Διακεκριμένος
ντοκιμαντερίστας, ο Σλοβάκος
σκηνοθέτης Μάρτιν Σούλικ παραδίδει με τον Διερμηνέα, ένα γλυκόπικρο και βαθιά στοχαστικό road movie
με
συμπρωταγωνιστή τον Γίρι Μένζελ,
μαθήματα ανθρωπιάς, ζωής και Ιστορίας. Μετά την πανελλήνια
πρεμιέρα του στις περσινές Νύχτες
Πρεμιέρας, ο Διερμηνέας
προβάλλεται και στις αίθουσες. Μια χορταστική συνομιλία με τον σκηνοθέτη.
Είστε
πολύ γνωστός τόσο για τις ταινίες μυθοπλασίας όσο και για τα ντοκιμαντέρ σας.
Εφαρμόζετε την ίδια προσέγγιση όταν πρόκειται να επιλέξετε τους χαρακτήρες και
τα θέματα, την ίδια ευαισθησία, τρυφερότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια;
Δεν είμαι ένας τυπικός
δημιουργός ντοκιμαντέρ. Οι περισσότερες δουλειές μου είναι πορτρέτα σκηνοθετών,
ανθρώπων που δουλεύουν στο θέατρο ή καλλιτεχνών. Ενδιαφέρομαι για την Ιστορία
της τέχνης, πώς αντιδρούν οι καλλιτέχνες στην εποχή κατά την οποία ζουν. Ίσως γιατί
διδάσκω στο Πανεπιστήμιο και θέλω να συστήσω τους φοιτητές μου σε δημιουργικές
προσωπικότητες με πρωτότυπη κοσμοαντίληψη.
Οι ταινίες μυθοπλασίας
είναι πολύ πιο προσωπικές. Σ’ αυτές αφηγούμαι ιστορίες σχετικά με ήρωες που
συνειδητοποιούν ότι βιώνουν μια θεμελιώδη ηθική σύγκρουση και πρέπει να τη
διαχειριστούν. Τα φιλμ παρουσιάζουν προβλήματα που κι εγώ ο ίδιος συχνά
αντιμετωπίζω.
Στο
πιο πρόσφατο φιλμ σας, τον Διερμηνέα,
καταπιάνεστε με το Ολοκαύτωμα στο πλαίσιο της σύγχρονης Σλοβακίας μέσα από τη συνάντηση
δύο ηλικιωμένων ηρώων από αντίθετες πλευρές του πολιτικού φάσματος. Είναι η ιστορία εντελώς μυθοπλαστική;
Ναι, αν και η αρχική
παρόρμηση βασίζεται στην πραγματικότητα.
Κάποτε, φεύγοντας από την
Πράγα οδικώς, άκουγα αποσπάσματα από το βιβλίο The Dead Man in the Bunker
του Αυστριακού συγγραφέα Μάρτιν Πόλακ. Σε αυτό, περιγράφει τη σχέση του με τον πατέρα
του, έναν διοικητή των Ειδικών Δυνάμεων των Ες Ες, ο οποίος ήταν
στρατοπεδευμένος κοντά στο Ružomberok στο
τέλος του 1944 και ήταν υπεύθυνος για το φόνο πολλών δεκάδων πολιτών εκεί.
Εκείνες οι λίγες σελίδες με
άγγιξαν, γιατί είχα περάσει την παιδική ηλικία μου κοντά στο Ružomberok και
ήξερα πολλές από τις ιστορίες.
Κουβέντιασα γι’ αυτό με τον
σεναριογράφο Μάρεκ Λέστσακ και μάς συνεπήρε και τους δύο η κατάσταση ενός γιου,
ο οποίος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το σκοτεινό παρελθόν του πατέρα του.
Είχαμε την αίσθηση ότι θα
μπορούσαμε να αναπτύξουμε μια ιστορία κατά τρόπο που θα μας επέτρεπε να ρίξουμε
φως σε γεγονότα τα οποία εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να διχάζουν τη Σλοβακία.
Υπήρξαμε μονάχα θύματα της
φασιστικής επιθετικότητας στη διάρκεια του πολέμου ή δολοφονήσαμε κι εμείς ανθρώπους;
Τι ευθύνη φέρουμε για όσα συνέβησαν στη χώρα μας τότε; Πώς τα βλέπουμε σήμερα; Νοιαζόμαστε καν;
Θέλαμε να αντικρίσουμε όλο
το πρόβλημα μέσα από δύο οπτικές γωνίες, γι’ αυτό και επινοήσαμε ένα χαρακτήρα κατ’
αντίστιξη εκείνου του Αυστριακού, ενός διερμηνέα που είχε χάσει ολόκληρη την οικογένειά
του στη διάρκεια του πολέμου.
Σταδιακά, αναδύθηκε μια κάπως
κωμικοτραγική ιστορία δύο ηλικιωμένων αντρών που, στα τελευταία τους, θέλουν να
κατανοήσουν τη ζωή τους.
Παραμένει
το ίδιο το Ολοκαύτωμα ένα αμφιλεγόμενο, ακόμα και επώδυνο ζήτημα στη σλοβακική
κοινωνία;
Τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου άφησαν ένα βαθύ σημάδι σε όλη την Ευρώπη. Αυτό που αφορά συγκεκριμένα τη
Σλοβακία είναι ότι το πρώτο ανεξάρτητο κράτος μας προέκυψε από αυτό το τραγικό
πλαίσιο. Η ύπαρξή του ήταν δυνατή μονάχα χάρη στη συναίνεση του Χίτλερ και ήταν
πλήρως εξαρτημένο από το Τρίτο Ράιχ.
Οι Σλοβάκοι πολέμησαν στο
πλευρό των Γερμανών στο Ανατολικό Μέτωπο και δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι στάλθηκαν
σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από την περιοχή μας. Η διαφωνία για τη φύση αυτού
του κράτους δίχασε την κοινωνία, με αποκορύφωμα το 1944 και την εθνική εξέγερση,
στο πλαίσιο της οποίας οι περισσότεροι Σλοβάκοι απέρριψαν τις φασιστικές
τάσεις.
Το πρόβλημα είναι πως αυτό
το κομμάτι του παρελθόντος έγινε ταμπού μετά το τέλος του πολέμου και παρέμεινε
ανεξερεύνητο. Ολόκληρες γενιές ξέρουν μονάχα μια απλουστευμένη εκδοχή της Ιστορίας
μας, και οι εξτρεμιστές που θέλουν να αποκαταστήσουν το κράτος εκείνης της
περιόδου εκμεταλλεύονται αυτή την άγνοια.
Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο,
εν μέρει επειδή παρόμοιες τάσεις μπορούν να παρατηρηθούν σε όλη την Ευρώπη.
Διαστρεβλωμένες ερμηνείες του παρελθόντος ξαφνικά λειτουργούν ως οδηγοί για την επίλυση
κοινωνικών προβλημάτων του παρόντος.
Και
οι δύο χαρακτήρες, ο Άλι (Γίρι Μένζελ) και ο Γκέοργκ (Πίτερ Σιμόνισεκ), αποτυπώνονται
με βάθος και πειστικότητα σε όλη τους την πολυπλοκότητα. Θα θέλατε να μου αναλύσετε
τη διαδικασία μέσα από την οποία «γεννήθηκαν»;
Ο σεναριογράφος Μάρεκ Λέστσακ
κι εγώ θέλαμε να συνθέσουμε χαρακτήρες στοχαζόμενοι πάνω σε συγκεκριμένες
τάσεις της περιόδου.
Ο Άλι ο διερμηνέας αντιπροσωπεύει
τον μεταπολεμικό αριστερό διανοούμενο στη Σλοβακία. Έχασε τους γονείς του στον πόλεμο
και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 σε μια προσπάθεια
να πατσίσει με τους Σλοβάκους εθνικιστές.
Ήθελε να πάρει το αίμα του
πίσω από τους εθνοφύλακες, και ως μόνη ρεαλιστική επιλογή φάνταζαν οι κομμουνιστές-
υιοθετούσαν μια ριζοσπαστική προσέγγιση. Έβγαζε τα προς τα ζην ως διερμηνέας και
μεταφραστής κι έγραφε πολιτικά άρθρα στην εφημερίδα.
Στη δεκαετία του ’60 ξαφνικά
ήρθε στα σύγκαλά του και συνειδητοποίησε πως έκανε ό,τι κι οι Σλοβάκοι εθνικιστές-
ως ένας ασυμβίβαστος δημοσιογράφος κατέστρεφε ανθρώπους. Συγχωνεύσαμε πολλές πραγματικές
μοίρες στο χαρακτήρα του διερμηνέα.
Υιοθετήσαμε μια παρόμοια προσέγγιση
σχετικά με το χαρακτήρα του Γκέοργκ. Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα χαρακτήρα που
προσπαθεί να ξεφύγει από το ναζιστικό παρελθόν των γονιών του. Αποκόπτεται από αυτούς,
ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και αρνείται να συζητήσει για την Ιστορία.
Σε κάποια φάση, όμως, συνειδητοποιεί
πως αυτή η απόδραση τον εμπόδιζε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να δημιουργήσει
μια οικογένεια. Συνειδητοποιεί ότι βίωνε μια κάπως επαρχιακή ύπαρξη όλο τον καιρό.
Γι’ αυτό και αποδέχεται την προσφορά του Εβραίου μεταφραστή να μελετήσει
προσεκτικά το παρελθόν του πατέρα του- θέλει να ανακαλύψει την ταυτότητά του.
Είναι
πραγματική απόλαυση να παρακολουθείς τον θρυλικό Τσέχο σκηνοθέτη Γίρι Μένζελ να
παίζει στη μεγάλη οθόνη, συνοδευόμενος από έναν ακόμη υπέροχο ηθοποιό, τον
Πίτερ Σιμόνισεκ. Πώς ήταν να σκηνοθετείτε τον Γίρι Μένζελ και πώς καταφέρατε να
πετύχετε μια τόσο αψεγάδιαστη «χημεία» μεταξύ τους;
Αρχικά θέλαμε έναν διαφορετικό
διάσημο σκηνοθέτη να παίξει το ρόλο του Άλι- τον Γιουράι Χερτζ. Όλα ήταν έτοιμα, ακόμα και οι δοκιμές κοστουμιών.
Αρρώστησε, όμως, δύο βδομάδες
πριν το γύρισμα κι έπρεπε να αρχίσουμε να ψάχνουμε για έναν 80χρονο που να μιλά
σλοβακικά και γερμανικά και θα είχε το κουράγιο να ταξιδέψει τριγύρω στη Σλοβακία
επί 32 μέρες, να ξυπνά στις πέντε τα χαράματα, να περνά κάθε βράδυ σε διαφορετικό
ξενοδοχείο και να τρώει σε επαρχιακά εστιατόρια.
Στο τέλος, σκεφτήκαμε να επικοινωνήσουμε
με τον Γίρι. Διάβασε το σενάριο και αποδέχτηκε την προσφορά μας μετά από
δισταγμό δύο ημερών. Ήταν πολύ γενναίο εκ μέρους του. «Σκαρφάλωσε» σε ένα κινούμενο
τρένο χωρίς καμία προετοιμασία. Μπροστά στα μάτια μας σταδιακά μετατράπηκε στον
Άλι: γέρασε δέκα χρόνια, άλλαξε το βάδισμά του, τις χειρονομίες, την άρθρωσή
του.
Μια φορά, όταν τσεκάραμε μια
κινηματογραφημένη σκηνή στο μόνιτορ, χαμογέλασε στοχαστικά και ανακοίνωσε: «Μοιάζω με τον πατέρα μου».
Υπήρξαμε επίσης τυχεροί με
το casting
του
Πίτερ Σιμόνισεκ. Όταν ήρθαμε σε επαφή μαζί του, είχε λάβει το ευρωπαϊκό βραβείο
για το Τόνι Έρντμαν κι ένα βραβείο
στην Αυστρία για το σύνολο της προσφοράς του και μόλις επέστρεφε από το Λος
Άντζελες, όπου είχε παραστεί στην τελετή απονομής των Όσκαρ.
Φοβόμουν λίγο πώς θα ήταν
να δουλέψουμε μαζί. Όλα άλλαξαν μετά την πρώτη συνάντηση. Στο γραφείο παραγωγής
ο Πίτερ έκατσε σε μια καρέκλα, έβγαλε σημειωματάριο και μολύβι και με ρώτησε
πώς έβλεπα το χαρακτήρα του. Του άρεσε το σενάριο και ήδη ήξερε τις ατάκες απέξω στις αναγνώσεις.
Απόλαυσα να παρακολουθώ τις
γραμμένες σκηνές να γεννιούνται μπροστά από την κάμερα. Ο Πίτερ δεν υποδυόταν το
χαρακτήρα του: απλώς έγινε αυτός.
Χάρηκα που οι δυο τους έγιναν φίλοι. Νομίζω ότι αυτό κάπως έγινε αντιληπτό
μέσα από την ταινία.
Ο
Διερμηνέας ξεκινά κυρίως ως κωμωδία και
σταδιακά γίνεται ένα ήσυχο δράμα. Το τέλος,
ωστόσο,
αποπνέει κάτι θετικό.
Νομίζετε όντως πως ο καιρός
θεραπεύει όλες τις πληγές, ακόμα και τις βαθύτερες; Μπορεί το θύμα απεχθών εγκλημάτων
να συμφιλιωθεί ποτέ με τον θύτη;
Η ταινία μας έχει να κάνει
με την προσπάθεια των πρωταγωνιστών να καταλάβουν ο ένας τον άλλο παρά τις
εντελώς διαφορετικές εμπειρίες ζωής.
Είμαι πεπεισμένος ότι αν τα
έθνη μιλούσαν τη γλώσσα των γειτόνων τους, θα μιλούσαν, πιο πολύ το ένα στο άλλο,
θα ενδιαφέρονταν για την κουλτούρα και την Ιστορία τους, και θα υπήρχαν πολύ
λιγότερες συγκρούσεις στην Ευρώπη.
Επειδή, όμως, ακόμα δεν ξέρουμε
ο ένας τον άλλο, δε συζητάμε για το παρελθόν, αλλά έχουμε διαφορετικές απόψεις γι’
αυτό, ένα μεγάλο εμπόδιο παραμένει ανάμεσά μας.
Όταν ήμασταν στο δωμάτιο του
μοντάζ, κάποιος πρότεινε να αφήσουμε ένα από τους διαλόγους μεταξύ των ηρώων, λέγοντας
ότι ήταν άχρηστη πληροφορία.
Ο συνθέτης Vlado Godár μου είπε: «Άσ’
τον μέσα! Είναι σημαντικό που μιλάνε και ακούνε
ο ένας τον άλλο». Συνειδητοποίησα πως ήταν αλήθεια- το
σημαντικό είναι ότι ένας άνθρωπος θέλει να καταλάβει έναν άλλο. Η συγχώρεση
είναι κάτι πολύ προσωπικό.
Η
ταινία σας είναι εξίσου ριζωμένη στο παρελθόν και το παρόν. Τι σας ανησυχεί πιο
πολύ στη σημερινή Ευρώπη, όπου η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν μπορεί να υποτιμηθεί;
Όλων των ειδών τα προβλήματα
συσσωρεύονται στην Ευρώπη- πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά. Απόψεις που είναι πολύ
κοντά στο φασισμό δεν περιορίζονται πλέον σε σε διάφορες μαχητικές οργανώσεις-
ακόμα και πολιτικοί σε υψηλές θέσεις τις εκφράζουν. Είναι σαν να μην κατανοούν τον
αντίκτυπο που τα λόγια τους θα έχουν.
Η βία, η οποία σταδιακά γίνεται
μέρος της ζωής μας, δε λύνει τα προβλήματα, καθιστά απλώς αδύνατη την εύρεση λογικών
λύσεων. Πολλοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για το παρελθόν: είναι βυθισμένοι στα
κοινωνικά προβλήματα του σήμερα και χάνουν μια κατανόηση των πλαισίων. Θα αποδεχτούν
κάθε είδους πολιτική δημαγωγία χωρίς να δείχνουν καμία έκπληξη.
Το δημοκρατικό σύστημα περνά
μια δραματική δοκιμασία: πρέπει να αποφασίσουμε σε εκλογές, αλλά είμαστε εκτεθειμένοι
σε μεγάλης κλίμακας μιντιακή χειραγώγηση, και συχνά δεν μπορούμε να διακρίνουμε
την αλήθεια από το ψέμα.
Σημαντικοί δημοκρατικοί θεσμοί
-δικαστήρια, κοινοβούλια, κυβερνήσεις- απολαμβάνουν λιγότερη εμπιστοσύνη από
την κοινωνία και οι εξτρεμιστές εκμεταλλεύονται αυτή την μπερδεμένη κατάσταση, ενσταλάζοντας
το φόβο στους ανθρώπους και προσφέροντάς τους βίαιες λύσεις.
Η τρέχουσα κατάσταση είναι
μια τεράστια πρόκληση για τους Ευρωπαίους διανοούμενους. Πρέπει να κινητοποιήσουν
την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν τα προβλήματα καθαρά, να καταθέτουν
επιχειρήματα, να αναζητούν λύσεις, να παρέχουν στους ανθρώπους πραγματική
ελπίδα και να διαλύουν το φόβο τους για το μέλλον.
Και,
τελικά, ποια είναι η γνώμη σας για το σλοβακικό σινεμά; Μπορεί να αξιολογηθεί αυτόνομα
ή έχει ομοιότητες με το τσέχικο; Ποιες είναι οι προοπτικές του;
Στις προηγούμενες δεκαετίες
ο σλοβακικός κινηματογράφος υπέστη ένα μεγάλο μετασχηματισμό από μια κρατική βιομηχανία
σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Το Σλοβακικό Οπτικοακουστικό Ταμείο ιδρύθηκε για την υποστήριξη
των σλοβακικών ταινιών. Ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας επίσης υποστηρίζει πιο
ενδιαφέρουσες ταινίες.
Μια καινούρια γενιά σκηνοθετών
και σκηνοθετριών έχει έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία δέκα χρόνια και τα φιλμ τους
έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στα μεγάλα φεστιβάλ, όπως στις Κάννες, στο Βερολίνο,
στη Βενετία και στο Ρότερνταμ, καθώς και να αποκτούν απήχηση στα κοινά.
Ελπίζω αυτή η ευνοϊκή κατάσταση
να κρατήσει καιρό και περισσότεροι νεαροί Σλοβάκοι σκηνοθέτες να αφήσουν το στίγμα
τους.
Η ταινία του Μάρτιν Σούλικ Ο
διερμηνέας με συμπρωταγωνιστή
τον Γίρι Μένζελ προβάλλεται από τις 21 Μαρτίου στους κινηματογράφους σε διανομή
της ΑΜΑ Films.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου