Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Ευάγγελος Βογιατζής: «Ο κίνδυνος να ενστερνιστείς τη ‘μανιέρα’ στο θέατρο είναι ορατός»

 

Ευάγγελος Βογιατζής (Φωτογραφία: Φάνης Παυλόπουλος)

Ο ανέκδοτος μονόλογος του πρόωρα χαμένου Βαγγέλη Ρωμνιού, Το Κήτος, που, με αφορμή την παχυσαρκία στοχάζεται πάνω στο κοινωνικό στίγμα, ζωντανεύει μέσα από το ανέβασμα του Ευάγγελου Βογιατζή, ο οποίος και πρωταγωνιστεί.

Συζητώντας με τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή. Ο κύκλος παραστάσεων του Κήτους ολοκληρώνεται την Κυριακή 2 Ιουνίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν».

Ανακαλύπτοντας και διαβάζοντας το θεατρικό έργο του Βαγγέλη Ρωμνιού Γαστρονομικές Κτηνωδίες/ Το Κήτος, με ποια έννοια, ποιους τρόπους και σε ποιο βαθμό ένιωσες ότι σε αφορά, ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη/ηθοποιό/σκηνοθέτη;

Πρόκειται για ένα έργο το οποίο συνθέτει ένα πολυδιάστατο πορτρέτο του βαθέως πόνου και της ελπίδας.

Σε ανθρώπινο επίπεδο, αντιλαμβάνομαι το Κήτος ως όλες εκείνες τις φοβίες που συνιστούν ανάχωμα στην προσωπική εξέλιξη και διεκδίκηση των θέλω μας.

Με την ιδιότητα του καλλιτέχνη εν γένει, το θεωρώ ως μια εξαιρετική αφορμή και ευκαιρία να φωτίσω την ισχυρή οξυδέρκεια πίσω από τις λέξεις αυτού του έργου, με όχημα την ειλικρίνεια και τον σεβασμό στον δημιουργό του.

«Το ‘Κήτος’ δεν είναι ένα έργο για την παχυσαρκία. Είναι ένα έργο που με αφορμή την παχυσαρκία μάς καλεί [...] να αναζητήσουμε τι είναι αυτό που προκαλεί και διαιωνίζει το κοινωνικό στίγμα», επισημαίνεται στο Δελτίο Τύπου.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που «προκαλεί και διαιωνίζει το κοινωνικό στίγμα»; Ο φόβος απέναντι στο «διαφορετικό»; Η ευγονικού τύπου αποθέωση τον νεανικού, καλλίγραμμου, σφριγηλού κορμιού στον καπιταλισμό; Κάτι άλλο;

Θα έλεγα πως είναι πολυπαραγοντικό το ζήτημα:

Από τη μία συντρέχουν τα Μ.Μ.Ε., με τη συνεχή προβολή ιδανικών σωματοτύπων, που ενισχύει την αντίληψη ότι το καλλίγραμμο σώμα είναι το αποδεκτό.

Είναι και τα πολιτισμικά πρότυπα, τα οποία προωθούν τη λεπτότητα ως την υποδειγματική σωματική κατάσταση.

Από την άλλη, οι κοινωνικές προκαταλήψεις δρέπουν δάφνες, αφού συχνά παρουσιάζουν τα άτομα με παχυσαρκία ως τεμπέληδες ή με έλλειψη αυτοπειθαρχίας.

Επίσης και οι οικονομικοί παράγοντες, με τη διαφήμιση προϊόντων αδυνατίσματος και τη βιομηχανία της μόδας που επωφελούνται από την επιδίωξη του «τέλειου» σώματος.

Έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση, τμήμα του κοινού εγκωμιάζει την κωμική σου «φλέβα». Άλλοι θεατές, όπως εγώ, ελκύονται περισσότερο από τις πιο δραματικές, «υπόκωφες» πτυχές της ερμηνευτικής σου προσέγγισης.

Εσύ, αισθάνεσαι εξίσου οικεία εντός του πλαισίου της κωμωδίας και του δράματος;

Αντιμετωπίζω αμφότερα είδη ως εκείνα που εξετάζουν την ανθρώπινη εμπειρία και τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των χαρακτήρων.

Αυτό που με ελκύει είναι ο τρόπος που μπορούν να έχουν βαθιές κοινωνικές, πολιτικές ή φιλοσοφικές αναφορές, τολμώντας να πω ότι το ένα εμφιλοχωρεί στο άλλο και αντίστροφα, κάνοντάς με να αισθάνομαι εξίσου άνετα και δημιουργικά

Πώς δούλεψες τον χαρακτήρα του Κήτους, κινησιολογικά και φωνητικά, ώστε να μην εκφυλιστεί σε μια προβλέψιμη καρικατούρα;

Με τη μέθοδο του «no acting». Θεώρησα πως αν έμπαινα στη διαδικασία χτισίματος μιας περσόνας τότε θα έβγαινε ακριβώς αυτό, μια προβλέψιμη καρικατούρα.

Πόσο ορατός είναι ο κίνδυνος της υιοθέτησης μιας «μανιερίστικης» ερμηνευτικής προσέγγισης του εκάστοτε ρόλου και πώς, τελικά, ξεπερνιέται;

Ο κίνδυνος να ενστερνιστείς τη «μανιέρα» στο θέατρο είναι ορατός, κατά κόρον όταν οι ηθοποιοί προσεγγίζουν έναν ρόλο στιλιζαρισμένα, με εκφράσεις και κινήσεις που δεν ανταποκρίνονται στη φυσικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Σκέφτομαι ως τροχοπέδη σε αυτό το φαινόμενο, τη συνθήκη στην οποία οι ηθοποιοί θα αναζητούν την αυθεντικότητα στην ερμηνεία τους, σε συνδυασμό με την ουσιαστική κατανόηση του χαρακτήρα που ερμηνεύουν.

Το κείμενο είναι διαποτισμένο από έναν λυτρωτικό αυτοσαρκασμό, ο οποίος ωστόσο ουδέποτε εκπίπτει σε αυτολύπηση. Ποια, κατά τη γνώμη σου, είναι η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τον αυτοσαρκασμό από την αυτολύπηση;

Ο αυτοσαρκασμός στο κείμενο έρχεται απελευθερωτικά με στόχο τη δημιουργία σύνδεσης και επαφής με τον θεατή, χωρίς, όμως, να θέσει στο επίκεντρο αρνητικά συναισθήματα.

Η αποδοχή και η κατανόηση της πνευματικής και σωματικής κατάστασης του ήρωα του έργου λειτουργεί κατασταλτικά στην αυτολύπηση και τον οίκτο.




(Αυτό)σαρκαστικά, αλλά -ευτυχώς- όχι και εξυπνακίστικα, υπήρξαν και τα εισαγωγικά σου «σχόλια» απέναντι στο κοινό τη μέρα που παρακολούθησα την παράσταση.

Tι σηματοδοτεί η επικοινωνία σου μ’ αυτό και πόσο ανατροφοδοτική είναι; Είσαι δεκτικός στην κριτική;

Η άμεση επικοινωνία με τους θεατές δημιουργεί ένα ζωντανό πεδίο: αισθάνονται μέρος της παράστασης κι έχουν μια πιο ενεργό συμμετοχή στο γεγονός του θεάτρου.

Η εμπλοκή μου φέρει μια συναισθηματική ειλικρίνεια και ευαισθησία στο κοινό, επιτυγχάνοντας -ελπίζω- μια μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ μας.

Από αυτή τη διαδικασία προκύπτουν πυρηνικά ζητήματα: η κριτική μπορεί να προσφέρει πολύτιμη ανατροφοδότηση και συμβάλλει στην επαγγελματική μου ανάπτυξη.

Ο διάλογος και η επικείμενη ανταλλαγή σχολίων και απόψεων διαμορφώνει μια πιο συνεκτική και δημιουργική κοινότητα στον κόσμο του θεάτρου, η οποία και με αφορά ιδιαιτέρως.

Έκανες μάλιστα μνεία στον σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, εν ζωή εγχώριο θεατρικό σκηνοθέτη, τον Θεόδωρο Τερζόπουλο. Πού συνίσταται η εκτίμησή σου στο πρόσωπό του;

Το θεατρικό φαινόμενο που ονομάζεται Θεόδωρος Τερζόπουλος, με τη διεθνή του αναγνώριση έχει αναδυθεί σε σπουδαία μορφή του ελληνικού και παγκόσμιου θεατρικού στερεώματος.

Το θέατρό του είναι ένα αμιγώς σωματοκεντρικό θέατρο, συντάσσοντας έναν σκηνικό λόγο με πρωταγωνιστή το σώμα.

Ο κ. Τερζόπουλος εμμένει στην ευάλωτη και φθαρτή υλικότητα του ανθρώπινου σώματος, κάτι που ως καλλιτέχνη με τροφοδοτεί με έμπνευση και απέραντο σεβασμό.

Καίριας σημασίας υπήρξε η ενσωμάτωση της μουσικής του Σταμάτη Κραουνάκη στο σκηνικό ανέβασμα του Κήτους. Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι’ αυτή τη συνεργασία;

Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι πρωτίστως ένας πραγματικά σπουδαίος άνθρωπος, αυτόματα αυτό τον κάνει ακόμα μεγαλύτερο καλλιτέχνη.

Mόλις τον προσέγγισα για το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν πραγματικά ανοιχτός και το αγκάλιασε κατευθείαν, αρχικά με χιούμορ και μετά με ευαισθησία.

Αυτό που με εξέπληξε ευχάριστα είναι το ενδιαφέρον που δείχνει, σαν γονέας τολμώ να πω, συνολικά στην παράσταση.

Aκόμα και τώρα, μου στέλνει μηνύματα στα οποία δε με ρωτά τι μου λένε οι θεατές για τα τραγούδια του ή αν έχουμε αρκετό κόσμο, αλλά πώς πήγα.

Είναι για σένα η θεατρική πράξη μιας διαδικασία διαρκούς αυτοεξερεύνησης, αυτοανακάλυψης, εμβάθυνσης και, ίσως, αυτοαναίρεσης;

Μέσω των εκάστοτε ρόλων που προσεγγίζω, εξερευνώ τις διάφορες πτυχές του εαυτού μου και τον κατανοώ περισσότερο, τον απενοχοποιώ και τον βελτιώνω.

Η εμβάθυνση μέσα από την ενσάρκωση ενός ρόλου με οδηγεί σε νέες αντιλήψεις, ευρήματα, συνειδητοποιήσεις και γνώση.

Η αυτοαναίρεση είναι μια μαγική διαδικασία: το θέατρο προσφέρει, για μένα, τον χώρο στον οποίο ως καλλιτέχνης έχω τη δυνατότητα να ανακαλύψω νέους τρόπους έκφρασης και να αμφισβητήσω, την ίδια στιγμή, αντιλήψεις και προσδοκίες μου.

Η αυτοαναίρεση έρχεται με συνέπεια, αναθεωρώντας τις προηγούμενες προσεγγίσεις και αναζητώντας καινούριες εναλλακτικές που θα με εξυπηρετούν και θα ταιριάζουν καλύτερα στον χαρακτήρα και τη δουλειά μου.

Τέλος, τι είδους ρόλους θα ήθελες -ή αισθάνεσαι έτοιμος- να ενσαρκώσεις στο μέλλον;

Δεν ξέρω πότε αισθανόμαστε πραγματικά έτοιμοι να ενσαρκώσουμε κάποιους ρόλους, με σιγουριά μπορώ να πω πως θα ήθελα αυτούς που, συνδυαστικά με όσα αναφέρω παραπάνω, θα με δυσκολέψουν πιο πολύ.

Η παράσταση Κήτος σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Ευάγγελου Βογιατζή παρουσιάζεται μέχρι και την Κυριακή 2 Ιουνίου στο Θέατρο Τέχνης «Καρόλου Κουν»-Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα), στις 21:00.



Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Maustetytöt: «Αν βιώνεις φόβους, γράφεις τραγούδια»

 

Maustetytöt (Φωτογραφία: Aki Roukala)

Το γνωρίσαμε μέσα από την ανεπανάληπτη εκτέλεση ενός τραγουδιού του στην αριστουργηματική ταινία του αγαπημένου Φινλανδού σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι, Πεσμένα φύλλα.

Ο λόγος για τo εξαιρετικό φινλανδικό ποπ ντουέτο Maustetytöt (Anna και Kaisa Karjalainen), που έρχεται στην Αθήνα για την πρώτη ελλαδική του συναυλία στις 31 Μαΐου. Συνομιλώντας με τις αδερφές Karjalainen.

Πώς διαχειρίζεστε την αυξημένη δημοφιλία σας μετά την δημιουργική συνεργασία σας με τον παντοδύναμο και αξιαγάπητο Άκι Καουρισμάκι στα αριστουργηματικά Πεσμένα φύλλα;

Kaisa Karjalainen: Κατ’ αρχάς σ’ ευχαριστούμε που μας προσκάλεσες σ’ αυτήν την κουβέντα. Βρισκόμαστε στη Λαπωνία αυτήν την στιγμή και δεν αισθανόμαστε καθόλου διάσημες!

Είναι, ωστόσο, περίεργο που, όπως μαθαίνουμε, ο ρυθμός προπώλησης των εισιτηρίων για την ευρωπαϊκή μας περιοδεία είναι πολύ καλός.

Είναι, επίσης, περίεργο που οι ατζέντηδες και τα κλαμπ θέλουν να μας κλείσουν για εμφανίσεις. Ελπίζω να έχουμε κάποιο κοινό όταν παίξουμε στην Αθήνα!

Δεν είναι, πάντως, κάπως ειρωνικό το ότι, αν και έχετε κυκλοφορήσει τρία άλμπουμ κι ένα ΕΡ, χρειάστηκε να συνεργαστείτε μ’ έναν διάσημο σκηνοθέτη, ώστε να γίνετε πιο γνωστές διεθνώς;

Αnna Karjalainen: Στόχος μας δεν ήταν να έχουμε επιτυχία, πόσο μάλλον εκτός Φινλανδίας. Ούτε καν όταν ενεπλάκημεν στην ταινία του Άκι δεν πιστεύαμε πως θα προσελκύαμε τόση προσοχή.

Είμαστε, πάντως, πολύ ευτυχισμένες γι’ αυτήν την συνεργασία, καθώς είμαστε μεγάλες φαν του.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας φιλμ του Καουρισμάκι - αν μπορείτε να επιλέξετε μόνο ένα; Προσωπικά αγαπώ την μεγάλη πλειονότητά τους.

Kaisa: Είναι πολύ δύσκολο να επιλέξω ένα αγαπημένο, αλλάζει διαρκώς. Μου αρέσουν οι πρώιμες δουλειές του, όπως το Έγκλημα και τιμωρία ή το Άριελ.

Θα ανέφερα κι εγώ το Έγκλημα και τιμωρία, μιας και δεν προβάλλεται στους κινηματογράφους τόσο συχνά.

Κaisa: Αγαπώ, όμως, και το Λιμάνι της Χάβρης. Είναι πολύ όμορφο.

Εσύ, Anna;

Anna: Είναι και για μένα δύσκολο να διαλέξω. Ωστόσο, στην ενήλικη ζωή μου έχω καταλήξει στο Σκιές στον παράδεισο. Για μένα αποτέλεσε ως ταινία σημείο καμπής.

Κατά την γνώμη μου, η μουσική σας «παντρεύεται» ιδανικά με τα Πεσμένα φύλλα σε επίπεδο περιεχομένου, πλαισίου, αισθητικής, αξιών.

Νιώθετε πως κατοικείτε σ’ ένα παρόμοιο «σύμπαν» μ’ εκείνο του συγκεκριμένου φιλμ από δημιουργικής πλευράς;

Kaisa: Ίσως και να έχουμε επηρεαστεί από τις ταινίες του Άκι, μιας και τις έχουμε παρακολουθήσει τόσο πολύ, αλλά είναι πολύ δύσκολο να πούμε αν η μουσική μας ταιριάζει στο συγκεκριμένο φιλμ, καθώς την ακούμε με διαφορετικό τρόπο.

Όταν ακούς την ίδια σου την μουσική, δεν ταιριάζει πουθενά.

Ταιριάζει μονάχα στο δημιουργικό σου όραμα.

Kaisa: Ακριβώς. Αλλά χαιρόμαστε όταν μας λένε ότι ταιριάζει στην συγκεκριμένη ταινία.

Anna: Πριν δούμε το φιλμ ήμασταν τρομοκρατημένες μήπως η μουσική μας που περιλαμβάνεται σ’ αυτό το κατέστρεφε. Ήταν δύσκολο να φανταστούμε ένα τραγούδι μας στο πλαίσιο μιας ταινίας.

Ήταν η πρώτη φορά που κάποια σύνθεσή σας ή μια ζωντανή εκτέλεση σύνθεσής σας περιλαμβάνεται σε φιλμ;

Kaisa: Στην πραγματικότητα η μουσική μας έχει χρησιμοποιηθεί σε δύο φινλανδικές ταινίες μέχρι στιγμής. Αλλά είναι η πρώτη φορά που την εκτελούμε ζωντανά στο πλαίσιο ενός φιλμ.

Επομένως, υπήρξατε και λίγο ηθοποιοί, εκτός από μουσικοί, συνθέτριες και τραγουδίστριες. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Βρίσκετε ομοιότητες στο να υποδύεστε κάτι ενόσω τραγουδάτε ζωντανά - και αντιστρόφως;

Kaisa: Δεν υποδυθήκαμε κάποιον ρόλο. Απλώς παίξαμε μουσική, όπως το κάνουμε πολλές φορές μέσα στην εβδομάδα. Οπότε δεν ένιωθα σαν να παίζαμε ως ηθοποιοί.

Οι στίχοι σας είναι αποκλειστικά στα φινλανδικά. Έχετε σκεφτεί ποτέ να τους γράψετε και σ’ άλλη γλώσσα -στ’ αγγλικά για παράδειγμα-, ή να εκτελέσετε συνθέσεις σας λάιβ και στα αγγλικά;

Anna: Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις καλούς στίχους σε γλώσσα άλλη από την μητρική σου. Ο καλύτερος τρόπος χρήσης της γλώσσας έγκειται στην χρήση της δικής σου γλώσσας.

Kaisa: Δε νομίζω πως οι στίχοι μας θα ήταν καλοί αν τους γράφαμε στα αγγλικά. Ίσως αυτό κατέστρεφε τα πάντα!

Η μη κατανοησιμότητα των στίχων προσφέρει περισσότερες δυνατότητες ερμηνείας από την πλευρά του ακροατή/της ακροάτριας. Ή, ίσως, απλώς ακολουθείς την διάθεση την οποία η κάθε σύνθεση σού υποβάλλει.

Με ποιους θεματικούς άξονες καταπιάνεστε συνήθως;

Kaisa: Τα περισσότερα τραγούδια μας καταπιάνονται με συναισθήματα, με το να νιώθεις άσχημα, με την μιζέρια.

Ένα-δυο τραγούδια μας αφορούν στην φύση και την κλιματική αλλαγή. Άλλα τόσα έχουν να κάνουν με τον πόλεμο και την μετανάστευση.

Αν και -με εξαίρεση μερικές σκόρπιες λέξεις- δε γνωρίζω φινλανδικά, τα τραγούδια σας μού ακούγονται αρκετά σοβαρά.

Kaisa: Δεν είχαμε σκοπό να είναι, αλλά είναι.

Συναρπαστικό αυτό, αν σκεφτούμε πως η ποπ μουσική -στην οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν οι συνθέσεις σας- συχνά θεωρείται ελαφριά, ρηχή κι εμπορική. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς την ποπ μουσική;

Anna: Ανέκαθεν πίστευα ότι η μουσική είναι ένας τρόπος ν’ ασχολείσαι με δύσκολα συναισθήματα.

Αν είσαι ευτυχισμένη και χωρίς προβλήματα, δε χρειάζεται να καταπιάνεσαι με τέτοια συναισθήματα.

Αν, όμως, βιώνεις φόβους ή συναισθήματα δύσκολα αντιμετωπίσιμα, γράφεις τραγούδια.

Είναι παλλόμενη η φινλανδική ποπ σκηνή;

Anna: Υπάρχουν πολλοί σαν εμάς, αλλά είναι δύσκολο να πω πόσοι. Είμαστε, πάντως, πιο απαισιόδοξοι/απαισιόδοξες, ως σκηνή, σε σχέση με άλλους καλλιτέχνες.

Kaisa: Αν ρωτήσεις το φινλανδικό κοινό, θα σου πουν πως είμαστε η πιο απαισιόδοξη και σοβαρή μπάντα στην Φινλανδία.

Η φινλανδική ποπ είναι ως επί το πλείστον η ίδια όπως και παντού.

Τι είδους μουσική ακούγατε μικρές;

Anna: Όταν ήμασταν παιδιά, το νούμερο ένα συγκρότημα ήταν οι Beatles. Μεγαλώνοντας, αρχίσαμε ν’ ακούμε παλιά φινλανδική μουσική. Αργότερα, ακούγαμε βρετανικά και βορειοαμερικανικά ποπ και ροκ συγκροτήματα από τα 60s και τα 70s.

Kaisa: Ακούγαμε την μουσική που άρεσε στον πατέρα μας, όχι εκείνη που άκουγαν οι φίλες κι οι φίλοι μας.

Όταν δίνετε συναυλίες στο εξωτερικό, ποιες είναι οι αντιδράσεις του κοινού;

Kaisa: Προς έκπληξή μας, οι περισσότερες μέχρι τώρα συναυλίες στο εξωτερικό ήταν sold out. Κάποιοι άνθρωποι είχαν έρθει από την άλλη άκρη μιας χώρας για να μας ακούσουν.

Σας αγχώνει αυτό;

Anna: Έχουμε περισσότερη νευρικότητα στο εξωτερικό, γιατί ξέρουμε ότι στην Φινλανδία στο κοινό των συναυλιών μας αρέσει η μουσική μας.

Όταν, όμως, βρισκόμαστε στο εξωτερικό, δεν είμαστε σίγουρες αν τους αρέσει η μουσική μας ή όχι.

Ευτυχώς, μετά τις συναυλίες έρχονται και μας λένε πως τους άρεσε αυτό που άκουσαν, αν και δεν κατάλαβαν τους στίχους.

Kaisa: Υπάρχει κανένας άνθρωπος στην Ελλάδα που να ακούει φινλανδική μουσική; Γιατί εμείς δεν έχουμε ποτέ ακούσει κάποιο ελληνικό συγκρότημα. Ας ελπίσουμε ότι θα έρθει κάποιος κόσμος στην συναυλία μας στην Αθήνα!

Ευχαριστώ θερμά τον Aki Roukala (Ιs This Art!) για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Οι Maustetytöt (Anna και Kaisa Karjalainen) εμφανίζονται λάιβ στο Gazarte-Ground Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι) την Παρασκευή 31 Μαΐου, 21:00.

Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Γιώργος Συμπάρδης: «Στα βιβλία μου δείχνω, δε λέω»

Γιώργος Συμπάρδης (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Ο Γιώργος Συμπάρδης αποτελεί έναν από τους πλέον «αθόρυβους», διακριτικούς και ολοκληρωμένους σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους. Αυτές του οι ποιότητες αποτυπώνονται και στα μυθιστορήματά του.

Συναντώντας τον στο πλαίσιο της 20ής ΔΕΒΘ. Η ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη Μέντιουμ, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη, προβάλλεται από τις 23 Μαΐου.

Nομική, σινεμά, λογοτεχνία: ποια είναι η χρονική αλληλουχία της ενασχόλησης είτε σπουδαστικής είτε εργασιακής είτε φαντασιωσικής με καθένα από αυτά τα πεδία;

Σινεμά δεν έκανα ποτέ, γιατί ήξερα ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο.

Έπειτα, λόγοι βιοποριστικοί με ανάγκασαν να κάνω τον δικηγόρο...

... Του διαβόλου.

Περίπου! Των εφοπλιστών, για την ακρίβεια, καθώς είχα σπουδάσει Ναυτικό Δίκαιο.

Όταν, όμως, θέλεις να ασχοληθείς με κάτι και να μιλήσεις γι’ αυτό, βρίσκεις τον τρόπο.

Κι έτσι οδηγηθήκατε στην γραφή.

Στην πεζογραφία.

Πόσα χρόνια μετά την έναρξη της ενασχόλησης με την δικηγορία;

Έγραφα από νέος χωρίς να εκδίδω. Πριν την κυκλοφορία του πρώτου μου μυθιστορήματος, του Μέντιουμ, δεν είχα δημοσιεύσει ή εκδώσει τίποτα. Ακόμα και το Μέντιουμ κυκλοφορήσε δύο-τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του.

Τι σας συγκρατούσε;

Δεν ήξερα αν θα συνέχιζα να γράφω - κι εφόσον συνέχιζα, αν θα εξέδιδα τα βιβλία μου. Το Μέντιουμ το είχαν διαβάσει αρκετοί φίλοι και τους είχε αρέσει.

Πριν αυτό, είχα γράψει ένα βιβλίο με σκέψεις και διηγήματα μικρότερης και μεγαλύτερης έκτασης, το οποίο κατέστρεψα.

Το Μέντιουμ, ωστόσο, βρήκε τον δρόμο του. Οι προτροπές τρίτων ή η δική σας ανάγκη οδήγησαν στην έκδοσή του;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Διαβάστηκε από μια καλή φίλη που το πρότεινε στον Κέδρο, ο Γιάννης ο Κοντός το ήθελε πάρα πολύ, κι έτσι συνέβη. Δε σκόπευα να χτυπήσω την πόρτα ενός εκδοτικού οίκου.

Είναι εντυπωσιακά ώριμο μυθιστόρημα για πρωτοεκδιδόμενο συγγραφέα.

Έπαιξε ρόλο η ύπαρξη του κατεστραμμένου βιβλίου, το οποίο ήταν ογκώδες. Μ’ αυτό είχε ξεκινήσει η ενασχόλησή μου με την γλώσσα και την έκφραση, με αυτά δηλαδή που απαιτεί η λογοτεχνία.

Ήσασταν αυτοδίδακτος.

Όλοι οι συγγραφείς είναι αυτοδίδακτοι. Η καλύτερη συμβουλή που μπορείς να δώσεις σε κάποιον που θέλει να γράψει είναι να διαβάζει. Κι εγώ είχα διαβάσει πολύ και πολλά. Και ποίηση.

Τι είδους;

Ήξερα όλη την γενιά του ’70. Εξακολουθώ να διαβάζω πολλή ποίηση.

Δε δοκιμαστήκατε και σ’ αυτό το πεδίο, πάντως.

Όλοι ως νέοι γράφουμε ποίηση. Η δικιά μου, όμως, δεν ήταν προς δημοσίευση.

Γενικά, είστε αυστηρός απέναντι σε ό,τι, εντέλει, επιδιώκετε να εκδίδετε ανά τα χρόνια;

Λέγεται πως είμαι ολιγογράφος. Μια φίλη, η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά, υποστηρίζει ότι είμαι αραιογράφος. Δε σπεύδω να εκδώσω, ούτε θεωρώ απαραίτητη την ανά δύο-τρία χρόνια παρουσία μου.

Πρέπει να γράφεις όταν έχεις κάτι να πεις και πιστεύεις πως αυτό αξίζει τον κόπο να εκδοθεί.




Στο Μέντιουμ αφηγήτρια είναι μια γυναίκα.

Υπήρξε μια ενδιαφέρουσα επιλογή, η οποία με δυσκόλεψε στην αρχή, αλλά κατόπιν η διαδικασία έρεε, από την πρώτη σελίδα.

Το θέατρο, άλλωστε, έχει δώσει την αυτονόητη λύση όσον αφορά στο αν μπορεί ένας άντρας συγγραφέας να μιλάει διά στόματος μιας γυναίκας.

Ας αναλογιστούμε τους χαρακτήρες της λαίδης Μάκβεθ ή της Ιουλιέτας στον Σέξπιρ ή τους γυναικείους χαρακτήρες των έργων του Τένεσι Ουίλιαμς.

Ο συγγραφέας είναι το μέντιουμ. Αν μπορεί να μπει στην θέση του ήρωα ή της ηρωίδας, μπορεί να γράψει. Αυτό ισχύει όσον αφορά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Στην τριτοπρόσωπη η ματιά αλλάζει.

Κατά τι διαφοροποιείται η δικιά σας ματιά ανάλογα με το πρόσωπο που χρησιμοποιείτε;

Είτε αποδεκτοί είτε όχι, υπάρχουν κώδικες τους οποίους μας έχουν διδάξει οι παλαιότεροι συγγραφείς. Τους υιοθετείς, κι είσαι εντάξει. Δεν ανακαλύπτεις κάτι καινούριο. Χρησιμοποιείς τα εργαλεία του επαγγέλματος.

Τα οποία, για να μπορείς να χρησιμοποιήσεις, χρειάζεται προηγουμένως να τα έχεις κατακτήσει.

Αυτό είναι αλήθεια. Κι ο τρόπος για να τα κατακτήσεις είναι να διαβάσεις τους προηγούμενους μάστορες. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος διαχείρισης του χρόνου από το διάβασμα.

Η βαθιά και λεπταίσθητη αποτύπωση των χώρων, δημόσιων και ιδιωτικών, χαρακτηρίζει τις δουλειές σας.

Έχω τον χώρο ολοζώντανο στο μυαλό μου, με την παραμικρή του λεπτομέρεια, ανεξαρτήτως τού αν περιγράφεται ή δεν περιγράφεται.

Εδώ διαπιστώνω μια σύνδεση με την κινηματογραφική γλώσσα: και το Μέντιουμ και η Πλατεία Κλαυθμώνος αποπνέουν μια κινηματογραφική ματιά.

Αυτή η ματιά είναι απόρροια των ταινιών που έχω δει. Εξακολουθώ, άλλωστε, να παρακολουθώ σινεμά. Και πολύ, μάλιστα.

Πιο έντονο είναι αυτό το στοιχείο στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Παίζει ρόλο το πιο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο;

Πιθανόν. Όλα κατονομάζονται πολύ πιο ρητά στην Πλατεία Κλαυθμώνος.

Ως εκ τούτου, πολύ περισσότερο συνδημιουργός στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο αναγνώστης, ο οποίος ξέρει πώς είναι η πλατεία Κλαυθμώνος, καθώς επίσης και άλλοι δρόμοι και γειτονιές του κέντρου που αναφέρονται.

Οι γωνιές, οι δρόμοι, οι γειτονιές που κατονομάζονται σάς σημάδεψαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και ως άνθρωπο;

Γεννήθηκα στην Ελευσίνα, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα έχω περάσει στην Αθήνα. Έχω ζήσει και σε πόλεις του εξωτερικού, αλλά δε θα τοποθετούσα την δράση των βιβλίων μου εκεί.

Δεν αισθάνεστε την οικειότητα του βιωμένου.

Ακριβώς. Άλλοι συγγραφείς μπορούν να το κάνουν. Δεν έχω αντίρρηση ως προς αυτούς, αλλά έχω σε σχέση με μένα.

Ξυπνάνε μνήμες από το παρελθόν όταν περνάτε σήμερα από κάποιον από όλους αυτούς τους τόπους/χώρους;

Ας πάρουμε ως παράδειγμα την πλατεία Κλαυθμώνος.

Κατά την περίοδο της Δικτατορίας υπήρξε τόπος προεκλογικών πολιτικών συγκεντρώσεων. Εκεί, είχα παρακολουθήσει ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου, του επονομαζόμενου και «Γέρου της Δημοκρατίας». Να μια πρώτη ανάμνηση.

Το τι συμβαίνει στη διάρκεια της Δικτατορίας αποτελεί μια δεύτερη ανάμνηση. Το τι συμβαίνει το 2000, μια τρίτη. Κάθε καινούρια ανάμνηση επικάθεται, λοιπόν, στις προηγούμενες.

Σαν παλίμψηστο.

Έτσι λειτουργούν οι χώροι, ξεκινώντας από τον λόγο για τον οποίο ονομάζονται όπως ονομάζονται.

Όταν, επομένως, περνάω από εκεί, σκέφτομαι όλες αυτές τις «στρώσεις». Κι έχω ζήσει αρκετά πράγματα.

Στο κέντρο της Αθήνας, κυρίως;

Η αγάπη μου για την Αθήνα αφορά στο κέντρο της. Αν ήταν δυνατόν, θα ήθελα να ζούσα είτε στην πλατεία Ομονοίας είτε στην πλατεία Συντάγματος.

Αρχικά έζησα στο Θησείο, μετά στην Πλάκα, μετά πάλι στο Θησείο και τώρα στα Πετράλωνα. Με τα πόδια κινούμαι.

Τι σας έχει αφήσει η Δικτατορία;

Μ’ ενδιέφερε ο πρώτος χρόνος της Δικτατορίας γιατί υπήρχε μια μουγκαμάρα. Δεν υπήρχε πραγματική αντίσταση, μονάχα μικροπράγματα, για τα οποία ωστόσο μαθαίναμε.

Προσωπικά, είχα λόγους να φοβάμαι: κατείχα βιβλία που δεν έπρεπε να κατέχω, έκανα παρέες που δεν έπρεπε να κάνω - όλη η παρέα μου ήταν αριστεροί άνθρωποι.

Ο περισσότερος κόσμος, όμως, ο οποίος δεν είχε κάποια ανάμιξη, δεν ένιωθε ότι είχε λόγο ν’ αντιταχθεί στην Δικτατορία αρχικά. Επικρατούσε, λοιπόν, ένα μούδιασμα τον πρώτο χρόνο, κι αυτό χαρακτηρίζει και τους ήρωές μου.

Πέρα από του μούδιασμα, ήθελα να αποτυπώσω και άλλες πραγματικές καταστάσεις, όπως τα όσα συνέβαιναν στα ουρητήρια της πλατείας Κλαυθμώνος. Ο αφηγητής συλλαμβάνεται εκεί χωρίς να έχει κάνει κάτι.

Η ενασχόληση με την ομοφυλόφιλη επιθυμία είναι ορατή τόσο στο Μέντιουμ -πιο υπαινικτικά- όσο και, πολύ πιο ξεκάθαρα, στην Πλατεία Κλαυθμώνος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία. Και στον Άχρηστο Δημήτρη, επίσης, παρότι δεν υπάρχει καποια σεξουαλική σχέση μεταξύ των δύο ηρώων, αν και συγκατοικούν.

Διακρίνω, πάντως, μια διακριτικότητα στην διατύπωση.

Και οι δύο ερωτικές σκηνές στην Πλατεία Κλαυθμώνος αποπνέουν την ίδια απουσία αισθημάτων ή αισθησιασμού.

Σαν να ψάχνεται σεξουαλικά ο αφηγητής.

Στην πραγματικότητα, ψάχνει να μάθει τι κάνουν οι γονείς του και ο εραστής της μητέρας του, δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τον εαυτό του. Σχεδόν τον αντιμετωπίζει σαν πειραματόζωο στο πλαίσιο της εξερεύνησης αυτής.

Η προαναφερθείσα διακριτικότητα οφείλεται στον τρόπο που προσεγγίζετε την γραφή γενικά;

Οφείλεται και σ’ αυτόν, αλλά και στην διάχυση της σεξουαλικότητας, πιο έντονη σήμερα, λιγότερο έντονη σε προηγούμενες περιόδους.

Πιο διάχυτη και πιο απενοχοποιημένη, καθώς πολύς κόσμος έχει καταπιεστεί πολύ βαθιά αποκρύπτοντας τον όποιο σεξουαλικό του προσανατολισμό και δυσκολεύεται -ακόμα και σήμερα- να εκφράσει την ερωτική του επιθυμία.

Η πολύχρονη καταστολή της ερωτικής επιθυμίας οδήγησε, μεταπολιτευτικά, σε μια αναμενόμενη και εύλογη υπεραντίδραση.

Εμένα, ωστόσο, δε μ’ ενδιέφερε να μιλήσω για την ομοφυλοφιλία στην Πλατεία Κλαυθμώνος.

Πράγματι. Από ένα σημείο και μετά, τερματίζεται κάθε σχετική αναφορά, διαψεύδοντας, ίσως, τυχόν προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού.

Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρουν οι συνέπειες της καταπίεσης. Είναι κοινό μυστικό ότι οι ομοφυλόφιλοι παντρεύονται με άτομα του αντίθετου φύλου. Κοινό μυστικό και η αμφιφυλοφιλία, η οποία καλά κρατεί.

Στην Πλατεία Κλαυθμώνος φαίνεται πως η μητέρα του αφηγητή έλκεται από τέτοιους ανθρώπους. Κι όμως, ζώντας σε ένα κοινωνικό περιβάλλον επιβεβλημένης απόκρυψης, κανένας δεν παραδέχεται τίποτα.

Αν και θα μπορούσε να υπαχθεί στην ΛΟΑΤΚΙ+ λογοτεχνία, η Πλατεία Κλαυθμώνος καταλήγει να είναι ακατάτακτο μυθιστόρημα. Έτσι το νιώθετε;

Σε κάποιους άρεσε πολύ, ενώ μια φίλη σταμάτησε την ανάγνωση μετά το πρώτο μέρος φοβούμενη για το τι θα συναντούσε παρακάτω. Αργότερα, πάντως, το ολοκλήρωσε.

Μοιάζει να απευθύνεται σ’ έναν σκόπιμα αδιευκρίνιστο αποδέκτη, τυχαίο κοινωνό μιας εξομολόγησης/μοιράσματος σε κάποιο παγκάκι.

Ο αναγνώστης είναι συνδημιουργός: κάθε βιβλίο ζωντανεύει όταν το ανοίγει ο αναγνώστης.

Στα βιβλία μου δείχνω, δε λέω, δεν εξηγώ. Ο αναγνώστης εξηγεί. Δε μ’ αρέσει η ρηματική λογοτεχνία, η λογοτεχνία που καθοδηγεί. Περιγράφω τι ζει και αντιμετωπίζει ο αφηγητής. Το ίδιο ζει κι αντιμετωπίζει ο αναγνώστης.

Είναι η μόνη λογοτεχνία την οποία μπορώ να υπηρετήσω. Αρνούμαι να επιβάλλω στον αναγνώστη αυτό που έχω στο μυαλό μου.

Επιστρέφω στην αρχή. Στο Μέντιουμ κυριαρχεί μια αίσθηση επικείμενου κινδύνου.

Η αναμονή για μια νέα ζωή, για την έλευση ενός νέου πλάσματος. Κι όμως, βιβλίο και ταινία τελειώνουν με την έλευση κάτι άλλου. Η Χριστίνα Ιωακειμίδη διατήρησε το ίδιο τέλος και στο φιλμ. Την ευχαριστώ γι’ αυτό!

Ο αναγνώστης έρχεται, λοιπόν, αντιμέτωπος μ’ αυτό το τέλος, και με μια ηρωίδα ακατάτακτη, μετέωρη σ’ όλη της την ζωή, που δεν ξέρεις τι θα κάνει.

«Τελειώνει ποτέ η παιδική μας ηλικία;» αναρωτιέται ο αφηγητής στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Τελειώνει; Τι λέτε;

Νομίζω πως όχι!

Η συνέντευξη με τον συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 20ής Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη (Εκδόσεις Μεταίχμιο) για την πολύτιμη συνδρομή της στην υλοποίησή της.

Τα μυθιστορήματα του Γιώργου Συμπάρδη Μέντιουμ και Πλατεία Κλαυθμώνος κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη Μέντιουμ, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο, προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 23 Μαΐου σε διανομή της Weird Wave.



Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Συνθετικοί: «Σ’ αυτούς τους καιρούς, δε μας παίρνει να μην είμαστε αισιόδοξοι»

 


Ένα από τα μακροβιότερα, πιο αγαπητά και δημιουργικά ανήσυχα εγχώρια σχήματα ηλεκτρονικής μουσικής, οι Συνθετικοί (Αποστόλης και Διονύσης Αυγερινός), επιστρέφουν στην Αθήνα το Σάββατο 25 Μαΐου για ένα -και μοναδικό- λάιβ.

Συζητώντας μαζί τους επί -σχεδόν- παντός του επιστητού.

Κατάγεστε από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς όπου και ζείτε, έχοντας περάσει πολλά -δημιουργικά- χρόνια στην Αθήνα. Μετάβαση από το (μεγάλο) αστικό κέντρο σ’ ένα πολύ μικρότερο, λοιπόν.

Γεννηθήκαμε στο Ληξούρι, μετακομίσαμε όμως σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου και πήγαμε γυμνάσιο και λύκειο. Στην Αθήνα μεγαλώσαμε.

Στον Πειραιά, εξάλλου, είχαμε το στούντιό μας, στο οποίο φτιάχναμε την μουσική μας ως Συνθετικοί.

Πού συχνάζατε;

Κυρίως στα Εξάρχεια, την εποχή κατά την οποία δεν είχαν παρακμάσει. Υπήρχε κουλτούρα και κυκλοφορούσαν άνθρωποι όλων των ιδεολογικών αντιλήψεων. Η παρακμή εμφανίστηκε με την εισαγωγή της πρέζας.

Στην παρέα μας, αν και ηλικιακά ήμασταν πολύ νεότεροι, είχαμε επαφές με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, την Κατερίνα Γώγου και λιγότερο με τον Νικόλα Άσιμο που εκείνη την περίοδο είχε ήδη κλειστεί στον εαυτό του.

Σταδιακά, έχει αλλάξει πολύ η Αθήνα, προς το χειρότερο. Και αναφερόμαστε στο κέντρο της.

Αυτό δε σημαίνει ότι δε μας λείπει. Έχουμε πολλά και καλά βιώματα από την πόλη. Γι’ αυτό και, κατά καιρούς, επιστρέφουμε.

Πώς βιώνετε το να μένετε στην Κεφαλονιά, τον τόπο καταγωγής σας, στο πλαίσιο της καθημερινότητας;

Έχουμε περισσότερο χρόνο ν’ ασχοληθούμε με την μουσική απ’ ό,τι είχαμε στην Αθήνα.

Κατά τ’ άλλα, κάνουμε ωραίες βόλτες παραλιακά κι έχουμε κάποιους καλούς φίλους. Το περιβάλλον είναι πολύ κλειστό βέβαια, καθώς πρόκειται για μικρή κοινωνία.

Ο κόσμος, πάντως, μάς αγαπάει λόγω της ενασχόλησής μας με την μουσική. Έτσι κι αλλιώς, η Κεφαλονιά έχει μουσική παράδοση. Δεν είναι τυχαίο πως στο Ληξούρι ιδρύθηκε η πρώτη Φιλαρμονική της Ελλάδας το 1836.

Οι παππούς μας, ο πατέρας μας, οι θείοι μας συμμετείχαν σ’ αυτήν είτε παίζοντας κιθάρα είτε τραγουδώντας.

Εσείς, αν και παραμείνατε στο πεδίο της μουσικής δημιουργίας, «ξεστρατίσατε» αρκετά όσον αφορά στο είδος των «ηχοτοπίων» που ως επί το πλείστον δημιουργείτε και εξερευνάτε.

Θέλαμε να φτιάξουμε κάτι δικό μας. Βέβαια, αυτό το οποίο αντιλαμβάνεσαι ως «δικό σου» κάπου «πατάει», θες δε θες. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.

Η κεφαλονίτικη παράδοση έχει, πάντως, περάσει σε ορισμένες συνθέσεις μας με μη συνειδητό τρόπο. Έχεις ακούσει τα Αυγουστιάτικα πρωινά ή το Φώτα μου, ήλιε μου;

Το δεύτερο το άκουσα περίπου δέκα φορές «σερί» χτες.

Έχει στοιχεία κεφαλονίτικης καντάδας.

Μου φαίνεται, ξέρετε, πως με την μελοποίηση του Λαπαθιώτη είναι σαν να επανασυνδέεστε, κατά κάποιον τρόπο, με το πιο λυρικό, «παραδοσιακό» κομμάτι του μουσικού σας εαυτού.

Δουλεύοντας πάνω στο συγκεκριμένο πρότζεκτ είχαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας να «πατήσουμε» στην παράδοση, χωρίς να την αντιγράφουμε.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε πως, αν ένας μουσικός ή ένας άνθρωπος της τέχνης γενικότερα δε δίνει το προσωπικό του «στίγμα», δεν μπορεί να είναι δημιουργικός. Αν αντιγράφει, το κάνει είτε από αδυναμία είτε για εμπορικούς λόγους.

Εμείς δεν ακολουθήσαμε καμιά από αυτές τις «οδούς». Ίσως γι’ αυτό δεν μπόρεσε το κοινό της εποχής ν’ αποδεχτεί την μουσική μας ως Συνθετικών. Η χρήση των ηλεκτρονικών οργάνων και των υπολογιστών θεωρείτο επίσης τότε κάτι σχεδόν μιαρό.

Εσύ προτιμάς τις δουλειές μας ως Συνθετικών ή την μελοποίηση του Λαπαθιώτη;

Μ’ ενθουσιάζει η πολυμορφία. Άλλη συγκίνηση αντλώ από την μελοποίηση του Λαπαθιώτη, αλλού με «ταξιδεύουν» οι ηλεκτρονικές/electropop/darkwave συνθέσεις σας.

Κι οι δυο μουσικές κατευθύνσεις, πάντως, αποπνέουν κάτι ιδιαίτερο και, όπως αποδεικνύεται, διαχρονικό.

Πάντα πρόθεσή μας είναι να δημιουργήσουμε κάτι που αντέχει. Αν το καταφέρνουμε, θα το κρίνει ο ακροατής.

Ευτυχώς για μας, δουλειές όπως το ντεμπούτο μας ή το Προσωπεία-Εφιάλτες είναι διαχρονικές.

Το Φλιπάρισμα, σε τι φάση είχε γραφτεί;

Ήμασταν έτοιμοι να το απορρίψουμε όταν κάναμε τον πρώτο μας δίσκο, γιατί το θεωρούσαμε λίγο ανώριμο συγκριτικά με άλλα κομμάτια.

Ανώριμο, αν και αυθεντικό, καθώς αντιπροσώπευε μια πλευρά του εαυτού μας. Επρόκειτο για το πρώτο ολοκληρωμένο τραγούδι που γράψαμε, το 1985. Το περιλάβαμε, λοιπόν, στον δίσκο και συνειδητοποιήσαμε ότι άρεσε, τελικά.

Στην αρχή, βέβαια, τα φωνητικά τα γιουχάρανε.

Με την πάροδο των χρόνων φαίνεται, πάντως, πως πήρατε την «εκδίκησή» σας, κατακτώντας αποδοχή και αναγνώριση από όχι αμελητέο τμήμα του κοινού.

Αν, εκείνη την περίοδο, δεν είχες συμβόλαιο με κάποια εταιρεία, πώς θα άκουγε την δουλειά σου ο κόσμος; Η αναγνώρισή μας, λοιπόν, προέκυψε κατόπιν μέσω του Ίντερνετ. Αν δεν υπήρχε το Ίντερνετ, μπορεί ακόμα και τώρα να ήμασταν άγνωστοι.

Όποιος μελετήσει την Ιστορία της τέχνης θα συμπεράνει ότι πολλοί αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον.

Σκέψου την περίπτωση του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του ζωγράφου και αγιογράφου. Τον αντιμετώπιζαν ως τον «τρελό του χωριού». Ή του Μάρκου Βαμβακάρη, ο οποίος άλλαξε όλη την ελληνική μουσική. Στο «παρά πέντε» αναγνωρίστηκε.

Λίγοι καλλιτέχνες έχουν απολαύσει εν ζωή την δημοφιλία.

Εσείς, ωστόσο, δε χρειάστηκε να «περιμένετε» και τόσο πολύ.

Ευτυχώς για εμάς!

Μ’ εντυπωσιάζει το πόσος νεαρόκοσμος -κυρίως- γουστάρει την μουσική σας.

Ο νεότερος έχει πιο ανοιχτό ορίζοντα όσον αφορά στην ακρόαση μουσικής. Φτάνοντας στα τριανταπέντε, γίνεσαι πιο συντηρητικός στα ακούσματά σου.

Άλλοι λόγοι που εξηγούν το γεγονός αυτό είναι πως η μουσική μας διαθέτει αυθορμητισμό και ότι τα θέματα με τα οποία καταπιανόμαστε στιχουργικά έχουν δυστυχώς γίνει πολύ σύγχρονα.

Οπότε, είναι αναμενόμενο να θέλει ένας νέος να βρει καταφύγιο στην δική μας λογική, γιατί αυτή του δίνει κουράγιο.

Ένας νέος άνθρωπος, είκοσι-είκοσι δύο χρονών με πρόβλημα κατάθλιψης, μας είπε κάποτε πως έφυγε από μια συναυλία μας, «Γεμάτος ελπίδες για την ζωή του». Τον χάρηκα. Τον προτρέψαμε, ωστόσο, να συμβουλευτεί γιατρό για την κατάθλιψή του.

Πολλοί, εξάλλου, δεν αντέχουν τις μπούρδες που κυκλοφορούν κι αναζητούν κάτι άλλο.

Η δεκαετία του 1980, κατά την οποία αρχίσαμε να συνθέτουμε, ήταν η τελευταία που έδωσε φοβερές μουσικές. Από το 2000 και εξής άρχισαν οι αντιγραφές κι οι επαναλήψεις.

Νεότεροι σε ηλικία δημιουργοί, με τους οποίους επικοινωνούμε, μας λένε ότι δεν ενδιαφέρονται να κάνουν κάτι καινούριο, αλλά απλώς να εκφραστούν. Κι ενώ κάποιοι εξ αυτών έχουν ταλέντο, χρειάζεται να τους μεταφερθεί παιδεία.

Θα ήταν υπέροχο αν προέκυπτε κάτι αξιόλογο από μια δημιουργική συνάντηση καλλιτεχνών από διαφορετικές γενιές.

Δεν έχουμε κάνει ούτε ένα τραγούδι για λεφτά, ούτε ποτέ μας ενδιέφερε ν’ ακούσει την δουλειά μας πολύς κόσμος. Θα μας άρεσε, βέβαια, κάτι τέτοιο, αλλά όχι αν προσαρμοζόμασταν σ’ ένα μέσο γούστο για ν’ ακουστούμε περισσότερο.

Τώρα σκέφτονται πολύ περισσότερο τα χρήματα κι αυτό είναι λογικό, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Τότε -κι αναφερόμαστε στην δεκαετία του 1980- υπήρχαν χρήματα.

Σε πρόσφατο λάιβ σας στην Θεσσαλονίκη είχε πει ο Διονύσης πως, «Επανάσταση σήμερα είναι να είσαι ο εαυτός σου».

Στην σημερινή εποχή υπάρχει ισοπέδωση των πάντων, κι αυτό βολεύει. Όσο λιγότερο σκέφτεται ο κόσμος κι όσο περισσότερο μοιάζει ο ένας στον άλλο, τόσο ευκολότερα τον κάνεις κουμάντο.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, για να κυριαρχήσεις σε μια χώρα σε πολεμικές συνθήκες, το πρώτο που πρέπει ν’ αλλάξεις -και άρα να εκχυδαΐσεις και να φτηνύνεις- είναι η μουσική της. Το είδαμε και στην φετινή διοργάνωση Eurovision.

Ας πέσουμε, πάντως, ακόμα πιο χαμηλά, ας πατώσουμε. Ίσως έτσι έχουμε ελπίδες ν’ ανεβούμε. Σε καμιά εποχή, πάντως, δεν ήταν «ρόδινα» τα πράγματα.

Προσπαθούμε, λοιπόν, να βλέπουμε την κατάσταση ρεαλιστικά. Δεν επιβιώνεις αλλιώς. Τρελαίνεσαι - ιδίως αν έχεις πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Το θέμα είναι τι μπορείς να κάνεις για να την βελτιώσεις.

Κυρίως σε συλλογικό επίπεδο. Γιατί κι εσείς, μολονότι μόνο δύο, καταφέρνετε όσα καταφέρνετε όσα καταφέρνετε ακριβώς επειδή είστε δύο.

Η ισχύς εν τη ενώσει!

Πόσο μάλλον σε συναυλιακό επίπεδο.

Σ’ αυτό, άλλωστε, συνίσταται η συναυλιακή απόλαυση, στο να καταργείται η απόσταση ανάμεσα στον «καλλιτέχνη» και το «κοινό», στην «σκηνή» και την «πλατεία», να γίνονται όλοι/όλες ένα.

Η μουσική δίνει διεξόδους και συμβάλλει στην αυτοψυχαγωγία και την αυτοθεραπεία. Στις συναυλίες μας θέλουμε ο κόσμος να περνάει καλά και να σκέφτεται, να προβληματίζεται.

Η μουσική, από την αρχαιότητα, είναι λειτούργημα, βοηθάει τον άνθρωπο. Το έχουμε ξεχάσει αυτό. Η τελευταία μας δουλειά, με τίτλο Ξέφυγε, είναι η πιο αισιόδοξή μας μέχρι τώρα.

Σ’ αυτούς τους καιρούς, δε μας παίρνει να μην είμαστε αισιόδοξοι.

Οι Συνθετικοί (Αποστόλης και Διονύσης Αυγερινός) εμφανίζονται λάιβ το Σάββατο 25 Μαΐου στο Death Disco (Ωγύγου 16 και Λεπενιώτου 24, Ψυρρή, 21:00).