Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Tamara Kotevska: «Τα μεγαλύτερα παγκόσμια ζητήματα σήμερα είναι τα περιβαλλοντικά»


Πολυβραβευμένο και άκρως συγκινητικό, το ντοκιμαντέρ των Ljubomir Stefanov και Tamara Kotevska από τη Βόρεια Μακεδονία Η γη του μέλιτος είναι μια φιλμική «ωδή» στην αειθαλή μελισσοπαραγωγό Hatidze Muratova κι ένα «καμπανάκι κινδύνου» για την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

Κουβεντιάζοντας με την συν-σκηνοθέτρια Tamara Kotevska λίγες μέρες πριν την πανελλήνια πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο πλαίσιο των 25ων Νυχτών Πρεμιέρας.

Τυχαία συναντήσατε την Hatidze Muratova, την εκπληκτική πρωταγωνίστρια της Γης του μέλιτος; Ήταν η σχέση της με την μητέρα της, τη φύση και την οικογένεια των νομάδων αυτή που διαμόρφωσε την αφηγηματική προσέγγισή σας;

Μπορείς να πεις ότι γνωρίσαμε την Hatidze τυχαία, αλλά θα ήταν καλύτερο να πούμε πως συναντηθήκαμε μοιραία.

Αρχίσαμε να κάνουμε ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για το περιβάλλον γύρω από τον ποταμό Bregalnica. Εκεί βρήκαμε τα μελίσσια, στα βράχια, και με λίγη έρευνα σχετικά με το ποιος τα φροντίζει, καταλήξαμε σ’ εκείνη.

Το βασικό που μας έκανε εντύπωση ήταν ασφαλώς η σχέση της με την μητέρα της και η συμπεριφορά της απέναντι στις μέλισσες.

Όντας η τελευταία γυναίκα της οικογένειας Kazelbashi, δεν είχε άλλη επιλογή από το να φροντίζει τους γονείς της μέχρι το θάνατό τους. Δεν έχει δικά της παιδιά, φέρεται λοιπόν στις μέλισσες σαν να ήταν παιδιά της. 



Mε εντυπωσίασε βαθιά η τρυφερή αποτύπωση της σχέσης μητέρας-κόρης: πότε πότε, ωστόσο, την ένιωθα «στημένη» κι ένα βήμα από τη μυθοπλασία.

Είναι η διαδικασία χτισίματος εμπιστοσύνης με τους χαρακτήρες αυτή που εγκαθιστά τέτοιο βαθμό οικειότητας;

Το επίπεδο οικειότητας με τους χαρακτήρες σε ένα ντοκιμαντέρ επιτυγχάνεται σχεδόν πάντα μέσα από το χρόνο που τους αφιερώνεις και την υπομονή που έχεις μαζί τους.

Ακόμα κι αν το προσπαθούσες, θα ήταν αδύνατο να στήσεις κάτι όπως αυτές οι σκηνές, γιατί μιλάμε για ηλικιωμένες γυναίκες που ζουν σε μια ερημιά και δεν έχουν καμία σχέση με την ηθοποιία, οπότε δεν μπορείς να τους δώσεις οδηγίες.

Κανένας από μας, εξάλλου, δε γνωρίζει τουρκικά.

Ήμουν αρκετά τυχερός να παρακολουθήσω το φιλμ σας στο Σαράγεβο, και με εξέπληξε -ίσως δε θα έπρεπε- το πόσο οικεία αισθανόταν η Hatidze σε ένα αστικό περιβάλλον. Είναι ευχαριστημένη με τη ζωή της, τώρα που έφυγε από το χωριό;

Αγοράζοντάς της ένα σπίτι τής δώσαμε τη δυνατότητα να διαλέξει, αλλά η Hatidze δεν έχει εγκαταλείψει το παλιό της σπίτι. Πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις μέλισσές της στην Bekirlija και στο καινούριο της σπίτι στην Dorfulija.



Πέραν του ότι αποτελεί μια «ωδή» σε έναν σθεναρό άνθρωπο και ένα τρόπο ζωής που χάνεται, το φιλμ λειτουργεί και ως υπόμνηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει η βιοποικιλότητα καθημερινά εντός του παρόντος οικονομικού συστήματος.

Πρόκειται πλέον για μη αναστρέψιμη κατάσταση;

Δεν αφορά μόνο στη βιοποικιλότητα.

Δυστυχώς, τα μεγαλύτερα παγκόσμια ζητήματα σήμερα είναι τα περιβαλλοντικά. Η κλιματική αλλαγή, η μόλυνση, η απώλεια της βιοποικιλότητας- κι αυτό με το οποίο καταπιάνεται το ντοκιμαντέρ μας, η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

Αυτό που βλέπουμε στη συγκεκριμένη ιστορία είναι ένας απλός τρόπος του πώς λειτουργεί η σπείρα της απληστίας. Κι αυτή είναι η καρδιά όλων αυτών των προβλημάτων.

Το Η γη του μέλιτος έχει γίνει θερμά δεκτό από κοινά, κριτικούς και μέλη επιτροπών. Πώς ερμηνεύετε την πρωτοφανή επιτυχία του σε οικουμενικό επίπεδο, με αφετηρία την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Σάντανς φέτος;

Η δουλειά μας δεν είναι να ερμηνεύσουμε την επιτυχία της ταινίας μας. Δουλειά μας ήταν να την κάνουμε όσο καλύτερη ήταν δυνατόν. Περαιτέρω, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις την έκβαση.

Αν υπήρχε μια καλή συνταγή επιτυχίας, οι άνθρωποι θα ήταν θεοί που ποτέ δεν κάνουν λάθη.

Ευχαριστώ θερμά την Simona Stojanovska, συντονίστρια παραγωγής, για την πολύτιμη συνδρομή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ, την ιστορία πίσω από αυτό και τους δημιουργούς του μπορείτε να βρείτε στο επίσημο site.

To ντοκιμαντέρ των Ljubomir Stefanov και Tamara Kotevska Η γη του μέλιτος προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού Ντοκιμαντέρ του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας τις ακόλουθες ημερομηνίες:

Σάββατο 21 (Άστορ, 20:00), Παρασκευή 27 (Άστορ, 18:00) και Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου (Δαναός 2, 20:00).

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Fabrice du Welz: «Αυτό που αναζητώ είναι η υφή των ονείρων»


Μια από τις πιο έντονες φιλμικές εμπειρίες των τελευταίων ετών, η Παράφορη λατρεία του Βέλγου σκηνοθέτη Fabrice du Welz αφηγείται την ιστορία του τρελού έρωτα ανάμεσα σε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που το έχουν σκάσει από ένα ψυχιατρείο.

Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη λίγο πριν την πανελλήνια πρώτη της ταινίας του στο πλαίσιο των 25ων Νυχτών Πρεμιέρας.

Το Παράφορη λατρεία, που παρακολούθησα το φετινό Φεστιβάλ του Σαράγεβο, αποτελεί το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας. Πώς εντάσσεται στο concept αυτής της τριλογίας;

Αν έχεις δει τα δύο προηγούμενα, ο στόχος είναι ίδιος, όπως και το «νταρντενικό» βελγικό περιβάλλον. Θα μπορούσε, όμως, να συμβεί παντού.

Μου είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Υπάρχει το θέμα του τρελού έρωτα, ο τσιτωμένος, μοναχικός κόσμος, οι απελπισμένοι, αστείοι χαρακτήρες.

Και επικίνδυνοι σε ένα βαθμό.

Επικίνδυνοι γιατί είναι θύματα της μαλακίας. Η κτηνωδία είναι πάντα πολύ κοντά.

Είναι, εξάλλου, πολύ ευάλωτοι.

Είναι. Η έννοια του καλού και του κακού δεν υπάρχει εδώ. Βρίσκονται πέραν της ηθικής. Μονάχα η αναζήτηση της αγάπης και της επιβίωσης επικρατεί. Οι χαρακτήρες προσπαθούν να είναι ο εαυτός τους, να ολοκληρωθούν ως άνθρωποι.

Γιατί επέλεξες να αφηγηθείς αυτή την ιστορία μέσα από το πρίσμα δύο εφήβων, μιας κοπέλας κι ενός αγοριού, που το έχουν σκάσει;

Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό- λιγότερο αιματοβαμμένο, λιγότερο βίαιο, περισσότερο αθώο. Θεώρησα, λοιπόν, πως θα μπορούσε να γίνει αν επέλεγα χαρακτήρες εφήβων. Υπήρχαν πολλά να εξερευνήσω εκεί.

Όταν είσαι δεκατριών-δεκατεσσάρων και ανακαλύπτεις την αγάπη, είναι κάτι τρομερό, σαν μια κατάσταση δαιμονισμού και χάρης, σαν να ασπάζεσαι μια θρησκεία. Είναι κάτι τόσο δυνατό. Λατρεύω την ιδέα τού να ερωτεύεσαι για πρώτη φορά. 



Εξερεύνησες τα βάθη των χαρακτήρων συζητώντας με τον νεαρό πρωταγωνιστή, Thomas Gioria, και την νεαρή πρωταγωνίστρια, Fantine Harduin;

Όταν ολοκληρώθηκε η συγγραφή του σεναρίου, αναζητούσα παιδιά και είδα πάρα πολλά, ιδίως αγόρια. Περίπου 300.

Σε ό,τι αφορά την Fantine, ήταν κάτι άμεσο. Αμέσως ένιωσα πως είχε κάτι τσιτωμένο και δυνατό. Είναι πολύ πειθαρχημένη ηθοποιός, είχε ένα σημαντικό ρόλο στην τελευταία ταινία του Χάνεκε. Και πανέμορφα, βαθιά, μυστηριώδη μάτια!

Σχετικά με το αγόρι, έψαχνα για κάτι εντελώς διαφορετικό. Αναζητούσα την αθωότητα. Όταν, λοιπόν, βρήκα τον Thomas, ήξερα αμέσως ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει, γιατί έχει αυτή τη σπουδαία ικανότητα να ακούει. Είναι απλώς εκεί.

Έχει πολύ εκφραστικό βλέμμα.

Ποτέ δεν έλεγε ψέματα. Δεν είναι ηθοποιός, δεν είναι αστείος, είναι ο εαυτός του. Παίξαμε, κάναμε πλάκες. Με εμπιστεύτηκαν. Είχαν ωριμότητα.

Και χημεία μεταξύ τους.

Το καλοκαίρι του 2018 ήταν εκπληκτικό και για τους δύο. Φοβόμουν λίγο, γιατί έπρεπε να «παίξουμε» με διαφορετικά στοιχεία και καιρικές συνθήκες. Από λογιστικής άποψης ήταν δύσκολο γύρισμα. Αλλά ήταν γεμάτοι ενέργεια όλη την ώρα.

Αποτελούσε, άλλωστε, πρόκληση γι’ αυτούς. Το ζητούμενο ήταν να προσαρμόσω τα πάντα στους δύο.



Δίνεις πολλή έμφαση στη δημιουργία αυτής της πολύ ιδιαίτερης, πολύ απόκοσμης, πολύ αμφίσημης -ακόμα και απειλητικής- ατμόσφαιρας. Μίλησέ μου γι’ αυτή τη διαδικασία.

Δουλεύω σαν ζωγράφος, μου αρέσει να «παίζω» με την υφή. Για μένα είναι, λοιπόν, σημαντικό να συνεργάζομαι με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και τον διευθυντή φωτογραφίας πριν το γύρισμα.

Εξερευνώ πολύ τις τοποθεσίες. Μια καλή τοποθεσία παράγει καλό φως, κι ένα καλό φως μπορεί να παραγάγει μια καλή τοποθεσία. Όταν τη βρω, δουλεύω με τον καλλιτεχνικό διευθυντή την υφή και τη διάθεση όλων των σκηνών.

Δουλεύω με φιλμ, το αγαπώ, μισώ το ψηφιακό. Νιώθω λίγο νευρικός σε σχέση με το τι κάνει το σινεμά σήμερα, γιατί όλα πρέπει να ρεαλιστικά. Μισώ το ρεαλισμό.

Αν και η Παράφορη λατρεία διαθέτει ρεαλιστικά στοιχεία όσον αφορά στην αφήγηση και την αποτύπωση των χαρακτήρων, διαφέρει από τη μέση βελγική ταινία κοινωνικού ρεαλισμού, αποτελώντας πρόκληση για τον θεατή.

Αυτό που αναζητώ είναι η υφή των ονείρων. Όταν κάνεις κάτι πολύ ρεαλιστικό, παλιώνει πολύ γρήγορα, ιδίως στις μέρες που η τεχνολογία εξελίσσεται τόσο πολύ. Στις ταινίες μου ψάχνω για μια αγνότητα, για κάτι ονειρικό.

Προσπαθώ να κάνω κάτι πολύ αισθησιακό, να αποτυπώσω τον πυρετό και τη μυρωδιά ενός ονείρου.

Το πετυχαίνεις, νομίζω. Πάνω από όλα, η Παράφορη λατρεία είναι μια πολύ έντονη αισθητηριακή εμπειρία, όχι κάτι διανοητικό που χρειάζεται να εξηγήσεις και να ερμηνεύσεις.

Κι αυτό είναι το όριό της και το όριο της δουλειάς μου, μερικές φορές. Γι’ αυτό και αγαπώ τόσο πολύ τον ποιητικό ρεαλισμό του γαλλικού σινεμά της δεκαετίας του ’30, γιατί προτείνει κάτι που μπορείς να κουβαλήσεις μαζί σου, μια γεύση.

Αγαπώ τις ταινίες που μου αφήνουν μια γεύση στο στόμα. Είναι πολύ σημαντικό να πειραματίζεσαι με το σώμα και τις αισθήσεις σου, και δε θέλω να γίνομαι βαρετός με τα φιλμ που κάνω. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου.



Στις μέρες μας όλοι θέλουν απαντήσεις. «Μας άφησε ερωτήματα», μου λένε θεατές μετά από κάποια ταινία μου. Λοιπόν, αυτό είναι καλό για σένα! (Γέλιο) Με εκπλήσσει το ότι πάντα οι θεατές θέλουν απαντήσεις.

Το σημαντικό για μένα είναι να σπρώχνω τα όρια, να σου φέρνω κάτι άλλο.

Ελπίζω οι θεατές του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας να δουν το φιλμ σου υπό αυτό το πρίσμα. Πώς το αντιλήφθηκαν στο Λοκάρνο;

Είναι πολύ δύσκολο να πω, γιατί πρόκειται για ένα πολύ καλά εκπαιδευμένο κοινό. Μεγάλο μέρος του εντυπωσιάστηκε από τις ερμηνείες των παιδιών. Τους άγγιξαν πολύ. Για την ταινία δεν ξέρω. Δεν είναι ένα βολικό φιλμ.

Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Και ως θεατής θέλω να σοκάρομαι, να προβληματίζομαι, να βρίσκομαι στα άκρα. Λατρεύω το να προκαλούμαι. Ήμουν σινεφίλ πριν γίνω σκηνοθέτης.

Photo credit (Fabrice du Welz και crew): Massimo Pedrazzini.

Η ταινία του Fabrice du Welz Παράφορη λατρεία προβάλλεται στο πλαίσιο του τμήματος Festival Darlings του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας την Πέμπτη 19 (ΙNTΕΑΛ, 20:30) και τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου (Δαναός 2, 21:15).

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Markéta Luskačová: «Πρωτίστως με ενδιαφέρει η συντροφικότητα των ανθρώπων»


75 χρονών σήμερα, η αειθαλής Markéta Luskačová είναι η σημαντικότερη εν ζωή εκπρόσωπος της τσεχικής φωτογραφίας τεκμηρίωσης. Με πολλή εγκαρδιότητα μάς ξεναγεί στον πολυδιάστατο φωτογραφικό -και όχι μόνο- κόσμο της.

Η αρχική ενασχόλησή σας με τη φωτογραφία σχετίζεται με την αποτύπωση θρησκευτικών παραδόσεων στη Σλοβακία που έχουν επιβιώσει, ιδίως στο χωριό Šumiac. Πότε την αντιληφθήκατε ως συνέχιση της διπλωματικής σας;

Το χρονολόγιο της πρώιμης δουλειάς μου από την Τσεχοσλοβακία ήταν διαφορετικό από αυτό που υπονοείς.

Ξεκίνησα να φωτογραφίζω προσκυνήματα στη Σλοβακία το 1964, ενώ ήμουν φοιτήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Το 1967, ο καθηγητής κοινωνιολογίας, που γνώριζε τις φωτογραφίες μου από τη Σλοβακία από τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια και τις εκτιμούσε πολύ, μου πρότεινε να γράψω ένα κείμενο για τις διασωθείσες θρησκευτικές παραδόσεις στη χώρα.

Αν περιλάμβανα φωτογραφίες από προσκυνήματα, θα μου επέτρεπαν να αποφοιτήσω.

Ήταν ξεκάθαρο πια ότι θα γινόμουν φωτογράφος κι όχι κοινωνιολόγος. Ενώ έγραφα τη διπλωματική μου, ήδη σπούδαζα φωτογραφία στη FAMU, κι ο καθηγητής μου ονειρευόταν ένα νέο γνωστικό αντικείμενο, την κοινωνιολογική φωτογραφία. 



Η σειρά Pilgrims δεν έγινε για να εικονογραφήσει τη διπλωματική μου, υφίστατο ανεξάρτητα, και χρησιμοποιήθηκε ως εικονογράφησή της. Και ναι, συνέχισα αυτή τη σειρά μετά την αποφοίτηση.

Περαιτέρω σύγχυση προέκυψε όταν το 1983 το Μουσείο Βικτόρια και Άλμπερτ εξέθεσε τη σειρά αυτή (1964-1971) μαζί με εκείνη από το ορεινό χωριό Šumiac (1967-1974) και εξέδωσαν τον κατάλογο με τον τίτλο Pilgrims.

Μόνο φέτος, όταν εκτέθηκε η πρώιμη δουλειά μου στην Tate Britain, κατέστησα σαφές πως επρόκειτο για δύο διαφορετικές δουλειές.

Είστε η πρωτοπόρος της τσεχικής φωτογραφίας τεκμηρίωσης. Πώς ερμηνεύετε τη σχετική απουσία γυναικών φωτογράφων στην πρώην Τσεχοσλοβακία; Αλληλεπιδρούσατε προσωπικά και καλλιτεχνικά με τους άντρες ομότεχνούς σας;

Όχι, δεν είμαι πρωτοπόρος στην τσεχική φωτογραφία τεκμηρίωσης, και οι γυναίκες δεν υπήρξαν απούσες.

H Dagmar Hochová, που ήταν μια γενιά μεγαλύτερη και πέθανε το 2012, ήταν πολύ διάσημη στη χώρα. Ο Josef Koudelka την κατονομάζει ως μία από τις τρεις γυναίκες στις οποίες έδειχνε και με τις οποίες συζητούσε τη δουλειά του.  



Τώρα υπάρχουν γυναίκες φωτογράφοι όπως η Dana Kyndrová, η Jolana Havelková, η Andrea Lhotáková.

Όσον αφορά στους άντρες φωτογράφους, υπήρξα φίλη με τον Josef Sudek, τον Josef Koudelka και τον Pavel Dias, λιγότερο γνωστό έξω από τη χώρα μας, καθώς και με άλλους.

Είχατε την ευκαιρία να καταγράψετε επίσης τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα. Θα πρέπει να υπήρξε ένα αρκετά επικίνδυνο και συναρπαστικό εγχείρημα ταυτόχρονα. Έτσι είναι;

Το να φωτογραφίσω την εισβολή στην Πράγα από το σοβιετικό στρατό και το στρατό του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1968 ήταν κατά κάποιο τρόπο επικίνδυνο. Πάντα είναι το να φωτογραφίζεις τον πόλεμο. Σε καμία περίπτωση συναρπαστικό, όμως.

Ήμουν ανείπωτα θλιμμένη και μπερδεμένη. Η εισβολή έβαλε ένα απότομο τέλος στο πολιτικό μας πρόγραμμα με τον τίτλο «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», τερματίζοντας βίαια την καλή περίοδο της Ιστορίας μας. 



Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’70 και του ’80 η δουλειά σας ήταν απαγορευμένη στην Τσεχοσλοβακία. Σας εξόργισε ή σας πίκρανε αυτό;

Δε με θύμωσε που δεν μπορούσα να εκδώσω τις φωτογραφίες μου εκεί. Μετά τη σοβιετική εισβολή πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να εκδώσουν τη δουλειά τους -οι καλύτεροι στη χώρα-, κι έτσι είχα καλή παρέα.

Ούτε μπορούσα να νιώθω πίκρα, καθώς συνέβαιναν πολύ χειρότερα πράγματα εκείνη την περίοδο.

Οι φωτογραφίες σας από τις αγορές του Λονδίνου συγκαταλέγονται στις πιο γνωστές και αγαπημένες σας. Ανακαλύψατε τυχαία αυτές τις αγορές;

Ήμουν νεοαφιχθείσα μετανάστρια από την κεντρική Ευρώπη. Ξεκίνησα να καταγράφω το χρονικό των υπαίθριων αγορών του Λονδίνου ενώ ψώνιζα εκεί.

Με συγκίνησε το ψυχικό σθένος, το πείσμα και το χιούμορ, ο αγώνας εμπόρων και πελατών εξίσου να επιβιώσουν στην πόλη, ενώ κι εγώ η ίδια προσπαθούσα να επιβιώσω. 



Χρονολογούμενη από το 1976-77, η σειρά σας για τους άστεγους στο Λονδίνο ανήκει στις πιο κοινωνικά ευαίσθητες και δυνατές ολόκληρου του έργου σας, κουβαλώντας ακόμα ακόμα μια επώδυνη επικαιρότητα. Συμφωνείτε;

Είναι να καλό που μου λες πως βρίσκεις τις φωτογραφίες μου από άστεγους ανθρώπους επώδυνα επίκαιρες. Νομίζω ότι είναι ακόμα ωμές. Ήθελα να μάθω πώς συνέβη να καταλήξουν γύρω από εκείνη τη φωτιά.

Στεκόμουν εκεί μαζί τους γύρω από τη φωτιά, ακούγοντας τις ιστορίες τους, με την κάμερά μου στο λαιμό, αλλά χωρίς να τραβάω φωτογραφίες για πολύ καιρό. Μια μέρα μου πρότειναν να τους τραβήξω. Δε βούτηξα αυτές τις φωτογραφίες, μου δόθηκαν.

Η πιο πρόσφατη δουλειά σας, To Remember - London Street Musicians 1975-1990, αυτοέκδοση του 2016, είναι ένα είδος φόρου τιμής στους πλανόδιους μουσικούς από το Λονδίνο. Τι σας προσελκύει στους μουσικούς του δρόμου;

Υποθέτω τα πρόσωπά τους, τόσο πολλά είναι γραμμένα σε αυτά. Και μια ορισμένη αντίφαση: συχνά ήταν κι οι ίδιοι πολύ μοναχικοί, αλλά η μουσική ελάττωνε τη μοναξιά των ανθρώπων στο δρόμο, τη δική μου μοναξιά.

Κι η μουσική τους- ακόμα και μια κακή μουσική είναι καλύτερη από καθόλου μουσική. 



Στιλιστικά, προτιμάτε να φωτογραφίζετε σε ασπρόμαυρο, παρόλο που -σε κάποιες περιπτώσεις- έχετε πειραματιστεί με το έγχρωμο. Πώς και δεν έχετε επεκτείνει τη χρήση του έγχρωμου στη δουλειά σας; Αισθάνεστε πιο σίγουρη με το ασπρόμαυρο;

Δεν είναι ζήτημα αυτοπεποίθησης ή έλλειψής της. Νομίζω ότι στα περισσότερα θέματά μου ταιριάζει το ασπρόμαυρο.

Για τα καρναβάλια το έγχρωμο είναι ταιριαστό, γι’ αυτό και τα φωτογραφίζω έτσι, αλλά -ειλικρινά- και σε ασπρόμαυρο.

Τι σας συναρπάζει στα καρναβάλια, παρεμπιπτόντως;

Πρωτίστως με ενδιαφέρει η συντροφικότητα των ανθρώπων, κάτι τόσο σπάνιο στις μέρες μας.

Στην Τσεχοσλοβακία τα καρναβάλια ήταν απαγορευμένα ή τα διέκοπταν κάθε φορά που οι καιροί ήταν κακοί στη χώρα: τον προηγούμενο αιώνα επί Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κι έπειτα όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Τσεχοσλοβακία το 1939.

Κατόπιν, τα σταμάτησαν οι κομμουνιστές όταν ανήλθαν στην εξουσία το 1948, θεωρώντας τα μέρος του χριστιανικού ημερολογίου. Οι χριστιανικοί εορτασμοί υφίσταντο καταπίεση στη διάρκεια της κυριαρχίας τους. 



Όταν η δημοκρατία επέστρεψε στη χώρα μετά το 1989, τα καρναβάλια ξανάρχισαν με αργούς ρυθμούς.

Ίσως ως επιβεβαίωση της εθνικής μας ταυτότητας, της κοινής κληρονομιάς, της παλιάς παράδοσης συντόμευσης των μακρών και δύσκολων χειμώνων, φέρνοντας λίγο κέφι σε μια δύσκολη εποχή του χρόνου.

Αποτελούν επίσης μια απλή χαρά, το ότι οι άνθρωποι μπορούν να γιορτάζουν μαζί χωρίς λογοκρισία.

Σε ποιο βαθμό έχει αλλάξει ανά τις δεκαετίες η φωτογραφία ως μέσο, ιδίως με τη σταδιακή είσοδο της ψηφιακής τεχνολογίας;

Όλος ο κόσμος φωτογραφίζει στις μέρες μας, δε με ανησυχεί αυτό! 



Πριν από μερικούς μήνες ολοκληρώθηκε μια πλήρης αναδρομική έκθεση στη δουλειά σας στην Tate Britain. Τη νιώσατε ως εορτασμό και σύνοψη μιας σταδιοδρομίας δεκαετιών στο πεδίο της φωτογραφίας;

Αισθάνθηκα πολύ ευτυχής όταν η Tate Britain μου έκανε αυτή την πρόταση. Είμαι 75 χρονών φέτος. Η έκθεση στην Tate και η θετική ανταπόκριση σε αυτή με έκανε να δουλεύω σε 24ωρη βάση.

Εντός του δεύτερου μισού του 2019 πρόκειται να κυκλοφορήσει το λεύκωμά μου με τις φωτογραφίες στην παραλία και η σχετική έκθεση συνεχίζεται στο Martin Parr Foundation μέχρι τις 5 Οκτωβρίου.

Ταυτόχρονα δουλεύω πάνω σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα για τις αγορές του East End, που ελπίζω να εκδοθεί το 2020.

Υπάρχουν ακόμα πολλά να κάνω!

Περισσότερες πληροφορίες για την Markéta Luskačová και τη δουλειά της μπορείτε να αναζητήσετε στο προσωπικό της site.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Pat Barker: «Το να γράφω για την Ιστορία πηγάζει από ένα βαθύ ενδιαφέρον για το σύγχρονο κόσμο»


Κουβεντιάζοντας με την βραβευμένη Βρετανίδα συγγραφέα Pat Barker με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά του μυθιστορήματός της Η σιωπή των κοριτσιών, μιας ριζοσπαστικής διασκευής της Ιλιάδας με γυναικεία ματιά.

Το βαθύ ενδιαφέρον σας για τη μικρο- και τη μακρο-Ιστορία έχει καταγραφεί ικανοποιητικά και εκδηλώνεται ειδικά στη θαυμάσια τριλογία σας με τίτλο Regeneration. Από πού πηγάζει;

Για μένα, το να γράφω για την Ιστορία αναπόφευκτα πηγάζει από ένα βαθύ ενδιαφέρον για το σύγχρονο κόσμο. Τα ερωτήματα που θέτουμε για το παρελθόν προέρχονται από την κατανόηση του κόσμου όπου εμείς ζούμε, κι έτσι αλλάζουν από γενιά σε γενιά.

Με ενδιαφέρει ο τρόπος που οι αναμνήσεις των ανθρώπων για γεγονότα τα οποία έχουν βιώσει σε νεαρή ηλικία αλλάζουν όχι μόνο μία φορά, αλλά πολλές, σε κατοπινές δεκαετίες.

Υπάρχει μια αίσθηση, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία καθορίζει τι επιτρέπεται να θυμάται το άτομο.

Στο μυθιστόρημα Another World υπάρχει ένας χαρακτήρας που ονομάζεται Τζόρντι, ο οποίος είχε πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Είναι 103 όταν ξεκινά το βιβλίο και στη διάρκεια της εξαιρετικά μακράς ζωής του οι αναμνήσεις του από τον καιρό στα χαρακώματα έχουν αλλάξει, ώστε να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις για εκείνο τον πόλεμο.

H σιωπή των κοριτσιών, η τολμηρή, συγκινητική και θυελλώδης διασκευή σας της Ιλιάδας, εμπλουτίζει την παράδοση των ιστορικών μυθιστορημάτων.

Μπορείτε να αναλύσετε τη διαδικασία ξαναδουλέματος και «επικαιροποίησης» του εν λόγω επικού κειμένου;

Βίωσα τη συγγραφή της Σιωπής των κοριτσιών ως μια απελευθερωτική εμπειρία, γιατί ήταν κάτι διαφορετικό από το να γράφω για την Ιστορία!

Γνώριζα καλά ότι υπάρχουν λίγα στοιχεία πως ο Τρωικός Πόλεμος αποτέλεσε ιστορικό γεγονός και κανένα στοιχείο ότι χαρακτήρες όπως ο Αγαμέμνονας κι ο Αχιλλέας υπήρξαν ποτέ.

Αυτό σήμαινε πως ήταν όχι μόνο δυνατό, αλλά και ουσιώδες, να εισαγάγω σκόπιμους αναχρονισμούς.

Για παράδειγμα, τα τραγούδια που οι στρατιώτες τραγουδούν για την Ελένη είναι αγγλικά τραγούδια ράγκμπι. Η Ιστορία είναι τότε, είναι το παρελθόν, ενώ ο μύθος είναι τώρα, είναι το παρόν.

Πιστεύω ότι αν ένας αρχαίος μύθος αποτελέσει αντικείμενο εκ νέου αφήγησης με δυνατό τρόπο, η σύνδεσή του με το σύγχρονο κόσμο καθίσταται προφανής στον αναγνώστη, χωρίς να χρειάζεται ο συγγραφέας να εισβάλει και να την επισημάνει.

Ως επί το πλείστον, επιλέγετε να γράφετε σε πρώτο πρόσωπο, από τη σκοπιά της ελάχιστα γνωστής Βρισηίδας.

Είναι το μυθιστόρημά σας ένας πικρός, αλλά και εμψυχωτικός φόρος τιμής στους ξεχασμένους και περιθωριοποιημένους από την «επίσημη» Ιστορία των νικητών;

Ναι, θα το έλεγα αυτό.

Στην Ιστορία, η οπτική γωνία των ηττημένων τείνει να χάνεται. Σε ακραίες περιπτώσεις, ακόμα κι η γλώσσα τους μπορεί να χαθεί.

Αυτό που είναι στ’ αλήθεια αξιοσημείωτο στην κουλτούρα της αρχαίας Ελλάδας είναι ότι είχε αφιερωθεί τόσο δράμα στην εκ νέου αφήγηση του μύθου του Τρωικού Πολέμου από την οπτική της ηττημένης πόλης και των κατοίκων της.

Μεγάλο μέρος του μεγαλείου της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας προέρχεται από αυτή την ενσυναίσθηση σε σχέση με το κουράγιο και τα βάσανα των ηττημένων.

Η Σιωπή των κοριτσιών είναι μια ισχυρή αντιπολεμική δήλωση. Ταυτόχρονα είναι ξεκάθαρο -τότε και τώρα- πως οι επεκτατικοί πόλεμοι κηρύσσονται από την πατριαρχία σε βάρος των καταπιεσμένων.

Είναι ανώφελο να αναμένουμε την υπέρβαση της πολεμοκάπηλης νοοτροπίας;

Δυστυχώς, πολλά από τα χειρότερα περιστατικά που περιγράφονται στην Ιλιάδα έχουν τα αντίστοιχά τους στο σύγχρονο κόσμο.

Ακόμα και ο βιασμός και το σκλάβωμα των αιχμαλωτισμένων γυναικών της Τροίας παραλληλίζεται με την αντιμετώπιση των γυναικών Γιαζίντι από τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους.

Δεν είναι, όμως, σωστό να είμαστε υπερβολικά απαισιόδοξοι σχετικά με την κατάσταση, γιατί τα εγκλήματα κατά πολιτών συνιστούν πλέον παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ίσως είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, αλλά τουλάχιστον υπάρχει.

Το ανεπιτήδευτο, συχνά ωμό συγγραφικό σας ύφος φτάνει μέχρι το μεδούλι. Δικαιώνει περισσότερο την οπτική γωνία και το θέμα που επιλέξατε, αντί για ένα πιο εκλεπτυσμένο και διακριτικό;

Εν μέρει είναι απλώς το στιλ μου!

Αποφεύγω, στην πραγματικότητα, να περιγράφω τους βιασμούς και παρόλο που υπάρχουν στιγμές ακραίας βίας στο πεδίο της μάχης, αυτές συνοδεύονται από τις αναμνήσεις των γυναικών για τα θύματα της βίας όταν ήταν μικρά παιδιά.

Με αυτό τον τρόπο η έμφαση μετατοπίζεται στην επανεπιβεβαίωση της αξίας της ζωής που έχει χαθεί. Σίγουρα δεν είναι εκλεπτυσμένο, αλλά είναι είναι πολύ πιο διακριτικό από όσο φαίνεται αρχικά.

Η σιωπή δεν αρμόζει στις γυναίκες- και σε κανένα άνθρωπο, θα πρόσθετα. Ζούμε, ωστόσο, ακόμα σε ένα πατριαρχικά δομημένο κόσμο. Πώς θα αξιολογούσατε τους ποικίλους αγώνες των γυναικών για χειραφέτηση σε «Δύση» και «Ανατολή»;

Είμαι αισιόδοξη, αν και όντως νιώθω ότι στη «Δύση» υπάρχει ο κίνδυνος οι άνθρωποι να παρεμποδίζονται από το να εκφράσουν την άποψή τους ελεύθερα εξαιτίας του φόβου να φανούν πολιτικά μη ορθοί.

Ίσως σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση οι άντρες αισθάνονται αυτή τη δυσφορία περισσότερο από τις γυναίκες.

Νομίζω πως είναι μεγάλο κρίμα, γιατί χρειαζόμαστε ειλικρινείς συζητήσεις μεταξύ αντρών και γυναικών, περισσότερο από ό,τι τις είχαμε ποτέ ανάγκη στο παρελθόν.

Ως άνθρωπο και συγγραφέα, τι σας εμπνέει και τι σας αποκαρδιώνει στη δυσοίωνη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της Βρετανίας; Για ποια θέματα θα γράφατε σήμερα με μεγαλύτερη προθυμία;

Δεν μπαίνω στον πειρασμό να γράψω για τη σύγχρονη βρετανική κοινωνικο-πολιτική σκηνή που πλέον έχει γίνει τόσο χαοτική, ώστε ίσως θα χρειαζόταν άλλη μια γενιά πριν κάνουμε μια αναδρομή και αρχίσουμε να την κατανοούμε.

Η ατμόσφαιρα δυσανεξίας και διαίρεσης είναι τοξική και κάνει πολλές σπουδαίες πολιτιστικές δραστηριότητες να αποπνέουν την αίσθηση τού «εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες αρμενίζουν».

Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι ιδίως οι νέοι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ανθεκτικοί και, ενώ μπορεί να μη μας ευχαριστούν γι’ αυτό το χάλι, θα καταφέρουν να το τακτοποιήσουν. Στο τέλος!

Photo credit (Pat Barker): Justine Stoddard.

Ευχαριστώ θερμά την ατζέντισσα της Pat Barker, Clare Alexander, καθώς και την βοηθό της, Anna Watkins, για την πολύτιμη συνδρομή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Pat Barker Η σιωπή των κοριτσιών κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αιώρα.