Αΐντα Μπέγκιτς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Μια από τις πιο αξιόλογες Βόσνιες σκηνοθέτριες, η Αΐντα
Μπέγκιτς επιστρέφει στην κινηματογραφική δράση με την ταινία της Μια μπαλάντα, που εστιάζει στην Μέρι, μια τριαντάχρονη νοικοκυρά σε αναζήτηση του εαυτού της
μέσω της τέχνης.
Το φιλμ της προβάλλεται σε διεθνή πρεμιέρα στο πλαίσιο του 63ου ΦΚΘ (6 Νοεμβρίου). Κουβεντιάζοντας με την σκηνοθέτρια.
Μια
από τις θεμελιώδεις έννοιες που θίγονται στην ταινία σου Μια
μπαλάντα είναι εκείνη της ελευθερίας. Πώς ορίζεις την ελευθερία,
λοιπόν;
Μ’ αυτό το φιλμ προσπαθώ
πρώτα απ’ όλα να αναζητήσω την καλλιτεχνική ελευθερία.
Έχω κάνει άλλες τρεις
ταινίες, αλλά κατά κάποιον τρόπο ένιωθα ότι δεν ήμουν ελεύθερη, πως αφηγούμουν
ιστορίες που δεν ήταν οι δικές μου
ιστορίες, ήταν άλλων ανθρώπων.
Κι αυτό γιατί αισθανόμουν
μια ευθύνη απέναντι στη βοσνιακή κοινωνία λόγω όσων είχε περάσει στη διάρκεια
του πολέμου - επιπλέον, ήμουν πολύ νέα.
Επομένως, τώρα
χρειαζόμουν χώρο προκειμένου να κατακτήσω τη δικιά μου καλλιτεχνική ελευθερία.
Νιώθω, λοιπόν, απελευθερωμένη έχοντας σκηνοθετήσει αυτή την ταινία. Έκανα ό,τι
ήθελα με τον τρόπο που το ήθελα.
Επίσης, τόσο για μένα όσο
και την Μέρι, την πρωταγωνίστρια, ο χώρος της ελευθερίας είναι η τέχνη.
Ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι μ’
αυτό το φιλμ όταν αισθάνθηκα πως λειτουργούσα με αρνητικό τρόπο. Φοβόμουν αυτό
το συναίσθημα. Όπου κι αν κοίταζα, έβλεπα ασχήμια. Ξέρω ότι αν βλέπεις την
ασχήμια, είσαι κι εσύ άσχημος. Με σένα έχει να κάνει.
Αλλά
και με όσα βιώνεις. Το έναυσμα εντοπίζεται στην αλληλεπίδραση ατόμου και
κοινωνίας. Δε ζεις μόνη σου.
Ακριβώς.
Βλέπω τον κινηματογράφο
ως μια διαδικασία στοχασμού του έξω κόσμου, κατανόησης, έρευνας και
περιπέτειας.
Κατόπιν, περιπλανήθηκα
στη Βοσνία επισκεπτόμενη γυναικείες οργανώσεις διάφορων ειδών. Άλλες
ασχολούνταν με το τραγούδι, άλλες με χειροτεχνίες. Βρήκα ομορφιά σ’ αυτό.
Κάτι, λοιπόν, που
ξεκίνησε από μια καταθλιπτική αφετηρία είχε μια όχι τόσο καταθλιπτική κατάληξη.
Νιώθω πραγματικά ελεύθερη
στο πεδίο της τέχνης. Γι’ αυτό και η Μέρι προσπαθεί να βρει τον εαυτό της μέσω
της τέχνης.
Μέσω
του σινεμά και της μουσικής.
Έτσι μπορώ να συνδεθώ με
τους βασικούς χαρακτήρες.
Μιας
και όπως είπες στο Q&A μετά τη δημοσιογραφική προβολή της Μπαλάντας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου
του Σαράγεβο δε βασίζεσαι και τόσο στην ιστορία, τι «πυροδότησε» τη διαδικασία
της συγγραφής του σεναρίου;
Όντως οι ταινίες μου δε
βασίζονται και τόσο στις ιστορίες με την έννοια των μεγάλων δραματικών πλοκών.
Πάντα μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες για μικρά πράγματα και
περιθωριοποιημένους ανθρώπους.
Το Μια μπαλάντα πηγαίνει πιο μακριά από τις προηγούμενες. Θα ήθελα οι
θεατές ν’ αφεθούν σ’ αυτή σαν να είναι μια περιπέτεια.
Αν χρησιμοποιήσεις την
ορθολογική διάσταση της αντίληψής σου, θα χαθείς. Αν, όμως, ακολουθήσεις τη
διαίσθησή σου, θα ανακαλύψεις αυτό που δημιουργήσαμε.
Είχα κάποια ιδέα στο
μυαλό μου, μετά βρήκαμε το cast
και
τις τοποθεσίες και στη συνέχεια τη φτιάξαμε με την προσθήκη και της μουσικής.
Συνταιριάστηκαν πολλά στοιχεία προκειμένου να δημιουργηθεί.
Υπήρξε μια ενδιαφέρουσα,
μη προβλέψιμη διαδικασία. Ελπίζω κι εγώ να έγινα ευφυέστερη και πιο ώριμη μετά
την ολοκλήρωση της ταινίας.
Ποια
είναι η σχέση σου με τη μουσική, γενικότερα; Αντλείς έμπνευση και χαρά από
αυτή;
Φοίτησα σε μουσικό
σχολείο κι έμαθα πιάνο.
Τραγουδούσες
κιόλας;
Δεν έχω καλή φωνή! Μέχρι
κάποια ηλικία νόμιζα ότι θα γινόμουν μουσικός. Ήθελα μάλιστα να μπω σε μουσική
ακαδημία, αλλά αυτό ήταν ένα όχι και τόσο ανεπτυγμένο πεδίο στην πρώην
Γιουγκοσλαβία.
Ήξερα, ωστόσο, πως στο
συγκεκριμένο φιλμ η μουσική θα διαδράματιζε σημαντικό ρόλο, γι’ αυτό και χρειαζόμουν
την άδεια των μουσικών για τη χρήση των τραγουδιών τους.
Έβαλα πολλή από τη
μουσική κληρονομιά του Σαράγεβο και από τις μουσικές μου αναμνήσεις στην
ταινία.
Που
είναι η πιο προσωπική σου.
Όλοι οι άνθρωποι που με
ξέρουν μου λένε: «Αυτό το φιλμ είναι πολύ
εσύ». Είμαι πολύ πρόσχαρη και ομιλητική. Οι υπόλοιπες δουλειές μου δεν
είναι και τόσο καταθλιπτικές, αλλά πιο βαριές συγκριτικά.
Ήμουν δεκαέξι όταν
ξεκίνησε ο πόλεμος. Έπρεπε να μεγαλώσω, να ωριμάσω και να έρθω αντιμέτωπη με τη
φρίκη γύρω μου. Τελειώνοντας την Ακαδημία, αναρωτιόμουν: «Πώς μπορώ να γυρίσω εφηβικές ταινίες;»
Είναι
αναμενόμενη η ενασχόληση με τα τραύματα εκείνης της περιόδου εντός του
φεστιβαλικού κυκλώματος;
Υπάρχουν ορισμένες
προσδοκίες από φιλμ προερχόμενα από ορισμένες περιοχές. Αν καταγόσουν από τα
Βαλκάνια στις αρχές του τρέχοντος αιώνα, δεν περίμεναν από σένα μια ιστορία
αγάπης. Ούτε καν εικοσιπέντε χρόνια αργότερα.
Λες
και πρόκειται για κάποια «συνταγή».
Φαίνεται ότι δε μας
επιτρέπεται να αφηγηθούμε τις ιστορίες που θέλουμε, γιατί η φεστιβαλική αγορά
θέλει να λέμε συγκεκριμένες ιστορίες. Φυσικά, μια δυτικοευρωπαϊκή ταινία μπορεί
να μιλήσει για μια τριαντάρα που δεν ξέρει τι να κάνει.
Αν, όμως, θελήσουμε κι
εμείς να αφηγηθούμε κάτι τέτοιο, δε θεωρούμαστε αρκετά ανεπτυγμένες/-οι ώστε ν’
αντιμετωπίζουμε παρόμοια προβλήματα. Κι αυτό καταντά κουραστικό.
Είμαι καλλιτέχνις, θέλω
να εκφραστώ και νομίζω πως και πολλοί συνάδελφοι και συναδέλφισσές μου
ασφυκτιούν εξαιτίας αυτών των προσδοκιών.
Πρέπει να αλλάξει αυτό.
Έχει οδηγήσει το καλλιτεχνικό ευρωπαϊκό σινεμά σε τεράστια κρίση, γιατί πολλά
φιλμ είναι βαρετά, μοιάζουν τα ίδια. Γι’ αυτό και χάνουμε κοινό.
Το ίδιο, όμως, συμβαίνει
και σ’ άλλες χώρες: στην Ελλάδα, τη Γεωργία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία. Τις
ταινίες που γυρίζεις για τα δυτικά φεστιβάλ τις κάνεις για να εξηγήσεις τον
εαυτό σου σ’ αυτά. Το εγχώριο κοινό δε θέλει να τις δει.
Πώς να εξαναγκάσω το
βοσνιακό κοινό να παρακολουθήσει τα ίδια του βάσανα στην οθόνη; Θέλει κάποια
μαγεία που ίσως του είχε διαφύγει. Η τέχνη δεν υπάρχει για να σου παρέχει
πληροφορίες, είναι μια μοναδική εμπειρία.
Οι
γυναικείοι χαρακτήρες σου είναι δυνατοί, αλλά και ευάλωτοι. Ενίοτε τα παρατάνε,
αλλά τελικά επιμένουν.
Είχα επίσης βαρεθεί με
τους δυνατούς γυναικείους χαρακτήρες. Μπορεί να είναι ευάλωτες, Αλλά δεν ήθελα
να κάνω ένα φιλμ με μήνυμα. Προσπάθησα να αποτυπώσω χαρακτήρες των οποίων τη
σχέση μπορούμε να καταλάβουμε.
Στο δράμα όλοι έχουν
δίκιο και όλοι μπορεί να κάνουν λάθος. Αν μόνο ένας χαρακτήρας έχει δίκιο κι
όλοι οι άλλοι κάνουν λάθος, τότε μιλάμε για ιδεολογία, όχι για σινεμά.
Υπάρχει
πολύ χιούμορ στην ταινία σου - πολύ περισσότερο από ό,τι στις προηγούμενες,
ίσως. Εφόσον είσαι πρόσχαρος άνθρωπος, θα είναι μια ποιότητα που απολαμβάνεις
στους ανθρώπους και στην επικοινωνία μαζί τους.
Ένας φίλος μοντέρ, που
ήταν υπεύθυνος για τους υπότιτλους στο φιλμ μου Τα παιδιά του Σαράγεβο, μού είχε πει: «Έχεις πραγματικά τη δυνατότητα να γυρίσεις μια κωμωδία».
«Ίσως έχει δίκιο. Ίσως πρέπει να δουλέψω περισσότερο προς αυτή την
κατεύθυνση», σκέφτηκα.
Η
χρήση και το είδος των καμερών που χρησιμοποιούνται μετατρέπουν την ταινία σου
σε κάτι ζωντανό. Μοιάζει χαμηλού προϋπολογισμού φιλμ.
Ποτέ δεν είχα χαμηλότερο
προϋπολογισμό στη διάθεσή μου. Αυτό μας απελευθέρωσε. Με έναν υψηλότερο
προϋπολογισμό δεν μπορείς να «πετάξεις», να δοκιμάσεις καινούρια πράγματα ή να
κάνεις λάθη.
Δε θα μπορούσα να
λειτουργήσω έτσι μ’ έναν προϋπολογισμό εκατομμυρίων ευρώ.
Όταν αποφασίσαμε να
δουλέψουμε μικρές κάμερες, οι οποίες δεν είναι καν επαγγελματικές, δε θα
μιμούμασταν κάτι άλλο. Θα χρησιμοποιούσαμε αυτό το φορμά ως είχε.
Κι ο διευθυντής
φωτογραφίας ήθελε το φιλμ να είναι κοκκώδες ώστε να αποπνέει αυθεντικότητα. Δε
θέλαμε να το κάνουμε να φαίνεται καλύτερο.
Στα
πρώτα βήματα της κινηματογραφικής σου σταδιοδρομίας ήσουν ανάμεσα στις λίγες γυναίκες
σκηνοθέτριες στη Βοσνία. Χρειάστηκε να παλέψεις πολύ για να κατακτήσεις τον
χώρο σου;
Πριν από τον πόλεμο
υπήρχε η Ίνες Τάνοβιτς, σπουδαία μαχήτρια και προσωπικότητα. Μετά τον πόλεμο
δυσκολεύτηκε, ωστόσο, να βρει χρηματοδότηση.
Στη διάρκεια του πολέμου
η Γιάσμιλα Ζμπάνιτς κι εγώ υπήρξαμε συμφοιτήτριες στη Κινηματογραφική Ακαδημία
του Σαράγεβο. Όταν αυτός τελείωσε, υπήρχε απλώς άδειος χώρος.
Εμείς οι δύο, η Άμρα
Μπάκσιτς, παραγωγός και επικεφαλής του Cinelink του Φεστιβάλ
Κινηματογράφου του Σαράγεβο, και η Έλμα Τάταραγκιτς, σεναριογράφος και
επιμελήτρια προγράμματος του Φεστιβάλ, ήμασταν οι πρωτοπόρες του βοσνιακού
σινεμά.
Η κατάσταση δεν ήταν
εύκολη, γιατί οι άνθρωποι δεν ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν μια γυναίκα
επικεφαλής ενός συνεργείου. Απευθύνονταν στον διευθυντή φωτογραφίας κι όχι σε
μένα, γιατί δε φαντάζονταν ότι εγώ ήμουν το αφεντικό.
Έπρεπε να παλέψουμε,
επειδή κυριαρχούσαν οι «μάτσο» φωνακλάδες σκηνοθέτες. Λίγο λίγο συνήθισαν,
όμως.
Έτσι τώρα, μετά τη
Βοσνία, υπάρχουν περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτριες στη Σερβία, στην Κροατία,
στη Σλοβενία, στη Βόρεια Μακεδονία.
Το γεγονός αυτό με τη
σειρά του συμβάλλει στη δημιουργία πολύπλοκων γυναικείων χαρακτήρων που
απουσίαζαν παλαιότερα από τον βαλκανικό και τον γιουγκοσλαβικό κινηματογράφο.
Ενθαρρύναμε, εξάλλου, και
τους άντρες συναδέλφους να είναι διαφορετικοί.
Σε
αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές σκηνοθετριών και σκηνοθετών ως πρότυπο;
«Δε φαντάζεσαι πόσο σημαντικό υπήρξε για εμάς που γνώρισες επιτυχία.
Είναι δυνατό, μπορούμε να τα καταφέρουμε κι εμείς», μου είχε πει πριν από
μερικά χρόνια μια συνάδελφος δέκα χρόνια νεότερή μου.
Η
καλλιτεχνική και η κινηματογραφική πραγματικότητα στη Βοσνία μπορεί να
ευημερούν, το ίδιο όμως δε συμβαίνει με την κοινωνικοπολιτική και οικονομική.
Πώς βρίσκεις την αντοχή να συνεχίζεις όταν η πραγματικότητα σε εμποδίζει;
Δε χρειάζεται να συμβούν
απίστευτες αλλαγές προκειμένου να έχουμε ένα όμορφο μέρος για να ζούμε. Είναι
μια μικρή χώρα με όχι παραπάνω από δυόμισι εκατομμύρια κατοίκους στην
πραγματικότητα. Είναι σαν μια μικρή πόλη μιας μεγαλύτερης χώρας.
Βεβαίως οι πολιτικοί και
η διεθνής κοινότητα φέρουν ευθύνη για την κατάσταση, αλλά στις μέρες έχω την
αίσθηση πως κι οι καθημερινοί άνθρωποι είναι υπεύθυνοι.
«Είναι φρικτά, καταθλιπτικά, δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα, δεν
μπορούμε να προοδεύσουμε», διαβάζεις στα social media. Είναι σαν μάντρα, σαν μαζοχιστικά
ν’ απολαμβάνεις τα βάσανα. Με αηδιάζει πιο πολύ απ’ τον εθνικισμό και τη μαφία
αυτό.
«Είμαι τόσο αποτυχημένος, άρρωστος, άσχημος, φτωχός», λες το πρωί
στον εαυτό σου, κι έτσι δε σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι σου εκείνη τη μέρα. Αν πεις
το αντίθετο, είσαι τουλάχιστον παραγωγικός. Προχωράς, ακόμα κι αν δεν
εκπληρώσεις κάποιο όνειρο.
Στην πραγματικότητα
υπάρχει και ομορφιά και χαρά, εξαρτάται τι ψάχνεις. Κι αυτό θα λάβεις.
Ίσως
λείπει -κι όχι μόνο στη Βοσνία- η οικοδόμηση ενός άλλου συλλογικού βιώματος,
όχι μια ατομικιστική προσέγγιση στη ζωή, στην κοινωνία και στη σχέση με τους
άλλους ανθρώπους.
Μια αίσθηση κοινότητας
και εμπιστοσύνης. «Αν όλοι πάντα σου λένε
ψέματα, η συνέπεια δεν είναι πως πιστεύεις τα ψέματα, αλλά πιο πολύ ότι κανένας
δεν πιστεύει τίποτα πλέον», είχε κάποτε δηλώσει η Χάνα Άρεντ.
Αυτό συμβαίνει σ’ εμάς.
Κανένας δεν εμπιστεύεται τον άλλο.
Γι’ αυτό και
εγκαταλείπουν τη χώρα, νομίζω. «Δε θέλω
το παιδί μου να βιώσει μια τοξική ζωή», λένε.
Προσπαθώ, λοιπόν, ν’
αποφεύγω τους ανθρώπους που διασπείρουν δηλητήριο. Δεν είναι εύκολο, αλλά αν
καθένας αλλάξει οπτική, θ’ αλλάξει κι η εικόνα.
Η συνέντευξη με την σκηνοθέτρια
διεξήχθη στο πλαίσιο του 28ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του
Σαράγεβο τον Αύγουστο του 2022.
Η ταινία της Αΐντα
Μπέγκιτς Μια
μπαλάντα προβάλλεται σε διεθνή πρεμιέρα στο πλαίσιο του
τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια του 63ου
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η πρώτη προβολή πραγματοποιείται
την Κυριακή, 6 Νοεμβρίου (αίθουσα Σταύρος
Τορνές, 20:00), παρουσία της σκηνοθέτριας.
Η ταινία είναι επίσης διαθέσιμη
στη διαδικτυακή πλατφόρμα του 63ου ΦΚΘ από τη Δευτέρα, 7 Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου