Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Φραντσέσκα Μανόκι: «Ο ρόλος μου ως σκηνοθέτριας δεν είναι να κρίνω, αλλά να εξερευνώ»


Εστιάζοντας το φακό τους με σεβασμό στους επιζώντες, κυρίως τα παιδιά και τις γυναίκες από όλες τις πλευρές, που άφησε πίσω της η απελευθέρωση της Μοσούλης από την κυριαρχία του Ισλαμικού Κράτους, οι Αλέσιο Ρομένσι και Φραντσέσκα Μανόκι διερευνούν το μέλλον της περιοχής στο βαθιά στοχαστικό τους ντοκιμαντέρ Οι χαμένες ψυχές της Μοσούλης, που προβάλλεται στο 21ο ΦΝΘ.

Συνομιλώντας με την σκηνοθέτρια.

Τι οδήγησε δύο έμπειρους δημοσιογράφους, τον Αλέσιο Ρομένσι κι εσένα, να «βυθιστούν» στη ζωντανή κόλαση της Μοσούλης και στην εξερεύνηση των τραυμάτων που προκάλεσε η περίοδος της κυριαρχίας του Ισλαμικού Κράτους εκεί;

Ο Αλέσιο εργάζεται ως πολεμικός φωτογράφος από το 2009 και εγώ στο παρελθόν δούλευα ως ανταποκρίτρια σε πολεμικές ζώνες στη Βόρεια Αφρική, σε χώρες όπως η Τυνησία, η Λιβύη και η Αίγυπτος, αλλά στα Βαλκάνια, το Αφγανιστάν, τη Συρία και το Ιράκ.

Μετά την κάλυψη του πολέμου στη Σύρτη της Λιβύης, της πρώτης αυτοανακηρυχθείσας πρωτεύουσας του Χαλιφάτου που ανακαταλήφθηκε -ενός πολέμου πιο βάναυσου από εκείνου στη Μοσούλη-, θέλαμε ασφαλώς να καλύψουμε την πτώση της Μοσούλης.

Φτάσαμε εκεί τον Οκτώβριο του 2016. Μετά από κάποιες βδομάδες συνειδητοποιήσαμε ότι μας διέφευγε κάτι, η φωνή εκείνων που θεωρούνταν ένοχοι. Το Μάρτη του 2017 βρισκόμασταν στο ανατολικό μέρος της πόλης που είχε ήδη ανακαταληφθεί σε αναζήτηση φαγητού.

Σταματήσαμε σε ένα café με το ιρακινό συνεργείο μας, όπου συναντήσαμε το νεαρό αγόρι, το οποίο «ανοίγει» τον πρόλογο στην ταινία. Ήθελε να μας πει πώς ήταν η ζωή υπό την εξουσία του Ισλαμικού Κράτους.



Ρώτησα ένα μέλος του συνεργείου, έναν ευαίσθητο γιατρό, ποια θα ήταν η τύχη όλων των γιων των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και μου απάντησε ότι οι Ιρακινοί στρατιώτες θα σκοτώσουν όσο περισσότερα από αυτά τα παιδιά είναι δυνατόν. «Τι πρέπει να κάνουν;» Αυτό μου ράγισε την καρδιά.

Από τη μία, ήταν κάτι ήταν κάτι βάναυσο, από την άλλη καταλάβαινα βαθιά τι μου έλεγε. Τι θα σήμαινε για έναν Ιρακινό η επανάληψη της ίδιας ιστορίας; Ένα πόλεμο χωρίς καμιά λύση. Μια γενιά παιδιών εγκαταλελειμμένων, προορισμένων γίνουν μια χαμένη γενιά, εύφορο έδαφος για μελλοντική ριζοσπαστικοποίηση.

Κάτι που θα συμβεί ή συμβαίνει, αν η κατάσταση δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

Μετά από αυτή τη συζήτηση αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε τι έπρεπε να κάνουμε όχι απλώς ως δημοσιογράφοι, αλλά ως μάρτυρες που κατανοούν βαθιά τι συμβαίνει μπροστά τους. Είμαστε ενώπιον της επανάληψης μιας ιστορίας, την οποία ήδη βιώνουν το Ιράκ και, κυρίως, η Συρία.

Η αίσθησή μας ήταν ότι έπρεπε να εστιάσουμε στην άλλη πλευρά, στους θεωρούμενους εχθρούς, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι τους έδωσε κίνητρο. Όχι μόνο το μίσος, ο μηδενισμός ή το κενό εξουσίας. Ήταν κάτι περισσότερο, ακόμα και μια αφήγηση του μέλλοντος. Η δε αντίληψη του Ισλαμικού Κράτους για τον ηγετικό ρόλο των παιδιών, για την εκπαίδευσή τους ήταν πολύ καλά οργανωμένη.

Ξεκινήσατε, λοιπόν, την εξερεύνηση αυτού του πολύπλοκου ζητήματος με ένα πολύ ισορροπημένο και προσεκτικό τρόπο παρέχοντας βήμα σε όλους τους εμπλεκόμενους.

Θέλαμε να δείξουμε το ίδιο δίλημμα που βιώσαμε στη διάρκεια του πολέμου. Η ιδέα, λοιπόν, του να παρουσιάσουμε δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, όπως των στρατιωτών και των χηρών ή των γιων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, πήγαζε από αυτή την επιθυμία.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζω ως αφηγήτρια, ως δημοσιογράφος, ως σκηνοθέτρια, ως μάρτυρας είναι να προσπαθήσω να κατανοήσω τι έκανε τους ανθρώπους να σκεφτούν και να αισθανθούν ό,τι σκέφτηκαν και αισθάνθηκαν.

Ο ρόλος μου ως σκηνοθέτριας δεν είναι να κρίνω τη μία ή την άλλη θέση, αλλά να τις εξερευνήσω. Κι αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε. Γι’ αυτό και δεν προσθέσαμε σπικάζ, ούτε πήραμε συνέντευξη από εκπροσώπους θεσμικών φορέων. Θέλαμε να δώσουμε μια οικουμενική εικόνα. 

Τι χρειάστηκε, προκειμένου να πείσετε όσους εμφανίζονται στο φιλμ να ανοιχτούν, ακόμα κι αν τα πρόσωπά τους παραμένουν στο ημίφως;

Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων στην ταινία. Οι δύσκολες συνεντεύξεις ήταν εκείνες με τις γυναίκες, που διήρκεσαν ένα χρόνο. Το να χτίσω εμπιστοσύνη με αυτές υπήρξε πολύ δύσκολο. Κι αυτό γιατί ακόμα ένιωθαν περήφανες για τη σχέση τους με το Ισλαμικό Κράτος.

Το λάθος μας ως δυτικών δημοσιογράφων ήταν ο τρόπος που ακούμε, δε δούλεψε. Εισερχόμενοι στη ζωή αυτών των ανθρώπων σημαίνει να εγκαταλείψουμε όλα τα στερεότυπά μας, το να κάτσουμε μπροστά τους συζητώντας για τη γεύση του τσαγιού, το χρώμα του ουρανού και τη σούρα του Κορανίου- και μετά από ώρες να αρχίσουμε να μιλάμε για το Ισλαμικό Κράτος. Να μην είμαστε επιθετικοί.

Ένα εντελώς διαφορετικό κομμάτι ήταν οι συνεντεύξεις μας με τους γιους μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και του αξιωματικού από τις ιρακινές μυστικές υπηρεσίες. Μέχρι και σήμερα, πίστεψέ με, δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο ανοιχτός μαζί μας. Ίσως γιατί συνειδητοποίησε την ειλικρίνειά μας.

Όσον αφορά στους γιους, δεν ήταν δύσκολο να τους πάρουμε συνέντευξη. Ήθελαν στ’ αλήθεια να τους ακούσουμε χωρίς κρίση.

Με σεβασμό.

Με σεβασμό προς τον πόνο τους. Η λανθασμένη αντίληψή μας γι’ αυτό τον εξτρεμισμό είναι κομμάτι του προβλήματος. Αν ακούσεις όλους τους χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ, ποτέ δε λένε «Ισλαμικό Κράτος», αλλά «νταούλα», που σημαίνει απλώς «κράτος».

Χρησιμοποιώντας αυτό τον όρο, σημαίνει ότι δε μετανιώνουν καθόλου για τη σχέση τους. Αυτό το κενό πρέπει να γεμίσουμε και να δώσουμε άλλες απαντήσεις. Αν είμαστε επιθετικοί, είμαστε προορισμένοι να μην καταλάβουμε τίποτα απολύτως. 

Στο τέλος του ντοκιμαντέρ αφήνεται μια απαισιόδοξη εκτίμηση για το μέλλον της Μοσούλης.

Για να είμαι ειλικρινής, είμαι πολύ απαισιόδοξη. Όχι, όμως, γιατί νιώθω ότι δεν υπάρχει ελπίδα για το Ιράκ ή τη Συρία. Το αντίθετο. Είναι γιατί το Ισλαμικό Κράτος γεννήθηκε, από όσο ξέρουμε, εντός ενός κενού εξουσίας και σε ένα έδαφος πόλωσης και στιγματισμού της προηγούμενης γενιάς, με πλήρη απουσία κάθε μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού από την Ε.Ε. και τις Η.Π.Α.

Ένας Ιρακινός μου είπε ότι το 2014 δεν καλωσόρισαν το Ισλαμικό Κράτος, αλλά την κατάσταση, γιατί αισθάνθηκαν εγκαταλελειμμένοι από τη σιιτική κυβέρνηση του Αλ Μαλίκι.

Όλες οι κάμερες έχουν φύγει από το Ιράκ, είναι ζήτημα ημερών να φύγουν και από τη Συρία, και κανένας δε μιλάει για το εύφορο έδαφος της ριζοσπαστικοποίησης που βρίσκεται εδώ. Όταν το 2010 οι Η.Π.Α. θεώρησαν πως η Αλ Κάιντα στο Ιράκ είχε ηττηθεί, είχαν απομείνει 400-500 μαχητές στην περιοχή. Σήμερα, σύμφωνα με μια έκθεση του Ο.Η.Ε., υπάρχουν 20.000 υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους ανάμεσα στο Ιράκ και τη Συρία.

Το να παραμένεις τυφλός μπροστά σε αυτά τα νούμερα, σημαίνει ότι βοηθάς τη ριζοσπαστικοποίηση. Είναι, λοιπόν, μεγαλύτερη η ευθύνη μας από εκείνη του επιζώντα αυτού του πολέμου.

To ντοκιμαντέρ των Αλέσιο Ρομένσι και Φραντσέσκα Μανόκι Οι χαμένες ψυχές της Μοσούλης προβάλλεται σε διεθνή πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Κυριακή 3 (αίθουσα Ολύμπιον, 18:00) και τη Δευτέρα 4 Μαρτίου (αίθουσα Φρίντα Λιάππα, 15:45).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου