Γιώργος Συμπάρδης (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Ο Γιώργος Συμπάρδης
αποτελεί έναν από τους πλέον «αθόρυβους», διακριτικούς και ολοκληρωμένους
σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους. Αυτές του οι ποιότητες αποτυπώνονται
και στα μυθιστορήματά του.
Συναντώντας
τον στο πλαίσιο της 20ής ΔΕΒΘ. Η ταινία της Χριστίνας Ιωακειμίδη Μέντιουμ,
βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη, προβάλλεται
από τις 23 Μαΐου.
Nομική, σινεμά, λογοτεχνία:
ποια είναι η χρονική αλληλουχία της ενασχόλησης είτε σπουδαστικής είτε
εργασιακής είτε φαντασιωσικής με καθένα από αυτά τα πεδία;
Σινεμά δεν έκανα ποτέ,
γιατί ήξερα ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο.
Έπειτα, λόγοι βιοποριστικοί
με ανάγκασαν να κάνω τον δικηγόρο...
... Του διαβόλου.
Περίπου! Των εφοπλιστών,
για την ακρίβεια, καθώς είχα σπουδάσει Ναυτικό Δίκαιο.
Όταν, όμως, θέλεις να
ασχοληθείς με κάτι και να μιλήσεις γι’ αυτό, βρίσκεις τον τρόπο.
Κι έτσι οδηγηθήκατε στην
γραφή.
Στην πεζογραφία.
Πόσα χρόνια μετά την
έναρξη της ενασχόλησης με την δικηγορία;
Έγραφα από νέος χωρίς να
εκδίδω. Πριν την κυκλοφορία του πρώτου μου μυθιστορήματος, του Μέντιουμ,
δεν είχα δημοσιεύσει ή εκδώσει τίποτα. Ακόμα και το Μέντιουμ
κυκλοφορήσε δύο-τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του.
Τι σας συγκρατούσε;
Δεν ήξερα αν θα συνέχιζα
να γράφω - κι εφόσον συνέχιζα, αν θα εξέδιδα τα βιβλία μου. Το Μέντιουμ
το είχαν διαβάσει αρκετοί φίλοι και τους είχε αρέσει.
Πριν αυτό, είχα γράψει
ένα βιβλίο με σκέψεις και διηγήματα μικρότερης και μεγαλύτερης έκτασης, το
οποίο κατέστρεψα.
Το Μέντιουμ,
ωστόσο, βρήκε τον δρόμο του. Οι προτροπές τρίτων ή η δική σας ανάγκη οδήγησαν
στην έκδοσή του;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Διαβάστηκε από μια καλή φίλη που το πρότεινε στον Κέδρο, ο Γιάννης ο
Κοντός το ήθελε πάρα πολύ, κι έτσι συνέβη. Δε σκόπευα να χτυπήσω την πόρτα ενός
εκδοτικού οίκου.
Είναι εντυπωσιακά ώριμο
μυθιστόρημα για πρωτοεκδιδόμενο συγγραφέα.
Έπαιξε ρόλο η ύπαρξη του κατεστραμμένου
βιβλίου, το οποίο ήταν ογκώδες. Μ’ αυτό είχε ξεκινήσει η ενασχόλησή μου με την
γλώσσα και την έκφραση, με αυτά δηλαδή που απαιτεί η λογοτεχνία.
Ήσασταν αυτοδίδακτος.
Όλοι οι συγγραφείς είναι
αυτοδίδακτοι. Η καλύτερη συμβουλή που μπορείς να δώσεις σε κάποιον που θέλει να
γράψει είναι να διαβάζει. Κι εγώ είχα διαβάσει πολύ και πολλά. Και ποίηση.
Τι είδους;
Ήξερα όλη την γενιά του ’70.
Εξακολουθώ να διαβάζω πολλή ποίηση.
Δε δοκιμαστήκατε και σ’
αυτό το πεδίο, πάντως.
Όλοι ως νέοι γράφουμε
ποίηση. Η δικιά μου, όμως, δεν ήταν προς δημοσίευση.
Γενικά, είστε αυστηρός
απέναντι σε ό,τι, εντέλει, επιδιώκετε να εκδίδετε ανά τα χρόνια;
Λέγεται πως είμαι
ολιγογράφος. Μια φίλη, η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά, υποστηρίζει ότι
είμαι αραιογράφος. Δε σπεύδω να εκδώσω, ούτε θεωρώ απαραίτητη την
ανά δύο-τρία χρόνια παρουσία μου.
Πρέπει να γράφεις όταν έχεις
κάτι να πεις και πιστεύεις πως αυτό αξίζει τον κόπο να εκδοθεί.
Στο Μέντιουμ
αφηγήτρια είναι μια γυναίκα.
Υπήρξε μια ενδιαφέρουσα
επιλογή, η οποία με δυσκόλεψε στην αρχή, αλλά κατόπιν η διαδικασία έρεε, από
την πρώτη σελίδα.
Το θέατρο, άλλωστε, έχει
δώσει την αυτονόητη λύση όσον αφορά στο αν μπορεί ένας άντρας συγγραφέας να μιλάει
διά στόματος μιας γυναίκας.
Ας αναλογιστούμε τους χαρακτήρες
της λαίδης Μάκβεθ ή της Ιουλιέτας στον Σέξπιρ ή τους γυναικείους χαρακτήρες των
έργων του Τένεσι Ουίλιαμς.
Ο συγγραφέας είναι το
μέντιουμ. Αν μπορεί να μπει στην θέση του ήρωα ή της ηρωίδας, μπορεί να γράψει.
Αυτό ισχύει όσον αφορά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Στην τριτοπρόσωπη η ματιά
αλλάζει.
Κατά τι διαφοροποιείται η
δικιά σας ματιά ανάλογα με το πρόσωπο που χρησιμοποιείτε;
Είτε αποδεκτοί είτε όχι,
υπάρχουν κώδικες τους οποίους μας έχουν διδάξει οι παλαιότεροι συγγραφείς. Τους
υιοθετείς, κι είσαι εντάξει. Δεν ανακαλύπτεις κάτι καινούριο. Χρησιμοποιείς τα
εργαλεία του επαγγέλματος.
Τα οποία, για να μπορείς
να χρησιμοποιήσεις, χρειάζεται προηγουμένως να τα έχεις κατακτήσει.
Αυτό είναι αλήθεια. Κι ο
τρόπος για να τα κατακτήσεις είναι να διαβάσεις τους προηγούμενους μάστορες.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος διαχείρισης του χρόνου από το διάβασμα.
Η βαθιά και λεπταίσθητη αποτύπωση
των χώρων, δημόσιων και ιδιωτικών, χαρακτηρίζει τις δουλειές σας.
Έχω τον χώρο ολοζώντανο
στο μυαλό μου, με την παραμικρή του λεπτομέρεια, ανεξαρτήτως τού αν
περιγράφεται ή δεν περιγράφεται.
Εδώ διαπιστώνω μια
σύνδεση με την κινηματογραφική γλώσσα: και το Μέντιουμ και η Πλατεία
Κλαυθμώνος αποπνέουν μια κινηματογραφική ματιά.
Αυτή η ματιά είναι
απόρροια των ταινιών που έχω δει. Εξακολουθώ, άλλωστε, να παρακολουθώ σινεμά.
Και πολύ, μάλιστα.
Πιο έντονο είναι αυτό το
στοιχείο στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Παίζει ρόλο το πιο συγκεκριμένο
κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο;
Πιθανόν. Όλα κατονομάζονται
πολύ πιο ρητά στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Ως εκ τούτου, πολύ
περισσότερο συνδημιουργός στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο αναγνώστης, ο οποίος
ξέρει πώς είναι η πλατεία Κλαυθμώνος, καθώς επίσης και άλλοι δρόμοι και
γειτονιές του κέντρου που αναφέρονται.
Οι γωνιές, οι δρόμοι, οι
γειτονιές που κατονομάζονται σάς σημάδεψαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και
ως άνθρωπο;
Γεννήθηκα στην Ελευσίνα,
αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα έχω περάσει στην Αθήνα. Έχω ζήσει
και σε πόλεις του εξωτερικού, αλλά δε θα τοποθετούσα την δράση των βιβλίων μου
εκεί.
Δεν αισθάνεστε την
οικειότητα του βιωμένου.
Ακριβώς. Άλλοι συγγραφείς
μπορούν να το κάνουν. Δεν έχω αντίρρηση ως προς αυτούς, αλλά έχω σε σχέση με
μένα.
Ξυπνάνε μνήμες από το
παρελθόν όταν περνάτε σήμερα από κάποιον από όλους αυτούς τους τόπους/χώρους;
Ας πάρουμε ως παράδειγμα
την πλατεία Κλαυθμώνος.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας
υπήρξε τόπος προεκλογικών πολιτικών συγκεντρώσεων. Εκεί, είχα παρακολουθήσει
ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου, του επονομαζόμενου και «Γέρου της Δημοκρατίας».
Να μια πρώτη ανάμνηση.
Το τι συμβαίνει στη
διάρκεια της Δικτατορίας αποτελεί μια δεύτερη ανάμνηση. Το τι συμβαίνει το
2000, μια τρίτη. Κάθε καινούρια ανάμνηση επικάθεται, λοιπόν, στις προηγούμενες.
Σαν παλίμψηστο.
Έτσι λειτουργούν οι
χώροι, ξεκινώντας από τον λόγο για τον οποίο ονομάζονται όπως ονομάζονται.
Όταν, επομένως, περνάω
από εκεί, σκέφτομαι όλες αυτές τις «στρώσεις». Κι έχω ζήσει αρκετά πράγματα.
Στο κέντρο της Αθήνας,
κυρίως;
Η αγάπη μου για την Αθήνα
αφορά στο κέντρο της. Αν ήταν δυνατόν, θα ήθελα να ζούσα είτε στην πλατεία
Ομονοίας είτε στην πλατεία Συντάγματος.
Αρχικά έζησα στο Θησείο,
μετά στην Πλάκα, μετά πάλι στο Θησείο και τώρα στα Πετράλωνα. Με τα πόδια κινούμαι.
Τι σας έχει αφήσει η
Δικτατορία;
Μ’ ενδιέφερε ο πρώτος
χρόνος της Δικτατορίας γιατί υπήρχε μια μουγκαμάρα. Δεν υπήρχε πραγματική
αντίσταση, μονάχα μικροπράγματα, για τα οποία ωστόσο μαθαίναμε.
Προσωπικά, είχα λόγους να
φοβάμαι: κατείχα βιβλία που δεν έπρεπε να κατέχω, έκανα παρέες που δεν έπρεπε
να κάνω - όλη η παρέα μου ήταν αριστεροί άνθρωποι.
Ο περισσότερος κόσμος, όμως,
ο οποίος δεν είχε κάποια ανάμιξη, δεν ένιωθε ότι είχε λόγο ν’ αντιταχθεί στην
Δικτατορία αρχικά. Επικρατούσε, λοιπόν, ένα μούδιασμα τον πρώτο χρόνο, κι αυτό
χαρακτηρίζει και τους ήρωές μου.
Πέρα από του μούδιασμα,
ήθελα να αποτυπώσω και άλλες πραγματικές καταστάσεις, όπως τα όσα συνέβαιναν
στα ουρητήρια της πλατείας Κλαυθμώνος. Ο αφηγητής συλλαμβάνεται εκεί χωρίς να
έχει κάνει κάτι.
Η ενασχόληση με την
ομοφυλόφιλη επιθυμία είναι ορατή τόσο στο Μέντιουμ -πιο υπαινικτικά- όσο
και, πολύ πιο ξεκάθαρα, στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία.
Και στον Άχρηστο Δημήτρη, επίσης, παρότι δεν υπάρχει καποια σεξουαλική
σχέση μεταξύ των δύο ηρώων, αν και συγκατοικούν.
Διακρίνω, πάντως, μια
διακριτικότητα στην διατύπωση.
Και οι δύο ερωτικές
σκηνές στην Πλατεία Κλαυθμώνος αποπνέουν την ίδια απουσία αισθημάτων ή
αισθησιασμού.
Σαν να ψάχνεται
σεξουαλικά ο αφηγητής.
Στην πραγματικότητα,
ψάχνει να μάθει τι κάνουν οι γονείς του και ο εραστής της μητέρας του, δεν
ενδιαφέρεται και τόσο για τον εαυτό του. Σχεδόν τον αντιμετωπίζει σαν
πειραματόζωο στο πλαίσιο της εξερεύνησης αυτής.
Η προαναφερθείσα διακριτικότητα
οφείλεται στον τρόπο που προσεγγίζετε την γραφή γενικά;
Οφείλεται και σ’
αυτόν, αλλά και στην διάχυση της σεξουαλικότητας, πιο έντονη σήμερα, λιγότερο
έντονη σε προηγούμενες περιόδους.
Πιο διάχυτη και πιο
απενοχοποιημένη, καθώς πολύς κόσμος έχει καταπιεστεί πολύ βαθιά αποκρύπτοντας τον όποιο σεξουαλικό του προσανατολισμό και δυσκολεύεται -ακόμα και σήμερα- να
εκφράσει την ερωτική του επιθυμία.
Η πολύχρονη καταστολή της
ερωτικής επιθυμίας οδήγησε, μεταπολιτευτικά, σε μια αναμενόμενη και εύλογη
υπεραντίδραση.
Εμένα, ωστόσο, δε μ’
ενδιέφερε να μιλήσω για την ομοφυλοφιλία στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Πράγματι. Από ένα σημείο
και μετά, τερματίζεται κάθε σχετική αναφορά, διαψεύδοντας, ίσως, τυχόν προσδοκίες
του αναγνωστικού κοινού.
Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρουν
οι συνέπειες της καταπίεσης. Είναι κοινό μυστικό ότι οι ομοφυλόφιλοι
παντρεύονται με άτομα του αντίθετου φύλου. Κοινό μυστικό και η αμφιφυλοφιλία, η
οποία καλά κρατεί.
Στην Πλατεία
Κλαυθμώνος φαίνεται πως η μητέρα του αφηγητή έλκεται από τέτοιους
ανθρώπους. Κι όμως, ζώντας σε ένα κοινωνικό περιβάλλον επιβεβλημένης απόκρυψης,
κανένας δεν παραδέχεται τίποτα.
Αν και θα μπορούσε να
υπαχθεί στην ΛΟΑΤΚΙ+ λογοτεχνία, η Πλατεία Κλαυθμώνος καταλήγει να είναι
ακατάτακτο μυθιστόρημα. Έτσι το νιώθετε;
Σε κάποιους άρεσε πολύ,
ενώ μια φίλη σταμάτησε την ανάγνωση μετά το πρώτο μέρος φοβούμενη για το τι θα
συναντούσε παρακάτω. Αργότερα, πάντως, το ολοκλήρωσε.
Μοιάζει να απευθύνεται σ’
έναν σκόπιμα αδιευκρίνιστο αποδέκτη, τυχαίο κοινωνό μιας
εξομολόγησης/μοιράσματος σε κάποιο παγκάκι.
Ο αναγνώστης είναι
συνδημιουργός: κάθε βιβλίο ζωντανεύει όταν το ανοίγει ο αναγνώστης.
Στα βιβλία μου δείχνω, δε
λέω, δεν εξηγώ. Ο αναγνώστης εξηγεί. Δε μ’ αρέσει η ρηματική λογοτεχνία, η
λογοτεχνία που καθοδηγεί. Περιγράφω τι ζει και αντιμετωπίζει ο αφηγητής. Το
ίδιο ζει κι αντιμετωπίζει ο αναγνώστης.
Είναι η μόνη λογοτεχνία
την οποία μπορώ να υπηρετήσω. Αρνούμαι να επιβάλλω στον αναγνώστη αυτό που έχω
στο μυαλό μου.
Επιστρέφω στην
αρχή. Στο Μέντιουμ κυριαρχεί μια αίσθηση
επικείμενου κινδύνου.
Η αναμονή για μια νέα
ζωή, για την έλευση ενός νέου πλάσματος. Κι όμως, βιβλίο και ταινία τελειώνουν
με την έλευση κάτι άλλου. Η Χριστίνα Ιωακειμίδη διατήρησε το ίδιο τέλος και στο
φιλμ. Την ευχαριστώ γι’ αυτό!
Ο αναγνώστης έρχεται,
λοιπόν, αντιμέτωπος μ’ αυτό το τέλος, και με μια ηρωίδα ακατάτακτη, μετέωρη σ’ όλη της την ζωή, που δεν ξέρεις τι θα κάνει.
«Τελειώνει ποτέ η
παιδική μας ηλικία;» αναρωτιέται ο αφηγητής στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
Τελειώνει;
Τι λέτε;
Νομίζω πως όχι!
Η συνέντευξη με
τον συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 20ής Διεθνούς Έκθεσης
Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη
(Εκδόσεις Μεταίχμιο) για την πολύτιμη συνδρομή της στην
υλοποίησή της.
Τα μυθιστορήματα
του Γιώργου Συμπάρδη Μέντιουμ
και Πλατεία
Κλαυθμώνος κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου