Εμπνεόμενος από τις
δολοφονίες 10 ατόμων, ανάμεσά τους 8 τουρκικής καταγωγής, από μέλη γερμανικής
νεοναζιστικής οργάνωσης, ο αγαπημένος του ελληνικού κοινού σκηνοθέτης Φατίχ
Ακίν «καταθέτει» με το Μαζί ή τίποτα
ένα καθηλωτικό πολιτικό θρίλερ και
ταυτόχρονα μια ιστορία αγάπης, απώλειας και αναζήτησης δικαιοσύνης, με την Νταϊάν
Κρούγκερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Νταϊάν Κρούγκερ απέσπασε το βραβείο
γυναικείας ερμηνείας στο περσινό Φεστιβάλ
των Καννών, ενώ το φιλμ βραβεύτηκε
με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Κουβεντιάσαμε με τον σκηνοθέτη τηλεφωνικά, με αφορμή την έξοδο του
φιλμ στις αίθουσες (15 Φεβρουαρίου
στη Θεσσαλονίκη, 22 Φεβρουαρίου στην Αθήνα), σε διανομή της Rosebud.21.
Η
τελευταία σου ταινία Μαζί ή τίποτα
εμπνέεται από τις δολοφονίες 10 ατόμων, 8 από τα οποία τουρκικής καταγωγής, από
μέλη της γερμανικής νεοναζιστικής οργάνωσης NSU μεταξύ 2000 και 2007. Δεδομένων των
καταβολών σου, ένιωσες ηθικά ή πολιτικά υποχρεωμένος να καταπιαστείς με αυτό το
ζήτημα κινηματογραφικά;
Έχω την αίσθηση ότι όλη
μου τη ζωή ήθελα να κάνω μια ταινία για το ρατσισμό. Όταν ήμουν στην τελευταία
χρονιά στο σχολείο, έγραψα ένα δυο σενάρια. Το ένα από αυτά ήταν μια ιστορία
για την προσωπική εκδίκηση για μια νεοναζιστική επίθεση. Όταν, λοιπόν, συνέβη αυτό
το σκάνδαλο στη Γερμανία, το μεγαλύτερο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θύμωσα
πολύ κι ένιωσα πως πρέπει να γυρίσω μια ταινία σε μια φόρμα που θα την
καταστήσει ενδιαφέρουσα για πολλούς ανθρώπους.
Όταν έγραψα το σενάριο
και συζητούσα για τα σχέδιά μου, πολλοί στη Γερμανία έλεγαν ότι κανένας δε θα
την παρακολουθήσει. Γι’ αυτό τη συνέλαβα ως θρίλερ, προκειμένου να την κάνω
ελκυστική σε ένα ευρύτερο κοινό.
Είναι,
επίσης, μια ιστορία αγάπης, απώλειας και της αναζήτησης δικαιοσύνης- ή εκδίκησης.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσά τους, κατά τη γνώμη σου;
Ασφαλώς! Νομίζω πως η
εκδίκηση είναι κάτι ανεξέλεγκτο. Η δικαιοσύνη είναι μια συναισθηματική ανάγκη.
Αν δεν μπορεί να δικαιωθεί η ψυχή, τότε κάτι βγαίνει εκτός ελέγχου. Η ανθρώπινη
συμπεριφορά γίνεται ανεξέλεγκτη. Σε αυτό αφορά η ταινία.
Οπότε,
όταν, όπως συχνά συμβαίνει, το νομικό σύστημα αποτυγχάνει, νομίζεις ότι κάποιος
νομιμοποιείται να αναλάβει δράση με οποιοδήποτε τρόπο;
Είμαι εναντίον της θανατικής
ποινής. Η παιδεία μου στο δυτικό κόσμο, η ηθική και η ίδια μου η σκέψη μου το
δίδαξαν αυτό. Νομίζω, εξάλλου, πως και για την κοινωνία συνολικά δεν είναι το
σωστό. Αλλά το άτομο επιθυμεί να πάρει εκδίκηση, γιατί δεν ελέγχει τη
συμπεριφορά του. Μπορώ να κατανοήσω την ατομική ανάγκη για εκδίκηση.
Η κοινωνία, ωστόσο,
πρέπει να είναι πιο ευφυής και προοδευμένη από το άτομο. Μερικές φορές, όμως,
άτομο και κοινωνία συγκρούονται- και η ταινία μου αφορά σ’ αυτή τη σύγκρουση.
Σε
παλιότερη συνέντευξή σου έχεις δηλώσει ότι σου αρέσει «όταν οι ηθοποιοί παρεκκλίνουν από το σενάριο για να βρουν τους
χαρακτήρες τους». Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Νταϊάν Κρούγκερ, της
πρωταγωνίστριάς σου;
Το σενάριο ήταν γραμμένο
με πολλή ακρίβεια. Η Νταϊάν «γέμισε» το χαρακτήρα με πολυδιάστατο τρόπο- με σάρκα,
αίμα και ψυχή. Μόλις άρχισε να παίζει, δεν ήταν πλέον το σενάριο, ήταν κάτι
παράξενο.
Το
προχώρησε.
Τίποτε δεν ήταν
αυτοσχεδιαστικό. Ό,τι κάνει, είναι γραμμένο στο σενάριο, αλλά το καθιστά
πιστευτό. Ίσως πιο πιστευτό από ό,τι είναι το ίδιο το σενάριο.
Σημαντικό
μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο στην Ελλάδα με Έλληνες συντελεστές.
Υπαγορεύτηκε η επιλογή σου από δραματουργική ανάγκη ή την επιδίωξη να προσδοθεί
η ήδη υπάρχουσα οικουμενική διάσταση στο θέμα που θίγεις;
Η αναφορά στους Έλληνες
νεοναζί ήταν το αποτέλεσμα μιας έρευνας. Ανακάλυψα πως υπήρχε ένα δίκτυο
ανάμεσα σε νεοναζί σε όλο τον κόσμο, και ιδιαιτέρως ανάμεσα στη Γερμανία και
την Ελλάδα, και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Ο εχθρός της Νταϊάν δεν είναι Γερμανός,
είναι κάτι μεγαλύτερο. Η ταινία αφορά στο τέλος της δημοκρατίας. Γυρίζοντάς τη
στην Ελλάδα μπορούσα να οπτικοποιήσω γεωγραφικά το τέλος της δυτικής δημοκρατίας.
Μου αρέσει αυτή η φιλοσοφική πτυχή.
Θύμωσε
τους χρυσαυγίτες πολύ, σε βαθμό ερεθισμού. «Ανέβασαν», μάλιστα, προ μηνών ένα
λιβελογράφημα για το φιλμ, χωρίς, φυσικά, να το έχουν δει. Αλλά φαντάζομαι ότι
το ανέμενες.
Aν δε θυμώσεις τον εχθρό,
δεν κάνεις το καθήκον σου.
Ένα
από τα επανερχόμενα μοτίβα στις ταινίες σου είναι εκείνο του «άλλου» στη
γερμανική κοινωνία, και κυρίως στη διαπολιτισμική επικοινωνία ανάμεσα σε
πολίτες γερμανικής και τουρκικής καταγωγής.
Είναι μια πραγματικότητα.
Αν απλώς έκανα ταινίες με λευκούς Χριστιανούς Γερμανούς, αυτό θα ήταν ζήτημα. Τα φιλμ μου καταπιάνονται με ιστορίες της
μεγάλης πόλης. Η Γερμανία είναι ένα πολυπολιτισμικό μέρος, ξέρεις.
Στα
χρόνια που μεσολάβησαν από τους φόνους, πολλά άλλαξαν προς το χειρότερο στην
Ευρώπη, με την έξαρση του νεοναζισμού. Πώς βλέπεις την κατάσταση στη γερμανική
κοινωνία με την άνοδο του AfD
και της ξενοφοβικής
πολιτικής και ρητορικής;
Το AfD είναι
το αποτέλεσμα μιας κρίσης στη Γερμανία. Δεν είναι οικονομική κρίση. Είναι
πολιτιστική, κατά κάποιο τρόπο. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει στην Ελλάδα ακόμα, αλλά
είναι κάτι που συναντάς κυρίως στις Η.Π.Α., την Πολωνία, την Ουγγαρία. Έχεις
την πολιτική ηγεσία, τους πολιτικούς, τους μορφωμένους που λένε στους μη
μορφωμένους τι να κάνουν, τι να φάνε, τι είναι πολιτικά ορθό και μη. Αυτό είναι
το πραγματικό ζήτημα.
Η πολιτική μέχρι σήμερα
ήταν κάτι που διεκπεραιωνόταν από μια ελίτ. Οι άνθρωποι στο δρόμο νιώθουν ότι η
πολιτική δεν είναι γι’ αυτούς πλέον. Ψηφίζοντας, λοιπόν, το ΑfD, στη Γερμανία ή για τον Τραμπ είναι
μια ένδειξη πως οι άνθρωποι δε συμφωνούν πια να καθοδηγούνται από πολιτικές
ελίτ.
Μιας
και ανέφερες τον Τραμπ και τις Η.Π.Α., κάποτε είχες δηλώσει ότι «αν αγαπάς το σινεμά, πρέπει να αγαπάς την
Αμερική». Θα σαγηνευόσουν ποτέ από τις «σειρήνες» του Χόλιγουντ;
Το Χόλιγουντ ήταν πάντα
σε διάλογο με τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Έτσι ήταν τις δεκαετίες του ’20, του
’30, με τη «χρυσή εποχή» του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Αυτός επηρέασε απόλυτα
το αμερικανικό σινεμά. Η επινόηση του φιλμ νουάρ είναι γερμανική. Το Χόλιγουντ
το χρησιμοποίησε. Το χολιγουντιανό φιλμ νουάρ, με τη σειρά του, ενέπνευσε, κατά
κάποιο τρόπο, το γαλλικό σινεμά, και δημιουργήθηκαν όλες αυτές οι σπουδαίες
γκανγκστερικές ταινίες, όπως του Μελβίλ ή του Κλουζό. Όλοι οι Μελβίλ ή οι Λουί
Μαλ ενέπνευσαν τον Φρίντκιν ή τον Ταραντίνο. Κι αυτοί εμπνέουν εμάς.
Είμαι Ευρωπαίος
κινηματογραφιστής, πάντα ήμουν, ποτέ δεν έκανα χολιγουντιανό φιλμ, δεν έχω ένα
τέτοιο στον ορίζοντα, αλλά χρησιμοποιώ ειδικά στοιχεία από κινηματογραφιστές προερχόμενους
από εκεί. Στις μέρες μας, εμπνέομαι από τον Σον Μπέικερ. Νομίζω ότι είναι ο
καλύτερος Αμερικανός κινηματογραφιστής αυτή τη στιγμή. Αλλά κι αυτός εμπνέεται
από το ευρωπαϊκό σινεμά. Πρόκειται, επομένως, για μια πολιτιστική ανταλλαγή. Κι
αυτό είναι θετικό, γιατί είναι διάλογος.
Σε
ποιους απευθύνεσαι με τη δουλειά σου;
Κάνω τη δουλειά μου και
προσπαθώ να απευθυνθώ σε ένα κοινό. Δε βρίσκω νόημα στο να γυρίζω ταινίες που
είναι ικανοποιητικές για τους κριτικούς κινηματογράφου ή τους διανοούμενους. Αν
κάνω ταινίες για φτωχούς ανθρώπους, και δείχνω στους πλούσιους πώς είναι, δε
νομίζω ότι αυτό είναι το σωστό.
Τι
σου προσφέρει τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση στη διαδικασία της δημιουργίας ενός
φιλμ;
Τα πάντα! Αυτό που δε μου
αρέσει είναι το να μιλάω υπερβολικά στα πλατό. Η συγγραφή του σεναρίου είναι
πολύ δύσκολη. Μου αρέσει, αλλά γίνεται δυσκολότερη με την πάροδο των ετών.
Σε
συνέντευξή της προ ετών, η Χάνα Σιγκούλα είχε εκφράσει την ελπίδα να μην
παραμορφωθείς από την επιτυχία και να παραμείνεις παιδί. Παραμένεις;
Λοιπόν, δεν ξέρω. Θα
πρέπει να ρωτήσεις τη σύζυγο ή το παιδί μου. Μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτό καλύτερα
από μένα!
Ευχαριστώ
θερμά τον Φατίχ Ακίν
για το χρόνο του και την Ιωάννα Παναγιωτίδου από την Rosebud.21 για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της τηλεφωνικής συνέντευξης με τον
σκηνοθέτη.
Η ταινία του Φατίχ Ακίν Μαζί ή τίποτα προβάλλεται
από τις 15 Φεβρουαρίου στον
κινηματογράφο Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη
και από τις 22 Φεβρουαρίου στις αθηναϊκές αίθουσες σε διανομή της Rosebud.21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου