«Δεν περίμενα τόσο κόσμο», δηλώνει με ανεπιτήδευτη έκπληξη ο Κωνσταντίνος Μάνος, καθώς αντικρίζει τα περίπου 30 άτομα που υπομονετικά περιμένουμε την έναρξη της ξενάγησης από τον ίδιο στην έκθεσή του A Greek Portfolio- 50 χρόνια μετά, η οποία φιλοξενείται από την Τετάρτη, 22 Μαΐου, στο Μουσείο Μπενάκη. «Αλλά για μένα είναι το ίδιο, είτε πρόκειται για 10 άτομα, είτε για 30», συμπληρώνει με φωτεινό χαμόγελο.
Παιδί Ελλήνων μεταναστών στη Νότια Καρολίνα των Η.Π.Α., ο σχεδόν 80χρονος πλέον Κωνσταντίνος Μάνος επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα στα 1961. «Πήγα στην Ελλάδα όταν αισθάνθηκα έτοιμος, αλλά δεν ήξερα τι έψαχνα. Πρώτα έστειλα ένα μπαούλο με τον εξοπλισμό μου στην Αθήνα, έπειτα ταξίδεψα μέσω Γερμανίας κι όταν έφτασα νοίκιασα ένα φτηνό διαμέρισμα. Κοντά έμενε ο Γιάννης Τσαρούχης, τον οποίο αργότερα φωτογράφισα». Επί τρία χρόνια, μεταξύ 1961 και 1964, ο Κωνσταντίνος Μάνος ταξιδεύει «δίχως βιασύνη και συγκεκριμένο σχέδιο» σε χωριά και πόλεις της ελληνικής υπαίθρου, αποτυπώνοντας μέσα από μια ματιά βαθιά ανθρωπιστική και με τη λιτότητα που χαρακτηρίζει όλες τις δουλειές του τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, την καθημερινότητά τους, τις λύπες και τις χαρές τους. «Ήταν άνθρωποι υπερήφανοι, ευγενικοί και φιλόξενοι. Μπορεί τα ρούχα τους να ήταν μπαλωμένα, αλλά δε βίωναν την κακή φτώχεια», θα μας πει. Τον προσελκύουν ιδιαιτέρως τοποθεσίες, όπου το ηλεκτρικό ρεύμα είναι μια πολυτέλεια.
«Η φωτογραφία μου είναι προσωπικό ντοκιμαντέρ, γιατί εγώ επιλέγω το υλικό». Είναι ο πρώτος φωτογράφος που επισκέπτεται την Όλυμπο της Καρπάθου. «Τότε ήταν ζωντανό μουσείο. Σήμερα είναι περισσότερο μουσείο, παρά ζωντανό χωριό. Περισσότεροι Ολυμπιώτες ζουν στη Βαλτιμόρη, παρά στην Κάρπαθο», σχολιάζει δηκτικά. Για τη φωτογραφική του προσέγγιση: «ποτέ δεν «έστησα» φωτογραφία, ούτε ζήτησα από κάποιον να ποζάρει. Ήξεραν, βέβαια, ότι είμαι εκεί. Πάντοτε χρησιμοποιούσα ευρυγώνιο φακό, από κοντινή απόσταση. Ποτέ τηλεφακό», διευκρινίζει. Καρπός της τρίχρονης περιπλάνησής του στην Ελλάδα είναι το πολυβραβευμένο λεύκωμα Α Greek Portfolio, το οποίο εκδίδεται το 1972. Από το 1965 ο Μάνος είναι πλήρες μέλος του φημισμένου πρακτορείου Magnum.
Στεκόμαστε μπροστά από κάθε φωτογραφία ξεχωριστά. Άνθρωπος γλυκός, προσηνής και σεμνός, ο Κωνσταντίνος Μάνος αφηγείται τις ιστορίες που κρύβουν με συγκίνηση και χιούμορ και, θαρρείς, τα πρόσωπα βγαίνουν από το κάδρο. Ταυτόχρονα, η φωτογραφική του ματιά αποπνέει μια αίσθηση ποιητική. «Η ποίηση είναι η αγαπημένη μου μορφή λογοτεχνίας», εξομολογείται, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μας. Επίσης, αγαπά τη μουσική, ιδίως τα δημοτικά, τα ρεμπέτικα, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, τον Παπαϊωάννου.
Το δεύτερο μέρος της έκθεσης αποτελείται από φωτογραφίες, οι οποίες, αν και τραβήχτηκαν την ίδια χρονική περίοδο, δεν είδαν ποτέ το φως της μέρας. «Αποφάσισα να τις δωρίσω όλες στο Μουσείο Μπενάκη, για να μπορείτε να τις βλέπετε κι όταν εγώ δε θα είμαι εδώ. Αν τις δώριζα σε ίδρυμα στην Αμερική, θα κατέληγαν σε κάποιο χαρτόκουτο».
«Είμαι αυτοδίδακτος, λειτουργώ με το ένστικτο. Μέντορας και δάσκαλός μου ήταν ο Ανρί Καρτιέ- Μπρεσόν. Άνθρωπος ντροπαλός, δε δίδασκε, τον γνώριζα. Με έχει επηρεάσει και ο Γιουτζίν Σμιθ, αν τον ξέρετε», θα συμπληρώσει, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις επιρροές του. Όσο για τη φωτογραφία σήμερα: «Πνιγόμαστε στην κοινοτοπία και τη μετριότητα. Το να τραβάς φωτογραφίες είναι εύκολο, το να είναι, όμως, κάτι ιδιαίτερο, κάτι σπουδαίο, είναι δύσκολο. Στην Ελλάδα, πάντως, υπάρχει ενδιαφέρον κίνημα». «Αν είχα το κουράγιο και έκανα καινούρια δουλειά, θα ήταν σε άσπρο- μαύρο και θα φωτογράφιζα στην Αθήνα. Είναι το κέντρο της Ελλάδας, όπως παλαιότερα ήταν τα χωριά. Τώρα τα χωριά κοιμούνται», καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου