Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

A Hawk and a Hacksaw: «Είναι δύσκολο να μη λειτουργείς νομαδικά, αν ερωτευτείς τα ρεμπέτικα»

 


Μπορεί να κατάγονται από τις Η.Π.Α., αλλά η μουσική τους «καρδιά» χτυπάει στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ο λόγος για το ντουέτο των Jeremy Barnes και Heather Trost, γνωστών στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως A Hawk and a Hacksaw.

Τους «συναντούμε» λίγο πριν πολυαναμενόμενη αθηναϊκή συναυλία τους το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου.

Όλα ξεκίνησαν 22 χρόνια πριν, όταν εσύ, Jeremy, εξαντλημένος από τα ντραμς που έπαιζες στους Neutral Milk Hotel, έπιασες το ακορντεόν, αποκτώντας εμμονή με την λαϊκή μουσική της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Τουρκίας.

Πώς η αρχική σου συνάντηση με αυτές τις μουσικές παραδόσεις μετατράπηκε σταδιακά σε «εμμονή»; Και σε ποιο σημείο αποφάσισες να σταματήσεις να είσαι απλός ακροατής και άρχισες να τις ξαναδουλεύεις και να τις επανερμηνεύεις;

(Jeremy Barnes): Αναζητούσα μια νέα κατεύθυνση για πολύ καιρό...

Εκ των υστέρων, νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο αναζητούσα μουσική εκτός του Δυτικού ροκ ήταν επειδή ήθελα η μουσική στην ζωή να είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είχα βιώσει στο παρελθόν.

Λατρεύω να παίζω σε γάμους, λατρεύω να παίζω σε μαγικές, ιδιαίτερες στιγμές στην ζωή των ανθρώπων. Θα παίξω στα ροκ κλαμπ, αλλά ήθελα να ανοιχτώ σε βαθύτερες, πιο προσωπικές στιγμές.  

Η μουσική είναι πολύ δυνατή, αλλά ένα μέρος της δύναμής της έχει αφαιρεθεί.

Ήταν κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερου άλμπουμ σας, Darkness at noon, που γίνατε ντουέτο. Όντας κι εσύ μια αριστοτεχνική βιολίστρια, Heather, με ποιους τρόπους σε έχει μαγέψει εξίσου η λαϊκή μουσική, γενικά;

(Heather Trost): Αγαπώ τα παραμύθια και την λαογραφία, και η λαϊκή μουσική είναι φυσικά ένα όχημα για ιστορίες και αφήγηση, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν στίχοι.

Η πρώτη μου γνωριμία με την λαϊκή μουσική έγινε μέσω των ηχογραφήσεων πεδίου του Μπέλα Μπάρτοκ στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία.

Το τρίτο σας άλμπουμ, The way the wind blows, ηχογραφήθηκε στην Ρουμανία και το τέταρτο, Délivrance, στην Βουδαπέστη, όπου ζήσατε για μερικά χρόνια.

Σε ποιον βαθμό είναι απαραίτητο για εσάς να βυθίζεστε στις ευρύτερες πολιτιστικές παραδόσεις που εξερευνάτε μέσω της μουσικής, αφιερώνοντας παράλληλα χρόνο -ακόμα και ζώντας- στις αντίστοιχες χώρες;

(J.B.) Υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί σχετικά με το να μη βυθίζεσαι σωματικά στα μέρη που σ’ ενδιαφέρουν.

Η λαχτάρα να βρεθείς κάπου μπορεί να είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για την σύνθεση, αλλά φυσικά κάποια στιγμή πρέπει να πας.

Νομίζω, λοιπόν, πως είναι πολύ σημαντικό μακροπρόθεσμα να ταξιδεύεις σ’ εκείνα τα μέρη, να παίζεις με τους μουσικούς, να δίνεις συναυλίες, όποτε είναι δυνατόν.

Το πέμπτο σας άλμπουμ, Cervantine, η πρώτη κυκλοφορία στην δική σας δισκογραφική, διαφέρει κάπως από τα προηγούμενα ενσωματώνοντας πιο πολλά στοιχεία από την ελληνική λαϊκή μουσική και την παράδοση της Μαριάτσι.

Πώς μυηθήκατε και στις δύο παραδόσεις και με ποια έννοια αυτή η συνάντηση αναδιαμόρφωσε/εμπλούτισε το μουσικό σας όραμα και την κατανόησή σας των αντίστοιχων πολιτισμών;

(J.B.) Μεγαλώσαμε με την μουσική Μαριάτσι. Στο Νέο Μεξικό είναι παντού...

Περί το 1999, βρισκόμουν σε μια υπαίθρια αγορά στο Παρίσι κι έπεσε το βλέμμα μου σ’ έναν παράξενο δίσκο με ένα αλφάβητο αραδιασμένο σε μια λακκούβα.

Τον αγόρασα με κάτι ψιλά που μου περίσσευαν και τον ερωτεύτηκα εντελώς όταν τον έπαιξα στο πικάπ, ειδικά τους ρυθμούς.

Αποδείχθηκε ότι ήταν μια συλλογή πρώιμων ρεμπέτικων.

Το You have already gone to the other world,  το έκτο σας άλμπουμ και προσωπικό μου αγαπημένο, είναι το soundtrack σας για το αριστούργημα του Σεργκέι Παρατζάνοφ, Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων.

Πώς συνδέεσαι με το όραμά του και με τον κινηματογράφο γενικότερα;

(J.B.) Ως κάποιος που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την οργανική μουσική, μου αρέσει να δουλεύω με τον κινηματογράφο. Μας δίνει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε την σιωπή, να πάρουμε τον χρόνο μας, να πολλαπλασιάσουμε το συναίσθημα.

Το Forest bathing, η πιο πρόσφατη -εξ όσων γνωρίζω- προσφορά σας, είναι ίσως η πιο ποικιλόμορφη από όλες τις ηχογραφήσεις σας. Πώς γεννήθηκε; Και τι συνθέτετε ή είχατε την περιέργεια να εξερευνήσετε από τότε;

(J.B.) Παρακολουθούμε εμμονικά κασέτες VHS με γάμους από τα Βαλκάνια από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, επειδή έχουμε επιστρέψει στο σημείο κατά το οποίο δεν ταξιδεύουμε στην Ανατολική Ευρώπη.

Μου δίνει νέες ιδέες και έμπνευση, και είναι πραγματικά κατάφαση της ζωής.

Θα περιγράφατε γενικά το βίωμα της μουσικής από την θέση των ακροατών, ερμηνευτών και δημιουργών ως κάτι νομαδικό - νομαδικό όπως είναι και οι δικές σας επιρροές και αναφορές;

Παραμένει η ενασχόλησή σας με τη μουσική ένα «δονκιχωτικό» εγχείρημα;

(J.B.) Είναι δύσκολο να μη λειτουργείς νομαδικά, αν ερωτευτείς τα ρεμπέτικα. Τότε είναι λογικό να εξερευνήσεις την υπόλοιπη Ελλάδα: Κρήτη, Ήπειρο και ούτω καθεξής... Σίγουρα η επιρροή της ελληνικής μουσικής εκτείνεται σ’ όλα τα Βαλκάνια.

Η ιδέα να ακούω μόνο ένα τμήμα της βαλκανικής μουσικής, η οποία έχει να κάνει με πολιτικούς διαχωρισμούς σ’ έναν χάρτη, μού φαίνεται εξαιρετικά στενόμυαλη.

To Σάββατο 19 Οκτωβρίου επιστρέφετε στην Αθήνα για μια ξεχωριστή συναυλία στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου. Αντιλαμβάνεστε την Ελλάδα ως ένα από τα πολιτιστικά/μουσικά «λίκνα» σας;

Και πόσο ιδιαίτερο είναι για σένα να παίζεις όντως σε μια εκκλησία;

(J.B.) Η ελληνική μουσική είναι εξαιρετικά σημαντική για ολόκληρη την περιοχή. Είναι αδύνατο να μεγαλοποιήσεις την επιρροή της σε μέρη όπως η Ρουμανία. Σίγουρα είναι «λίκνο», μαζί με την αδερφική σας μουσική στην Τουρκία.

Ευχαριστώ θερμά τον Jeremy Barnes και την Heather Trost -αλλιώς και A Hawk and a Hacksaw- για τον χρόνο που μου διέθεσαν εν μέσω μιας πυρετώδους βρετανικής τουρνέ.

Ευχαριστώ -εξατομικευμένα- τον Jeremy και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του ντουέτου που συνοδεύει το κείμενο.

Οι A Hawk and a Hacksaw εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου (Φιλελλήνων 27, Αθήνα), 21:00.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου