η μητέρα της ασθενεί σοβαρά, η μικρή Άλμπα μετακομίζει με τον πατέρα της, έναν ντροπαλό, αποτραβηγμένο άνθρωπο, καλούμενη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της μαζί του, με τους γύρω της, αλλά και με τον εαυτό της.

Συνομιλώντας με την σκηνοθέτρια, ενόψει της προβολής της ταινίας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας την Τετάρτη 14 Ιουνίου.

Μιας και η Άλμπα δεν είναι η πρώτη σου δουλειά που καταπιάνεται με την προεφηβεία, τι είναι εκείνο που σε σαγηνεύει σ’ αυτή την ηλικία;

Συνδυάζει κάτι πολύ τρυφερό και επώδυνο ταυτόχρονα, κάτι πολύ όμορφο, αλλά και λίγο σκοτεινό. Είναι, εξάλλου, μια ηλικία ενδιαφέρουσα για μένα, γιατί φτάνεις σε ένα διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και αρχίζεις να μη νιώθεις και τόσο ελεύθερος συνειδητοποιώντας πώς σε αντιμετωπίζουν οι άλλοι, πώς αλλάζει το σώμα σου, ή ποια είναι η σχέση σου με την οικογένειά σου. Σε προσωπικό επίπεδο, ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος. Με τον πατέρα μου ήμασταν πολύ κοντά στην παιδική μου ηλικία. Όταν, όμως, άρχισα να μπαίνω στην προεφηβεία, βίωνα ανάμικτα συναισθήματα απέναντί του.



Τι είδους συναισθήματα;

Ένιωθα κάπως περίεργα, γιατί τα ενδιαφέροντά μου διέφεραν από εκείνα των άλλων κοριτσιών στην τάξη μου. Το σχολείο μου δεν υποστήριζε τις τέχνες και οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ περιορισμένοι στον τρόπο σκέψης τους. Ο πατέρας μου, πάλι, είναι πολύ ξεχωριστός άνθρωπος και δε μοιάζει με τον Ιγκόρ της ταινίας, ούτε έμοιαζε με τους πατεράδες των συμμαθητών και των συμμαθητριών μου. Σκεφτόμουν, έτσι, ότι ήταν περίεργος και πως κι εγώ ήμουν περίεργη.

Υπάρχουν, λοιπόν, στοιχεία από σένα στην Άλμπα, ή πρόκειται για εντελώς μυθοπλαστικό χαρακτήρα;

Περιέχει πολλά στοιχεία από μένα, αλλά όχι τα πάντα. Δεν αισθάνομαι εξίσου ντροπαλή με εκείνη. Από πολλές απόψεις, πάντως, είναι μια πολύ προσωπική ταινία. Αυτό ισχύει και για το ζήτημα του bullying. Οι συμμαθητές μου στο σχολείο συνήθιζαν να εκφοβίζουν τα κορίτσια πολύ. Δεν υπέστην bullying όπως η Άλμπα, αλλά προφανώς ένιωθα πολύ ανασφαλής κι έβλεπα σκληρότατα πράγματα να συμβαίνουν τριγύρω μου. Και, μολονότι δεν ήμουν μέρος αυτών των σκληρών παιχνιδιών, δεν έκανα τίποτα για να τα σταματήσω.



Η μικρή μόνο σε ό,τι αφορά την ηλικία της Macarena Arias κάνει ερμηνευτικά θαύματα. Πρόκειται για φυσικό ταλέντο, την σκηνοθέτησες, συνεργαστήκατε για τη δόμηση του χαρακτήρα της και της σχέσης του με εκείνον του πατέρα στο φιλμ;

Δεν είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν, νομίζω πως είναι γεννημένη ηθοποιός. Έχει κάτι πολύ ξεχωριστό. Αναζητούσα ένα κορίτσι με πολύ δυνατό και βαθύ εσωτερικό κόσμο, ικανό να μεταφέρει με λίγες λέξεις και μικρές χειρονομίες το χαρακτήρα της Άλμπα. Η Macarena ήταν ταυτόχρονα πολύ παιδί απέναντι στην κάμερα ζώντας και νιώθοντας πράγματα, αλλά και πολύ ώριμη στο παίξιμό της, έχοντας βιώσει πολλές δυσκολίες στη ζωή της.

Σε αντίθεση με την Άλμπα, είναι πολύ φιλική, ήταν σχεδόν η «βασίλισσα» του πλατό. Μπορούσε να μπαινοβγαίνει στο χαρακτήρα της, αλλά, όταν ήταν «μέσα», ήταν πολύ αληθινή. Ως ευφυές κορίτσι, μερικές φορές χρησιμοποιούσε πιο πολύ το μυαλό, παρά τα συναισθήματά της. Αυτό, λοιπόν, πάνω στο οποίο δουλέψαμε για ένα δίμηνο ήταν η σύνδεση με τα συναισθήματά της.



Ο άλλος συναρπαστικός χαρακτήρας είναι εκείνος του πατέρα: «σπασμένος», κάπως ντροπαλός, αποτραβηγμένος, καθόλου “macho”. Πώς τον συνέλαβες; Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης;

Η συγγραφή του σεναρίου αποτελούσε πρόκληση, γιατί έπρεπε να κάνω πολλά για να κατανοήσω στ’ αλήθεια τον πατέρα μου. Ενόσω έκανα την ταινία, δεν ήμασταν κοντά. Όταν ολοκληρώθηκε, ξανάρθαμε. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, άρχισα να καταλαβαίνω πολλά για την τρυφερότητα και για έναν αντρικό χαρακτήρα.

Ήταν, επομένως, πολύ καλή σύμπτωση που ανακάλυψα τον Pablo Aguirre και συνειδητοποίησα ότι ήταν συμμαθητής της μητέρας μου. Κι αυτός, με τη σειρά του, έχει αντιμετωπίσει πολλά στη ζωή του και μου είπε πως αισθανόταν πολύ κοντά στο χαρακτήρα του από διάφορες απόψεις. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν σαν ένα μεγάλο δώρο. Ο ίδιος προέρχεται από το θέατρο κι αυτή ήταν η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας. Στόχος μας ήταν να παίζει με φυσικότητα και να δείχνει πολύ λίγα. Νομίζω ότι έκανε πολύ καλή δουλειά. Είμαι πολύ περήφανη και για τους δύο. Όλοι μας βάλαμε κάτι από τους εαυτούς μας στην ταινία.



Προέρχεσαι από μια χώρα, για την κινηματογραφική ιστορία της οποίας δε γνωρίζω σχεδόν τίποτα. Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα γι’ αυτή;

Στο Εκουαδόρ δεν έχουμε πολύ δυνατή κινηματογραφική ιστορία. Από τη μία, η κατάσταση είναι δύσκολη και αισθάνεσαι παγιδευμένος ή την ανάγκη να πας αλλού για να μάθεις. Εδώ δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες όπου μπορείς να παρακολουθήσεις ταινίες, ούτε καλές κινηματογραφικές σχολές ή αναφορές. Από την άλλη, όμως, υπάρχει και κάτι καλό: σε συνθήκες τέτοιας σιωπής μαθαίνεις να σκέφτεσαι και να μάχεσαι περισσότερο, αλλά και να ακούς τον εαυτό σου λιγάκι παραπάνω.

Αν, για παράδειγμα, είχα σπουδάσει στο Παρίσι ή την Αργεντινή, θα είχα αποκτήσει τόσες αναφορές, που θα με είχαν κάνει να ωριμάσω πολύ. Ζώντας στο Εκουαδόρ, σ’ αυτή τη σιωπή, μπορείς ν’ ακούσεις τη δική σου φωνή. Νιώθω ελεύθερη χωρίς αυτές τις αναφορές. Κι αυτό είναι θετικό.

Στο βιογραφικό σου σημείωμα στο festivalscope διάβασα ότι προτιμάς ταινίες που αφήνουν ένα «άρωμα» πίσω τους. Ποιο είναι, λοιπόν, το «άρωμα», η γεύση που σου αφήνει η Άλμπα ως φιλμ;

Μου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Όταν ξαναείδα τμήματα της ταινίας τις προάλλες, ένιωσα πολύ έντονη ευχαρίστηση και ευτυχία που είχα αυτούς τους 2 χαρακτήρες σε μια ιστορία- τα σώματά τους, τις ψυχές τους, τα πρόσωπά τους.

Ευχαριστώ θερμά τον Στέφανο Κόλλια από το τιμ της διοργάνωσης του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας για τη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία της Άνα Κριστίνα Μπαραγκάν Άλμπα προβάλλεται την Τετάρτη 14 Ιουνίου στις 21:00 στο θερινό κινηματογράφο Λαΐς στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας.

Περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ μπορείτε να αναζητήσετε στο επίσημο site του http://fecha.gr/