Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Κίραν Γκόνταρντ: «Η πολιτική μου άποψη πηγάζει από την αίσθηση ότι η ζωή είναι όμορφη»

 


Πολιτικό, ελεγειακό και μελαγχολικό, το μυθιστόρημα του Βρετανού Κίραν Γκόνταρντ Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές ανατέμνει τους δεσμούς -και τα δεσμά- που συνδέουν μέλη μιας εργατικής κοινότητας στον βρετανικό Βορρά.

Συνομιλώντας με τον Κίραν Γκόνταρντ για τη γραφή, την πολιτική, την τέχνη της εργατικής τάξης, την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά.

Είσαι μυθιστοριογράφος, ποιητής και κοινωνικός σχολιαστής. Με ποιους τρόπους βρίσκονται σε συνομιλία αυτές οι επαγγελματικές ιδιότητες και σε ποιο βαθμό διαμορφώνουν ό,τι είσαι και ως άτομο;

Και οι τρεις αυτές πτυχές υπάρχουν σε συνομιλία μεταξύ τους, μερικές φορές συνειδητά και άλλες φορές σε ένα πιο θεμελιώδες, ασυνείδητο επίπεδο.

Όσον αφορά στην ποιητική πλευρά, αυτό τείνει να σημαίνει πως δίνω προτεραιότητα στο σύμβολο, το μοτίβο, την εικόνα, τον ρυθμό και τη μεταφορά έναντι της πλοκής και του διαλόγου.

Όσον αφορά στην πολιτική, βλέπω τα πολιτικά ζητήματα ως υποδεέστερα των αξιών, τόσο των ηθικών όσο και των πνευματικών.

Η πολιτική μου άποψη πηγάζει από μια βασική, σχεδόν συναισθηματική, αίσθηση ότι η ζωή είναι όμορφη, όπως και ο κόσμος, και έτσι είναι και οι άνθρωποι.

Συνεπώς, θα πρέπει, για παράδειγμα, να αντισταθούμε στον περιορισμό ή την εξάλειψη αυτών των όμορφων πραγμάτων, είτε μέσω της ταξικής βίας, της αποικιακής καταπίεσης είτε της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

Αυτή είναι μια βασική πεποίθηση που διαπνέει όλο μου το έργο, καλλιτεχνικό και άλλο.

Το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές, το δεύτερο μυθιστόρημά σου, είναι μια πολυφωνική αφήγηση που επικεντρώνεται σε μέλη μιας κοινότητας της εργατικής τάξης στο Μπέρμιγχαμ, τα οποία συνδέονται με δεσμούς αγάπης, απώλειας και προδοσίας.

Τι σε ελκύει σε τέτοιες κοινότητες - μυθοπλαστικά, κοινωνικά και πολιτικά; Και τι, συγκεκριμένα, σε ελκύει σε χαρακτήρες που μόλις και μετά βίας τα καταφέρνουν στη ζωή τους;

Η προαναφερθείσα πεποίθηση τείνει επίσης να υπαγορεύει τα θέματα για τα οποία επέλεξα να γράψω, όπως σωστά παρατηρείς σχετικά με το τελευταίο μου μυθιστόρημα, Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές.

Αυτό το μυθιστόρημα εστιάζει σε μια ομάδα παιδικών φίλων σε μια κοινότητα της εργατικής τάξης των Μίντλαντς.

Ήθελα να γράψω για χαρακτήρες που, όπως τόσοι πολλοί νέοι, προσπαθούν να χτίσουν μια ζωή ανάμεσα στα ερείπια της τελικού σταδίου νεοφιλελεύθερης κατάρρευσης.

Υπάρχει ελάχιστη έως καθόλου λογική κοινωνική διευθέτηση διαθέσιμη σε τέτοιους ανθρώπους, και αυτό είναι το δίλημμα το οποίο ήθελα να διερευνήσω:

Πώς μπορεί κάποιος να φτιάξει τη ζωή του, στον απόηχο, από τις πρώτες ύλες που απομένουν όταν οι υπερδομές οι οποίες καθόρισαν τις εμπειρίες των γονιών σου, ο καπιταλισμός, ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία, είτε έχουν υποχωρήσει, είτε έχουν διαβρωθεί ενεργά είτε έχουν αποκαλυφθεί ως απάτη;

Ήταν επίσης σημαντικό για μένα επειδή μεγάλωσα σε και από τέτοιες κοινότητες.

Αισθάνομαι ότι η λογοτεχνία πολύ σπάνια προσφέρει στους χαρακτήρες της εργατικής τάξης μια πλούσια εσωτερικότητα ή τους αποδίδει στην πληρότητα της ύπαρξής τους - συναισθηματικά, λεκτικά, πολιτικά και ηθικά.

Υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο -και σε σημαντικό βαθμό έγκυρο- ζήτημα σχετικά με το ποιος «δικαιούται» να γράφει για -ή στο όνομα- μελών μη προνομιούχων ή μειονοτικών κοινοτήτων, ειδικά αν δεν ανήκει σ’ αυτές.

Ποια είναι η γνώμη σου;

Όσον αφορά την ταξική θέση κάποιου και το κατά πόσον αυτή οριοθετεί το αν θα πρέπει να αισθάνεται ότι «δικαιούται» να γράφει για μια δεδομένη κοινότητα, έχω μια απλή και μια λιγότερο απλή απάντηση.

Από τη μία πλευρά, νομίζω πως τελικά έχει να κάνει με την ποιότητα του έργου, το αν μπορεί να ξεπεράσει τα κλισέ, ακόμα και την παρατήρηση, και να γίνει κάτι βαθύτερο και πιο δημιουργικό - να καταθέτει μαρτυρία.

Η λιγότερο απλή απάντηση έχει να κάνει με τον ελαφρώς παράλογο τρόπο που σκεφτόμαστε την κοινωνική τάξη στην Αγγλία, συζητώντας αδιάκοπα ποιος είναι μέλος της με βάση διάφορους παράγοντες ανάλυσης:

Το εισόδημα, την ανατροφή, το πολιτισμικό κεφάλαιο, την αισθητική και ούτω καθεξής.

Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι η τάξη είναι μια θέση και μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με το συγκείμενο. Το θεμελιώδες ερώτημα το οποίο την ορίζει μου φαίνεται να είναι:

Όταν βιώνεις, γίνεσαι μάρτυρας ή διαισθάνεσαι ανισορροπίες ισχύος υπαγορευόμενες από τη σχέση της μίας πλευράς με το κεφάλαιο, προς ποια πλευρά νιώθεις ενστικτωδώς μια συγγένεια και, το κρίσιμο, τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις γι’ αυτό;

«Οι προσωρινές λύσεις καταλήγουν να γίνονται όλη σου η ζωή. Αυτό είναι η ζωή, κάτι μόνιμο που φτιάχνεται από πολλές προσωρινές λύσεις», επισημαίνει η Σιβ. Συμφωνείς;

«Στο τέλος όλα είναι μόνο χρόνος, και χτίσιμο, και γκρέμισμα, και μελανιές κι επούλωση», συμπεραίνει ο Πάτρικ. «Αυτό δεν είναι που σου μένει στο τέλος; Όλο το χάος που είναι ένας άνθρωπος, όλα τα σπασμένα κομμάτια του εαυτού του», αναλογίζεται η Σιβ. Δυο εκδοχές «τέλους»: ποια ασπάζεσαι περισσότερο;

Τα φιλοσοφικά σου ερωτήματα σχετικά με τον Πάτρικ και την Σιβ είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και επίσης δύσκολo να απαντηθούν.

Μου φαίνονται, στη ρίζα τους, θρησκευτικά ερωτήματα, επειδή σχετίζονται με τη σχέση κάποιου με τον χρόνο, την άχρονη φύση και τo πεπερασμένο.

Όσο για το ποια κοσμοθεωρία με ελκύει περισσότερο, θα έλεγα μάλλον αυτή της Σιβ.

Η έννοια της χάρης είναι εξαιρετικά σημαντική για μένα, όπως και η ιδέα της λύτρωσης, της ανάστασης και της αναγέννησης.

Αυτό, τελικά, είναι κάτι κοντινό σε ό,τι πιστεύω πως ισοδυναμεί με το «είναι» το κεφαλαίο Ε:

Μια προθυμία να «σπάσεις», να επιτρέψεις στον εαυτό σου να «σπάσει», να πεθάνεις, κατά μία έννοια, και μετά να αναδιαμορφωθείς και να μεταρρυθμιστείς εκ νέου, συνεχώς, ξανά και ξανά, με κάθε υποταγή να επιτρέπει στον κόσμο να γίνει ελαφρώς μεγαλύτερος μέσα από τη διαδικασία.

Συμφωνώ επίσης με τη φιλοσοφία της έκπληξης του Σιβ, η οποία μου φαίνεται σαν ένα ταπεινό αλλά ουσιαστικό καθοδηγητικό σχοινί.

Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως τα πράγματα θα είναι καλά, ή ακόμα και ότι θα βελτιωθούν, αλλά μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα αλλάξουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα αλλάξουν - οπότε δώσε μου άλλη μια μέρα, άλλη μια εβδομάδα, ας δούμε.

Μη φύγεις πριν γίνει το θαύμα.

Το μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον -ή η αστική ερημιά, αν θέλεις- είναι ένας ακόμη ισχυρός χαρακτήρας στο μυθιστόρημα. Γιατί αποτελεί πηγή τόσο έντονης έμπνευσης για εσένα και πώς συνδέεσαι με την αρχιτεκτονική;

Η ερώτησή σου είναι, για άλλη μια φορά, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Θα μπορούσα να μιλάω επί μέρες γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά εν ολίγοις - προσυπογράφω την ιδέα του Ernest Dimnet ότι «η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που λειτουργεί πιο αργά αλλά σίγουρα στην ανθρώπινη ψυχή»...

Το δομημένο περιβάλλον μας είναι μια κρίσιμη δυναμική η οποία μας καθοδηγεί ως ανθρώπους, ατομικά αλλά και συλλογικά· διαμορφώνει τη σχέση μας με την ασφάλεια, την προστασία, την κοινωνικότητα, αλλά και την ομορφιά.

Από άποψη τόνου, το Βλέπω… είναι ελεγειακό σε βαθμό μελαγχολίας, δίνοντας την εντύπωση του τέλους μιας εποχής, μιας γιορτής που έχει προ πολλού τελειώσει.

Είναι η μελαγχολία απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγγραφή βαθιάς λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη σου;

Όχι, δε νομίζω πως η μελαγχολία είναι προϋπόθεση για το βάθος. Υπάρχουν πολλά για τα οποία μπορούμε να είμαστε λυπημένοι και ελεγειακοί, οπότε μπορώ να καταλάβω την κυριαρχία αυτού του συναισθήματος.

Υπάρχει, όμως, πολλή αλήθεια και διορατικότητα τόσο για τον κόσμο όσο και για τη θέση μας μέσα σε αυτόν, στην οποία μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση μέσω της ελπίδας, της αγάπης, του χιούμορ, του παραλογισμού και ούτω καθεξής.

Πώς θα όριζες τη λογοτεχνία ή την τέχνη της εργατικής τάξης, γενικότερα, στις μέρες μας -είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε διεθνώς-, σε σύγκριση ή σε αντίθεση με τη λογοτεχνία της εργατικής τάξης των προηγούμενων αιώνων;

Έχω πολλά να πω γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά θα το θέσω απλά.

Όλα τα προγράμματα πρόσβασης, οι πρωτοβουλίες, η καλή θέληση και οι τάσεις στον κόσμο δε θα κάνουν τελικά τίποτα για να αντιμετωπίσουν τη θεμελιώδη ανισορροπία έναντι της τέχνης της εργατικής τάξης, εκτός αν αποτελούν μέρος των ευρύτερων αγώνων που περιβάλλουν τον χρόνο εργασίας:

Συλλογική δράση, οικονομική ανισότητα και πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές όπως η στέγαση και η βασική αξιοπρέπεια.

Αν δε θέλουμε η τέχνη να γίνει το προνόμιο μιας ολοένα και μικρότερης -και ειλικρινά βαρετής- ομάδας πλούσιων φιλότεχνων, πρέπει να εργαστούμε για να εξασφαλίσουμε ΧΡΟΝΟ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.

Όχι μόνο για τη δημιουργία τέχνης, αλλά και για την απόλαυση και την εκτίμηση της τέχνης... Είναι κάτι απαραίτητο όχι μόνο για τους καλλιτέχνες, αλλά και για τη σχέση μας με τον πολιτισμό ευρύτερα ως κοινωνία.

Στο πλαίσιο της γενοκτονίας των Παλαιστινίων και της ποινικοποίησης της έκφρασης αλληλεγγύης προς αυτούς, ακόμη κι όταν εκδηλώνεται ειρηνικά, η απαγόρευση της Palestine Action ως «τρομοκρατικής» από τη βρετανική κυβέρνηση είναι ανησυχητική.

Θα ήθελες να σχολιάσεις την τρέχουσα πιο-δεξιά-πεθαίνεις εκδοχή των Εργατικών και τον αντίκτυπο της προαναφερθείσας απόφασης στην ποιότητα των πολιτικών ελευθεριών στη Μεγάλη Βρετανία;

Βλέπω την τρέχουσα κυβέρνηση των Εργατικών ως κάτι παραπάνω από ηθικά χρεοκοπημένη, ως το παρανυφάκι του αποικιακού κεφαλαίου που υποβοηθά τη γενοκτονία.

Όπως έχουν τα πράγματα, αυτό το είδος πολιτικής είναι πιθανό να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να οδηγήσει στην έλευση μιας ολοένα και πιο ριζοσπαστικοποιημένης δεξιάς, επειδή ο νεοφιλελευθερισμός είναι αυτός ο οποίος δημιουργεί και οξύνει τα ίδια τα προβλήματα που η δεξιά πτέρυγα ισχυρίζεται ανειλικρινώς ότι μπορεί να λύσει.

Αυτό είναι πιο εμφανές από oπουδήποτε αλλού στη γελοία, ενοχλητική και τρομακτική σχέση τους με τις πολιτικές ελευθερίες, τη διαμαρτυρία και τη διαφωνία η οποία συνδέεται με την Παλαιστίνη.

Χαίρομαι που οδηγούν την Palestine Action στα δικαστήρια γι’ αυτήν την υπέρβαση.

Και ελπίζω πως η διαδικασία θα οδηγήσει σε αυτό το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αισθάνεται ενστικτωδώς - ότι η προσπάθεια να διαταραχθεί η λειτουργία μιας μηχανής θανάτου είναι τελικά μια πράξη αγάπης, όχι τρομοκρατίας.

Το Βλέπω… πρόκειται να διασκευαστεί για τη μεγάλη οθόνη από την αξιοσέβαστη σκηνοθέτρια Κλίο Μπάρναρντ. Πώς σου φαίνεται αυτή η προοπτική; Εκτιμάς τον τρόπο που κάνει σινεμά - και γιατί;

Νιώθω απερίγραπτα ευλογημένος που μπόρεσα να συνεργαστώ με την Κλίο Μπάρναρντ και τoν Έντα Γουόλς.

Τόσο επειδή αγαπώ τη δουλειά τους, αλλά κυρίως επειδή τους σέβομαι βαθιά ως ανθρώπους και καλλιτέχνες των οποίων η πολιτική, η ηθική και η διαπροσωπική ευαισθησία λάμπουν σε όλα όσα κάνουν.

Ελπίζω η ταινία να αρέσει στον κόσμο. Σημαίνει πολλά για μένα να βλέπω το βιβλίο να ζωντανεύει με τόση αγάπη.

Ευχαριστώ θερμά την Μαρία Ζαμπάρα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) για την καθοριστική συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ επίσης τον συγγραφέα για τον ενθουσιασμό με τον οποίο ανταποκρίθηκε στις ερωτήσεις μου, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Το μυθιστόρημα του Κίραν Γκόνταρντ Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση της Νατάσας Σιδέρη.