Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Αντρές Μοντέρο: «Δε φοβάμαι τον θάνατο, αλλά τον βλέπω ως μέρος της ζωής»

 


Ο πλούτος του λαϊκού πολιτισμού της χιλιάνικης υπαίθρου αναδεικνύεται δεξιοτεχνικά από τον Χιλιανό συγγραφέα και αφηγητή Αντρές Μοντέρο μέσα από την συλλογή έξι αφηγήσεων με τίτλο Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή.

Ο Αντρές Μοντέρο επισκέφτηκε την Ελλάδα προσκεκλημένος του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου). Συναντηθήκαμε μαζί του στην Αθήνα.

Διαβάζοντας το βιβλίο σου O θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή ένιωσα δύο «αύρες»:

Η μία είναι του Μπόρχες, η άλλη του μαγικού ρεαλισμού συνολικά. Θα ήθελες να μου διευκρινίσεις την σχέση σου -ως αναγνώστης και ως συγγραφέας- τόσο με τον Μπόρχες όσο και με την πλούσια παράδοση του μαγικού ρεαλισμού;

Η σχέση μου με τον μαγικό ρεαλισμό είναι ξεκάθαρη: διαβάζω πολύ συγγραφείς όπως οι Μάρκες και Ρούλφο. Δε μου έχουν αναφέρει τον Μπόρχες ξανά, όμως.

Επειδή, ωστόσο, μου αρέσει πολύ ως συγγραφέας, η όποια επιρροή έχει, νομίζω, να κάνει με τον τρόπο δόμησης του βιβλίου κι όχι τόσο με τις ιστορίες.

Μιας, λοιπόν, και αναφερόμαστε στην δομή, μπορείς να μου εξηγήσεις την επιλογή σου να δώσεις φωνή, και μάλιστα σε ισότιμη βάση, σε λίγο-πολύ όλους τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο;

Μ’ ενδιαφέρει πιο πολύ η προφορικότητα. Η επιλογή του κάθε ανθρώπου να αφηγηθεί μια ιστορία είναι κάτι πολύ προσωπικό και είναι σημαντικό οι ιστορίες να υπάρχουν με την μορφή που τις αφηγήθηκαν.

Γιατί, λοιπόν, σε γοητεύει τόσο το σύμπαν της προφορικής αφήγησης ιστοριών;

Αυτό που περισσότερο με γοητεύει είναι το κουτσομπολιό!

Ακόμα κι όταν, για παράδειγμα, βρίσκομαι στο τρένο, μπορώ να καταλάβω πολλά για τον κάθε άνθρωπο από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται τις ιστορίες που αφηγείται σε κάποιον άλλο. Η διαδικασία αυτή σε πλάθει ως άνθρωπο.

Σε ποιον βαθμό παραμένεις ακροατής τέτοιων συζητήσεων και πότε αποφασίζεις να εμπλακείς ενεργά, απευθυνόμενος στους συνεπιβάτες/συνομιλητές; Υπάρχει κάποιο κριτήριο, μια αποφασιστική στιγμή;

Επειδή ασκώ την αφήγηση ιστοριών ως επάγγελμα, τις διατηρώ αυτούσιες όταν τις αφηγούμαι, διευκρινίζοντας πως ο τάδε ή ο δείνα άνθρωπος μου είπε το ένα ή το άλλο.

Όταν, όμως, τις γράφω, είναι σαν να παίζω λοταρία. Ό,τι προκύψει, προέρχεται μεν από την δικιά μου φαντασία, αλλά πηγάζει και μέσα από όσα μου έχουν αφηγηθεί.

Το υλικό του συγκεκριμένου βιβλίου προέρχεται από πολλές και διαφορετικές πηγές  και συναντήσεις με ανθρώπους - πραγματικές ή φανταστικές;

Προέρχονται από παντού:

Από τις εμπειρίες που βίωσα περιοχή στην οποία εκτυλίσσεται ο Θάνατος...  από συναντήσεις με ανθρώπους, από οικογενειακά παραμύθια και ιστορίες που περνούσαν από γενιά σε γενιά, αλλά και από την φαντασία μου.

Αυτή η περιοχή είναι ο χιλιάνικος Νότος, ή πρόκειται για μια επινοημένη τοποθεσία;

Είναι ο χιλιάνικος Νότος, είναι κι ο δικός μου τόπος στην νότια Χιλή, αλλά είναι και το άθροισμα όλων των τόπων που έχω δει.

Όταν ήσουν παιδί, υπήρχαν στο οικογενειακό περιβάλλον σου γιαγιάδες, παππούδες ή και γονείς που συνήθιζαν να αφηγούνται ιστορίες και παραμύθια;

Πιο πολύ ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τα αδέρφια μου και οι θείοι μου.

Ήταν ο πατέρας μου, όμως, ο οποίος μου άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση: όταν επέστρεφε αργά από την δουλειά, έσβηνε τα φώτα και, μέσα στο σκοτάδι, αφηγείτο τα παραμύθια του με έναν λόγο προφορικό και ρευστό.

Μέσα από αυτά τα παραμύθια έφτιαξα τον δικό μου κόσμο.

Ως ενήλικος πια, πότε άρχισες να αφηγείσαι ιστορίες;

Στα είκοσι.

Και να τις εκδίδεις;

Στα είκοσι ένα.

Όποτε πρόκειται για σχεδόν παράλληλες διαδικασίες.

Όταν κυκλοφόρησε το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή, ρωτούσα τους αναγνώστες πώς τους φάνηκε, ποιες ιστορίες τούς εντυπωσίασαν περισσότερο. Ήθελα να μάθω την αντίδρασή τους, τι τους ενδιαφέρει και τους αρέσει.

Η διαδικασία της αφήγησης των ιστοριών, εξάλλου, άλλαξε και τον τρόπο που γράφω ιστορίες.

Σε ό,τι με αφορά, η αγαπημένη μου ιστορία από το παρόν βιβλίο είναι η πρώτη.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε τέσσερα χρόνια πριν από τις υπόλοιπες. Την ξανασυνάντησα κατά την διάρκεια της πανδημίας. Μέσα σε λίγους μήνες έγραψα και τις άλλες. Αυτή, όμως, ήταν ο πυρήνας.

Αντιλαμβάνεσαι τον Θάνατο... ως αφήγημα, ως μυθιστόρημα, ως συλλογή διηγημάτων ή ως κάτι που υπερβαίνει τις ταξινομήσεις;

Για μένα -και επιμένω σ’ αυτό- είναι μια συλλογή αφηγήσεων. Κάθε ιστορία έχει την δικιά της ιστορία.

Αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, θα έπρεπε να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης.

Το στοιχείο του θανάτου, από την άλλη, κάθε τόσο επανέρχεται στις ιστορίες σου. Είναι για σένα η γραφή ένας τρόπος υπέρβασης του άγχους, του φόβου του θανάτου;

Δε φοβάμαι τον θάνατο, αλλά τον βλέπω ως μέρος της ζωής.

Ακόμα κι όταν ήμουν μικρός, βλέποντας τους υπερήλικες να παίρνουν έναν σωρό για να ζήσουν κι άλλο, το αντιμετώπιζα ως κάτι μάταιο, επειδή ακριβώς ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής.

Όταν εισέρχεται στο σπίτι ο ήρωας της πρώτης ιστορίας στάζοντας βροχή, αυτός είναι ο θάνατος, κι αυτός είναι ο τρόπος μου να δηλώσω πως, όταν έρθει ο θάνατος, θα τον πάρω απ’ το χέρι. Έτσι πείθω τον εαυτό μου ότι πρέπει να είναι.

Οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου βιβλίου φαίνεται πως βρίσκονται πέρα από τον χρόνο ή ζουν σε μια άλλη πραγματικότητα.

Κατά πόσο σε γοητεύει ή σε ενδιαφέρει και η τρέχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στην Χιλή σε σημείο που να θελήσεις να την εντάξεις σ’ ένα μελλοντικό αφήγημα;

Όταν κάποιος σκέφτεται την Χιλή, σκέφτεται περισσότερο το Σαντιάγο, την πρωτεύουσα.

Η πραγματικότητα, όμως, που αφηγούμαι στο βιβλίο είναι η πραγματικότητα της επαρχίας. Οι δυο πραγματικότητες υπάρχουν παράλληλα.

Έχω δεχτεί κριτική γιατί δεν αναφέρομαι στην σύγχρονη χιλιάνικη πραγματικότητα.

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, ωστόσο, το οποίο εκδόθηκε πριν από δύο μήνες, αναφέρομαι και στην κοινωνική εξέγερση που είχε πυροδοτηθεί από την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου του Μετρό, αλλά και στην πανδημία.

Έχεις γεννηθεί και ζεις στην Χιλή, έχεις ζήσει για κάποιο διάστημα στην Ισπανία, ενώ αυτές τις μέρες βρίσκεσαι στην Αθήνα προσκεκλημένος του ΛΕΑ.

Νιώθεις την ίδια οικειότητα και στην Χιλή, και στην Ισπανία και στην Αθήνα; Ή υπάρχουν και στιγμές αποξένωσης;

Τόσο η Ισπανία όσο και η Ελλάδα είναι, για μένα, κομμάτι του Δυτικού πολιτισμού.

Την πρώτη μέρα που έφτασα στην Αθήνα και την εξερευνούσα, έβλεπα πολύ οικεία στοιχεία.

Ακόμα και σε μια πόλη τόσο μακριά από την Χιλή, βιώνω αυτήν την οικειότητα.

Η συνέντευξη με τον συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα (Εκδόσεις Διόπτρα) για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέως η οποία συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ, επίσης, την Αλεξάνδρα Φαρσάρη για την διαδοχική διερμηνεία των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Το βιβλίο του Αντρές Μοντέρο Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου