Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Αλίς Ζενιτέρ: «Όταν γράφω, αισθάνομαι πιο δεκτική στον κόσμο γύρω μου»

 

Αλίς Ζενιτέρ (Φωτογραφία: Astrid di Crollalanza © Flammarion)

Ο Αντουάν είναι συνεργάτης ενός σοσιαλιστή βουλευτή. Η Αυτή είναι μια αντιθεσμική χάκερ. Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται στο καινούριο μυθιστόρημα της Αλίς Ζενιτέρ, Σαν κράτος εν κράτει, έναν στοχασμό για το νόημα της πολιτικής.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το φθινόπωρο του 2022. Μια συνομιλία με την συγγραφέα.

Το πρώτο σου μυθιστόρημα, Deux moins un égal zero, κυκλοφόρησε όταν ακόμα δεν είχες συμπληρώσει τα 17. Είναι η συγγραφή ένα είδος καλέσματος για σένα, το οποίο διαρκώς καλλιεργείς και εμπλουτίζεις;

Άρχισα να γράφω σαν παιχνίδι, πολύ νωρίς, γύρω στα επτά, και μου άρεσε περισσότερο από όλα τα άλλα παιχνίδια (τις κούκλες, τις καλύβες), οπότε συνέχισα.

Όταν γράφω, αισθάνομαι πιο δεκτική στον κόσμο γύρω μου, πιο φίνα στις αναλύσεις και τις αντιλήψεις μου παρά όταν ακούω, μιλάω ή σκέφτομαι. Συνεχίζω γιατί η ζωή μου θα ήταν αναμφισβήτητα φτωχότερη αν δεν έγραφα.

Και επίσης γιατί νιώθω ότι ακόμα μαθαίνω, ότι αναπτύσσω νέα εργαλεία, ότι κερδίζω σε ευελιξία.

Το κριτικά αναγνωρισμένο προηγούμενο μυθιστόρημά σου, Η τέχνη της απώλειας (Εκδόσεις Πόλις, 2019), ασχολείται με την ταραχώδη σχέση Γαλλίας-Αλγερίας.

Λαμβάνοντας υπόψη πως ο πατέρας σου είναι αλγερινής καταγωγής, ήταν η συγγραφή του ένας τρόπος να εξερευνήσεις τη σχέση σου με αυτό το αποικιοκρατικό παρελθόν;

Ήταν πάνω απ’ όλα ένα μέσο για την επανοικειοποίηση του όρου χαρκί, που συνδέθηκε με τον παππού μου όταν έφτασε στη Γαλλία (σημ.: Χαρκί ονομάζονταν οι Αλγερινοί Μουσουλμάνοι που συντάχθηκαν στο πλευρό της Γαλλίας στον Πόλεμο της Αλγερίας).

Πάντα αντιμετώπιζα τον όρο αυτό ως κάτι επαίσχυντο, επειδή οι μόνοι άνθρωποι που τον χρησιμοποιούσαν τον ενέτασσαν στο αφήγημα για τα οφέλη της γαλλικής αποικιοκρατίας.

Επομένως, με αυτή την έννοια, ναι, είχε να κάνει με το να έρθω αντιμέτωπη με έναν τρόπο -αρκετά διαδεδομένου στη Γαλλία- αντίληψης του αποικιακού παρελθόντος σήμερα.

Και ήθελα επίσης να γράψω μια αλγερινο-γαλλική ιστορία στην οποία οι κύριοι χαρακτήρες ήταν Αλγερινοί, όχι Γάλλοι από την Αλγερία, μια ιστορία όπου η Γαλλία ήταν η ξένη, το ψυχρό και αποσταθεροποιητικό αλλού.

Στην πραγματικότητα, ήθελα να γράψω μια ιστορία για τη μετανάστευση που δεν κρύβει τη μετανάστευση, όπως συνηθίζουν να κάνουν σήμερα τα δημοσιογραφικές ρεπορτάζ για τους μετανάστες.

Αν τα φαντάσματα της Ιστορίας κυριαρχούν στην Τέχνη της απώλειας, είναι το φάντασμα της (σύγχρονης) πολιτικής που κυριαρχεί στο Σαν κράτος εν κράτει.

Ήταν το μυθιστόρημα αυτό προϊόν απογοήτευσης από την πολιτική, θεσμική ή αντιθεσμική;

Όχι, ήταν μάλλον ένας τρόπος προβληματισμού σχετικά με τη δυσφορία που συνοδεύει αναγκαστικά τη μαχητικότητα:

Κάνω αρκετά; Σε σωστή θέση; Μπορώ να εκτιμήσω τι είναι πιθανό να πετύχει, να προκαλέσει μαζική, διαρκή αλλαγή στην κοινωνία; Και αν δεν μπορώ, τότε τι καθοδηγεί μια δέσμευση;

Νομίζω ότι με ενδιαφέρουν χαρακτήρες που είναι αγχωμένοι, ανήσυχοι και πως ήθελα να καταπιαστώ με το πολιτικό άγχος αυτή τη φορά.

Ο Αντουάν, ο άντρας πρωταγωνιστής του βιβλίου και συνεργάτης ενός σοσιαλιστή βουλευτή, ενσαρκώνει τον θεσμικό φορέα της πολιτικής, και συχνά θυμίζει έναν απομαγευμένο -και λιγότερο κυνικό, συγκριτικά με τον εργοδότη του- σοσιαλιστή.

Υπάρχουν «ίχνη» σου στον χαρακτήρα του;

Ναι. Με αγγίζει, σε κάθε περίπτωση.

Μερικοί αναγνώστες τον βρήκαν λίγο ήπιο σε σύγκριση με την Αυτή, αλλά με συγκινεί το δίλημμα του Aντουάν:

Η επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα, να καταρρεύσει το κατεστημένο από τη μια και από την άλλη η ανάγκη να ανήκει σε έναν καθησυχαστικό θεσμό, που τον επικυρώνει κοινωνικά. Είναι καταδικασμένος να είναι αιώνια δυσαρεστημένος.

H Αυτή, από την άλλη, μια αντιθεσμική χάκερ, διάγει μια επισφαλή και γειωμένη ζωή, σχεδόν πάντα «στην τσίτα». Μιας και ο χαρακτήρας της εμπνέεται από πραγματικά άτομα, τι σε συναρπάζει στην «κοινότητα» των χάκερ;

Η «ασυμμετρία» της, όπως αναφέρεται στο μυθιστόρημα;

Η ασυμμετρία είναι απολύτως συναρπαστική: η ασφάλεια των υπολογιστών είναι ένα πεδίο μάχης στο οποίο ένα απομονωμένο και αυτοδίδακτο άτομο μπορεί να θριαμβεύσει έναντι μιας πολυεθνικής.

Και μετά, υπάρχουν τρόποι για τους χακτιβιστές να οργανωθούν σε ομάδες, μαζικά, που μου φαίνονται ενδιαφέροντες. Κινήσεις όπως των σμηνών πουλιών ή των κοπαδιών ψαριών.

Θα πρόσθετα επίσης ότι οι εικονικές ταυτότητες, που κατασκευάστηκαν απόντος του σώματος, ήταν για μένα ένας νέος ρομαντικός τρόπος: υπάρχει μια ρευστότητα στο Διαδίκτυο που δε βρίσκεται στη «κρεατόσφαιρα».

«Το ίντερνετ πρέπει να το σκέφτεσαι σαν μια πόλη που εξευγενίζεται», η Αυτή λέει στον Αντουάν. Ο καπιταλιστικός «εξευγενισμός» όντως επιτίθεται σε όλα τα επίπεδα. Είναι αναστρέψιμη η κατάσταση, κατά τη γνώμη σου;

Αυτό είναι το θέμα μιας από τις πολιτικές συζητήσεις, στο μπαρ, μεταξύ του Αντουάν και των φίλων του: ποιος έχει αρκετούς ισχυρούς μοχλούς σήμερα για να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική οργάνωση; Τα κράτη, ίσως.

Αλλά οι ίδιοι είναι εγκλωβισμένοι σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, οπότε τι θα τους ωθούσε να ξεφύγουν από αυτές; Μια επανάσταση; Ποια Και πώς ξεκινάς κάτι τέτοιο; Αν ήταν γνωστό, τότε θα υπήρχαν χιλιάδες.

Γι’ αυτό ο Aντουάν συνεχίζει να εργάζεται μέσα σε πολιτικούς θεσμούς, γι’ αυτό η Αυτή δεν υπολογίζει σε κανέναν άλλο εκτός από μια μικρή χούφτα «χακτιβιστές» (σημ.: ακτιβιστές του Διαδικτύου) για να πραγματοποιήσει ενέργειες...

Αν και το Σαν κράτος εν κράτει αποτυπώνει με πετυχημένο τρόπο απογοητευμένα άτομα σε αναζήτηση νοήματος στη ζωή και την πολιτική, δε φτάνει ποτέ σε μια συγκρουσιακή αφηγηματική κορύφωση.

Συμβιβάζεται, αντιθέτως, με ένα πιο συμφιλιωτικό, ενδοσκoπικό, ίσως και πρόσχαρο τέλος. Γιατί;

Έχω βαρεθεί τη δυναμική των συγκρούσεων πρόσωπο με πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από μια τεράστια πλειονότητα της αφήγησης.

Ούτε ο Aντουάν ούτε η Αυτή μπορούν να διασταυρωθούν με μια ενσάρκωση του καπιταλισμού που θα μπορούσαν να νικήσουν.

Μπορούν να αγωνιστούν μόνο στη δική τους κλίμακα, να πετύχουν λίγο, να αποτύχουν πολύ και να ξεκινούν από την αρχή κάθε μέρα.

Είναι το εγχείρημα μιας ολόκληρης ζωής και σε αυτό το ταξίδι ζωής υπάρχουν και στιγμές γλυκύτητας και χαράς αφού ο ίδιος ο λόγος των αγώνων τους είναι ότι αυτές οι στιγμές υπάρχουν όσο το δυνατόν περισσότερο και για όσο πιο πολύ κόσμο γίνεται.

Η Γαλλία το τελευταίο διάστημα ταρακουνιέται από ένα «κύμα» μαζικών διαδηλώσεων και απεργιών εναντίον του σχεδίου του Προέδρου Μακρόν να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια.

Βλέπεις προοπτική -ακόμα και ελπίδα- σ’ αυτόν τον αγώνα, ή μια τέτοια εκτίμηση είναι πρόωρη;

Δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον. Αρκούμαι να χαίρομαι, στο παρόν, για το μέγεθος του κινήματος, ενώ ανησυχώ ότι η κυβέρνηση θα εφαρμόσει τον νόμο διά της βίας.

Παραφράζοντας το διάσημο σύνθημα του Μάη του ’68, Η ομορφιά βρίσκεται στον δρόμο, βιώνεται και η ομορφιά της πολιτικής καλύτερα «στον δρόμο»;

Και είναι τότε που η πολιτική γίνεται πιο συγκρουσιακή και επικίνδυνη για τις δομές εξουσίας;

Θεωρώ πως η πολιτική αντιπαράθεση είναι ιδιαίτερα όμορφη όταν επανεμφανίζεται στην καθημερινή ζωή, σε μέρη ή δομές όπου έχει ψευδώς διαγραφεί για οικονομικούς λόγους οι οποίοι είναι και πολιτικοί, ακόμα κι αν αυτό συγκαλύπτεται.

Δεν έχω φετίχ με τον δρόμο, αλλά διαπιστώνω ότι υπάρχει μια ομορφιά στο να κάνεις πικετοφορίες και καταλήψεις χώρων εργασίας ή κυκλικών κόμβων και -φυσικά- μια ομορφιά στις ZAD (σημ.: Ζώνες προς Υπεράσπιση, μαχητική κατάληψη περιοχών με στόχο την παρεμπόδιση έργων «ανάπτυξης» βλαπτικών για το περιβάλλον).

Ευχαριστώ θερμά τις Carole Saudejaud και Salma Elmoumni (Εκδόσεις Flammarion) για την καθοριστική συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως.

Το μυθιστόρημα της Αλίς Ζενιτέρ Σαν κράτος εν κράτει κυκλοφορεί στα ελληνικά από το βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα.



Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Εμίν Αλπέρ: «Αν ζεις στην Τουρκία, πάντα ασχολείσαι με την πολιτική»

 

Εμίν Αλπέρ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το «βραδυφλεγές», πολυδιάστατο και υπνωτιστικό πολιτικό νεο-νουάρ/νεο-γουέστερν του Τούρκου σκηνοθέτη Εμίν Αλπέρ, Μέρες ξηρασίας, αποτελεί μια διεισδυτική «ανατομία» της τουρκικής κοινωνίας.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 2 Φεβρουαρίου. Συναντώντας τον σκηνοθέτη στο περσινό ΦΚΘ.

Οι περισσότερες ταινίες σου έχουν προβληθεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Όλες! Αυτή είναι η δεύτερη φορά που παρευρίσκομαι στο Φεστιβάλ. Η σύζυγός μου, η Άννα, κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη.

Πόσο βαθιά συνδέεσαι με την πόλη, λοιπόν; Νιώθεις σαν στο σπίτι σου εδώ;

Ερχόμαστε δυο φορές τον χρόνο, ενώ το καλοκαίρι μένουμε περισσότερο. Στα δεκαπέντε χρόνια γάμου με την σύζυγό μου αισθάνομαι τη Θεσσαλονίκη σαν γενέτειρά μου κατά το ήμισυ, αν και δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω ελληνικά.

Από κινηματογραφικής άποψης, βελτιώνεσαι με κάθε καινούριο φιλμ σου.

Ας ελπίσουμε να μπορώ να πω το ίδιο για τα ελληνικά μου!

Η πιο πρόσφατη δουλειά σου, Μέρες ξηρασίας, που κάνει την ελληνική πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 63ου ΦΚΘ, είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο. Τι το ιδιαίτερο είχε η τοποθεσία όπου γυρίστηκε;

Κατ’ αρχάς έπρεπε να είναι ένα ξηρό μέρος, σχεδόν σαν έρημος, οπότε από νωρίς είχα τη Μέση Ανατολία κατά νου. Ταυτόχρονα, αυτή η περιοχή είναι και η πιο συντηρητική στην Τουρκία.

Μετά από εκτεταμένη έρευνα, αποφασίσουμε να γυρίσουμε την ταινία στην Καισάρεια, πολύ κοντά στην Καππαδοκία. Ανέκαθεν θεωρούσα το φιλμ ένα είδος νεο-νουάρ και νεο-γουέστερν.

Εκτιμάς αυτά τα κινηματογραφικά είδη και ως θεατής; Με εξαίρεση τη Φρενίτιδα, θυμάμαι πως οι υπόλοιπες δουλειές σου είναι γυρισμένες στην τουρκική ενδοχώρα.

Είμαι οπαδός και των δύο ειδών. Τα γουέστερν, ιδίως, έχουν ασκήσει μεγάλη επίδραση στη φαντασία μας από την παιδική μας ηλικία. Έβλεπα χιλιάδες γουέστερν στην Τηλεόραση ως παιδί.

Αισθητικά, μού αρέσουν και τα νουάρ, κι έχουν υπάρξει εξίσου επιδραστικά.




Οι Μέρες ξηρασίας είναι μια έντονα πολιτική ταινία, αν και με έμμεσο τρόπο. Συνδέεσαι, επομένως, με την πολιτικοποιημένη εκδοχή των νουάρ;

Μολονότι δεν είναι ο αρχικός μου στόχος, πάντα καταλήγω να γυρίζω πολιτικά φιλμ. Αν ζεις σε μια χώρα όπως η Τουρκία, πάντα ασχολείσαι με την πολιτική. Δεν μπορείς να την αποφύγεις.

Αποτελεί αυτό πρόκληση για σένα το να αποτυπώνεις φιλμικά αυτό το περίπλοκο -και συχνά ασφυκτικό- κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον χωρίς να κάνεις «εκπτώσεις» στο καλλιτεχνικό σου όραμα;

Πάντα βιώνω ένα άγχος και μια ένταση και δεν μπορώ να αποτυπώσω πλήρως όσα έχουμε ζήσει στη χώρα μου: το να συλλαμβάνονται οι φίλοι σου, να απειλείσαι με σύλληψη.

Είναι δύσκολο να αποτυπώσεις αυτή την αίσθηση ασφυξίας, οπότε ναι, είναι πρόκληση.

Είναι επίσης πρόκληση να κάνεις ταινίες χωρίς συμβιβασμούς, καθώς υφίστανται σοβαρές πιέσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση των ταινιών μας, μιας και εξαρτώμαστε από δημόσιους πόρους.

Οι Μέρες ξηρασίας ήταν ίσως το φιλμ που δυσκολεύτηκα πιο πολύ να γυρίσω από όλες τις απόψεις: σεναριακά, και σε επίπεδο παραγωγής και χρηματοδότησης.

Θίγει μια πλειάδα ζητημάτων, από τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά στη σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών και την αναπαράσταση LGBTQ χαρακτήρων. Ποιο από αυτά τα θεματικά «νήματα» λειτούργησε ως η αφετηρία;

Ο αρχικός άξονας ήταν ο πολιτικός, ιδίως αυτός που συνδέεται με το ζήτημα της λειψυδρίας, και η διαμάχη ανάμεσα στον δήμαρχο και τον εισαγγελέα. Ήταν, όμως, ανεπαρκής, γι’ αυτό και ήθελα να εισαγάγω επιπλέον επίπεδα.

Έτσι προέκυψε το αφηγηματικό στοιχείο του εγκλήματος σχετικά με την κακοποίηση του γυναικείου χαρακτήρα. Αυτό έκανε το φιλμ πιο νουάρ.

Το τρίτο επίπεδο ήταν εκείνο της ομοφοβίας. Κάποια άλλα επίπεδα δε λειτούργησαν και τα αφαίρεσα. Στο τέλος, προσπαθώ να κάνω την ταινία πιο οργανική.

Η νοοτροπία, οι κοινωνικές στάσεις που αναδεικνύεις συναντώνται μόνο στην Τουρκία ή σε συγκεκριμένες περιοχές της;

Θίγει ζητήματα που έχουν καθολικό χαρακτήρα. Αυτό το φιλμ θα μπορούσε να έχει γυριστεί στον αμερικανικό Νότο, γιατί η έμπνευσή μου αντλείται από βορειοαμερικανικές ταινίες.

Μπορεί να εμπνεύστηκα τους κυνηγούς αγριογούρουνων από τα Αδέσποτα σκυλιά του Σαμ Πέκινπα. Η λειψυδρία μπορεί να παραπέμπει στο Τσάιναταουν του Πολάνσκι.

Δεν προσφέρει πολλή ελπίδα, ωστόσο: ούτε στον θεατή, ούτε σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση, ούτε και αναφορικά με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στην Τουρκία.

Παρ’ όλα αυτά, μπορώ να πω πως πρόκειται για το πιο αισιόδοξο φιλμ μου, κυρίως λόγω της τελευταίας σκηνής του. Κι έτσι το εξέλαβαν στην Τουρκία.




Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για τον καλών προθέσεων, ευάλωτο εισαγγελέα Εμρέ, που προσπαθεί να βρει την αλήθεια κάτω από την επιφάνεια και συντρίβεται από πολλές απόψεις;

Ο εισαγγελέας αντιπροσωπεύει -περισσότερο ή λιγότερο- εμάς, τους ανθρώπους της πόλης, τους «πολιτισμένους διανοούμενους» που δεν καταλαβαίνουν γιατί εκλέγονται από την πλειοψηφία αυτές οι αυταρχικές, διεφθαρμένες φυσιογνωμίες.

Ασφυκτιούμε λόγω της αδικίας και της διαφθοράς και δεν κατανοούμε γιατί εκλέγονται διαρκώς αυτοί οι άνθρωποι. Ο εισαγγελέας πρέπει, λοιπόν, να βιώνει τα δικά μας συναισθήματα: την απελπισία, την απομόνωση, τον θυμό.

Κι η δικαστίνα Ζεϋνέπ; Φαίνεται βολεμένη και προσαρμοστική.

Η Ζεϋνέπ ενσαρκώνει τον τυπικό γραφειοκράτη που έχει συμβιβαστεί και προσαρμοστεί στην κατάσταση, ενδιαφερόμενη για την καριέρα της. Πάντα συμβουλεύει τον Εμρέ να ακολουθήσει τον δρόμο της, να μην είναι ξεροκέφαλος.

Έπειτα έχουμε τον όχλο.

Έχουμε βιώσει αυτή την οχλοκρατική νοοτροπία τα τελευταία χρόνια: μερικές φορές μέσω των social media, άλλες μέσα από σωματικές απειλές.

Υπάρχουν, εξάλλου, θλιβερά γεγονότα όπως τη Σφαγή της Σεβάστειας τον Ιούλιο του 1993, κατά την οποία 35 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί από όχλο. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως οι Κούρδοι είναι στόχοι αυτής της οχλοκρατικής βίας.

Πρόσφατα, ένας σκηνοθέτης φίλος μου «λιντσαρίστηκε» διαδικτυακά επειδή υπερασπίστηκε μια γιατρό που είχε συλληφθεί. Πάντα ζούμε με αυτές τις απειλές. Ήθελα, λοιπόν, να αποτυπώσω την αίσθηση φόβου και τρόμου.




Πώς κι έχεις ξεφύγει -από σωματικής άποψης- από αυτόν τον τρόμο;

Ως σκηνοθέτες καλλιτεχνικών ταινιών δεν αποτελούμε ακόμα σοβαρούς στόχους της κυβέρνησης. Δεν είμαστε τόσο δημοφιλείς.

Κι όμως, το τελευταίο σου φιλμ επαινέθηκε ευρέως και έλαβε πολλά βραβεία- και στην Τουρκία.

Προφανώς νιώθουμε απειλή. Δεχόμαστε επιθέσεις στα μίντια, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν είμαστε, πάντως, τόσο επικίνδυνοι ώστε να συλληφθούμε. Πρέπει, βέβαια, να προσέχουμε, να μην είμαστε καμικάζι, να αυτοπροστατευόμαστε.

Διευθύνεις και μια Ταινιοθήκη.

Είναι καινούρια.

Πώς και διορίστηκες εσύ σ’ αυτή τη θέση; Ή σε επέλεξαν οι συνάδελφοί σου;

Αυτή η Ταινιοθήκη δεν επιχορηγείται από το κράτος, ιδρύθηκε από τον Δήμο του Καντίκιοϊ, που διοικείται από την αντιπολίτευση. Δεν είναι κάτι κεντρικό, αλλά είναι σημαντικός θεσμός, άρχισε να λειτουργεί το 2021 και πηγαίνει καλά.

Στην αρχή δεν ήθελα να αναλάβω αυτή τη θέση. Δεν πρόκειται για πλήρη απασχόληση, αλλιώς δε θα μπορούσα να κάνω ταινίες.

Είχες προηγούμενη εμπειρία;

Ως φοιτητής, οπότε και εκδίδαμε ένα κινηματογραφικό περίοδο στο οποίο έγραφα άρθρα.

Χαίρομαι που ατή η Ταινιοθήκη έχει απήχηση σε ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, κυρίως νεανικό.

Μιας κι είσαι άνθρωπος του σινεμά, αισθάνεσαι πως ο κινηματογράφος θα εξακολουθήσει να ασκεί επιρροή μετά από ή ανάμεσα σε περιόδους πανδημίας και άλλων κρίσεων;

Η Τουρκία είναι εξαιρετικά διαιρεμένη. Από τη μια, έχουμε μια δυναμική, σκεπτόμενη, γεμάτη ελπίδες νέα γενιά ανθρώπων- είναι ο λόγος να νιώθουμε ελπίδα γι’ αυτή τη χώρα.

Στην Τουρκία το σινεφίλ κοινό είναι νεανικό, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία ή την πολιτική.

Από την άλλη, οι υποστηρικτές του Ερντογάν έχουν πολύ μικρή απήχηση στη νέα γενιά. Στους/στις κάτω των 30 το κόμμα του δεν αποσπά περισσότερο από το 15%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.

Αν στις επικείμενες εκλογές ηττηθεί ο Ερντογάν, θα υπάρχουν πολλοί λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον της Τουρκίας.

Είναι πιθανή μια τέτοια εξέλιξη;

Επί του παρόντος, ναι, γιατί υπάρχει οικονομική κρίση κι έχει υποχωρήσει η δημοφιλία του. Θα έκανε, όμως, τα πάντα για να κερδίσει αυτές τις εκλογές.

Υφίσταται βιώσιμη εναλλακτική στο καθεστώς του;

Η κατάσταση στην Τουρκία είναι τόσο σκοτεινή, ώστε δεν έχεις την πολυτέλεια να σκέφτεσαι για τους διαδόχους. Ο οποιοσδήποτε θα ήταν καλύτερος από τον Ερντογάν. Ζούμε σε μια ημι-φασιστική δικτατορία.

Έξι κόμματα συνθέτουν τον συνασπισμό της Αντιπολίτευσης και συμπράττουν.

Υπάρχει και το φιλοκουρδικό HDP, που λειτουργεί ως ανεξάρτητος αντιπολιτευτικός πόλος.

Το HDP είναι πάντα απομονωμένο, και το πιο πιθανό είναι ότι θα υποστηρίξει τον υποψήφιο του συνασπισμού της Αντιπολίτευσης. Ο χειρότερος υποψήφιος της Αντιπολίτευσης θα ήταν πολύ καλύτερος από τον Ερντογάν.

Η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Κερκινό, «ψυχή» του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια όπου το φιλμ έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του, για την πολύτιμη συνδρομή του στη διοργάνωσή της.

Η ταινία του Εμίν Αλπέρ Μέρες ξηρασίας προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 2 Φεβρουαρίου σε διανομή του Mικρόκοσμου.



Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Χλίνουρ Πάλμασον: «Το πιο δύσκολο στη δημιουργία φιλμ είναι το να είσαι ειλικρινής»

 

Χλίνουρ Πάλμασον (Φωτογραφία: Didar Domehri)

Υπαρξιακό road movie με έντονες θρησκευτικές «αποχρώσεις», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Ισλανδού σκηνοθέτη Χλίνουρ Πάλμασον, Η χώρα του Θεού, προβάλλεται από τις 26 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους.

Μια εφ’ όλης της ύλης συνομιλία μαζί του.

Η τρίτη σου μεγάλου μήκους ταινία, Η χώρα του Θεού, ξεκίνησε με την ανακάλυψη κάποιων φωτογραφιών από το παρελθόν της Ισλανδίας;

Άρχισα να γράφω το σενάριο το 2013 και το θυμάμαι ενοχλητικό, άκαμπτο και συγκεχυμένο. Όταν εμπνεύστηκα την παράμετρο των φωτογραφικών πλακών, η διαδικασία συγγραφής του έγινε συναρπαστική και αστεία για μένα.

Ξεκίνησα, λοιπόν, να φαντάζομαι την κάθε εικόνα και το ποιοι ήταν οι άνθρωποι που ο ιερέας Λούκας, ο πρωταγωνιστής του φιλμ, φωτογράφιζε. Αυτό ερέθισε τη φαντασία μου.

Γι’ αυτό επέλεξες και το τετράγωνο φορμά για τα κάδρα σου;

Η ιδέα για τις φωτογραφίες είναι μυθοπλαστική, ξέρεις. Πολλοί πιστεύουν ότι η Χώρα του Θεού εμπνέεται από πραγματικές εικόνες.

Κι εγώ κάτι τέτοιο νόμιζα.

Δεν προσπαθώ να το συγκαλύψω ή να πω ψέματα γι’ αυτό. Ένιωσα πως το συγκεκριμένο στοιχείο ήταν το «κλειδί» που θα ενέπλεκε τους θεατές στην ταινία. Ποια ήταν η ερώτησή σου, όμως;

Για το τετράγωνο φορμά.

Δοκίμαζα διάφορα φορμά, στην πραγματικότητα, καθώς κινηματογραφούσα τοπία για ένα πρότζεκτ στα νησιά Φερόες.

Όταν, πριν από μερικά χρόνια, γύριζα το Μια λευκή, λευκή μέρα, χρησιμοποίησα το Super 35.

Έχω παρακολουθήσει και τις δύο προηγούμενες δουλειές σου, την πρώτη μάλιστα (Winter brothers) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Λατρεύω το να βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη- και στην Ελλάδα, γενικότερα. Είναι απολύτως εντυπωσιακά. Δεν έχω ταξιδέψει στην Αθήνα, ωστόσο, πρέπει να το κάνω σύντομα.

Ας επιστρέψουμε στα του φορμά.

Ακόμα κι η κάμερα που χρησιμοποιεί ο Λούκας προσομοιάζει στο παλιό χολιγουντιανό φορμά, κι αυτό υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη.




Πού είναι γυρισμένη η ταινία;

Αποκλειστικά στην Ισλανδία, γύρω από την περιοχή όπου ζω.

Τι σε σαγήνευσε τόσο πολύ στο θρησκευτικό/μεταφυσικό στοιχείο, ώστε να επιθυμείς να το εξερευνήσεις υπό το πρίσμα ενός ιερέα ως κεντρικού χαρακτήρα;

Όλα ξεκίνησαν ως εξερεύνηση των καταβολών μου, με το να αντιπαραβάλλω τα αντίθετα. Αντιπαρέβαλλα την Ισλανδία με τη Δανία, την ισλανδική σημαία με τη δανέζικη, τα ισλανδικά με τα δανέζικα, δημιουργώντας δράμα μέσα από αυτό.

Μιλάω δανέζικα και ισλανδικά, κι έχω ζήσει και στις δύο χώρες, οι οποίες έχουν μια κοινή Ιστορία που ήθελα να καταλάβω αν εμπεριέχει κάτι άξιο προς εξερεύνηση. Όσο περισσότερο εμβάθυνα στη διαδικασία, τόσο περισσότερο χανόμουν.

Αυτό ελπίζω πάντα, να πάρει τον έλεγχο το κάθε εγχείρημα και να με εκπλήξει.  Δεν έχω προκαθορισμένες ιδέες σχετικά με το οτιδήποτε. Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει να θέτω ερωτήματα παρά να δίνω απαντήσεις.

Δε γνώριζα για τους εθνικούς/εθνικιστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στις δύο χώρες- ακόμα και την ίδια την κοινή τους «προϊστορία». Με αυτή την έννοια, το φιλμ σου λειτούργησε και σε μια πληροφοριακή διάσταση για μένα.

Αυτό το ζήτημα ποτέ δεν έχει αποτυπωθεί κινηματογραφικά. Πρόκειται για μια ελάχιστα ειπωμένη ιστορία.

Γιατί συμβαίνει αυτό, κατά τη γνώμη σου;

Επειδή τείνουμε να εξερευνούμε τα πιο βίαια ζητήματα.

Το μοναδικό στη σχέση των δύο χωρών είναι ότι η Ισλανδία έγινε μερικώς ανεξάρτητη από τη Δανία το 1918 και πλήρως το 1944 και δε χύθηκε ούτε μια σταγόνα αίμα! Υπάρχει πολύ λίγο δράμα σ’ αυτό, έτσι δεν αποτελεί αντικείμενο αφήγησης.

Εμένα, όμως, ανέκαθεν μ’ ενδιέφεραν οι ιστορίες που αφορούν στη βασική συμπεριφορά των ανθρώπων. Όσο πιο περιορισμένη είναι η ευρεία αφήγηση, τόσο περισσότερο μπορείς να εξερευνήσεις τις πρωτόγονες ανθρώπινες ανάγκες/επιθυμίες.

Δε με ελκύουν οι περίπλοκες αφηγήσεις, ούτε καν οι πλοκές.

Πάντα τείνεις να εστιάζεις σε λειτουργικές, δυσλειτουργικές ή ανταγωνιστικές σχέσεις - ενδοοικογενειακές, ερωτικές ή ανάμεσα σε μέλη μιας κοινότητας.

Γιατί, ωστόσο, ο πρωταγωνιστής «έπρεπε» να είναι «άνθρωπος του Θεού»- ή, ίσως, ένας εξερευνητής της ζωής και του εαυτού του;

Θα μπορούσε να είναι ένας καλλιτέχνης. Η ταινία εκτυλίσσεται περί τα 1875, μια εποχή κατά την οποία οι Καθολικοί και οι Λουθηρανοί μάχονταν για την κυριαρχία στην Ισλανδία.

Είναι ένας ρομαντικός, αδαής ονειροπόλος που αναζητά ανθρώπους στα -ακόμα και στις μέρες μας- ακατοίκητα υψίπεδα της Ισλανδίας. Αν γεννιόταν σήμερα, πιθανότατα δε θα ήταν ιερέας.

Οπότε, η περίοδος που εκτυλίσσεται η αφήγηση «χρωμάτισε» την απόφασή μου. Και δεν είναι καν απόφαση. Απλά ο Λούκας φορούσε ιερατικό ένδυμα και κουβαλούσε μια κάμερα. Είναι ταυτόχρονα άνθρωπος του Θεού και μοντέρνος. Αντίθεση.

Ενώ δούλευα πάνω σ’ αυτό το φιλμ, διαρκώς αναζητούσα τα αντίθετα, και προσπαθούσα να τα φιλοτεχνήσω πολύ ξεκάθαρα, στα όρια του κλισέ ή της καρικατούρας. Ελπίζω, πάντως, οι χαρακτήρες να μη γίνονται καρικατούρες.




Είναι, για σένα, το σινεμά ένα εργαλείο εξερεύνησης του εαυτού σου και των ορίων του- ή και της υπέρβασής τους- και καλύτερης γνωριμίας μαζί του;

Είναι κάπως σαν ταμπού να μιλάς για τα φιλμ ως κάτι προσωπικό. Δε θέλω το σινεμά μου να είναι ιδιωτικό κατά καμία έννοια.

Θέλω, όμως, να είναι προσωπικό, να εξερευνώ το περιβάλλον μου και να περνώ χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπώ, θαυμάζω και θέλω να συνεργαζόμαστε, κι αυτό προσπαθώ να κάνω.

Είναι πολύ σημαντική η ενέργεια των ανθρώπων, και «χρωματίζει» την ίδια την ταινία. Δεν έχω δει το Winter brothers από τότε που το έκανα, αλλά ξέρω πως διαθέτει μια ορισμένη ενέργεια, και αντανακλά τη δική μου ενέργεια εκείνης της περιόδου.

Η Χώρα του Θεού έχει μια σωματικότητα, και η δημιουργία της ήταν δύσκολη για το συνεργείο και το καστ. Έπρεπε να ταξιδεύουμε διαρκώς, τα γυρίσματα έγιναν σε εξωτερικούς χώρους, ενώ έβρεχε και χιόνιζε.

Είναι σαν να αποτελούμε κι εμείς κομμάτι του ταξιδιού. Θέλω οι ηθοποιοί με τους/τις οποίους/οποίες συνεργάζομαι να ωριμάζουν ώστε να γίνουν οι χαρακτήρες που υποδύονται.

Δεν μπορούμε να το προσχεδιάσουμε, και δυσκολεύομαι να μιλάω για τους χαρακτήρες και τις βιογραφίες τους. Θα αισθανόμουν σαν απατεώνας αν το έκανα.

Ίσως δε χρειάζεται καν.

Δεν έχει κάποια σχέση- κι αν το νιώθεις κάλπικο, τότε είναι κάλπικο. Πρέπει να είσαι ειλικρινής. Το πιο δύσκολο στη δημιουργία φιλμ είναι απλά το να είσαι ειλικρινής.

Είναι δύσκολο να είσαι δημιουργικός στο πλατό, γιατί το ίδιο το πλατό είναι μη δημιουργικό.

Το αδυσώπητο φυσικό τοπίο, στο οποίο αναφέρθηκες, κυριαρχεί στις ταινίες σου. Ήταν καθοριστικό και στη ζωή σου, ήδη από την παιδική ηλικία σου;

Ο καιρός και το τοπίο σε διαμορφώνουν, νομίζω. Όσο πιο δραματικές είναι οι καιρικές συνθήκες, τόσο περισσότερο σε καλύπτουν. Τις νιώθεις όταν σου λείπουν. Όταν ζούσα στη Δανία, αισθανόμουν την ασφυκτική ανάγκη να επιστρέψω στην Ισλανδία.

Πρόκειται για την επιθυμία για κάτι ιδιοσυγκρασιακό και αχανές. Τώρα που μιλάμε, έξω επικρατεί απόλυτη ησυχία, γιατί απόψε αναμένεται καταιγίδα: νιώθω αυτή την ενέργεια, κι αποτελεί τεράστιο μέρος της ζωής μου κι αυτού που κάνω.

Ο καιρός μού το υπαγορεύει. «Είμαστε σκλάβοι του καιρού», έγραφε στην ποιητική του συλλογή Η ενέργεια των σκλάβων ο Λέοναρντ Κόεν. Αληθεύει.




Δουλεύεις συνήθως ενστικτωδώς ή είσαι μεθοδικός κι οργανωμένος; Ή και τα δύο;

Παράξενο που το ρωτάς. Και τα δύο. Ανέκαθεν ήμουν ονειροπόλος. Εξαρτάται, όμως, από το ίδιο το υλικό. Αγαπώ το να δουλεύω. Είναι πιθανόν η αγαπημένη μου ασχολία.

Παρακολουθείς ταινίες κάνοντας ταινίες, ή το αποφεύγεις;

Δεν το αποφεύγω γιατί με επηρεάζει, αλλά γιατί δεν έχω χρόνο. Αλλά λατρεύω την παρακολούθηση φιλμ. Προσπαθώ να βλέπω δύο κάθε εβδομάδα σε Blue-ray, γιατί δεν έχουμε κινηματογράφους στην πόλη μου.

Χάλια!

Ζω σε μια πολύ απομονωμένη τοποθεσία και πρέπει να οδηγήσω πέντε ώρες για να βρω ένα σινεμά. Προσπαθούμε, ωστόσο, να ξανανοίξουμε έναν κινηματογράφο που λειτουργούσε όταν ήμουν παιδί.

Όντας αναγνωρισμένος, θα σε ακούσουν πιο προσεκτικά. Εξωφεστιβαλικά, υπάρχει ζωντανό κινηματογραφικό κοινό στην Ισλανδία;

Η Ισλανδία διαθέτει μια πολύ υγιή κινηματογραφική βιομηχανία για το μέγεθός της. Είμαστε, όμως, πολύ λίγοι παγκοσμίως, οπότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κοινό, αλλά μεμονωμένοι θεατές.

Δόξα τω Θεώ, χάρη στα φεστιβάλ και τη διεθνή διανομή, φτιάχνουμε ταινίες για διεθνή κοινά. Δε θα επιβίωνε η καρδιά μου αν απλά έκανα φιλμ για Ισλανδές και Ισλανδούς!

Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, οι ταινίες μου τιμώνται πιο πολύ διεθνώς παρά στην πατρίδα μου.

Πάντως παρακολουθούνται και -κατά καιρούς- κερδίζουν σημαντικά βραβεία, επομένως αυτό σε βοηθάει να συνεχίζεις.

Αυτό είναι το πιο σημαντικό, αν μπορείς να συνεχίζεις: ως σκηνοθέτες αυτό αγαπάμε. Η διαδικασία είναι τα πάντα- το επόμενο βήμα, το επόμενο φιλμ.

Η ταινία του Χλίνουρ Πάλμασον Η χώρα του Θεού προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 26 Ιανουαρίου σε διανομή της One from the Heart.



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Σαΐμ Σαντίκ: «Για την πατριαρχία μιλούσα σ’ όλη τη διάρκεια του “Joyland”»

 


Μια αιχμηρή, τρυφερή και συχνά συγκινητική «ανατομία» του πατριαρχικού συστήματος, το Joyland, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Πακιστανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Σαΐμ Σαντίκ, είναι μια από τις ταινίες της χρονιάς.

Βραβευμένη, μεταξύ άλλων, σε Κάννες και Νύχτες Πρεμιέρας, προβάλλεται από τις 26 Ιανουαρίου στα σινεμά. Μια εγκάρδια συνομιλία με τον σκηνοθέτη.

Το κινηματογραφικό σου ντεμπούτο μεγάλου μήκους, Joyland, αποπνέει έντονα την αίσθηση της βιωμένης εμπειρίας.

Πώς κατόρθωσες να την αποτυπώσεις σε σχέση με τους χαρακτήρες και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση εντός του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου του σύγχρονου Πακιστάν;

Ανέκαθεν ζούσα στο Πακιστάν, με εξαίρεση την τετραετία κατά την οποία μετακόμισα στη Νέα Υόρκη για τις μεταπτυχιακές σπουδές μου.

Πιο συγκεκριμένα, γεννήθηκα στη Λαχώρη, όπου έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Το φιλμ εκτυλίσσεται στη γενέτειρά μου, και πρόκειται για οικογενειακό δράμα.

Μπορεί να μην προέρχομαι από την ίδια κοινωνική τάξη με τους ήρωες και τις ηρωίδες μου, αλλά κι εγώ σε οικογένεια μεγάλωσα και οι δυναμικές είναι παρόμοιες.

Κατανοώ, λοιπόν, λεπτομερώς το πώς λειτουργούν τα πράγματα και οι ανθρώπινες σχέσεις, και τι ρόλο διαδραματίζουν η αρρενωπότητα, η θηλυκότητα και η πατριαρχία σε επίπεδο αποχρώσεων στο σύγχρονο Πακιστάν.

Όντας 29 όταν γύρισα το Joyland, μπορείς να πεις ότι διέθετα μια σχεδόν τριαντάχρονη εμπειρία όσων γύριζα. Πολλές σκηνές, μάλιστα, είναι αντλημένες από αναμνήσεις που είχα από την παιδική ηλικία μου.

Επί της ουσίας, η ταινία αφηγείται μια (σχεδόν) ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Χέντερ και την τρανς Μπίμπα.

Δεν πρόκειται για την πιο πρωτότυπη φιλμική «μήτρα». Το συναρπαστικό, ωστόσο, για μένα ήταν το ότι θα αποκαλυπτόταν πως ήταν η ιστορία μιας οικογένειας.

Δεδομένου, άλλωστε, ότι επρόκειτο για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου, είχα πάθει εμμονή μ’ αυτό. Επί έξι χρόνια κοιμόμουν και ξυπνούσα σκεπτόμενος κάτι σχετικά με το φιλμ, προσθέτοντας λεπτομέρειες και αμφισβητώντας τον εαυτό μου!




Αισθανόσουν, όμως, πως κάτι ήθελες να εκφράσεις.

Εγώ ένιωθα αυτή ανάγκη, αναρωτιόμουν όμως γιατί κάποιος να θέλει να το παρακολουθήσει.

Αν, επομένως, το έκανα για τον εαυτό μου, ας αποτελούσε την πιο ειλικρινή εκδοχή του εαυτού μου. Ας άρεσε σε μένα, και βλέπαμε για τους υπόλοιπους.

Φαίνεται πως ήθελες να καταπιαστείς με πολλά ζητήματα. Ίσως αυτό είναι χαρακτηριστικό των πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών.

Αλήθεια είναι αυτό. Από την άλλη, αισθάνομαι ότι για την πατριαρχία μιλούσα σ’ όλη τη διάρκειά του, μέσα από πολλές πτυχές.

Η πατριαρχία επηρεάζει την τρανς γυναίκα, τον άντρα που δεν είναι σίγουρος για τον ανδρισμό ή τη σεξουαλικότητά του, ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα-πατριάρχη που επιβάλλει αυτή την ηθική.

Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν η αποδόμηση του πατριαρχικού συστήματος και η διερώτηση σχετικά με το αν τελικά αυτό ωφελεί κάποιον.

Είναι ένα φιλμ για μια συντηρητική οικογένεια. Ήθελα, όμως, να προσδώσω σ’ αυτή την οικογένεια την αξιοπρέπεια και την ενδοσκοπική διάθεση που δεν επιτρέπουμε σε τέτοιες οικογένειες να έχουν.

Όχι παρουσιάζοντας τα μέλη της σαν καρικατούρες.

Ή σαν θρησκευόμενα και στενόμυαλα, γεγονός το οποίο φυσικά κατά ένα μέρος ισχύει.

Σε ποιο στάδιο της συγγραφής του σεναρίου αναδύθηκε το ζήτημα της εξερεύνησης των σεξουαλικών δυναμικών, της σεξουαλικής ταυτότητας;

Ο πυρήνας της ταινίας από την αρχή αφορούσε στην ιστορία ενός άντρα, μιας γυναίκας και μιας τρανς γυναίκας. Μ’ αυτούς τους τρεις χαρακτήρες ξεκίνησα. Ήξερα ότι εξερευνούσα το φύλο και τη σεξουαλικότητα σ’ ένα πατριαρχικό σύστημα.

Συνέβαλαν οι ηθοποιοί, επαγγελματίες και μη, στη διαμόρφωση των χαρακτήρων τους;

Δε θα το πιστέψεις, αλλά η Alina Khan (Μπίμπα) είναι ο γλυκύτερος, ο πιο πειθήνιος άνθρωπος στον κόσμο. Έχει εισπράξει τη λιγότερη αγάπη απ’ όσα άτομα έχω συναντήσει στη ζωή μου.

Στην καθημερινότητά της είναι ντροπαλή και ήσυχη, κάθεται στη γωνιά της. Στο φιλμ υποκρίνεται. Δεν ξέρω αν ποτέ έχει θυμώσει στη ζωή της όπως της συμβαίνει στην ταινία. Φυσικά έχει εκτεθεί σε καταστάσεις παρόμοιες με εκείνες του φιλμ.

Το τρανς βίωμα προερχόταν από την ίδια, αλλά ο τρανς χαρακτήρας της ήταν σε μεγάλο βαθμό συντεθειμένος στο σενάριο. Οπότε έπρεπε να γίνει ένα τέτοιο κορίτσι.

Ο Ali Junejo, που ενσαρκώνει τον Χέντερ, είναι έμπειρος ηθοποιός;

Είναι θεατρικός ηθοποιός, αυτή ήταν η πρώτη του ταινία. Η δικιά του προσέγγιση ήταν, επομένως, πιο πειθαρχημένη. Δεν άρθρωνε όσα αισθανόταν.

Κι οι δυο τους, ωστόσο, λειτουργούσαν περισσότερο συναισθηματικά παρά διανοητικά, αν και η Alina ήταν πιο αυθόρμητη.

Η Rasti Farooq, που υποδύεται την σύζυγο του Χέντερ, Μουμτάζ, είναι επίσης θεατρική ηθοποιός. Είναι το πρώτο φιλμ και για την ίδια.

Ήταν τόσο αυθόρμητη, που κι εγώ κι ο διευθυντής φωτογραφίας σαγηνευόμασταν να την φιλμάρουμε γιατί ήταν απρόβλεπτη, ενώ μιλούσε και πολύ γρήγορα.




Ο χαρακτήρας του Χέντερ δεν αποτελεί τον τυπικό Πακιστανό άντρα, φαντάζομαι.

Δεν είναι ο πιο τυπικός, αλλά ούτε και ο πιο μη τυπικός. Είναι πιο ευαίσθητος και εύστροφος από τον μέσο όρο.

Η λειτουργική δυναμική ανάμεσα στους χαρακτήρες πρέπει να ήταν συναρπαστική.

Κάναμε εργαστήρια επί μήνες πριν τα γυρίσματα και έβαλα τους/τις ηθοποιούς σε ζευγάρια ώστε οι ερμηνείες τους να γίνουν βιωμένες και πειστικές, οι μεταξύ τους σχέσεις να είναι άνετες και εντέλει να αλληλοσυμπαθιούνται. Περάσαμε καλά!

Πέρασε και το πακιστανικό κοινό καλά με το Joyland;

Δεδομένου του πώς τελειώνει, είναι δύσκολο να πεις αν πέρασε καλά, αλλά έχουμε εισπράξει πολλή τρυφερότητα και αγάπη. Έχει τόση απήχηση στους ανθρώπους λες και τους ανήκει.

Αν και φυσικά η πακιστανική κοινωνία, όπως και οι περισσότερες, διαπνέεται από βαθιά ριζωμένο συντηρητισμό και δυσανεξία προς «αποκλίνουσες» συμπεριφορές. Αλλάζει αυτό, ωστόσο;

Οι εικοσάρηδες στο Πακιστάν είναι πολύ πιο απελευθερωμένοι, αλλά ο κόσμος γενικότερα γίνεται πιο δεξιός- και το Πακιστάν δε διαφέρει.

Όταν η ταινία απαγορεύτηκε στη χώρα, το χειρότερο δεν ήταν αυτό, αλλά τα μηνύματα μίσους που λαβαίναμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αποστολείς τους αποτελούν την πλειονότητα στη χώρα. Οι ακροδεξιοί δε θα παρακολουθήσουν μια τέτοια ταινία. Κι αυτό είναι λυπηρό.

Αφελώς και παιδιάστικά θεωρούσα, ωστόσο, ότι είναι ένα φιλμ για μια συντηρητική δεξιά οικογένεια, ώστε αυτή η οικογένεια να πάει να το δει. Μακάρι να το παρακολουθούσε και μετά να το «έθαβε». Δε θα με πείραζε.




Μπορεί το Joyland να «φρεσκάρει» τη σύγχρονη πακιστανική κινηματογραφική παραγωγή ενθαρρύνοντας κι άλλους δημιουργούς ν’ ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση με τον τρόπο τους;

Είμαι αρκετά βέβαιος γι’ αυτό. Αν πάνε σ’ εναν Αμερικανό ή Ευρωπαίο παραγωγό μ’ ένα σενάριο, μπορούν να δώσουν ένα παράδειγμα. Η ταινία μου θέτει ένα προηγούμενο από άποψη παραγωγής και υποδομής.

Η αξιοσημείωτη επιτυχία που έχει συναντήσει διεθνώς σε αγχώνει όσον αφορά στα επόμενα βήματά σου;

Θέλω να βγω από τη «λούπα» του Joyland. Δε θέλω η εμπειρία αυτού του φιλμ να με διαμορφώσει πέρα από κάποιον βαθμό. Όταν απελευθερωθώ από αυτό, θ’ αρχίσω να γράφω ξανά.

Έχεις, πάντως, την «πολυτέλεια» να κινείσαι ανάμεσα σε κόσμους, ανάμεσα σ’ εκείνον του Πακιστάν κι εκείνον των Η.Π.Α.

Καμία πολυτέλεια δεν έχω. Είμαι πολύ φτωχός. Χρειάζομαι να βρω μια δουλειά και να βγάλω λεφτά! Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα σε σχέση με ό,τι μόλις προανέφερα.

Αυτή η επιτυχία δεν είναι η ζωή μου. Θέλω και η επόμενη ταινία μου να πηγάζει από τη ζωή μου, αλλιώς θα βαρεθώ.

Ευχαριστώ θερμά τον Jackson Leipzig (Modern Literary Arts) για την καθοριστική συμβολή του στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Μετά την πανελλήνια πρώτη της στο πλαίσιο των 28ων Νυχτών Πρεμιέρας όπου απέσπασε το βραβείο σεναρίου, η ταινία του Σαΐμ Σαντίκ Joyland προβάλλεται στα σινεμά από τις 26 Ιανουαρίου σε διανομή του Cinobo.