Κριτική
ματιά στην
κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Αργεντινής και συνάμα μια σουρεαλιστική
«ανατομία» της παιδικής ψυχοσύνθεσης, η νουβέλα
του εκλεκτού Αργεντίνου συγγραφέα
Σέσαρ Άιρα Πώς έγινα καλόγρια σε καθηλώνει.
Το ίδιο και η επικοινωνία που είχαμε μαζί του με
αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά από τις εξίσου εκλεκτές
Εκδόσεις Carnívora.
Mολονότι ο τίτλος της πρόσφατα
μεταφρασμένης στα ελληνικά νουβέλας σας Πώς έγινα καλόγρια παραπέμπει σε
μια αναγνωστική εμπειρία με θρησκευτικές υποδηλώσεις, τελικά αποδεικνύεται «παραπλανητικός».
Απολαμβάνετε
το να «παίζετε» με τις προσδοκίες των αναγνωστών; Αποτελεί για εσάς η γραφή μια
διαδικασία παιγνιώδη, αμφίσημη, ανοιχτή στο απρόσμενο;
Παιγνιώδη και απρόσμενη
είναι μια καλή περιγραφή. Το απρόσμενο είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα.
Δεδομένου ότι δε γράφω βάσει σχεδίου, αλλά ακολουθώ ό,τι μου αποκαλύπτει η ίδια
η γραφή, ο δρόμος είναι γεμάτος εκπλήξεις.
Επιπλέον, ως δευτερεύον
πλεονέκτημα, αποφεύγεις την κατά κόρον θεματοποίηση, όταν αλλάζεις θέμα κάθε
δυο τρεις σελίδες και διατηρείς ως συνδετικό νήμα μόνο το λογοτεχνικό παιχνίδι.
Τα μυθιστορήματά μου δεν
είναι μυθιστορήματα «για» ή «σχετικά με» το ένα ή το άλλο, γεγονός το οποίο τα
φέρνει πιο κοντά στη δημοσιογραφία μάλλον, παρά στη λογοτεχνία.
Διαδραματίζει,
κατά τα άλλα, η θρησκεία κάποιον ρόλο στην καθημερινότητά σας;
Όχι. Υποθέτω ότι η
πλειονότητα όσων στρέφονται στη θρησκεία το κάνει αναζητώντας κάτι ποιητικό ή
θαυματουργό που ξεπερνάει την πεζή πρόζα της καθημερινότητας.
Για τον σκοπό αυτό εγώ
έχω τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη μουσική, δεν χρειάζομαι τη θρησκεία.
Οι
θρησκευτικές υποδηλώσεις μπορεί να απουσιάζουν από την Καλόγρια..., οι σουρεαλιστικές και ντανταϊστικές αναφορές, όμως,
αφθονούν. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι «κλείνετε το μάτι» σ’ αυτές.
Εμπνέεστε
από τα συγκεκριμένα καλλιτεχνικά ρεύματα;
Όταν, στην πρώτη μου
νιότη, ανακάλυψα τον σουρεαλισμό και τον ντανταϊσμό, βρήκα το μοντέλο, την
έμπνευση η οποία μου επέτρεψε να πιστέψω ότι αξίζει τον κόπο να γράφει κανείς.
Παραμένω πιστός σε εκείνη
τη μαθητεία και παριστάνω ότι δεν ακούω όσους λένε -και το λένε όλοι- ότι
πρόκειται για κινήματα νεκρά και ξεπερασμένα. Πιστεύω, τουναντίον, ότι
πρόκειται για τα μόνα που είναι πραγματικά ζωντανά.
«Υπάρχουν αυτοσχεδιασμοί που αξίζουν όσο όλη
η τέχνη», γράφετε προς το τέλος του βιβλίου. Σε τι συνίσταται η
σπουδαιότητα των αυτοσχεδιασμών για εσάς;
Επαναλαμβάνω όσα είπα
προηγουμένως για τα πλεονεκτήματα του αυτοσχεδιασμού.
Στην περίπτωσή μου δεν
πρόκειται για συνειδητή απόφαση, αλλά για έναν φυσικό τρόπο γραφής. Όλη η απόλαυση
της γραφής, ή ένα σημαντικό κομμάτι της, για μένα είναι το να ριχτείς στην
περιπέτεια, να ανακαλύψεις μια ιστορία.
«Η ζωή μου ήταν η ζωγραφιά μου»,
«ομολογεί» κάπου η/ο Σέσαρ. Αν δεν ήσασταν συγγραφέας (και μεταφραστής), θα
μπορούσατε να είστε ζωγράφος; Το έχετε προσπαθήσει καθόλου;
Όχι, δεν είμαι καλός στη
ζωγραφική, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύω, αφού ποτέ μου δεν τη δοκίμασα. Την
εξασκώ, όμως, κατά κάποιο τρόπο γράφοντας, επειδή η φαντασία μου είναι οπτική
και όλα όσα γράφω είναι περιγραφές πολύχρωμων νοερών πινάκων.
Μικρή
σε έκταση -όπως λίγο πολύ όλες οι συγγραφικές περιπέτειές σας-, αλλά πυκνό σε
νοήματα, το Πώς έγινα μια καλόγρια
«καταδύεται» στο ονειρικό/γκροτέσκο σύμπαν της πιτσιρίκας/του πιτσιρίκου Σέσαρ.
Σας
γοητεύει η παιδική ηλικία ως «πρώτη ύλη»; Είχε, μήπως, «γεύση» παγωτού
(φράουλα); Υπήρξατε ο ίδιος ένα «αντισυμβατικό» παιδί; Σκαρώνατε, αφηγούσασταν
ιστορίες μικρός;
Η περιγραφή μου ως παιδί
συνοψίζεται σε μια και μόνο λέξη: μύωψ.
Αυτό τα λέει όλα σε μια
εποχή (τη δεκαετία του ’50) κατά την οποία τα διοπτροφόρα παιδιά ήταν κάτι το
ασυνήθιστο και ο κόσμος τα έβλεπε περίπου ως τέρατα, τα λέει όλα για την
απομόνωση, την ντροπή, τη ζωή με τη φαντασία, το καταφύγιο στα βιβλία.
Δεν ξέρω αν ήταν χάρη στα
βιβλία ή από φυσικού μου, είχα την τύχη να είμαι υπέρμετρα έξυπνος, και έτσι κατάφερα
να ξεπεράσω όλες τις αντιξοότητες που προέρχονταν από τη μυωπία, το μπούλινγκ
και το υπανάπτυκτο χωριό στο οποίο μεγάλωσα.
To φύλο της/του Σέσαρ δεν προσδιορίζεται
κατηγορηματικά. Εκτός από τις αναγνωστικές προσδοκίες, σας αρέσει, λοιπόν, να
ανατρέπετε και τα έμφυλα στερεότυπα,
τους έμφυλους ρόλους;
Όχι, είναι ήδη πάρα πολύς
ο κόσμος που μιλάει για το φύλο και τα άβατάρ του, ώστε να μπω κι εγώ στη
συζήτηση.
Το μυθιστόρημά μου αυτό
το έγραψα πριν από πολλά χρόνια, ακολουθώντας υποσυνείδητες παρορμήσεις, για
τις οποίες δεν μπορώ να δώσω εξηγήσεις.
Με
περισσότερα από 100 βιβλία στο ενεργητικό σας, δικαίως περιγράφεστε ως «υπερπαραγωγικός».
Aπό
ποια ανάγκη -ή ακόμα και αγωνία- πηγάζει η συγγραφική υπερδραστηριότητά σας;
Έχετε ποτέ έρθει αντιμέτωπος με το διαβόητο «συγγραφικό μπλοκάρισμα»;
Στην πραγματικότητα,
γράφω πολύ λίγο. Έχω κουραστεί να το λέω και δε με πιστεύουν, αλλά είναι η
αλήθεια. Γράφω μόλις μια σελίδα τη μέρα, ή μισή. Το κόλπο είναι πως ό,τι και να
γράψω μου κάνει.
Η ακραία βραδύτητα με την
οποία συντάσσω κάθε φράση και ο χρόνος που μου παίρνει για να το κάνω, μου
εξασφαλίζουν ότι το αποτέλεσμα είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.
Και το κάνω κάθε μέρα,
επειδή δεν έχω τι άλλο να κάνω κι επειδή μ’ αρέσει να το κάνω. Αυτό μου
εξασφαλίζει 300 σελίδες το χρόνο, σαν να λέμε τρία απ’ τα βιβλιαράκια μου των
εκατό σελίδων.
Όπως βλέπετε, αυτή η
υπερπαραγωγικότητα δεν είναι παρά μια καλά υπολογισμένη ταχυδακτυλουργία.
«Το αυθεντικό δεν είναι πιστό στη μετάφραση»,
έγραφε ο Μπόρχες. Δεδομένου ότι είστε και μεταφραστής -και μάλιστα πολύ
έμπειρος-, πιστεύετε πως κάτι πάντα
θα μας διαφεύγει και κάπου θα
ελλοχεύει- και όχι μόνο στη μετάφραση;
Οφείλω να πω ότι δεν
έγινα μεταφραστής από κλίση, αλλά από ανάγκη να βγάλω τα προς το ζην και δεν
μπορώ να καυχηθώ υπερβολικά για δημιουργική απιστία στα διαβόητα μπεστ σέλερ
που μετέφραζα.
Ωστόσο, ναι, ακόμα και
στον καλύτερο μεταφραστή μπορεί να ξεφύγει ένα λάθος, να αφαιρεθεί, να του
διαφύγει μια ψευδόφιλη λέξη.
Οι εκδοτικοί πρέπει να
πληρώνουν ένα μισθό παραπάνω για να έχουν έναν καλό διορθωτή, ο οποίος και να
επιμελείται τα βιβλία προτού τα στείλουν στο τυπογραφείο.
Και οι αναγνώστες πρέπει
να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, ώστε να διαβάζουν λιγότερες μεταφράσεις.
Η
μετάφραση του βιβλίου σας στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Carnívora αποτελεί το συλλογικό «προϊόν»
της ενασχόλησης 16 μεταφραστριών και μεταφραστών σε καιρούς πανδημίας.
Σχεδόν
μυθιστορηματικό μού φαίνεται αυτό. Εσάς;
Δεν το ήξερα, ακούγεται
πολύ ενδιαφέρον. 100 σελίδες, 16 μεταφραστές. Αυτοί οι δύο αριθμοί προσφέρονται
για ποικίλα λογοτεχνικό-μαθηματικά παιχνίδια, όπως σουντόκου φτιαγμένα από
λέξεις και κεφάλαια.
(Ανθρωπο)γεωγραφία
αντιφατική, ποικιλόμορφη και συχνά συγκρουσιακή, η Λατινική Αμερική τροφοδοτεί
αδιάλειπτα τις ελπίδες, τα οράματα και τις φαντασιώσεις πολλών «Δυτικών».
Αν
και φαινομενικά αταξινόμητος, πώς σχετίζεστε με την τρέχουσα καλλιτεχνική και
πολιτική πραγματικότητα του τόπου καταγωγής σας;
Έγραψα ένα Λεξικό Λατινοαμερικάνων Συγγραφέων και
μελέτησα με ενθουσιασμό τον λογοτεχνικό θησαυρό που συγκεντρώθηκε σε τούτη την
ήπειρο από τον 16ο αι. και μετά.
Αυτό, ωστόσο, έμεινε στο
παρελθόν και τα ώριμα αναγνώσματά μου ήταν κυρίως ευρωπαϊκά.
Δε νιώθω ενοχή, απ’ τη
μια επειδή λόγω του Λεξικού πλήρωσα
τον πρέποντα φόρο τιμής, απ’ την άλλη επειδή αν ένας αναγνώστης δεν επιλέγει
ελεύθερα τι θα διαβάσει, καλύτερα να μη διαβάζει καθόλου.
Ευχαριστώ
θερμά την Ασπασία
Καμπύλη για την καλοσύνη και τη φροντίδα με τις οποίες καταπιάστηκε με τη μεταφράση των ερωτήσεών μου
στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.
Η νουβέλα του Σέσαρ Άιρα Πώς έγινα καλόγρια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις
Carnívora
σε συλλογική μετάφραση 16 μεταφραστριών και μεταφραστών.
Κατά αλφαβητική σειρά, οι μεταφράστριες/μεταφραστές
είναι οι εξής:
Μαρία Αθανασιάδου,
Κωνσταντίνα Γερασίμου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή,
Μαρία Καραλή, Κανέλλα Λιακοπούλου, Νίκος Μανουσάκης, Αλίκη Μανωλά, Χρυσούλα
Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Ακόμα:
Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου, Σταύρος
Χατζής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου