Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Λητώ Βογιατζόγλου: «Βασίζω την δική μου μουσική στο συναίσθημα»

 


Ένθερμη θιασώτρια της συλλογικής καλλιτεχνικής δουλειάς, η πιανίστρια Λητώ Βογιατζόγλου είναι μια από τις σημαντικότερες μουσικούς/συνθέτριες της εγχώριας τζαζ σκηνής.

Συναντώντας την ενόψει της ζωντανής εμφάνισης του Lito Voyatzoglou Trio στο Half Note Jazz Club στις 30 Οκτωβρίου.

«Στη μουσική, το δύο ελπίζουμε ότι παραμένει πάντα καλύτερο απ’ το ένα», έχεις δηλώσει. Γιατί έχουν για σένα τόση σημασία η συνεργασία κι η συντροφικότητα στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας;

Είχα γράψει αυτό το σχόλιο για την σύνθεση Rodeo από τον δεύτερο δίσκο μου, το Με μια ματιά.

Για την μουσική το πιστεύω ακράδαντα. Δεν μπορώ να πω πως είναι σύνηθες. Το αντίθετο ισχύει με σιγουριά, θα έλεγα!

Το τρίο στο οποίο συμμετέχω και που για πρώτη φορά εμφανίζεται ζωντανά στο Half Note Jazz Club την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου εμπεριέχει το «συν» εξ αρχής.

Λόγω προηγούμενης γνωριμίας με τους συνεργάτες σου;

Λόγω προηγούμενης μουσικής γνωριμίας με τον Κύπριο Ειρηναίο Κουλλουρά, τον κοντραμπασίστα, καθώς είχαμε παίξει μαζί όταν ζούσε στην Ελλάδα, αλλά και -κυρίως- λόγω στάσης απέναντι στα πράγματα.

Κατά την γνώμη μου, το έργο ενός καλλιτέχνη δε διαχωρίζεται από την στάση του. Όταν, για παράδειγμα, έμαθα ότι ο Γούντυ Άλεν παντρεύτηκε την θετή του κόρη, έπαψα να μπορώ να παρακολουθώ ταινίες του.

Δεν είσαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο συνέβη αυτό.

Το εύχομαι!

Προσωπικά, δεν έχω καμία εμπειρία από κλασική ορχήστρα. Στην τζαζ, όμως, όπου και εμπειρία διαθέτω και ακούσματα, θεωρώ καθοριστικό παράγοντα την ενέργεια την οποία δημιουργούν μεταξύ τους οι μουσικοί του κάθε γκρουπ.

Όταν ακούω μια συναυλία, ακούω και τι προϋπάρχει ανάμεσα στα μέλη ενός σχήματος.

Στο My favorite things (1961) του κουαρτέτου του John Coltrane, για παράδειγμα, παράγεται το καλύτερο δυνατό μέσα από μια συνεργασία.

Για να επιτευχθεί, πρέπει να υπάρχει ενέργεια. Η αρτιότητα κι η δεξιοτεχνία δεν επαρκούν, γιατί η μουσική δεν είναι λέξεις.

«Αν είχε χρώμα, θα ήταν μπλε», γράφω στις σημειώσεις του προαναφερθέντος δίσκου μου. Σαν την θάλασσα, που έχει διάφορες αποχρώσεις.

Αναλόγως και των καιρικών συνθηκών.

Επειδή η τζαζ, όπως και η παραδοσιακή μουσική, εμπεριέχει τον αυτοσχεδιασμό, η «χημεία» που κάθε φορά δημιουργείται -όντας προαπαιτούμενη, αλλά χωρίς να είναι δεδομένη- επηρεάζει καθοριστικά το τελικό αποτέλεσμα.

Και πρέπει να κατακτιέται εκ νέου κατά διαστήματα.

Πιστεύουμε ότι η συναυλία της 30ής Οκτωβρίου θα αποτελέσει μια στιγμή κατά την οποία καθένα από τα μέλη του τρίο θα δώσει το καλύτερο γι’ αυτήν την μουσική.

Από το δικό σου ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον σχετιζόταν κάποιος/κάποια είτε με το πιάνο είτε με την τζαζ ή με την μουσική, γενικότερα;

Η μαμά μου ήταν κεραμίστρια κι είχε κερδίσει διεθνή βραβεία. Μουσική δε συνέθετε ούτε έπαιζε κάποιος στο περιβάλλον μου, ωστόσο. Εγώ έκανα πιάνο στο πλαίσιο της αστικής οικογένειας, όπως φοίτησα σε ιδιωτικό σχολείο και έμαθα γαλλικά.

Όταν ερχόταν στο σπίτι η κυρία Ήβη, η δασκάλα της κατά τρία χρόνια μεγαλύτερης αδερφής μου, ακουμπούσα το κεφάλι μου στο πιάνο το οποίο ακόμα έχω, και ψιλοτραγουδούσα αυτά που θα έπαιζαν.

Έτσι ξεκίνησα κι εγώ να παίζω λίγο πιο νωρίς, αλλά δε θυμάμαι πότε ακριβώς. Πιθανόν όταν ήμουν έξι ή επτά χρονών. Συνέχισα να εξασκούμαι, αλλά χωρίς ιδιαίτερο πάθος και επιμέλεια.

Κι όμως, πρόκειται για ένα όργανο με τεράστιες -υποθέτω- απαιτήσεις.

Δε θεωρώ ότι καλύπτω τις απαιτήσεις της δεξιοτεχνίας. «Όταν θα είμαι εβδομήντα χρονών, θα αρχίσω να μαθαίνω τζαζ», είχα πει κάποτε.

Στην εφηβική ηλικία μου έπαιξα και λίγη κιθάρα θεωρώντας το πιάνο αστικό όργανο. Η σχολική παρέα μου, όλα άτομα μεγαλύτερα από μένα, τραγουδούσαν ρεμπέτικα.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για να πάμε βόλτα οπουδήποτε -και κάναμε βόλτες γιατί τότε δεν ήταν ακριβή η βενζίνη- δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραγουδήσουμε! Συνέχεια, όμως. Προσωπικά, θεωρούσα και θεωρώ πως δεν τραγουδώ καλά.

Όταν, ευρισκόμενη πια στην Γαλλία στα δεκαοκτώ μου, έμπαινα σ’ ένα αυτοκίνητο κι οι άνθρωποι δεν τραγουδούσαν, τους λυπόμουν αφάνταστα.

Πριν, όμως, φύγω για την Γαλλία, τα δύο τελευταία χρόνια του σχολείου, είχα κάνει κλασικό πιάνο με άλλη δασκάλα. Στην Γαλλία θα σπούδαζα Παιδαγωγικά.

Άλλος κλάδος εντελώς.

Δεν είχα ιδέα από τζαζ. Είχα απλώς ακούσει μια δουλειά του Luis Armstrong με big band.

Τότε, άκουσα έναν δίσκο του Don Cherry Quartet, και τρελάθηκα. Νοίκιασα, λοιπόν, ένα πιάνο με ένα τέταρτο ουράς από μια κυρία εκτός κυκλώματος, κάθησα σ’ αυτό κι άρχισα να παίζω με τις ώρες.

Ταυτόχρονα, ένας φίλος μού πρότεινε να γραφτώ στην Σχολή του Αμερικανού Alan Silva, όπου εκείνος μάθαινε σαξόφωνο. Έτσι ξεκίνησαν όλα.

Όταν με ρωτούσαν στην Σχολή του Alan Silva σε ποιο επίπεδο βρίσκομαι, δεν ήξερα τι να απαντήσω γιατί δεν είχα ποτέ πατήσει σε Ωδείο.

Πόσο παρέμεινες στο Παρίσι;

Έζησα για δέκα χρόνια στο 18ο Διαμέρισμα. Επέστρεφα στην Ελλάδα ενάμιση μήνα το καλοκαίρι, και οι φίλοι μου ήταν Γάλλοι. Δεν έκανα παρέα με Έλληνες, ούτε γνώριζα κάποιον Έλληνα που ζούσε στο Παρίσι τότε.

Κάποιος Γάλλος φίλος, ο οποίος εργαζόταν σ’ ένα περιοδικό ήχου και έγραφε κριτικές για δίσκους, μου είπε σε μια συζήτηση: «Έχω έναν φίλο που όταν ακούει μια μελωδία, λέει τις νότες». «Όλοι έτσι δεν κάνουν;» του αντιγύρισα. Μάλλον όχι, τελικά.

Έτσι ανακάλυψα ότι έχω σχεδόν απόλυτο αυτί. Στο κεφάλι μου, όμως, οι νότες δεν είναι πάντα οι σωστές.

Αξιοσημείωτο αυτό, για ένα είδος μουσικής το οποίο, σύμφωνα με την αντίληψή μου, έχει πολύ υψηλές απαιτήσεις.

Η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι τελείως λανθασμένη, γιατί θα έπρεπε να βασίζεται στην ακρόαση. Αν δεν ακούσεις μουσική, δε γίνεται να παράγεις μουσική.

Οι παραδοσιακοί μουσικοί μάθαιναν μουσική βιωματικά. Ένας παλαιότερος μάστορας διάλεγε ένα παιδί από την κοινότητα, και μέχρι αυτό να πιάσει το βιολί περνούσαν χρόνια κατά τα οποία εκείνο μόνο άκουγε. Έτσι μάθαινε.

Το ίδιο συνέβαινε και με τους σπουδαίους τζαζίστες, όπως ο Charlie Parker: καθόταν μόνος του στο πάλκο κι άκουγε.

Αν καθημερινά διδάσκονταν στα σχολεία οι μαθητές ένα μάθημα ακρόασης διάρκειας ενός τετάρτου, θα ήταν πολύ όμορφο για τα παιδιά.

Η σημασία της ακρόασης εκτείνεται και σε άλλα είδη μουσικής;

Η μουσική είναι μια συντροφιά στην ζωή μας που όλοι αποζητούμε, είτε είμαστε μουσικοί είτε όχι, κι όλοι μπορούμε να βρούμε το είδος μουσικής το οποίο μας αγγίζει συναισθηματικά.

Βασίζω την δική μου μουσική στο συναίσθημα. Γράφω μουσική με εικόνες, και μετά την δοκιμάζω στο πιάνο, ώστε να διαπιστώσω αν ό,τι ακούει ο εγκέφαλός μου παίζουν και τα χέρια μου.

Λειτουργεί αυτή η μέθοδος;

Πάντα λειτουργεί, απλώς σίγουρα ακολουθεί και μια επεξεργασία, εφόσον δεν ενστερνίζομαι απαραιτήτως την φόρμα της τζαζ θέμα-σόλο-θέμα.

Σε κάθε περίπτωση, όταν γράφω μουσική, αρμονία, μελωδία και ρυθμός προϋπάρχουν.

Η ανάγκη ή η επιθυμία απόδοσης/διασκευής του ρεμπέτικου σε τζαζ περιβάλλον πότε άρχισε να σχηματοποιείται;

Με το που βρέθηκα στην Σχολή στο Παρίσι μ’ ένα γκρουπ, έπαιξα τον Απόκληρο σε 9/4, ακολουθώντας τον παλμό της καρδιάς.

Κατόπιν, διάβασα το βιβλίο του Ελβετού εθνομουσικολόγου και συλλέκτη μελωδιών Samuel Baud-Bovy, ο οποίος είχε επισκεφτεί τα Δωδεκάνησα στις αρχές του 20ού αιώνα για να καταγράψει μελωδίες. Εκεί βρήκα και το tili tili tili.

Τον Θρακιώτικο, τον οποίο εξακολουθώ να παίζω, τον άκουσα σε έναν δίσκο του Αριστείδη Μόσχου.

Είμαι Ελληνίδα, λευκή, προερχόμενη από αστική οικογένεια. Δεν έχω κανένα κοινό στοιχείο με τον Archie Shepp ή την Billie Holiday.

Για μένα η τζαζ ήταν εξ αρχής ένας τρόπος προσέγγισης της μουσικής, ο οποίος -κατά το παρελθόν, τουλάχιστον- σου παρείχε την δυνατότητα να εκφράσεις αυτό που ήθελες ως ερμηνεύτρια, εφόσον το ήξερες.

Αυτό, επομένως, το οποίο εγώ -όχι συνειδητά- ήθελα να εκφράσω ήταν ελληνικά ακούσματα, κι αυτά βγήκαν.

Πώς ήταν η επάνοδος στην εγχώρια πραγματικότητα μετά την πολυετή παραμονή σου στο Παρίσι;

Ήταν ωραία εποχή για την Ελλάδα τα τέλη του 1986, οπότε και επέστρεψα, μια εποχή κατά την οποία με ζητούσαν ακόμα για συναυλίες και τα χρήματα που εισπράτταμε δεν ήταν ευκαταφρόνητα όπως τώρα.

Έτσι, συνδέθηκα σιγά σιγά με Έλληνες μουσικούς. Ήμασταν, άλλωστε, ελάχιστοι τζαζ μουσικοί στην χώρα: οι Sphinx κι εγώ.

Μόλις είχε κυκλοφορήσει, εξάλλου, ο ηχογραφημένος στο Παρίσι με δικά μου χρήματα και σπουδαίους συνεργάτες πρώτος μου δίσκος, το tili-tili-tili, από την Praxis Records του Κώστα Γιαννουλόπουλου.

Είχαν, επίσης, δημοσιευτεί συνεντεύξεις μου στον Ήχο και στο Jazz & Tζαζ.

Διάβαζα κι εγώ το Jazz & Τζαζ. Έτσι πρωτοέμαθα το όνομά σου, πριν ακούσω την μουσική σου.

Ο Κώστας είχε πληρώσει τα εξώφυλλα και το mastering, αλλά είχε τυπώσει 200 αντίτυπα, όχι 1.000, όπως είχαμε συμφωνήσει. Χρόνια αργότερα, του ζήτησα 50 αντίτυπα του δίσκου μου και μου έδωσε 30.

Τα χρόνια στο μεταξύ πέρασαν, κι έχουμε καταλήξει σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί ένας βαθύς και ανελέητος ατομικισμός σε όλα τα επίπεδα, που διαμορφώνει την προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων.

Η στοχοθεσία του καθενός/της καθεμιάς, αν εμπεριέχει τον άλλο, τον εμπεριέχει ως αντίπαλο.

Ευτυχώς είμαι μεγάλη, κι έχω ζήσει σε μια εποχή στην οποία το συλλογικό πνεύμα υπήρχε. Πραγματικά ξέρω τι σημαίνει δίνω όλη μου την ενέργεια για την ομάδα. Ξέρω, επίσης, τι σημαίνει και το αντίθετο.

Έχω πολύ καιρό να δώσω συναυλία. Η τελευταία φορά ήταν ουσιαστικά στην προ Covid εποχή. Έχω αποφασίσει ότι η σωστή λειτουργία της ομάδας είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα.

Ας επισημάνω, ωστόσο, πως η τζαζ, τουλάχιστον από το 1950 κι εξής, ήταν ένας ανδροκρατούμενος χώρος, και οι άνδρες ξέρουν -κοινωνικά- να λειτουργούν καλύτερα από τις γυναίκες για την προώθηση του εαυτού τους.

Ο σολίστας, λοιπόν, της τζαζ -συνήθως άνδρας- βγαίνει μπροστά για ν’ αποδείξει την δεξιοτεχνία και την ικανότητά του. Το στοιχείο του σόλο συνιστά, επομένως, στοιχείο προβολής.

Υπάρχει ένα κοινό το οποίο μπορεί ν’ ανατροφοδοτήσει την εγχώρια τζαζ σκηνή; Ή η τζαζ ως είδος αφορά περισσότερο μεγαλύτερης ηλικίας κοινά;

Στις μέρες μας δεν υπάρχει κάποιο «καζάνι» που να βράζει. Η δε τζαζ αφορά, νομίζω, λίγους ανθρώπους και μεγάλης ηλικίας.

Αν αυτό ίσχυε στο Παρίσι ήδη από τις δεκαετίες του 1980-1990, φαντάσου τι συμβαίνει σήμερα που τα πράγματα εξελίσσονται με ανατριχιαστικά γρήγορους ρυθμούς.

Κάθε σύνθεση είναι μια μουσική στιγμή στην οποία έχουν δώσει πνοή οι μουσικοί που την παίζουν. Αυτό είναι το λάιβ, κι αυτή είναι η τζαζ. Ενίοτε, αποτυπώνεται και σ’ έναν δίσκο.

Ευχαριστώ θερμά την Ειρήνη Μακρυωνίτη (Half Note Jazz Club) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης και την Λητώ Βογιατζόγλου για τον ποιοτικό χρόνο που μου διέθεσε και την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Το Lito Voyatzoglou Trio (Λητώ Βογιατζόγλου, πιάνο-σύνθεση/ Ειρηναίος Κουλλουράς, κοντραμπάσο/ Παναγιώτης Θέμας, ντραμς) εμφανίζεται ζωντανά στο Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς) την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου, 21:30.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου