Βορειοευρωπαίος
με μεσογειακό ταμπεραμέντο, ο Γιον Κάλμαν Στέφανσον, ένας στιλίστας της γραφής με επιρροές από τις αρχέγονες ισλανδικές sagas
και τον Χέρμαν Μέλβιλ, είναι ο κορυφαίος σύγχρονος Ισλανδός πεζογράφος.
Συνομιλούμε μαζί του με αφορμή την
πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη του μυθιστορήματός του Παράδεισος και Κόλαση.
Ποια
είναι η σχέση σου με το φυσικό περιβάλλον; Καθορίζουν και τη δική σου ζωή το
βουνό και η θάλασσα, όπως των ηρώων του Παράδεισος
και Κόλαση;
Και ναι, και όχι.
Προφανώς δεν έχω βιώσει όσα οι ήρωές μου, και δεν είμαι κανένας φοβερός
άνθρωπος της θάλασσας. Αντιθέτως, με αρρωσταίνει και προσπαθώ να αποφεύγω να
ανεβαίνω σε πλοία. Η φύση, ωστόσο, εδώ στην Ισλανδία πάντοτε αποτελούσε κομμάτι
μου, κατά κάποιο τρόπο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ρέικιαβικ, την πρωτεύουσα.
Έχω
βρεθεί μια φορά εκεί.
Την ξέρεις, λοιπόν. Από
τα 6 μου, όμως, πήγαινα στην εξοχή κάθε καλοκαίρι. Η φύση, έτσι, ανέκαθεν ήταν
μέρος της ζωής μου. Στην Ισλανδία φύση είναι τόσο το τοπίο, όσο και ο καιρός.
Τα φυσικά φαινόμενα πάντα μας επηρεάζουν. Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, θυμάμαι
πως ήθελα να περιγράψω τον ωκεανό. Ποτέ, πάντως, δε σκέφτομαι τη σχέση μου με
τη φύση, είναι απλώς μέσα μου.
Η
γλώσσα σου είναι ζωντανή, πολύχρωμη, «αναπνέει» και «εκρήγνυται». Δουλεύεις
πάνω στο συγγραφικό σου ύφος, ή είναι μια φυσική αντανάκλαση αυτού που είσαι;
Ναι και όχι. Ξεκίνησα ως
ποιητής, ποτέ δε σκέφτηκα να ασχοληθώ με τη μυθοπλασία. Νόμιζα ότι δεν το είχα στο
αίμα μου. Ήταν μια εσωτερική φωνή που με ανάγκασε να το κάνω. Έγραψα, λοιπόν,
δύο μυθιστορήματα, τα οποία ήταν εξαιρετικά κακά. Ευτυχώς, όμως, ήμουν αρκετά
έξυπνος ώστε να πετάξω. Ξαφνικά, κάτι «εξερράγη» μέσα μου, κι έγραψα τρία
βιβλία σχεδόν απνευστί. Τότε ανακάλυψα το στιλ μου, αυτό το συνδυασμό ποίησης
και μυθοπλασίας. Όντας ποιητής, συγγραφέας, καλλιτέχνης μεγάλο μέρος της δουλειάς
σου κρύβεται μέσα σου, αλλά ούτε καν το ξέρεις.
Αρχικά δε μου «έβγαινε»,
ίσως γιατί προσπαθούσα να γράψω ένα «φυσιολογικό» μυθιστόρημα όπως κάνουν όλοι.
Τότε συνειδητοποίησα πως για μένα η ιστορία δεν είναι το κύριο ζήτημα. Είναι
σημαντική, αλλά εξίσου σημαντικά είναι το στιλ, οι λέξεις, η μουσική των
λέξεων. Είναι πάντα σημαντικό να προσπαθείς να βρεις μια καινούρια φόρμα, ένα
καινούριο τρόπο να πεις μια ιστορία. Ταυτόχρονα, γράφεις ένα μυθιστόρημα,
συνθέτεις μια συμφωνία, προσπαθείς να βρεις ένα καινούριο τρόπο αφήγησης.
Πώς
εντάσσεται ο Τζον Μίλτον και ο Χαμένος Παράδεισος
στο συγγραφικό σου σύμπαν; Σε επηρέασε, ήταν από τις ποιητικές δουλειές, οι
οποίες «αλλάζουν τη ζωή, τη μέρα, τη
νύχτα σου»;
Ίσως όχι τόσο. Όταν
δημιουργείς μια ιστορία όπου κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο, πρέπει, προφανώς, να
διαλέξεις ένα βιβλίο. Επειδή, λοιπόν, έχουμε μια πολύ καλή παλιά ισλανδική
μετάφραση του Χαμένου Παραδείσου,
ήταν για μένα ξεκάθαρο ότι δύο νεαροί άντρες με έφεση στη ζωή, την ποίηση και τη
γνώση θα επέλεγαν αυτό το βιβλίο. Έπειτα, είναι ένα σπουδαίο βιβλίο για την
πρώτη αγάπη στη γη. Η αγάπη είναι αυτό που πάντοτε σκεφτόμαστε, είναι η
κινητήρια δύναμη, ταυτόχρονα όμορφη και τρομακτική. Ο Χαμένος Παράδεισος είναι ένα τεράστιο ποίημα για το πώς χάσαμε το
Θεό κερδίζοντας την ανθρωπότητα.
Υπήρχε
κάποιος λόγος που το αγόρι στο Παράδεισος
και Κόλαση δεν κατονομάζεται;
Όταν γράφεις μια ιστορία
και σ’ αυτήν υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να ονοματιστούν, αυτό κάποιες φορές
συμβαίνει εύκολα, και άλλες όχι. Το να δίνεις όνομα είναι σοβαρό πράγμα. Αν
θυμάμαι καλά, είχα γράψει 50-60 σελίδες, όταν συνειδητοποίησα πως το αγόρι δεν
είχε όνομα και χαίρομαι να λέω ότι δεν το σκεφτόμουν. Πολλές από τις καλύτερες
επιλογές που κάνεις στη μυθοπλασία και στην τέχνη, γενικότερα, προκύπτουν χωρίς
σκέψη, νιώθεις πως έτσι είναι σωστό. Το να μη δώσω ένα όνομα στο αγόρι σημαίνει
να του δίνω όλα τα ονόματα.
Το πώς γράφω μια ιστορία,
πώς είναι χτισμένη, πάντοτε βασίζεται σε συναισθήματα. Πρώτα γράφω με τα
συναισθήματα, το ένστικτο και την έμπνευσή μου. Κάθε καλλιτεχνικό έργο
βασίζεται, κυρίως, στα συναισθήματα. Ίσως επειδή η καλή μυθοπλασία είναι σαν
μουσική, κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις ολότελα, πρέπει να τη βιώσεις.
Παρότι
το μυθιστόρημα Παράδεισος και Κόλαση
εκδόθηκε το 2007, απολαμβάνει σταδιακά αναγνώρισης και εκτίμησης από ευρύτερα
αναγνωστικά κοινά. Σε εξέπληξε το γεγονός αυτό;
Το να γράφεις ένα βιβλίο
για ψαράδες σε ένα απομακρυσμένο μέρος μιας μακρινής χώρας δεν είναι το πιο
σέξι πράγμα που μπορείς να σκεφτείς! Είμαι ευλογημένος, ωστόσο, με το να μη
σκέφτομαι υπερβολικά για τη δουλειά μου. Όταν, λοιπόν, γράφω ένα βιβλίο, δε
σκέφτομαι τον αναγνώστη, ούτε πώς θα το υποδεχτούν. Το μόνο που σκέφτομαι είναι
πώς θα κάνω το καλύτερο που μπορώ, να βελτιώνομαι σε σχέση με το παρελθόν, να
κάνω κάτι καινούριο. Για μένα είναι μια ευχάριστη περιπέτεια, όταν αυτοί οι
χαρακτήρες μου ταξιδεύουν στην Ελλάδα, την Ισπανία ή την Κίνα.
Είναι
και η συγγραφή μια περιπέτεια για σένα;
Είναι κάτι που με
εκπλήσσει διαρκώς. Όταν, για παράδειγμα, ξεκινώ ένα καινούριο βιβλίο, έχω
μερικές αόριστες σκέψεις σχετικά με το τι θα γράψω, αλλά πάντοτε κάτι καινούριο
προκύπτει. Στο τέλος της εργάσιμης μέρας μου, γράφω μισή-μία σελίδα για το τι
θα δουλέψω την επομένη. Πολύ συχνά εμφανίζονται απρόβλεπτοι χαρακτήρες που
αλλάζουν όλη την ιστορία, άλλοτε χρειάζεται να πετάξω ό,τι έγραφα επί
εβδομάδες.
Χαίρομαι, πάντως, που δεν
μπορώ να προβλέψω τι θα γράψω. Κι αυτή είναι η δύναμη της τέχνης, της
λογοτεχνίας, της ποίησης: η μη προβλεψιμότητα, η μη ορθολογικότητά τους. Γι’
αυτό και μας επηρεάζουν τόσο, γι’ αυτό κι εγώ προσπαθώ να εισχωρήσω στα όνειρα
και τα συναισθήματα των αναγνωστών- και να παραμείνω εκεί για πάντα.
Ήσουν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Booker 2017 με ένα πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σου, το Τα ψάρια δεν έχουν πόδια. Έχουν σημασία βραβεία όπως κι αυτό για σένα;
Ποτέ δε με έχoυν επηρεάσει,
γιατί αφορούν σε βιβλία που έχω γράψει στο παρελθόν, ενώ αυτό που με ενδιαφέρει
είναι ό,τι γράφω τώρα. Χαίρομαι εκ μέρους των βιβλίων μου, αλλά δε με βοηθά σ’
αυτό που γράφω σήμερα. Αν κερδίσω, μπορεί να αγοράσω μπύρα ή ουίσκι! Το πιο
σημαντικό, όμως, είναι ότι έτσι βοηθιούνται τα βιβλία να βρουν νέους αναγνώστες.
Χωρίς αναγνώστες, ένας συγγραφέας είναι χαμένος.
Παρά
το μικρό της μέγεθος, η Ισλανδία είναι πολύ ζωηρή σε πολλά επίπεδα, κι όχι μόνο
στο καλλιτεχνικό ή, τα τελευταία χρόνια, στο πολιτικό. Πώς ερμηνεύεις το
γεγονός αυτό;
Δεν υπάρχει μια απλή
εξήγηση. Είμαστε μόνο 330.000 άτομα, κι όμως έχουμε τόσους παγκοσμίως γνωστούς
καλλιτέχνες- για να μην αναφερθώ και στην καλή ποδοσφαιρική ομάδα! Αλλά δε θα
έπρεπε να παίρνουμε τους αριθμούς τόσο στα σοβαρά. Αν ίσχυαν, τότε η Γερμανία
θα έπρεπε πάντα να κερδίζει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κι η Κίνα θα διέθετε τους
περισσότερους καλλιτέχνες. Τα νούμερα δεν είναι το παν.
Ένας από τους λόγους που
έχουμε τόσους καλλιτέχνες και τα καταφέρνουμε καλά σε πολλά είναι γιατί βρισκόμαστε
υπερβολικά μακριά από το οτιδήποτε. Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε κανέναν άλλο πέραν
του εαυτού μας. Αν είσαι μόνος με τον Βόρειο Ατλαντικό, είναι πολύ εύκολο να
πιστέψεις πως μπορείς να κάνεις τα πάντα. Για μας ήταν ζήτημα του «γιατί όχι;»
Αναφορικά
με τους συγγραφείς;
Όσον αφορά τους
συγγραφείς, τα τελευταία 20-30 χρόνια έχουμε ένα πολύ καλό Κρατικό Λογοτεχνικό
Ταμείο, όπου μπορείς να υποβάλεις αίτηση και να σου χορηγηθεί χρηματοδότηση.
Έχουμε 20-30 συγγραφείς πλήρους απασχόλησης. Όπως και με το ποδόσφαιρο: αν θες
να είσαι καλός, πρέπει να εξασκείσαι διαρκώς.
Ελπίζω
και το επόμενο μυθιστόρημά σου να αντανακλά το καλύτερο από σένα και να βρει το
δρόμο του και για τα μέρη μας.
Νομίζω ότι σχεδιάζουν να
συνεχίσουν τη μετάφραση των έργων μου.
Αυτά
είναι καλά νέα. Σε ευχαριστώ!
Το μυθιστόρημα του Γιον Κάλμαν
Στέφανσον Παράδεισος και Κόλαση
κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.