Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Λία Τσάλτα: «Βρίσκω τη μαγεία και σε πράγματα που κάτι τους λείπει»

 



Μια ανθρωποκεντρική σπουδή για τον θάνατο και το πένθος, το Τίποτα και τα Πάντα, η καινούρια δουλειά της Λίας Τσάλτα, προβάλλεται, σε παγκόσμια πρεμιέρα, στο πλαίσιο του 48ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Συναντώντας την κινηματογραφίστρια ενόψει του Φεστιβάλ.

Υπάρχει «γυναικείο βλέμμα» στο σινεμά;

Δεν ξέρω αν το «βλέμμα» πρέπει να διαχωρίζεται σε αντρικό ή γυναικείο και να προσδοκούμε κάτι βάσει αυτού του διαχωρισμού: μια «γυναικεία ευαισθησία» ή ενασχόληση με συγκεκριμένη θεματολογία, για παράδειγμα.

Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να σκεφτόμαστε αν κάποιος άνθρωπος έχει κάνει μια καλή ταινία.

Αν η ταινία είναι καλή, δεν έχει καμία σημασία ποιος, ποια ή ποιο τη σκηνοθέτησε και ελπίζω η ταινία αυτή να μην αναπαράγει το «αντρικό βλέμμα» που έχει διαποτίσει (και) τον κινηματογράφο. Αλλά αυτοί οι διαχωρισμοί μας εγκλωβίζουν. νομίζω.

Πότε πρωτοέπιασες κάμερα στα χέρια σου;

Σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, όταν μπήκα στη Σχολή, στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ. Νομίζω ότι κακοπέρασαν μαζί μου, γιατί ήμουν πολύ αφοριστική, επαναστάτρια και οργισμένο νιάτο.

Όταν τελείωνα τη Σχολή, και έχοντας μεγαλώσει λίγο, ακολούθησαν τα σεμινάρια κινηματογράφου στο NewSchool.Athens υπό την εποπτεία των Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και Χρήστου Β. Κωνσταντακόπουλου.

Εκεί πραγματικά κατάλαβα τι σημαίνει να κάνει κάποιος σινεμά.

Ίσως σου ταίριαζε περισσότερο το συγκεκριμένο περιβάλλον, και σε σχέση με το στάδιο ζωής στο οποίο τότε βρισκόσουν.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, μάλλον, άνθισα καλύτερα. Αυτολογοκρινόμουν, όμως. Πολύ.

Πώς έμαθες να ξεπερνάς ή να συμβιώνεις με αυτήν την αυτολογοκριτική τάση;

Μόνο με πολλή ψυχοθεραπεία ξεπερνιέται αυτό, μάλλον! (Γέλιο). Φτάνεις απλώς σ’ ένα σημείο όπου συνειδητοποιείς ότι είσαι άνθρωπος.

Το θέμα είναι να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτό το οποίο θέλουμε να πούμε και κάνουμε - και με την προσπάθεια να το πετύχουμε.

Δε νομίζω πως υπάρχει κάποιος που, έχοντας παρακολουθήσει το έργο του, τελικά θα ισχυριστεί: «Τι αριστούργημα έφτιαξα!» Πάντα βλέπεις τα λάθη σου, αλλά το θέμα είναι να προχωράς. Το σινεμά πρέπει να μας απελευθερώνει.

Αυτό το οποίο εξαρχής μου είχε κάνει εντύπωση και στα τρία φιλμ σου, πέρα από την εικαστική τους αρτιότητα, είναι η αίσθηση του ανοίκειου που αποπνέουν. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλο όρο στην περίπτωσή σου.

Αρκετοί τον χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τις ταινίες μου. Χαίρομαι που προκύπτει μία τέτοια διαπίστωση, αν και αυτά τα στοιχεία του «ανοίκειου» που λες βγαίνουν κάπως υποσυνείδητα και αβίαστα ήδη από τη γραφή του σεναρίου.

Ως κινηματογραφίστρια, νιώθεις την ανάγκη να αναδεικνύεις μέσα από τη δουλειά σου ανοίκειες πτυχές της πραγματικότητας - ή μιας πιθανής πραγματικότητας;

Θα αρκεστώ να πω ότι μάλλον τα τελευταία χρόνια όλοι έχουμε αρχίσει να ενδιαφερόμαστε για πιο «περίεργα» και «αλλόκοτα» πράγματα γιατί είναι μέσα μας.

Πολιτισμικά και φιλοσοφικά, η στροφή προς το ανοίκειο προκύπτει μάλλον από την ανάγκη να εξερευνήσουμε τα ενδότερα. Αυτά που, ενώ μας ενοχλούν, μας γοητεύουν - ευτυχώς χωρίς τον Φρόιντ, κι ας μας έδειξε τον δρόμο.

Πριν ξεκινήσεις την ενασχόλησή σου με το σινεμά ήθελες να αφηγείσαι ιστορίες κι έγινε το σινεμά το μέσο ή κατέληξες εκεί μέσα από το σινεμά;

Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να θέλω να κάνω σινεμά, αλλά είναι σαν ναρκωτικό.

Πήγα στη Σχολή πολύ μικρή κι αυτό γιατί κάθε μέρα όταν πήγαινα σχολείο αντί να διαβάζω έβλεπα τρεις ταινίες από το ντιβιντάδικο.

Οπότε μέσα από το σινεμά, αφού είναι ο πιο ολοκληρωμένος τρόπος να λες ιστορίες, αλλά νομίζω πως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο αφήγηση ιστοριών. Είναι και μια αίσθηση, και μια φιλοσοφία.

Παλαιότερα, ήμουν εμμονική με το στιλιζάρισμα και τη φόρμα. Λάτρευα τον Ρόι Άντερσον και τον Ούλριχ Ζάιντλ. Πλέον, έχω αποφασίσει ότι μπορείς να κάνεις φιλοσοφημένο σινεμά ακόμη και χωρίς την αποστασιοποίηση.

Προφανώς αλλάζεις, κι αυτό αντανακλάται και στον τρόπο με τον οποίο καταπιάνεσαι με τον κινηματογράφο ή βιώνεις τις ανθρώπινες σχέσεις.

Οι άνθρωποι αλλάζουμε, (ελπίζω). Εγώ, τουλάχιστον, νιώθω πως έχω μαλακώσει πάρα πολύ. Πλέον, βρίσκω τη μαγεία και σε πράγματα που κάτι τους λείπει. Και είναι πολύ ωραίο να αναζητούμε και να ασχολούμαστε και με τα πιο απλά πράγματα.

Χρειαζόμαστε συναίσθημα στον κινηματογράφο. Αν το συναίσθημα συμπίπτει με τη φιλοσοφία και το αίσθημα ανοίκειου που λες, ακόμη καλύτερα.

Οι άνθρωποι ως συνεργάτες, πόσο σε επηρεάζουν; Ας ξεκινήσουμε από το Δάσος και την Έλενα Τοπαλίδου.

Πολύ. Η Έλενα Τοπαλίδου πήρε όλη την ταινία πάνω της και υπήρξε φοβερή συνεργάτρια.

Τρέφω μεγάλη αγάπη για όλους τους συνεργάτες και όλες τις συνεργάτιδες μου, πέραν του Γιάννη Κανάκη, διευθυντή φωτογραφίας σε όλες τις δουλειές μου.

Εξαιρετική υπήρξε και η συνεργασία με τις Ελένη Βεργέτη και Μελίνα Κοτσέλου, πρωταγωνίστριες στο Μάγμα.

Θα μιλήσω, όμως, περισσότερο για την τελευταία μου δουλειά, Το Τίποτα και τα Πάντα.




Πάμε, λοιπόν.

Συνδιαμορφώσαμε το Τίποτα... πολύ με την Effi Rabsilber, την μία από τις πρωταγωνίστριες, που υποδύεται τη μεγαλύτερη γυναίκα.

Τόσο εκείνη όσο και η συμπρωταγωνίστρια, Ελπινίκη Σαριπανίδου, που δεν είχε ξανακάνει ταινία, έφεραν πολύ δικό τους «υλικό» στις πρόβες και στο γύρισμα.

Μεγάλη ήταν η συμβολή και της Ιωάννας Πετειναράκη, της παραγωγού, η οποία πάντα καταφέρνει τα ακατόρθωτα.

Ευχαριστώ, επίσης, τον Στέλιο Κουπετώρη, υπεύθυνο για τον σχεδιασμό του ήχου στο Μάγμα και στο Τίποτα...

Το Τίποτα και τα Πάντα είναι, νομίζω, η πιο ολοκληρωμένη, ανθρωποκεντρική και «ζεστή» ταινία σου.

Ελπίζω να είναι!

Δεν είναι ευχάριστη στην παρακολούθηση, δεδομένου ότι αφορά στην απώλεια, τον θάνατο, το πένθος. Είναι ένας «αποχαιρετισμός», όπως την έχεις χαρακτηρίσει κι εσύ. Γιατί θέλησες να καταπιαστείς τώρα μ’ αυτούς τους άξονες;

Μου αρέσει μάλλον να καταπιάνομαι με μεγάλα θέματα με απλό τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, διάβασα τον Εκκλησιαστή σε μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή. Πρόκειται για φοβερό κείμενο, το οποίο το έχω δωρίσει σε όλους μου τους φίλους.

Μερικοί στίχοι του πέρασαν και στην ταινία. «Αποχαιρετώ» με αυτόν τον τρόπο και τον παλιό μου εαυτό που προτιμούσε πιο πολύ αποστασιοποιημένα πράγματα.

Αφελώς, υπέθετα πως η αφετηρία ήταν ένα προσωπικό βίωμα απώλειας.

Νομίζω ότι βρίσκομαι σε μόνιμο πένθος και αίσθημα απώλειας, ειδικά αφού ζω και μεγάλωσα εδώ στην Ελλάδα.

Είναι μια ταινία «διαποτισμένη» από μια αίσθηση απώλειας - και ταυτόχρονα συμφιλίωσης μ’ αυτήν.

Να λες «ευτυχώς» που έχω αρχίσει να δείχνω τα συναισθήματά μου στον κινηματογράφο! Είναι απαραίτητο να συμφιλιωθούμε με την απώλεια και τον θάνατο.

Είναι μια ταινία σαν διαβατήρια τελετή. Και ο Ντάρκο, το υπέροχο σκυλάκι, μοιάζει με άλλον Κέρβερο, ο οποίος συνοδεύει και προστατεύει.

Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι! Δυσκολευτήκαμε λίγο να τον βρούμε. Ο μαύρος σκύλος συμβολίζει και την κατάθλιψη της απώλειας.

Επιβλητικός, αλλά και γλυκός.

Έτσι δεν είναι κι ο θάνατος; Υπάρχει η μιζέρια της ζωής, ο «πόνος του ζην», και κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Δε θα ήταν τεράστιο βασανιστήριο το να ζούμε για πάντα; Το Τίποτα... έγινε ως μια συγκατάβαση στον θάνατο.

Γυρίστηκε σε σπίτι ή σε στούντιο;

Βασανιζόμασταν πολύ καιρό να βρούμε σπίτι, γιατί αναζητούσαμε παλιά αρχοντικά, αλλά οι τιμές τους ήταν απλησίαστες.

Τελικά, «παντρέψαμε» δύο σπίτια: το ένα στο Μεταξουργείο, την οικία Δουρούτη που ανήκει στον Δήμο Αθηναίων, και το άλλο, τον Πύργο της Δουκίσσης Πλακεντίας. Θέλαμε να είναι ορατή η πατίνα του χρόνου, αλλά και η περίτεχνη κατασκευή τους.

Τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στην περιοχή της Μάνδρας, που είχε καεί πρόσφατα δυστυχώς. Υπήρχε εκεί ένα μοναδικό ζωντανό δέντρο το οποίο έπαιξε στην ταινία, και γύρω-γύρω όλα ήταν καμένα.

Πρόκειται για μια ταινία πολύ μικρού μήκους, η οποία όμως ασχολείται με μεγάλα θέματα με απλότητα, αφαιρετικότητα, γλυκύτητα και χωρίς επιτήδευση.

Είναι η μικρότερου μήκους δουλειά μου μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα άλλης μιας ωραίας συνεργασίας, αυτήν τη φορά με τον μοντέρ, τον Θοδωρή Αρμάο.

Η επιτήδευση είναι κατάρα για τις ταινίες. Όσο για τη γλυκύτητα, ναι, προσπαθήσαμε να την κάνουμε πιο ανθρώπινη και τρυφερή αυτήν την ταινία από τις προηγούμενες.




Το Τίποτα... θα προβληθεί στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Τα όσα τραυματικά προηγήθηκαν με την αλλαγή καλλιτεχνικής διεύθυνσης και την αποπομπή Σακαρίδη έχουν αφήσει ένα στίγμα στο Φεστιβάλ και στην εγχώρια κινηματογραφική σκηνή ή τα τραύματα έχουν κάπως επουλωθεί στο μεταξύ;

Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, έχει βοηθήσει με τον τρόπο του να λειτουργήσει καλύτερα το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου παλαιότερα. Νομίζω ότι χάρηκε όλη η κινηματογραφική κοινότητα με την επιλογή του.

Επειδή τον γνωρίζω προσωπικά τον θεωρώ πολύ άξιο γιατί ξέρει τι θέλει, έχει θέληση και υπομονή, είναι πολύ εργατικός και πιστεύω πως μπορεί να κάνει το Φεστιβάλ και καλύτερο απ’ ό,τι κατάφερε ο Γιάννης Σακαρίδης.

Τον σέβομαι πολύ γιατί πιστεύω στο όραμά του. Σημασία έχει το Φεστιβάλ να «μεγαλώσει» κι άλλο και να υπάρχει ένα περιβάλλον ανθρώπων που πραγματικά να ενδιαφέρεται γι’ αυτό.

Πώς βλέπεις την κατάσταση στο ευρύτερο εγχώριο κινηματογραφικό τοπίο, δεδομένου ότι δεν έχεις μεταναστεύσει στο εξωτερικό; «Ορατότης μηδέν»;

Η κατάσταση είναι πιο ερεβώδης, θλιβερή και θολή κι από τον θάνατο του Τίποτα και τα Πάντα. Κίνητρα ναι για ξένες παραγωγές, αλλά για την εγχώρια κινηματογραφία;

Τι αντίκτυπο έχει σε σένα αυτή η κατάσταση; Σε ατσαλώνει, σε αποκαρδιώνει;

Είναι πολύ αποθαρρυντικά όλα όσα συμβαίνουν και σίγουρα τρομακτικά για κάποιον, όπως εγώ, που θέλει να ξεκινήσει να κάνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. 

Είναι φοβερό το ότι έχει υπάρξει όλη αυτή η κινητοποίηση με τόσο πολύ κόσμο, οπότε πρέπει να ατσαλωθούμε όλοι με υπομονή και θέληση, αρκεί να μας ακούσουν.

Το εξωτερικό το έχεις αποκλείσει;

Μου φαίνεται αδιανόητο, αυτήν τη στιγμή, να γυρίσω φιλμ στα αγγλικά. Οι πρώτες ταινίες πρέπει να είναι στην μητρική σου, πιστεύω πλέον.

Πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα έχουμε αποφασίσει να αυτομαστιγωνόμαστε με χαρά ζώντας και κάνοντας σινεμά σ’ αυτήν τη χώρα.

Είσαι «παιδί» (και) τoυ Φεστιβάλ του Σαράγεβο. Τι σου έμαθε;

Ήταν ένα εξαιρετικό φεστιβάλ σε επίπεδο networking και το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ που παρακολούθησα από κοντά. Σίγουρα μου έδωσε τεράστια ώθηση και χαρά η γνωριμία με ανθρώπους οι οποίοι έχουν την ίδια «πετριά» με μένα.

Έμαθα πολλά πράγματα εκεί, όπως ότι το σινεμά χρειάζεται πολλή πειθαρχία.

Όταν πρόκειται να πρωτοπροβληθεί μια δουλειά σου, έχεις ακόμη αρκετό άγχος ή το διαχειρίζεσαι πια;

Στην αρχή είχα πολύ άγχος. Στην τελευταία, όχι τόσο. Ίσως γιατί -πάρα πολύ σιγά- ωριμάζω.

Περιμένω με χαρά να δω πώς θα την εκλάβει ο κόσμος που θα τη δει.

Ευχαριστώ την κινηματογραφίστρια για την ουσιαστική κουβέντα, καθώς και για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.

Η ταινία της Λίας Τσάλτα Το Τίποτα και τα Πάντα προβάλλεται, σε παγκόσμια πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Εθνικού Διαγωνιστικού του 48oυ Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (8-14 Σεπτεμβρίου) την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου.

Η πρώτη προβολή θα πραγματοποιηθεί στις 22:00 στον Κινηματογράφο Ολύμπια και η επαναληπτική στις 22:30 στον Θερινό Κινηματογράφο Αλέξανδρος.

Θα είναι επίσης διαθέσιμη στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ.



Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Ρενέ Καραμπάς: «Με ενδιαφέρει η ενέργεια των ανθρώπων, όχι τα σώματά τους»

 

Ρενέ Καραμπάς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Σε ένα από τα πιο ασυνήθιστα βιβλία των τελευταίων χρόνων, το Ορκισμένη, η Βουλγάρα ποιήτρια, συγγραφέας και ηθοποιός Ρενέ Καραμπάς καταπιάνεται με την (ομοφυλοφιλική) αγάπη, την οικογένεια και την ελευθερία επιλογής.

Συναντηθήκαμε μαζί της στη φετινή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Μου έλεγες νωρίτερα ότι εμπνεύστηκες έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του θαυμάσιου, υβριδικού αφηγήματός σου Ορκισμένη, όταν βρισκόσουν στο Σαράγεβο. Πρέπει, λοιπόν, να του αποδώσουμε τα εύσημα;

Αγαπώ το Σαράγεβο και πάντα με χαροποιεί να βρίσκομαι εκεί.

Το επισκέφτηκα και πριν από έναν χρόνο προκειμένου να παρουσιάσω το βιβλίο μου, το οποίο κυκλοφορεί και στη Βοσνία & Ερζεγοβίνη.

Πέραν του Σαράγεβο, ποιες ήταν οι υπόλοιπες πηγές έμπνευσης - ή ίσως από πού προέκυψε η ανάγκη σου να καταπιαστείς με αυτό το αρχαίο έθιμο, που δυστυχώς επιβιώνει και στις μέρες μας;

Έχοντας ήδη κατά νου να εντάξω σε μια ιστορία πτυχές της προσωπικής μου ζωής και της οπτικής μου για την πατριαρχία, μολις είδα τις φωτογραφίες της Πέπα Χρίστοβα σχετικά με τις ορκισμένες παρθένες, σκέφτηκα:

«Μια τόσο ανδρόγυνη φιγούρα θα γίνει ο κεντρικός μου χαρακτήρας».

Ναι, ως άνθρωποι έχουμε σώματα με κάποια χαρακτηριστικά, ωστόσο με ενδιαφέρει η ενέργεια των ανθρώπων, που είναι αρσενική και θηλυκή και προκύπτει από τα σώματά τους, όχι τα ίδια τα σώματά τους.

Συγκλίνουν ή αποκλίνουν αυτές οι ενέργειες;

Νομίζω ότι είναι απολύτως αντίθετες, αλλά κύριος στόχος μας είναι να βρούμε την ισορροπία μεταξύ τους, γιατί καθεμιά έχει αρνητικά και θετικά στοιχεία.

Στην περίπτωση του κεντρικού χαρακτήρα μου η αρσενική ενέργεια είναι ισχυρότερη επειδή ο πατέρας του προσπάθησε να σκοτώσει τη θηλυκή του ενέργεια.

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι παραισθησιακή. Δύσκολα συνάγεις ως αναγνώστης ασφαλές συμπέρασμα ως προς το τι πραγματικά έχει συμβεί ή όχι.

Πάντα τίθεται αυτό το ερώτημα, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας είναι αναξιόπιστος ως αφηγητής. Κι ενώ μπορεί να συμπάσχουμε μαζί του, δεν ξέρουμε τι είναι αληθινό και τι όχι.

Εμφανίζεται σίγουρα ως θύμα.

Σίγουρα είναι θύμα σε κάποιες περιπτώσεις, σε άλλες όμως όχι.

Εκτός από τις φωτογραφίες της Πέπα Χρίστοβα, συνομιλείς και με άλλα κείμενα που αφορούν στο έθιμο των ορκισμένων παρθένων, όπως για παράδειγμα την προ ετών ταινία της Λάουρα Μπισπούρι;

Δεν την έχω παρακολουθήσει, παρεμπιπτόντως.

Έχω, όμως, διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά, κι ένα από αυτά ήταν το Ρημαγμένος Απρίλιος του Ισμάηλ Κανταρέ, το οποίο, αν και μυθοπλαστικό, με βοήθησε πολύ να καταλάβω αυτό το έθιμο.

Διάβασα επίσης και ανθρωπολογικά βιβλία, ακόμα και σε σχέση με την ονοματοδοσία των χαρακτήρων μου, επειδή για μένα είναι σημαντικό τα ονόματά τους να σημαίνουν κάτι, κρύβοντας πτυχές της προσωπικότητάς τους.

Στιλιστικά, το βιβλίο σου είναι ποικιλόμορφο και δύσκολα ταξινομήσιμο. Στην αρχή ένιωθα πως πρόκειται για ποίηση σε ελεύθερο στίχο, έπειτα ότι σίγουρα διαθέτει στοιχεία μυθιστορήματος ή νουβέλας - ακόμα και διηγηματογραφίας.

Προέκυψε αυθόρμητα όλο αυτό ή ήταν προσχεδιασμένο;

Η πλοκή είναι επινοημένη, αλλά η γραφή προέκυψε σαν μια φωνή. Δεν προσπάθησα να γράψω με κάποιον τρόπο, βγήκε απλώς από μόνο του σαν stream of consciousness, σαν ποίηση η οποία βρίσκεται στο μυαλό του κεντρικού χαρακτήρα.

Διάλεξα επίσης και την επιστολική μορφή γιατί θεώρησα ότι το αναγνωστικό κοινό χρειαζόταν μια ξεκούραση από καιρού εις καιρόν.

Προσδίδει η επιστολική μορφή και έναν πιο ρεαλιστικό χαρακτήρα στα συμφραζόμενα;

Ναι, ίσως, και ταυτόχρονα κάτι πολύ ειλικρινές. Μέσω της επικοινωνίας της με τον αδερφό της αντιλαμβανόμαστε ότι έχει μυστικά, κι αυτό προσθέτει μυστήριο.

Η ανάγνωση, πάντως, είναι σαν όνειρο.

Αυτόν τον καιρό γράφω το καινούριο μου μυθιστόρημα και νομίζω πως το να γράφω σαν να βρίσκομαι σε όνειρο είναι το συγγραφικό μου στιλ.

Κάθε βιβλίο, ωστόσο, έχει τη δική του φωνή ή φωνές, κι αυτό μ’ αρέσει. Όταν σου αρέσει κάποιος συγγραφέας, είναι γιατί σου αρέσει το στιλ του.

Ίσως το αναγνωστικό μου κοινό περιμένει το δεύτερο βιβλίο μου να είναι το ίδιο με το πρώτο. Νομίζω, ωστόσο, ότι ένας συγγραφέας πρέπει να επεκτείνεται, να δοκιμάζει διαφορετικά στιλ.

Καλά που το αναφέρεις, γιατί οι περισσότεροι συγγραφείς -αλλά και άνθρωποι, γενικότερα- προτιμούν να εστιάζουν σ’ αυτό το οποίο γνωρίζουν καλύτερα. Ίσως γιατί τους κάνει να αισθάνονται ασφάλεια.

Διανοητικά ξέρω τι χρειάζεται για να επαναλάβω το πρώτο μου βιβλίο, αλλά η καρδιά μου δε συμφωνεί. Η καρδιά μου θέλει να πειραματιστεί, να νιώσει κάτι καινούριο. Αυτό είναι ριψοκίνδυνο.

Μπορεί να αποτύχω ή επινοήσω ένα καινούριο στιλ ή φωνές. Σ’ αυτό συνίσταται η χαρά της συγγραφής.

Υπάρχει κι η αγάπη μέσα σε όλο τον ζόφο του βιβλίου, όπως αναδύεται μέσα από τον χαρακτήρα της Ντάνα. Τι έχεις να πεις γι’ αυτήν;

Ίσως είναι ο άνθρωπος που διανοίγει μονοπάτια ελευθερίας για τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά εκείνος το συνειδητοποιεί αργότερα.

Μερικοί αποκαλούν το βιβλίο μου «κουίρ». Δε μου αρέσει αυτό.

Επειδή είναι περιοριστικό;

Είναι περισσότερα από αυτό. Αφορά στις οικογενειακές σχέσεις, στην ελευθερία της επιλογής. Το «κλέβεις» αν το κατηγοριοποιήσεις ως «κουίρ».

Στην κινέζικη μετάφραση του βιβλίου έπρεπε να αλλάξουμε το φύλο της Ντάνα, κι όμως η ιστορία δεν επηρεάζεται. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι κουίρ μυθιστόρημα.

Στη Βουλγαρία, ακόμα και σε συντηρητικούς ανθρώπους αρέσει και κανείς τους δε με ρώτησε για το ζήτημα του φύλου.

Κάπου γράφεις πως το σπίτι είναι εκεί που σου κόβουν τα φτερά. Γιατί;

Δεν ξέρω. Οι συγγραφείς είμαστε διάμεσοι.

Ασφαλώς συνδέεται με την παιδική μου ηλικία και το γεγονός ότι ο πατέρας μου εξέτρεφε περιστέρια που τους έκοβε μέρος των φτερών ώστε να γυρίζουν σπίτι τους. Όλοι έχουμε κάποια τραυματικά βιώματα από την παιδική μας ηλικία.

Σ’ αυτήν σου κόβουν τα φτερά. Έπειτα, θέλεις να μάθεις να πετάς, οπότε πρέπει να αναστήσεις τα φτερά σου. Και για να το κάνεις, πρέπει να επιστρέψεις στο μέρος όπου σου τα έκοψαν.

Η υπέρβαση τραυματικών εμπειριών του παρελθόντος συντελείται για σένα μέσω της γραφής ή και της υποκριτικής;

Μέσω και των δύο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους.

Στη συγγραφή είσαι μόνη, καθοδηγείσαι από την εαυτή σου. Στην υποκριτική υπάρχει η ομάδα, συνεπώς πρέπει να αφεθείς να καθοδηγηθείς από αυτήν και τον σκηνοθέτη/την σκηνοθέτρια.

Στην ταινία Godless της Ραλίτσα Πετρόβα ήμουν η εαυτή μου, δεν υποδυόμουν κάποιον ρόλο. Η προετοιμασία, βέβαια, ήταν πολύ δύσκολη. Η Ραλίτσα, όμως, ήξερε να πατάει τα μαγικά «κουμπιά» μου.

Ως καλλιτέχνις, ξεκίνησες με τη συγγραφή;

Γράφω από παιδί, αλλά πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ποτέ δε σπούδασα σε Δραματική Σχολή, ωστόσο. Ο ρόλος μου στο φιλμ της Ραλίτσα Πετρόβα είναι ο μοναδικός μου μέχρι στιγμής στο σινεμά, και μου έχει αποφέρει πολλά βραβεία.

Και δικαιολογημένα.

Άλλη μια φορά έχω συμμετάσχει σε θεατρική παράσταση στη γενέτειρά μου.

Θέλω να καταπιαστώ με πολλά είδη τέχνης. Η ποίηση, όμως, είναι το βασικό. Προσπαθώ να τη βλέπω σε κάθε μορφή τέχνης.

Είναι το συνδετικό νήμα.

Όταν γράφω ποίηση, νιώθω πλήρως ζωντανή.

Ευνοεί το πολιτιστικό κλίμα στη Βουλγαρία πολυδιάστατους καλλιτέχνες όπως εσύ και πολυδιάστατα καλλιτεχνικά εγχειρήματα;

Για να ασχολείσαι με διάφορες μορφές τέχνης, πρέπει να έχεις ένα ασφαλές εισόδημα. Διδάσκοντας δημιουργική γραφή, έχω τη δυνατότητα να καταπιάνομαι και με άλλα πράγματα.

Στην Τηλεόραση και το σινεμά η κατάσταση είναι καλύτερη από τη λογοτεχνία. Κάνοντας μια ταινία, μπορείς να ζήσεις ένα-δυο χρόνια.

Τώρα που η Ορκισμένη μεταφράζεται σε περισσότερες γλώσσες, αρχίζω να αισθάνομαι τη διαφορά. Όχι ότι έχω γίνει εκατομμυριούχος!

Όταν έχεις προθεσμίες, όταν έχεις κάτι να πεις, κινητοποιείσαι καλύτερα. Είναι εύκολο να κωλυσιεργείς. Πρέπει απλώς να βρεις την ισορροπία.

Η συνέντευξη με την Ρενέ Καραμπάς πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 21ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη (Εκδόσεις Μεταίχμιο) για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της.

Το βιβλίο της Ρενέ Καραμπάς Ορκισμένη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση του Σπύρου Ν. Παππά.



Kristin Hersh: «Η αποστροφή μου για τη μουσική βιομηχανία έγκειται στα χαμηλά της στάνταρ»

 


Με ενθουσιασμό εφηβικό και κολλητικό, η Kristin Hersh, η κινητήρια δύναμη του αγαπημένου συγκροτήματος εναλλακτικής ροκ Throwing Muses, μάς ανοίγει την καρδιά της ενόψει της συναυλίας τους στην Αθήνα την 1η Σεπτεμβρίου στο Gazarte.

Οι Throwing Muses σχηματίζονται το 1981, όταν εσύ και η θετή σου αδερφή, Tanya Donelly, είστε μόλις πρωτοετείς στο λύκειο. Ίσα που έχεις ενηλικιωθεί όταν γίνεσαι μητέρα για πρώτη φορά. Γιατί όλα «πρέπει» να συμβούν τόσο γρήγορα;

Χαχαχά... στην πραγματικότητα εγώ και ο ντράμερ μας, ο David, ξεκινήσαμε τους Throwing Muses, όταν κρυφοκοίταξε από το παράθυρο μιας αίθουσας πρόβας στο λύκειό μας και με άκουσε να παίζω ένα τραγούδι το οποίο είχα γράψει.

Αρχίσαμε να ηχογραφούμε demos και να παίζουμε συναυλίες λίγο αργότερα, οπότε πέρασαν χρόνια μέχρι να υπογράψουμε σε μια δισκογραφική εταιρεία.

Ο πρώτος μας δίσκος και το πρώτο μου μωρό γεννήθηκαν και τα δύο το 1986. Μέχρι τότε, μου φαινόταν σαν να είχε περάσει πολύς χρόνος!

Οι Throwing Muses γράφουν Ιστορία ως το πρώτο αμερικανικό συγκρότημα που υπογράφει με τη 4AD. Εκ των υστέρων, ήταν αυτή μια από τις καλύτερες επιλογές σας;

Δεν είχα ξανακούσει για τη 4AD.

Ο Ivo, όμως, ο επικεφαλής της δισκογραφικής, άρχισε να τηλεφωνεί στο διαμέρισμά μας στη Βοστώνη μερικές φορές την εβδομάδα για να μου πει πως του άρεσε το demo μας αλλά δεν υπέγραφε συμβόλαια με αμερικανικά συγκροτήματα.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα ότι είχε κάποια δισκογραφική εταιρεία -και νόμιζα πως η βρετανική προφορά του ήταν ψεύτικη!- αλλά μου φαινόταν αρκετά καλό παιδί.

Έτσι, μιλούσαμε για ώρες για οτιδήποτε ΕΚΤΟΣ από μουσική και γίναμε πολύ καλοί φίλοι.

Όλες οι άλλες δισκογραφικές εταιρείες που μας πρόσφεραν συμβόλαια ήθελαν να μας αποκτήσουν για δέκα ή περισσότερους δίσκους κ.λπ., αλλά ο Ivo τελικά είπε απλώς:

«Ας κάνουμε έναν δίσκο και μετά ας δούμε πώς θα νιώσουμε όλοι». Έτσι ανακάλυψα ότι η 4AD ήταν μια πραγματική δισκογραφική - και η προφορά του ήταν αληθινή!

Η εισαγωγή μου στον κόσμο σου - και, πράγματι στον κόσμο των Throwing Muses είναι το Fish, από εκείνη την εξαιρετικά αξιομνημόνευτη συλλογή, Lonely is an Eyesore. Με ποια έννοια η μοναξιά είναι «ένα εξάμβλωμα»;

Θα νόμιζες ότι οι μοναχικοί άνθρωποι θα ήταν κρυμμένοι, αλλά η μοναξιά συχνά συνοδεύεται από ντροπή.

Το 1992, κυκλοφορεί το Red Heaven, το αγαπημένο μου άλμπουμ των Throwing Muses. Ακούγεται επιθετικό, μελαγχολικό και κάπως ζοφερό. Έτσι αισθανόσουν τότε;

Χαίρομαι πολύ που είναι το αγαπημένο σου! Σίγουρα είναι όλα αυτά, αλλά έχει και μια γλυκιά στιβαρότητα. Η Leslie, ο David και εγώ περάσαμε πολύ καλά φτιάχνοντάς το και δεν είναι όλες οι ηχογραφήσεις «διασκεδαστικές».

Το ηχογραφήσαμε στη Νέα Υόρκη στο Power Station.

Είχα ένα νεογέννητο μωρό, το οποίο κοιμόταν σε ένα μικρό κρεβάτι σε έναν από τους θαλάμους απομόνωσης, όπου κανονικά έβαζες έναν ενισχυτή για να μη μεταδίδεται ο ήχος στα μικρόφωνα των ντραμς.

Έτσι, υπήρχε ένα «baby fader» στον μίκτη που το ενεργοποιούσαμε μερικές φορές για να βεβαιωθούμε ότι κοιμόταν ήρεμα και δεν έκανε φασαρία. Του άρεσε πολύ εκεί μέσα!

Ήταν μια ασταθής περίοδος για τη μουσική βιομηχανία και μόλις αρχίζαμε να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από την εμπλοκή των εταιρειών, οπότε νιώθαμε σαν να βρισκόμασταν σε μια άλλη περιπέτεια, σαν να ξεκινούσαμε από την αρχή.

Μεταφερόμαστε γρήγορα στο 1994, όταν ξεκινάς την σόλο καριέρα σου με το ακουστικό αριστούργημα Hips and Makers.

Πώς και αποφάσισες να «αλλάξεις ταχύτητα», χωρίς ωστόσο να μειώσεις καθόλου τη συναισθηματική ένταση/επιρροή του ηχογραφημένου έργου;

Προσπαθούσα να απεμπλέξω τους Throwing Muses από τη Warner Brothers, αλλά οι δισκογραφικές εταιρείες δεν επιτρέπουν στα συγκροτήματα να λύσουν εύκολα τα συμβόλαιά τους.

Μισούσα τις σεξιστικές ανοησίες που τόσα πολλά άλλα συγκροτήματα ήταν πρόθυμα να παίξουν και τους είπα ότι αρνούμουν να παίξω το παιχνίδι της μόδας ενός ποπ σταρ, ότι μερικές γυναίκες είναι ανθρώπινα όντα, είναι έξυπνες, κ.λπ.

«Είμαστε αληθινοί μουσικοί... Δε θα βάλουμε το προσωπικό μας όφελος πάνω από τις αρχές μας».  

Έτσι, τελικά συμφώνησαν να δεχτούν ένα σόλο άλμπουμ από εμένα με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή μας από τις συμβατικές υποχρεώσεις μας.

Αυτό σημαίνει πως ποτέ δε μου ανήκε το Hips and Makers, ούτε έβγαλα χρήματα από αυτό.

«Μην ξεχνάς ότι ζω μέσα/ Στον χώρο όπου τοίχοι και πάτωμα συναντιούνται/ Υπάρχει ένα κουτί μέσα στο στήθος μου/ Ένα ζώο γεμάτο με την απογοήτευσή μου/ Με ακούς;» απελπίζεσαι στο The Letter, το οποίο εξακολουθεί να με τρομάζει κάθε φορά που το ακούω.

Τι χρειάζεται για να βγούμε από «τον χώρο όπου τοίχοι και πάτωμα συναντιούνται»;

Αυτό είναι ένα παλιό τραγούδι των Throwing Muses το οποίο έγραψα στο λύκειο.

Πάντα το μισούσα, αλλά υπήρχε ένας τύπος -ένας Hells Angel από το Μεξικό- που το λάτρευε. Ερχόταν σε όλες τις συναυλίες μας και με έβαζε να του υποσχεθώ πως θα του το παίξω. Έτσι και έκανα. Είναι ακόμα δικό του στο μυαλό μου.

Έχεις υπάρξει ανοιχτή και ειλικρινής σχετικά με τα προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία σε βασάνιζαν - και μέχρι τώρα έχουν αντιμετωπιστεί με επιτυχία.

Εκτός από το οικογενειακό σου περιβάλλον, έχεις λάβει υποστήριξη και από ομότεχνούς σου;

Επειδή η διάγνωσή μου ήταν διαταραχή μετατραυματικού στρες, έχω λάβει περισσότερη υποστήριξη από στρατιώτες που υποφέρουν επίσης από αποσύνδεση από ό,τι από μουσικούς.

Οι στρατιώτες έρχονται στις αναγνώσεις και τις παραστάσεις μου και συζητάμε μεταξύ μας για τη διαδικασία της ενσωμάτωσης.

Δεδομένου ότι η αποσύνδεση δεν είναι ψυχική ασθένεια αλλά ένας μηχανισμός διαχείρισης, μπορεί να είναι δύσκολο να βρεθεί ένας τρόπος να επιβιώσει κάποιος χωρίς αυτήν.

Οι στρατιώτες που τα καταφέρνουν καλύτερα φαίνεται να είναι αυτοί που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως στρατιώτες, οπότε προσπάθησα να κάνω τη δική μου εκδοχή του «καταθέτω τα όπλα μου» για να επιβιώσω.

Πιστεύεις πως έχει υποχωρήσει ο κοινωνικός στιγματισμός των ατόμων τα οποία πάσχουν από προβλήματα ψυχικής υγείας ποικίλης σοβαρότητας;

Ελπίζω ότι μπαίνουμε σε μια πιο αυθεντική εποχή, όπου οι άνθρωποι δε θα ντρέπονται για το ποιοι είναι, είτε αυτό σημαίνει βλέπω καθαρά και είμαι υγιής είτε το δουλεύω.

Επί μακρόν είσαι υποστηρίκτρια/υπέρμαχος της ανεξάρτητης μουσικής παραγωγής:

Eίτε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας ThrowingMusic και της πλέον ανενεργής πλατφόρμας CASH είτε, προς το παρόν, μέσω της πρωτοβουλίας crowdfunding (δική μου περιγραφή!) Strange Angels.

Πού έγκειται κυρίως η αποστροφή σου για τη μουσική βιομηχανία; Πώς ορίζεις προσωπικά την «ανεξάρτητη μουσική» στις μέρες μας;

Η αποστροφή μου για τη μουσική βιομηχανία έγκειται στα χαμηλά της στάνταρ. Δε θέλουν μουσική στη μουσική βιομηχανία επειδή είναι αγάπη και δεν μπορείς να πεις στους ανθρώπους τι να αγαπήσουν.

Έτσι, πουλάνε «προϊόν» -ένα είδος ήχου της μόδας- και μετά αγοράζουν φήμη. Το κοινό δεν ψηφίζει για τη φήμη, την αγοράζει.

Θα ήθελα να δω έναν πληθυσμό με περισσότερη μουσική παιδεία, που σημαίνει έναν πληθυσμό ο οποίος δεν έχει ξεχάσει τη μουσική αντίδραση με την οποία γεννήθηκε.

Το μάρκετινγκ διαχειρίζεται αυτήν την οικονομία της προσοχής στην οποία ζούμε, επομένως οι «οπαδοί» της μουσικής απλώς αγοράζουν τάσεις.

Οι ακροατές, ωστόσο -οι πραγματικοί ακροατές μουσικής- αγαπούν την πραγματική μουσική. Και πάλι: δεν μπορείς να πεις σε κάποιον τι να αγαπήσει.

Η δισκογραφική βιομηχανία πουλάει προϊόντα στους φαν, αλλά οι πραγματικά ανεξάρτητοι μουσικοί μοιράζονται τραγούδια με τους ακροατές. Ένα τραγούδι είναι μια ζωντανή οντότητα στον κόσμο μου, κάτι το οποίο πρέπει να γεννηθεί.

Είναι η διαφορά μεταξύ του να σου αρέσει κάτι και του να το αγαπάς, μεταξύ των ανθρώπων που υπόκεινται στη μόδα και το μάρκετινγκ και εκείνων που θυμούνται τη δική τους μουσική ανταπόκριση, που συγκινούνται πραγματικά από τα τραγούδια.

Σε ποιο βαθμό η έλευση των νέων τεχνολογιών στους τομείς της παραγωγής και της διάδοσης της μουσικής έχει διευκολύνει το καλλιτεχνικό σου όραμα;

Είμαι ένθερμη υπέρμαχος του streaming, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να εκπαιδεύονται μέσα από εποχές και είδη μουσικής, ακόμα κι αν δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν εκατοντάδες δίσκους.

Όσο περισσότερο εξερευνούν ηχητικά, τόσο περισσότερη μουσική θα έχει την ευκαιρία να τους ταρακουνήσει, να τους χτυπήσει δυνατά και έτσι δε θα ξεγελιούνται τόσο εύκολα από την προσβολή των «φιλικών προς το ραδιόφωνο» ποπ σταρ.

Στο στούντιο, δεν έχω αλλάξει πολύ τη μέθοδο εργασίας μου από τεχνολογικής άποψης. Οι δίσκοι μου παίζονται αρκετά ζωντανά με vintage μικρόφωνα. Συνήθως παίζω όλα τα όργανα στους σόλο δίσκους μου (όχι ταυτόχρονα!)

Περιστασιακά χρησιμοποιώ plug-ins, αλλά έχω τους αγαπημένους μου ενισχυτές και πετάλια και κατασκευάζω όργανα όταν χρειάζεται να εφεύρω κάτι που δεν έχω ξανακούσει.

Είναι όλα αρκετά αναλογικά.

Στις 12 Ιουνίου 2018, ωστόσο, ανακοινώνεις ότι υπέγραψες με την Fire Records. Υποθέτοντας πως η στάση σου απέναντι στην mainstream/συμβατικά παραγόμενη μουσική δεν έχει αλλάξει, τι υπαγόρευσε αυτή την αλλαγή στρατηγικής;

Δισκογραφικές όπως η Fire είναι το αποτέλεσμα μιας παραδειγματικής αλλαγής την οποία περίμενα.

Η Fire καλύπτει το κόστος παραγωγής, προώθησης και διανομής, έτσι ώστε τα κεφάλαια ακροατών της Strange Angel να μπορούν να καλύψουν το κόστος ηχογράφησης.

Συνήθιζα να πρέπει να διαθέτω κεφάλαια για αυτά τα πράγματα και στη συνέχεια να προσπαθώ να συγκεντρώσω αρκετά χρήματα στην περιοδεία για να ολοκληρώσω τους δίσκους μου.

Η εμπλοκή της Fire, όμως, σημαίνει ότι οι δίσκοι προγραμματίζονται, ελέγχονται και διανέμονται με αξιοπιστία.

Το Halfway Home, από το ντεμπούτο άλμπουμ σου στην Fire Records, Possible Dust Clouds, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Πού νιώθεις σαν στο σπίτι σου, Kristin;

Ξέρεις κάτι; Πουθενά. Κάτι που ίσως είναι λυπηρό, αλλά αυτό σημαίνει επίσης πως θα μπορούσα να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου οπουδήποτε...

«Ξέρω ένα μέρος για τους ανήσυχους/ Για τους παραληρηματικούς/ Ξέρω ένα μέρος», τραγουδάς στο Moonlight Concessions από το ομώνυμο τελευταίο άλμπουμ των Throwing Muses. Παραμένεις «ανήσυχη» και «παραληρηματική»;

Ναι! Αλλά εξίσου παραμένουν και πολλοί από τους αγαπημένους μου ανθρώπους... και οι περισσότεροι από αυτούς τυχαίνει να είναι μουσικοί.

Έτσι, συναντιόμαστε σε όλο τον κόσμο και βρίσκουμε ο ένας στον άλλον μέρη όπου οι ανήσυχοι και οι ενθουσιώδεις μπορούν να προσγειωθούν και να αναπνεύσουν για ένα λεπτό.

Γράφω αυτές τις ερωτήσεις ανήμερα της Ημέρας Ανεξαρτησίας (των Η.Π.Α). Θεωρείς το πολιτικό/πολιτιστικό κλίμα της Βόρειας Αμερικής άγονο, εξοργιστικό και τρομακτικό ή υπάρχουν και ρωγμές αισιοδοξίας;

Πάντα να ελπίζεις. Οι άνθρωποι σπάνια εκπροσωπούνται από την κυβέρνησή τους. Η Αμερική είναι μια τόσο όμορφη χώρα, τόσοι πολλοί καλοί άνθρωποι.

Πολλή φτώχεια, αλλά το χωνευτήρι το οποίο είμαστε είναι μια ευκαιρία για την ανθρωπότητα να ριζώσει και να εδραιωθεί, πάντα.

Η ανθρώπινη καρδιά είναι παντού, το μίσος όχι.

Αυτά προς το παρόν - ανυπομονώ να σε καλωσορίσω στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο! Σ’ ευχαριστώ πολύ που το έκανες αυτό.

Ευχαριστώ θερμά την Kristin Hersh για τον εφηβικό ενθουσιασμό με τον οποίο «ρίχτηκε» στις ερωτήσεις μου, καθως και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Οι Throwing Muses εμφανίζονται ζωντανά τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου στο Gazarte - Ground Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι). Ώρα προσέλευσης: 20:30. Ώρα έναρξης: 21:30.