Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Νικολέτα Λεούση: «To σινεμά ως μέσο πρέπει, θεωρώ, να είναι παιδική χαρά»

 

Νικολέτα Λεούση (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το σινεμά ως μέσο έκφρασης συναντιέται με το λεωφορείο ως μέσο μεταφοράς στην Άσκοπη μετακίνηση της Νικολέτας Λεούση, μιας από τις ευφυέστερες, πιο πρωτότυπες και προσωπικές ταινίες του φετινού Φεστιβάλ Δράμας.

Η Άσκοπη μετακίνηση συνεχίζει να μετακινείται φεστιβαλικά (επόμενες στάσεις κινηματογράφος Ίριδα και ΦΚΘ), κι εμείς συναντιόμαστε με την σκηνοθέτρια.

Γιατί προβληματιζόσουν ως προς το κατά πόσο θα σου «έβγαινε» η Άσκοπη μετακίνηση, η πιο πρόσφατη μικρού μήκους δουλειά σου, η οποία κέρδισε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ. στο 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας;

Ήθελα πολύ ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση της πίεσης που ένιωθα τα προηγούμενα χρόνια.

Πίεση να «βγάλεις» κάτι συγκεκριμένο;

Πίεση να «βγάλω» κάτι, κατ’ αρχάς. Δεν μπορούσα, όμως, να γράψω μυθοπλασία. Συνέθετα κάτι, κι έπειτα το παρατούσα.

Έθεσα, λοιπόν, στον εαυτό μου ορισμένα ερωτήματα: «Τι είμαι, αν δεν κάνω ταινίες καθώς περνούν τα χρόνια; Μπορώ ακόμα να λέω ότι είμαι σκηνοθέτρια; Είμαι διατεθειμένη να ζήσω με την ιδέα πως μπορεί να μην το αγαπάω πια;»

Όλα ξεκίνησαν, επομένως, σαν ένα τεστ, μια επιστροφή στα πολύ βασικά. Εξάλλου, έγινα σκηνοθέτρια επειδή έπαιρνα το λεωφορείο!

Πρόκειται για μια από τις πιο πρωτότυπες συνδέσεις κινηματογράφου και μέσων μαζικής μεταφοράς που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Ήμουν φοιτήτρια πια όταν αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτρια, σε μια περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιούσα τα λεωφορεία καθημερινά και ταυτόχρονα ονειροπολούσα, σκεπτόμενη τις ζωές των ανθρώπων και «σκηνοθετώντας» τα πλάνα μου απ’ το τζάμι.

Άρχισα ν’ ανακαλύπτω τον κινηματογράφο απ’ τα δεκαπέντε μου μέσα από βιντεοκασέτες. Ως φοιτήτρια παρακολουθούσα ό,τι κυκλοφορούσε. Δεν υπήρχε, ωστόσο, κάποια επιρροή από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον.

Λόγω, επομένως, αυτών των ερωτημάτων είχε η Άσκοπη μετακίνηση αυτόν τον τόσο προσωπικό χαρακτήρα - τόσο σε καθαρά υπαρξιακό επίπεδο όσο και μέσα απ’ την φυσική παρουσία πολλών ανθρώπων απ’ το οικογενειακό περιβάλλον σου.

Πώς είναι να κινηματογραφείς τους ανθρώπους σου, μεγάλους και μικρούς;

Ήταν πολύ ευχάριστη εμπειρία.

Ο πατέρας του συντρόφου μου πάσχει από άνοια, γι’ αυτό και αγωνιούσα πώς θα λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός γυρίσματος. Ο ίδιος, όμως, βίωσε την διαδικασία σαν παιχνίδι. Έβλεπα πόσο του άρεσε, οπότε ξεθάρρεψα κι εγώ και του ζητούσα πράγματα.

Η μαμά μου έχει παίξει σ’ όλες μου τις ταινίες. Κατά βάθος, θεωρώ ότι θα ήθελε να έχει ασχοληθεί με κάτι καλλιτεχνικό, αλλά καθώς προερχόταν απ’ την εργατική τάξη, δούλευε από μικρή και ουδέποτε είχε την άνεση να εκφράσει μια τέτοια φιλοδοξία.

Όταν παίζει, ντρέπεται, αλλά το ευχαριστιέται!




Η κορούλα;

Θέλει να ξανακάνουμε φιλμ! Παιδικό, όμως. Είδε την Άσκοπη μετακίνηση σαν παιχνίδι.

Κι εκείνη. Άρα αυτή πρέπει να ήταν αίσθηση του συνόλου των συντελεστών/συντελεστριών, πως πρόκειται για ένα ευφάνταστο φιλμικό παιχνίδι.

Υπήρχε, βέβαια, κι η απορία για το τι θα προέκυπτε από όσα τους έβαζα να κάνουν. «Θα το δείτε μετά», τους έλεγα.

Είναι η έξυπνη «αλαφράδα» της ταινίας ένα προσχεδιασμένο ή απροσχεδίαστο «αντίδοτο» στον συνολικό ζόφο;

To σινεμά ως μέσο πρέπει, θεωρώ, να είναι παιδική χαρά. Αυτή η χαρά -θέτοντάς το κάπως χοντροκομμένα- μπορεί να είναι μια πράξη αντίστασης. Και συνιστά τον τρόπο μου να προσεγγίζω τα όσα συμβαίνουν.

Άρα όσο πιο ζοφερή είναι η κοινωνικοπολιτική κατάσταση, τόσο πιο έξυπνα ανάλαφρες μπορεί να γίνονται οι δικές σου δουλειές;

Μακάρι! Τι μπορώ να εισφέρω στο κοινωνικό σύνολο; Να μοιραστώ χαρά, ελπίδα, δύναμη, κουράγιο.

Και στις 37 μέρες, ένα φιλμ που γραφόταν στην διάρκεια των Μνημονίων πολύ πριν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ένιωθα την ανάγκη να υπάρχει μια ηρωίδα η οποία αντιστέκεται σε σημείο τρέλας κι η πίστη στο ότι κάτι καλό μπορεί να συμβεί, και να ξεκινά από εμάς.

Δε θα έκανα ποτέ μια ταινία μ’ έναν χαρακτήρα που δε συμπαθώ. Δε θεωρώ, εξάλλου, πως υπάρχει ο απόλυτα κακός χαρακτήρας.




Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής διερώτηση για τα κίνητρα και τους στόχους του -ακόμα και, ενίοτε, η αυτοαμφισβήτηση- είναι απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου εμπλεκόμενου σε μια δημιουργική διαδικασία.

Δεν έχει νόημα ν’ ασχολείσαι με κάτι αν δε σε «καίει» ή αν δε θέλεις να ανακαλύψεις κάτι μέσα απ’ αυτό.

Τι σε «καίει» πιο πολύ; Ή εξαρτάται και απ’ την φάση ζωής στην οποία κάθε φορά βρίσκεσαι; Σίγουρα, πάντως, οι δουλειές σου εγγράφονται σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.

Μόλις γέννησα, βίωσα ένα σοκ σε σχέση με το τι σημαίνει να έχεις παιδί στην σημερινή Ελλάδα. Δε γίνεται, όμως, να νοιαστείς για το παιδί σου, αν δε σε νοιάζει ο κόσμος και τα παιδιά των άλλων.

Και δε γίνεται ν’ αφηγηθείς μια ιστορία αποκομμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο. Πρέπει από πριν να βασίζεσαι στους ανθρώπους και να συνεχίσεις να το κάνεις και μετά.

Ξεφεύγοντας από το εγχώριο καλλιτεχνικό-κινηματογραφικό πεδίο, ποια είναι η γνώμη σου για καλλιτεχνικά έργα τα οποία φαίνεται να είναι αποσυνδεδεμένα από την όποια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα;

Όσον αφορά στην Ελλάδα αυτό οφείλεται στην μεγάλη δυσκολία της δημιουργίας τους.

Ένας γενικότερος λόγος σχετίζεται με την κουλτούρα του να είσαι ο καλύτερος. Οι δημιουργοί δε σκέφτονται την απήχηση που θα έχουν στον θεατή, αλλά στα φεστιβάλ.

Εδώ εμπλέκεται η βιομηχανία, ένας πολύ δυνατός μηχανισμός - και παντοδύναμος έναντι των πεινασμένων για ταινίες νεότερων Ελλήνων/Ελληνίδων σκηνοθετών/σκηνοθετριών.

Και προϋπόθεση να προβληθεί σε πολλά φεστιβάλ είναι να δομείται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Σαν να ακολουθείται μια συνταγή, μέσα και από το «στρώσιμο» των σεναρίων στα labs, οπότε κόβονται όλα τα ρίσκα. Πολλά από αυτά κόβονται ήδη απ’ το μυαλό του σκηνοθέτη. Θα σκεφτεί, άρα, μια ιστορία που δεν έχει κάποια ρίσκα.

Για μένα, πάντως, είναι συνυφασμένη η καλλιτεχνική δημιουργία και με την ανάληψη -ενίοτε- ρίσκων.

Αυτό έχει να κάνει και με μια γενικότερη νοοτροπία.

Όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε στην ημέρα μας, μπορεί να επιλέξουμε κάτι το οποίο δεν εμπεριέχει πολύ ρίσκο. Υπάρχει το κυνήγι της ασφάλειας. Πόσο χρόνο θα διαθέσουμε σε μια φιλία; Πιο σπάνια συμβαίνει πια.

Κατά συνέπεια γίνονται και οι ταινίες πιο δειλά, πιο προστατευμένα, έτσι ώστε να μην τσακωθούμε με το κοινό. Εφόσον το καταφέρεις, η βιομηχανία σε βοηθάει και σε επιβραβεύει.

Ως θετικός άνθρωπος, ωστόσο, θεωρώ ότι αυτή η κατάσταση δε θα κρατήσει πολύ, πως θα δημιουργηθεί ένας κινηματογραφικός κόσμος ο οποίος θα κάνει πράγματα πιο κοντά σ’ αυτό που ζούμε - και το κοινό θ’ ανταποκριθεί θετικά, αν έρθει σ’ επαφή μ’ αυτά.

Παίζει ρόλο και η επιλεγόμενη -υβριδική- φόρμα;

Θα ήθελα να επαναλάβω ένα φιλμ το οποίο είναι λίγο ντοκιμαντέρ και λίγο στημένο παιχνίδι. Προσφέρει ελευθερία.

Αν αρχίσεις να μιλάς την γλώσσα της ελευθερίας στα πρώτα λεπτά μιας ταινίας, ο θεατής καταλαβαίνει πώς θα πορευτείς, και μετά μπορείς να κάνεις ό,τι θες.

Ακόμα και μια μεγάλου μήκους δουλειά αντίστοιχη στιλιστικά;

Νομίζω πως μπορεί να γίνει. Με micro budget, βέβαια, όπως και η Άσκοπη μετακίνηση.

Μέσα από αυτήν αισθάνομαι, πάντως, ότι ανακάλυψα πως αγαπώ το σινεμά, ότι υπάρχει δρόμος και θα τον φτιάξω εγώ, χωρίς να ζητήσω άδεια και να νιώθω την υποχρέωση πως πρέπει όλα να πάνε καλά.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, κάποια ανταμοιβή σ’ αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα. Πάντα θα ξεκινάς απ’ την αρχή. Άσκοπη μετακίνηση, όμως, δεν είναι. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ν’ ακολουθείς τον σκοπό σου.

Η ταινία της Νικολέτας Λεούση Άσκοπη μετακίνηση έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο πλαίσιο του Εθνικού Διαγωνιστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου κέρδισε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ.

Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου προβάλλεται στον κινηματογράφο Ίριδα (Ακαδημίας 55), 19:00-21:00.

Κατόπιν, ταξιδεύει στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου