Εικαστικά
άρτιο, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Χριστίνας
Ματθαίου, βάιζα, εμπνέεται από κείμενα
του Παντελή
Μπουκάλα, αλλά και από τον μύθο της LaLoba, προκειμένου να μιλήσει για την θηλυκότητα.
Μια
συζήτηση με την σκηνοθέτρια
με αφορμή
τον δεύτερο
κύκλο παραστάσεων
του έργου, ο οποίος ολοκληρώνεται στις 29
Μαΐου, στο
Θέατρο Επί Κολωνώ.
Στο
εικαστικά άρτιο και υποβλητικό σκηνοθετικό σου ντεμπούτο, βάιζα, εμπνέεσαι από τα έργα
του Παντελή Μπουκάλα Μηλιά μου αμίλητη και Ο Χριστός στα χιόνια,
αλλά και από τον μύθο της LaLoba,
για να μιλήσεις για τη θηλυκότητα.
Γιατί,
κατ’ αρχάς, επέλεξες να διασκευάσεις και να συνθέσεις τα συγκεκριμένα κείμενα,
μυθοπλαστικά και μυθικά, και πόσο επίπονη υπήρξε η διαδικασία μετάπλασής τους;
Πάντα σχεδόν είχα μια
αγάπη προς το κομμάτι της παράδοσης και των ιστοριών που μεταφέρονται από γενιά
σε γενιά. Έχουν μια πολύ ιδιαίτερη γοητεία.
Θυμάμαι όλα τα καλοκαίρια
μου ως παιδί να τα περνάω με τους παππούδες μου στην Κεφαλονιά και ν’ ανυπομονώ
ν’ ακούσω παλιές ιστορίες του νησιού.
Ειδικά ο παππούς μου είχε
έρωτα με τις ιστορίες. Ήταν ο «θεματοφύλακας» του χωριού. Κάναμε ατελείωτες
βόλτες και για κάθε σημείο είχε να μου αφηγηθεί και μια ιστορία.
Οπότε νομίζω ότι κάπως
έτσι, σχεδόν φυσικά, στρέφομαι προς την παράδοση για να ενεργοποιήσω την
έμπνευσή μου.
Όσον αφορά στα
συγκεκριμένα κείμενα, ήδη από τη Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, όπου φοίτησα,
ξεκίνησα να μελετώ το ερευνητικό έργο του Παντελή Μπουκάλα σε σχέση με το
δημοτικό τραγούδι.
Δίνει πάρα πολλά στοιχεία
για την ελληνική κοινωνία και τη θέση της γυναίκας μέσα σε αυτήν.
Η πρώτη μου σκέψη,
λοιπόν, ήταν να φτιάξω ένα κείμενο με παραλογές σε σχέση με τη γυναικεία
κακοποίηση από όλη την Ελλάδα, μέχρι που έπεσε στα χέρια μου η Μηλιά μου
αμίλητη.
Αυτό που έχει καταφέρει ο
Μπουκάλας στην Μηλιά του είναι να φτιάξει ένα -ας πούμε- σύγχρονο
δημοτικό τραγούδι, μια σημερινή παραλογή, που την κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα
από ένα γνήσιο δημοτικό τραγούδι.
Όταν μπήκα στη διαδικασία
να σκεφτώ σκηνικά την Μηλιά, διαπίστωσα ότι μου έλειπε ένα κομμάτι
μετάβασης από τον ένα μονόλογο στον άλλο. Εκεί άρχισα να εξερευνώ και τα
υπόλοιπα έργα του.
Ο Χριστός στα χιόνια,
που είχα την τύχη να δω στη Λυρική το περασμένο φθινόπωρο, με είχε αγγίξει πολύ
και λόγω της θρησκευτικότητας του ήχου του, αλλά και κειμενικά.
Κι αυτό γιατί περιγράφει
τη σχέση ενός παιδιού με τον πατέρα του, το οποίο προσπαθεί να μάθει τον κόσμο
μέσα από τα ερωτήματα που του θέτει.
Όμως, η μνήμη του πατέρα
σταδιακά εξασθενεί και τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα.
Εκείνη την περίοδο
αποχαιρετούσα και εγώ τον μπαμπά μου που είχε διαγνωστεί με άνοια και
πραγματικά ήταν πολύ δύσκολο. Οπότε, ο Χριστός βρήκε και αυτός μια θέση
στη βάιζά μου.
Όταν ολοκλήρωσα το πρώτο
κομμάτι της διασκευής, αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που φέρνει στη σκηνή την Μηλιά
να πει την ιστορία της, τι την ενεργοποιεί.
Εδώ μπαίνει ο μύθος της
Λα Λόμπα αλλά και συνολικά η έρευνα της Κλαρίσσα Πίνκολα Έστες στις Γυναίκες
που τρέχουν με τους λύκους, όπου έχει συγκεντρώσει μύθους και ιστορίες από
όλο τον κόσμο σχετικά με τη δύναμη της θηλυκότητας.
Και ως προς τη διασκευή,
αν και δεν βλέπουμε αυτούσια κομμάτια μέσα στο κείμενο, η έρευνα της Ελένης
Ψυχογιού Μαυρηγή και Ελένη μου έδωσε τρομερά εργαλεία σε σχέση με το
στήσιμο του έργου και την επιθανάτια τελετουργία.
Την ευχαριστώ πολύ.
Η
Μηλιά, μια νεαρή γυναίκα που βρέθηκε «χαλασμένη» στο νυφικό κρεβάτι και
δολοφονείται από πατέρα και αδέλφια προκειμένου να ξεπλυθεί η οικογενειακή
«ντροπή», βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης.
Πόσο
κοντά σε -ή μακριά από- μια οποιαδήποτε θηλυκότητα διαχρονικά, θύμα έμφυλης
βίας/καταπίεσης ή επιζώσα, βρίσκεται;
Δυστυχώς, όπως
διαπιστώνουμε καθημερινά, βρίσκεται δίπλα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο κομμάτι
της γυναικοκτονίας που είναι το προφανές σε σχέση με την ιστορία του έργου μας.
Βάιζα είναι οι μαμάδες,
οι γιαγιάδες, τα αδέλφια, οι μπαμπάδες, οι παππούδες, οι φίλοι μας ανεξαρτήτως
φύλου. Νομίζω αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που έκανε την βάιζα και
τόσο αγαπητή στο κοινό.
Κάποια στιγμή η Μηλιά
λέει:
«Έλαβα τον όρκο της σιωπής, όρκο βαρύ,
το ξέρω. Εύκολα τον δίνεις, δύσκολα τον κρατάς. Μα τώρα οφείλω να μιλήσω, και
ας μην έχω κανένα δικαίωμα πια ούτε στο ίδιο μου το σώμα, ακόμα και το σώμα μου
ανήκει σε αυτούς».
Όταν ακόμα, το 2024, για
να καταφέρει μια γυναίκα να προχωρήσει σε διακοπή εγκυμοσύνης ή οποιοσδήποτε
άνθρωπος, θηλυκότητα και μη, δεν έχει δικαίωμα ελευθερίας ως προς την
αυτοδιάθεσή του σώματός του και συζητάμε για το δικαίωμα στην ευθανασία, στην
τεχνητή γονιμοποίηση, στον γάμο, στη ζωή όπως θα θέλαμε να είναι, διαπιστώνουμε
ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο.
Έχει να κάνει με την
πατριαρχία που καταπιέζει τους πάντες. Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος.
Όλοι ακολουθούν τους κανόνες ενός καταπιεστικού «θεού» που έχουμε εφεύρει για
να διατηρεί μια ανούσια ταξική ισορροπία.
Δεν έχει συγκεκριμένο
όνομα, δεν είναι ο χριστιανικός θεός. Είναι το κράτος, οι νόμοι, οι
προηγούμενες γενιές, ο γείτονας, ο «μη μιλήσεις γιατί θα χάσεις τη δουλειά σου».
Eίναι ο «τι θα πει ο κόσμος», ο «τι
φόραγες», ο «έλα μωρέ με τις φεμινίστριες τα έχετε κάνει όλα καραμέλα» ο «αν
δεν ήσουν γυναίκα θα σου απαντούσα αλλιώς», είναι και η εσωτερική μας φωνή που
τα λέει όλα αυτά...
H ενασχόληση με το έμφυλο σε όλες του
τις εκφάνσεις -από διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες και με
διαφορετικές στοχεύσεις- φαίνεται να κερδίζει έδαφος στην εγχώρια δημόσια
σφαίρα, γεγονός κατ’ αρχήν θετικό.
Σε
προβληματίζει, ωστόσο, η φαινομενική ευκολία με την οποία διαφορετικές
ιδεολογικοπολιτικά δυνάμεις «ομνύουν» στη γυναικεία χειραφέτηση, χωρίς στην
ουσία ν’ αμφισβητούν το σύστημα που γεννά την ίδια την έμφυλη βία;
Για αρχή, είναι
ελπιδοφόρο ότι έχει έρθει επιτέλους ως θέμα προς συζήτηση και δεν είναι ο
ελέφαντας στο δωμάτιο που κάνουμε όλοι ότι δεν τον βλέπουμε, όπως τόσα χρόνια.
Κατά τα άλλα δε θα
διαφωνήσω, πολλές φορές όλος αυτός ο χώρος που δίνεται στο θέμα είναι λίγο
υποκριτικός, αν στην ουσία δεν αλλάζει τίποτα.
Είτε γιατί η προσέγγιση
είναι επιφανειακή, με δηλώσεις ρητορικές παρά ουσιαστικές, στοχεύοντας στην
απόκτηση πολιτικού κεφαλαίου παρά στην πραγματική αλλαγή.
Είτε γιατί δεν
αμφισβητούνται οι δομές που ενισχύουν την έμφυλη βία και τις ανισότητες,
καταλήγοντας σε ανακύκλωση προβλημάτων.
Είτε γιατί το έμφυλο
ζήτημα χρησιμοποιείται εργαλειακά, για την προώθηση άλλων ατζεντών ή για τη
δημιουργία ενός προοδευτικού προφίλ χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Όταν μιλάμε για την
γυναικεία κακοποίηση, αλλά μας προσβάλλει εθνικά μια καλλιτεχνική σημαία από
ροζ σεντόνι ·
όταν με τεράστια ευκολία
δικαιολογείται μία γυναικοκτονία με
ψευδοεπιστημονικά τσιτάτα ·
όταν άνθρωποι με όπλα και μεσαιωνικούς σταυρούς
στρέφονται εναντίον ενός νομοσχεδίου που δεν τους αγγίζει, παρά μόνο
εξασφαλίζει ίσα δικαιώματα με αυτά που οι ίδιοι ήδη έχουν και για τους
υπόλοιπους ανθρώπους ·
όταν σιωπούμε μπροστά σε
έναν πόλεμο που σκοτώνει χιλιάδες παιδιά, τότε μάλλον όλα είναι για το
φαίνεσθαι και όχι για ν’ αλλάξει πραγματικά κάτι.
«Νερό,
χώμα και φωτιά συναντιούνται πάνω στη σκηνή. Σε μια τελετουργία θρήνου και
αναγέννησης», γράφεις στο σκηνοθετικό σημείωμα. Και πράγματι, η βάιζα
αποπνέει αβίαστα μια αίσθηση αρχέγονης τελετουργίας.
Αποτελεί,
για σένα, η θεατρική αφήγηση και δημιουργία ένα είδος τελετής με ένα
καθορισμένο -ή προς εξερεύνηση- «τυπικό»; Και πώς αντιλαμβάνεσαι και βιώνεις -ή
και όχι- τη θρησκευτικότητα, την πίστη και την πνευματικότητα;
Το θέατρο ήταν πάντα
συνδεδεμένο με την τελετουργία. Για εμένα,
τώρα που κάνω τα πρώτα μου βήματα, έχει μεγάλη σημασία να αναδείξω τα
κομμάτια αυτά του θεάτρου.
Οι τελετουργίες είναι
μέρος των πολιτισμών που συνδέουν άμεσα το τότε με το τώρα. Και ίσως για αυτόν
τον λόγο διατηρούνται μέσα στους αιώνες, με μικρές αλλοιώσεις, αλλά
διατηρούνται.
Κάνοντας έρευνα κατά τη
διαδικασία δημιουργίας της βάιζα, είδα ότι ένα μεγάλο κομμάτι εθίμων σε
σχέση με τον γάμο και την ταφή είναι κοινά σε όλο τον κόσμο και ειδικά στις
βαλκανικές χώρες.
Ακόμη πιο μεγάλο
ενδιαφέρον είχαν τα κοινά στοιχεία που εμφανίζονται στις ίδιες τις τελετές του
γάμου και της κηδείας.
Όταν πεθαίνει ένας νέος
άνθρωπος, η κηδεία μετατρέπεται σε αιώνιο γάμο του νεκρού με τον Χάρο -τη
Μαυρηγή-, την αρχέγονη Μητέρα.
Η Μαυρηγή είναι αυτή στην
οποία απευθύνονται οι μοιρολογίστρες κατά τη διαδικασία του θρήνου. Της ζητούν
να ανοίξει για να δεχτεί το νεκρό σε ένα αέναο κύκλο ζωής θανάτου.
Και καθετί που συμβάλλει
στην τελετή έχει μια συγκεκριμένη συμβολική σημασία.
Το ίδιο έχουμε
προσπαθήσει να δημιουργήσουμε και στην παράσταση. Θέλουμε ο θεατής μπαίνοντας
στην αίθουσα να αισθανθεί ότι γίνεται μέρος μίας τελετής και δεν είναι απλά
θεατής.
Τα στοιχεία της φύσης
είναι ένα κομμάτι που εμφανίζεται στην παράσταση σκηνικά, ηχητικά, αλλά και
οσφρητικά.
Έχουν ενδιαφέρον οι
αντιδράσεις κάποιων θεατών όταν, μπαίνοντας στον χώρο, βλέπουν καπνό και
μυρίζουν λιβάνι. Η μυρωδιά είναι μηχανισμός ενεργοποίησης μνήμης και
συναισθήματος.
Από εκεί ξεκινάει και το
κομμάτι της τελετουργίας. Μπαίνοντας σε ένα θεατρικό χώρο δεν περιμένεις να
μυρίσεις λιβάνι, οπότε αυτό κινητοποιεί τον θεατή εσωτερικά.
Αν μπει κάποιος σε μια
εκκλησία, που είναι χώρος τελετής, ακόμα και αν η μυρωδιά είναι πολύ έντονη, το
πιθανότερο είναι να μην το αντιληφθεί καν γιατί είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον
χώρο.
Η πνευματικότητα είναι
κάτι που αναζητώ στην καθημερινότητά μου, και έξω από τον χώρο της δουλειάς. Με
βοηθάει να ισορροπήσω.
Η σχέση μου με τη
θρησκεία είναι ιδιαίτερη. Διαφωνώ με τον ρόλο της εκκλησίας στην ζωή μας και
στο πόσο εμπλέκεται με το κράτος.
Νομίζω ότι ο τρόπος που
λειτουργούν σήμερα τα εκτελεστικά όργανα του χριστιανισμού είναι και ένας λόγος
που απομακρυνόμαστε από τη θρησκεία.
Αν η βάση των θρησκειών
είναι η αγάπη, μάλλον κάπου έχουν αρχίσει να διαστρεβλώνουν τη σημασία και τα
μηνύματά της. Και σίγουρα η αλλαγή της θέσης της γυναίκας τους τελευταίους
κάποιους αιώνες «χρωστάει» πολλά στις θρησκείες.
Οι περισσότεροι αρχαίοι
πολιτισμοί είχαν μητριαρχική οργάνωση. Οι γυναίκες ήταν αυτές που συνδέονταν
απόλυτα με τη φύση, έφερναν τη ζωή. Και τις τιμούσαν γι’ αυτό.
Υπήρχε μια διαρκής
ανταποδοτική σχέση με τη γη μια σχέση προσφοράς από και προς αυτή.
Ο χριστιανισμός άλλαξε
κάπως τα πράγματα. Δημιούργησε έναν απρόσωπο τιμωρητικό θεό-πατέρα που έχει
φτιαχτεί κατ’ εικόνα του άντρα και έχει για διάδοχο έναν υιό.
Οι γυναίκες σε αυτή τη
θρησκεία δεν είναι καν κόρες του θεού. Έγινε μια θρησκεία που δεν βασίζεται
στην προσφορά, αλλά στον φόβο και την ανδρική υπεροχή.
Ο μόνος ρόλος τον οποίο
δεν κατάφερε ο χριστιανισμός να στερήσει από τις γυναίκες είναι αυτός της μάνας
και της μοιρολογίστρας. Αυτό τονίζεται στο φινάλε της παράστασης.
Η γυναίκα είναι αυτή που
φέρνει τη ζωή στον κόσμο και είναι η μόνη υπεύθυνη να την επιστρέφει στη γη.
Και είναι και η μοναδική στιγμή που οι γυναίκες στον χριστιανισμό έχουν δημόσιο
λόγο και απόλυτη σωματική έκφραση.
Και αυτός είναι και ένας
λόγος που η εκκλησία προσπάθησε να περιορίσει τον ρόλο αυτό, γιατί καθιστούσε
τις γυναίκες επικίνδυνες αφού τις έφερνε σε επαφή με την αρχέγονη δύναμή τους.
Ίσως γι’ αυτό με
συγκινούν τόσο και όλες οι τελετές που συνδέονται με το Πάσχα. Γιατί εκεί η
μορφή της Παναγίας είναι κυρίαρχη, είναι η στιγμή που η μάνα θρηνεί για το
παιδί της το οποίο χάνεται.
Ο
ήχος γενικότερα και η μουσική ειδικότερα συνιστούν οργανικά στοιχεία της
παράστασης.
Δουλεύτηκαν
παράλληλα με τη διασκευή των κειμένων, σε συνομιλία με την Μυρτώ Στύλου,
υπεύθυνη για τη μουσική σύνθεση και επιμέλεια;
Στην πρώτη συνάντηση που
έκανα με τη Μυρτώ συζητήσαμε πολύ για τους ήχους που ακούμε μέσα στο έργο και
προσπαθήσαμε να αντιστοιχίσουμε τον κάθε χαρακτήρα με κάποιο στοιχείο της
φύσης.
Η Μυρτώ ξεκίνησε να
συνθέτει κάποια πρώτα ηχοτοπία. Νομίζω ότι η σημαντικότερη δουλειά, ωστόσο,
έγινε μέσα στις πρόβες και καθάρισε πολύ και το τι θέλουμε να ακούγεται στην
κάθε σκηνή.
Αλλά και η μουσική, όπως
και όλη η βάιζα, είναι συνολική δουλειά και εκεί έρχεται η δυσκολία αλλά
και η ομορφιά της.
Η Μυρτώ, λοιπόν, έφτιαχνε
τα βασικά θέματα, τις μελωδικές και τα ηχοτοπία και μετά επενέβαινα σε σχέση με
τα έξτρα layers
που
ήθελα σε κάθε σκηνή ή τα σημεία τα οποία ήθελα να τονίσουμε με κάποιον έξτρα
ήχο.
Και εδώ εμφανίζεται ο
Ραφαήλ Παπαδάκης που είναι η θεά Κάλλη της παράστασης. Η μουσική που φτιάχτηκε
χωρίς τον Ραφαήλ θα ήταν το κείμενό μου χωρίς ηθοποιούς.
Δεν θα μιλήσω τόσο για
τις ατελείωτες ώρες που περάσαμε οι τρεις μας (η Μυρτώ, ο Ραφαήλ κι εγώ) στο
στούντιο όσο για τον ρόλο του μέσα στην παράσταση που είναι ο έξτρα ηθοποιός τον
οποίο δεν βλέπει ποτέ ο θεατής.
Η μουσική είναι σαν μια
ηλεκτρονική συμφωνία που παίζεται live και ο Ραφαήλ είναι ο μαέστρος.
Πολύς κόσμος παρατηρεί
πόσο συγχρονισμένες είναι οι ηθοποιοί με τον ήχο. Αποκάλυψη! Ο ήχος
συγχρονίζεται με αυτές γιατί την ώρα της παράστασης μετράμε μέχρι και τις
ανάσες τους για να μην ακουστεί παραφωνία σε κάτι.
Ναυσικά
Κοριαλού, Λίνα Λαζαρή, Μαριαλένα Σκαρώνη, Γιολάντα Σοφούλη λέγονται οι ηθοποιοί
που ενσαρκώνουντους χαρακτήρες της βάιζα κι αναμένω να ξεδιπλώσουν τις
δυνατότητές τους με τη σωστή σκηνοθετική καθοδήγηση.
Είναι
εξίσου πρωτοεμφανιζόμενες με σένα; Υπήρξατε ισότιμες «συμπαίκτριες» σ’ αυτή την
πολύ αξιόλογη παραγωγή;
Μέσα στην παραγωγή
καταφέραμε να είμαστε όλοι ισότιμοι και αυτό είναι κάτι που μας το δίνω γιατί
δεν είναι πάντα εύκολο. Για να γίνει, έπρεπε να υπάρξουν πολύ σαφή όρια σε
σχέση με τον ρόλο του καθενός μέσα σε αυτή.
Πιστεύω πολύ στις
ομαδικές δουλειές, αλλά ταυτόχρονα καθόλου στο τα κάνουμε όλα όλοι.
Στην παράσταση βλέπεις
αυτές τις τέσσερις ηθοποιούς, αλλά δε θα ήταν ίδια αν δεν είχαν υπάρξει οι
Αλίκη Αχνιώτου και Κρίνα Δαλακλή που ερμήνευαν τον πατέρα και την μάνα
αντίστοιχα στην πρώτη διανομή στο φεστιβάλ Οff-Οff.
Και όταν μιλάω για τις
ηθοποιούς, σκέφτομαι πάντα έξι.
Τις ευχαριστώ όλες για
τον αέρα και την ψυχή που έδωσαν στην βάιζα, και για την προθυμία τους
να δοκιμάσουν ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό.
Έχω υπάρξει σε παραγωγή
που οι συντελεστές αποφασίζουν να μη σε πιστέψουν και να μην ακολουθήσουν κι αυτό
είναι ό,τι πιο δύσκολο μπορείς να βιώσεις ως σκηνοθέτις, γιατί μπαίνεις σε μια
διαρκή αυτοαμφισβήτηση.
Τελικά, σαν
αυτοεκπληρούμενη προφητεία δεν μπορείς να κάνεις όντως τη δουλειά σου γιατί δεν
την πιστεύεις ούτε εσύ ο ίδιος.
Είσαι
πρωτοεμφανιζόμενη και πολλά υποσχόμενη δημιουργός. Πόσο περιθώριο αφήνει το
εγχώριο θεατρικό κατεστημένο σε ανθρώπους νέους σε ηλικία και με φρέσκια ματιά
και άποψη να υλοποιήσουν το καλλιτεχνικό τους όραμα;
Και
ποιες, κατά τη γνώμη σου, είναι οι κύριες παθογένειες του θεατρικού πεδίου στην
Ελλάδα;
Η συζήτηση αυτή είναι
πολύ δύσκολη.
Έχω δουλέψει ως βοηθός σε
πολύ μεγάλες αλλά και πολύ μικρές δουλειές που συνήθως από πίσω υπήρχε κάποιος
παραγωγός ή κάποια κρατική επιχορήγηση.
Δεν είχα δει ποτέ πώς
είναι το «κάνω μόνος μου παραγωγή». Και είναι πάρα πολύ δύσκολο εκτός αν έχεις
κερδίσει το τζόκερ.
Την πρώτη παραγωγή της βάιζα
για το Οff-Οff την έκανα μόνη μου και με κάποια
χρήματα που κατάφερα να βρω από χορηγούς.
Και επειδή ήθελα να κάνω
τα πράγματα όπως τα θέλω και χωρίς εκπτώσεις, αναγκάστηκα να κόψω πολύ βασικά
πράγματα από την καθημερινότητά μου για να δώσω όλα μου τα χρήματα εκεί.
Όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε
θέατρο για να παιχτεί η βάιζα τον χειμώνα, η «φούσκα» ότι μπορώ να το
κάνω μόνη μου έσκασε και -ευτυχώς για την παράστασή μας, αλλά και για τα
θεατρικά πράγματα στην Ελλάδα από εδώ και πέρα- δημιουργήθηκε από δύο νέες
γυναίκες η Artefficient.
Έτσι, η παράσταση μπόρεσε
να γίνει πραγματικότητα.
Αλλά, δυστυχώς, υπάρχει
ακόμα δρόμος για να θεωρείται το θέατρο δουλειά που πρέπει να πληρώνεται.
Ο χρόνος που αφιερώνουν
οι συντελεστές για την προετοιμασία συχνά δεν υπολογίζεται καν. Αν σέβεσαι αυτό
που κάνεις χρειάζεται σίγουρα μια έρευνα η οποία θέλει τουλάχιστον δύο με τρεις
μήνες προετοιμασία.
Ακόμα και να ζητήσεις
επιχορήγηση για έρευνα είναι σχεδόν απίθανο να την πάρεις, αν δεν έχεις
ξαναπάρει.
Αλλά, ακόμα και αν είσαι
από τους τυχερούς που θα την πάρεις, το ποσό σίγουρα δε θα είναι αυτό που
χρειάζεται για να πληρωθούν αξιοπρεπώς όλοι οι συντελεστές.
Εγώ πολύ νωρίς κατάλαβα
ότι χρειάζεται να κάνεις δεύτερη δουλειά, συνήθως άσχετη, για να μπορείς να
επιβιώνεις στο θέατρο, αλλά το γεγονός ότι αυτό έχει γίνει κανονικότητα με
τρομάζει.
Ο χρόνος που πέρασε ήταν
αυτός κατά τον οποίο έδωσα «off»
στον εαυτό μου και είπα ότι θα προσπαθήσω να ζήσω μόνο από τη δουλειά μου. Δεν
έγινε! Δεν πειράζει, θα τα καταφέρουμε. Ελπίζω... Ή δε θα κουραστούμε γρήγορα.
Δεν ξέρω πότε πέρασε στο
συλλογικό ασυνείδητο πως οι καλλιτέχνες τρέφονται με τέχνη.
Ακόμα και το να
νοικιάσεις σπίτι γίνεται δύσκολο αν πεις ότι είσαι ηθοποιός ή σκηνοθέτης γιατί
ακριβώς υπάρχει αυτή η αβεβαιότητα.
Οπότε καταλήγεις να
χρησιμοποιείς το δεύτερο πτυχίο σου -αν υπάρχει- για να σε εμπιστευτούν: «Nαι, είμαι ηθοποιός αλλά
είμαι και δικηγόρος...» Τραγελαφικό.
Yπάρχει σίγουρα και η πληγή που
ονομάζεται «παραγωγοί».
Που θα σου πουν, «Αν
μου φέρεις το μεγάλο όνομα, κάνε ό,τι θες» ή «ωραία η πρότασή σου, αλλά
δεν έχεις βάλει ηθοποιούς που κάνουν τηλεόραση».
Είτε μένεις πιστός όσο
αντέχεις στο πώς θες να γίνει η δουλειά σου, είτε αρχίζεις τις εκπτώσεις. Θα ξαναπώ πόσο τυχερή
νιώθω για τις γυναίκες που «τρέχουν» την παραγωγή μας, που μας δίνουν απόλυτη
ελευθερία, κυρίως καλλιτεχνική.
Ένα επίσης πολύ δύσκολο
κομμάτι είναι το να είσαι γυναίκα σε αυτόν τον χώρο. Υπάρχει μια υπόγεια
υποτίμηση, κυρίως για τις σκηνοθέτριες, και απαιτείται διπλάσιος κόπος.
Χαίρομαι πολύ για τις
γυναίκες οι οποίες δημιούργησαν τη WOM.A.
Είναι μια «ηλιαχτίδα» ελπίδας για όλες μας. Μαζεύονται, επιτέλους, γυναικείες
φωνές που λένε μαζικά: «Γεια σας! Υπάρχουμε! Και συμβαίνει αυτό!»
Ευχαριστώ θερμά
την Μαριάννα Παπάκη και τον Νώντα Δουζίνα (Cont Act) για την πολύτιμη
συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης, καθώς και
για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.
Η παράσταση βάιζα σε σκηνοθεσία
και διασκευή Χριστίνας Ματθαίου παρουσιάζεται στην Κεντρική
Σκηνή του Θεάτρου Επί Κολωνώ.
Μέρες και
ώρες παραστάσεων: Τρίτη, 21/5, 21:15, Πέμπτη,
23/5, 21:30, Κυριακή, 26/5, 21:30, Δευτέρα,
27/5, 19:30, και Τετάρτη, 29/5, 21:15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου