Βγαλμένοι από
τα «σπλάχνα» της ολλανδικής πανκ σκηνής, οι The Ex είναι
από τα πιο ιστορικά ευρωπαϊκά συγκροτήματα του είδους εδώ και σαράντα
πέντε χρόνια.
Εμπλουτίζοντας
τον ήχο τους με στοιχεία φρι τζαζ και παραδοσιακών μουσικών
από διάφορες χώρες, έρχονται στην Ελλάδα για τρεις συναυλίες
μεταξύ 31 Οκτωβρίου και 2 Νοεμβρίου. Συζητώντας με τον Andy Moor, εκ των κιθαριστών
του γκρουπ.
Τι σημαίνει να είσαι
μέλος ενός πανκ ή underground
γκρουπ στην Ολλανδία, την πιο λειτουργική -τουλάχιστον φαινομενικά- ευρωπαϊκή
χώρα με καπιταλιστικούς όρους, παρά τα όποια προβλήματα ή τις αντιφάσεις;
Πρώτα απ’ όλα, ξέρεις ότι
δεν είμαι Ολλανδός, έτσι;
Το ξέρω πως είσαι
Βρετανός, αλλά ζεις στην Ολλανδία για πολλά χρόνια.
Γι’ αυτό και, ως Άγγλος,
αυτήν τη στιγμή απολαμβάνω το απογευματινό μου τσάι με μπισκοτάκια. Είναι πολύ
σημαντικό για την άνεσή μου.
Για να είμαι ειλικρινής,
όμως, η ταμπέλα «πανκ» είναι κάτι από το παρελθόν.
Κατά τα άλλα, έχεις δίκιο.
H
Ολλανδία είναι μια από τις πιο επιτυχημένες καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη
επί του παρόντος, μαζί με τη Νορβηγία. Είναι μάλιστα σχεδόν αδύνατον πλέον να
ζεις στο Άμστερνταμ.
Όταν μετακόμισα εδώ,
τριάντα χρόνια πριν, υπήρχε μια ζωντανή πανκ και καταληψιακή σκηνή. Ξέρεις τι
είναι μια κατάληψη;
Προφανώς. Και οι The Ex, εξάλλου, όπως ίσως κι
εσύ προσωπικά, έχουν και έχεις ένα τέτοιο πολιτισμικό και πολιτικό υπόβαθρο.
Ζούσα στο Εδιμβούργο,
όπου οι καταλήψεις ήταν απαγορευμένες, κι έτσι δεν υπήρχαν στην πόλη όταν
μετακόμισα στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1990.
Το απόγειο των καταλήψεων
στη χώρα ήταν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Την επόμενη δεκαετία, οι
καταλήψεις είχαν μειωθεί πολύ ή είχαν νομιμοποιηθεί. Στις μέρες μας εξακολουθεί
να υπάρχει ένα μικρό δίκτυο καταλήψεων.
Το σπίτι όπου ζω στο
παρελθόν υπήρξε κατάληψη, η οποία τώρα έχει νομιμοποιηθεί. Αν δεν έμενα σ’ αυτό,
πιθανόν δε θα μπορούσα να μείνω οπουδήποτε αλλού στην πόλη.
Κι ο Terrie [Hessels], ο άλλος κιθαρίστας των
The Ex, ζει επίσης σε μια νομιμοποιημένη
κατάληψη.
Με το εισόδημα που
λαμβάνουμε από τη μουσική μας δε θα μπορούσαμε να ζούμε στο Άμστερνταμ, αν το
κόστος της στέγασης, του ενοικίου δεν ήταν τόσο απίστευτα φτηνό.
Θέλουμε να κρατήσουμε
τους δίσκους μας φτηνούς και την τιμή των εισιτηρίων για τις συναυλίες μας σε
χαμηλό επίπεδο, όχι να κάνουμε μια μεγάλη εμπορική επιχείρηση.
Το Άμστερνταμ έχει μετατραπεί
σε υπνωτήριο για εκπατρισμένα από την Αγγλία λόγω Brexit στελέχη
επιχειρήσεων. Μπορείς να περάσεις σπουδαία αν έχεις πολλά λεφτά.
Όπως και παντού.
Αλλά μπορείς να περάσεις
σπουδαία και χωρίς καθόλου λεφτά. Εξακολουθεί να υπάρχει ένα underground κύκλωμα
το οποίο είναι ζωντανό -αν και πιο περιορισμένο σε σχέση με το παρελθόν-, καθώς
και συναυλίες με φτηνότερο εισιτήριο.
Οπότε κάτι έχει απομείνει
- τουλάχιστον στο Άμστερνταμ.
Υπάρχουν πανκ συναυλιακοί
χώροι οι οποίοι είναι οργανωμένοι από τους μουσικούς ή από φαν της μουσικής.
Τι είδους κόσμος ή ποιο
είναι το ηλικιακό εύρος των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τη μουσικοί την
οποία οι The
Ex
και άλλα συγκροτήματα ή μεμονωμένα άτομα παίζουν; Είναι κυρίως νεανικό το
κοινό ή υπάρχουν και μεγαλύτεροι;
Είναι αρκετά ανάμικτο.
Υπάρχει ένα ανεξάρτητο
κλαμπ στην πόλη που λέγεται Occii,
το οποίο φιλοξενεί συναυλίες που διοργανώνονται από νέους ανθρώπους. Παλαιότερα
ασχολούνταν με DJ
σετ
ή techno μουσική,
τώρα έχουν στραφεί περισσότερο στο πανκ.
Άλλοι άνθρωποι, επίσης
νέοι, διοργανώνουν δρώμενα με αυτοσχεδιαστική μουσική. Μια τρίτη ομάδα
προγραμματίζει indie
rock και
κιθαριστικές καταστάσεις.
Οπότε, το ηλικιακό εύρος
των ενδιαφερόμενων για την underground
μουσική
στην Ολλανδία είναι αρκετά μεγάλο.
Όταν, όμως, ως The Ex παίζουμε
σε κάποιον χώρο στη Γαλλία -για παράδειγμα-, το κοινό μας συντίθεται από άνδρες
και γυναίκες, πολλοί είναι πιθανόν άνω των σαράντα, αλλά υπάρχουν και νέα
παιδιά.
Προσωπικά, διαβαίνω το
κατώφλι των πενήντα του χρόνου.
Εγώ είμαι εξήντα τριών
ετών, ο Terrie
εβδομήντα
ένα. Παρόλα αυτά, ακόμα έρχονται νεαρά άτομα είκοσι πέντε, τριάντα χρονών στις
συναυλίες μας, τα οποία δε μας έχουν ξαναδεί και ενθουσιάζονται.
Τις προάλλες είχαμε
παίξει στο Café
OTO στο
Λονδίνο. Το κοινό εκεί ήταν κυρίως άνδρες και μεσήλικοι. (Γέλιο).
Αν και ως συγκρότημα
ήσασταν μη ταξινομήσιμοι ακόμα ήδη από το πρώιμο στάδιο της ύπαρξής σας, στα
κατοπινά χρόνια αυτό το χαρακτηριστικό γίνεται ακόμα εντονότερο.
Συνδυάζετε πανκ ή σχεδόν
πανκ στοιχεία με μια πιο αυτοσχεδιαστική, κάποιες φορές φρι τζαζ - ακόμα και
φολκ διάσταση, διαρκώς εξελισσόμενοι και αποφεύγοντας τα κλισέ. Γι’ αυτό και
παραμένετε ζωντανή και επίκαιρη μπάντα.
Καθένας και καθεμιά από
εμάς ακούμε εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής. Τριάντα χρόνια χριν, ακούγαμε
παρόμοια μουσική, βασισμένη στην κιθάρα post-punk.
Προσωπικά, ακούω
νοτιοαφρικανικό techno,
βραζιλιάνικο φανκ, ρεμπέτικα.
Το διάβασα. Συναρπαστική
ανακάλυψη.
Ο Terrie ακούει
πολλή αιθιοπική μουσική, ο Arnold
[de Boer] αρμενική παραδοσιακή. Όταν
συναντιόμαστε για να συνθέσουμε τραγούδια κουβαλάμε όλα αυτά τα στοιχεία.
Όταν τα ανακατεύουμε,
προκύπτει ο μη προσδιορίσιμος ήχος τον οποίο αποκαλούμε «η μουσική των The Ex», ακριβώς επειδή προέρχεται από τόσα
πολλά διαφορετικά μέρη. Αν παίζαμε μόνο πανκ, θα είχαμε προ πολλού
αυτοπεριθωριοποιηθεί.
Έχουμε έναν ήχο που
βασίζεται στην κιθάρα, το μπάσο και τη φωνή ο οποίος δεν αλλάζει σημαντικά από
κυκλοφορία σε κυκλοφορία. Εμπεριέχει, ωστόσο, πολλά στοιχεία που ακόμα με
ενθουσιάζουν. Ξέρεις τους Chumbawamba;
Βεβαίως.
Η Alice, μια εκ των τραγουδιστριών τους,
ήρθε στη συναυλία μας τις προάλλες και μας είπε:
«Δεν πιστεύω πως μετά
από σαράντα έξι χρόνια συνεχίζετε, σαν το αγαπάτε αυτό που κάνετε. Έτσι το
απολαμβάνω κι εγώ. Είναι μια ζωντανή διαδικασία, όχι κάτι βαρετό και νοσταλγικό».
Σίγουρα δεν ακούγεστε σαν
νοσταλγοί - μουσικά, τουλάχιστον. Στιχουργικά, αντλείτε έμπνευση από τα ίδιες ή
παρόμοιες πηγές με εκείνες οι οποίες σας βασάνιζαν σε προηγούμενες περιόδους;
Το συγκρότημα είναι
εξαιρετικά πολιτικοποιημένο με αυτήν την έννοια.
Ο G.W. Sok ήταν
πολύ πιο κυριολεκτικός με τους στίχους που συνέθετε. Στις μέρες μας τους
στίχους τους γράφει ο Arnold.
Αν και η αφετηρία του
εξαρχής ήταν πιο αφηρημένη, με την πάροδο του χρόνου έχουν γίνει ακόμα πιο
αφηρημένοι, μολονότι κάποια από τα τραγούδια είναι αρκετά ξεκάθαρα. Έχει ένα
πολύ ευρύ λεξιλόγιο.
Είμαστε πολύ ανήσυχοι με
όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο και το ακούς στους στίχους μας.
Όχι μόνο στους στίχους,
αλλά και στη διάθεση, την ένταση που διαπερνά και τη μουσική.
Για μένα, ο ήχος μας
είναι αρκετά βαρύς. Ταυτόχρονα, όμως, έχει και μια ελαφρότητα και κάνει τους
ανθρώπους να θέλουν χορεύουν.
Οπότε, όταν παίζουμε
ζωντανά, ο ήχος μας είναι αταίριαστος, παράφωνος, σχεδόν ενοχλητικός και συνάμα
διαπερνάται από ενέργεια, ενώ οι μελωδίες της Kat [Bornefeld] κάνουν τους ανθρώπους
να θέλουν να χορέψουν όσο και να σκεφτούν.
Δύσκολη ισορροπία το να
φτιάχνεις μουσική που μπορείς να την χορέψεις ή να είναι αισιόδοξη και
ταυτόχρονα να σε ενθαρρύνει να σκεφτείς.
Δύσκολη, αλλά έτσι
είμαστε ως άνθρωποι: ανησυχούμε, είμαστε θυμωμένοι, αλλά θέλουμε και να
χορέψουμε και να περάσουμε καλά.
Στις συναυλίες
γιορτάζουμε τη μουσική μας. Στο τρέχον σετ μας, μάλιστα, παίζουμε ένα τραγούδι
που θυμίζει ρεμπέτικο, χωρίς να θέλουμε να ακουστούμε σαν Μάρκος Βαμβακάρης.
Δε θα το καταφέρνατε, σε
κάθε περίπτωση, και θα ήταν ανούσιο. Μιας, λοιπόν, και έχεις ήδη αναφέρει την
προτίμησή σου στα ρεμπέτικα, πώς τα ανακάλυψες;
Όταν ζούσα στη Σκωτία,
προβαλλόταν μια εβδομαδιαία σειρά ντοκιμαντέρ στο Channel 4 αφιερωμένη στη μουσική
πολλών διαφορετικών χωρών. Ένα από αυτά το ντοκιμαντέρ αφορούσε στο ρεμπέτικα.
Όταν τα άκουσα, τα λάτρεψα.
Συμπτωματικά, την ίδια
περίοδο αλληλογραφούσαμε με ένα άτομο ελληνικής καταγωγής το οποίο είχε
προσφερθεί να μας στείλει έναν δίσκο ελληνικού πανκ.
«Δε θέλω πανκ δίσκο,
έχεις καθόλου ρεμπέτικα;» είχα ρωτήσει. Μας έστειλε, λοιπόν, μια κασέτα με
επιλογή ορισμένων από τα καλύτερα ρεμπέτικα που έχω ποτέ ακούσει, από τη
δεκαετία του 1930
Ήταν η καλύτερη ανταλλαγή:
του προσφέραμε τη μουσική μας, μάς πρόσφερε ρεμπέτικα.
Αφιέρωσα τα τριάντα
επόμενα χρόνια εξερευνώντας και ακούγοντας ρεμπέτικα. Επισκέφτηκα, μάλιστα, την
Ελλάδα μερικές φορές σε αναζήτηση δίσκων με ρεμπέτικα.
Παίζω επίσης ρεμπέτικα με
έναν Ελληνοκύπριο συνθέτη, τον Γιάννη Κυριακίδη. Είχαμε δώσει συναυλίες σε
Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Εκτός απροόπτου θα
παρακολουθήσω το λάιβ σας στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου. Ποιες
είναι οι εντυπώσεις σου από την πόλη;
Πρωτοπήγα την περίοδο της
οικονομικής κρίσης. Ο κόσμος ήταν έξω, έπινε, έτρωγε και έμοιαζε πολύ χαλαρός.
Μη σε παραπλανά η εικόνα,
δεν ήταν και δεν είναι αντιπροσωπευτική της ευρύτερης συνθήκης. Για την Αθήνα,
τι λες;
Την τελευταία φορά που
βρεθήκαμε στην πόλη ως The
Ex υπήρχαν
παντού δακρυγόνα. Μια άλλη φορά γινόταν διαδήλωση. Επικρατούσαν πολλή
αναταραχή, πολύς θυμός.
Έχω κάποιους φίλους στην
Αθήνα. Η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη είναι φίλη μου. Την τελευταία φορά κατά την οποία
βρισκόμουν στην πόλη είχα κάνει παρέα με άτομα από τη σύγχρονη κινηματογραφική
σκηνή της Ελλάδας.
Έψαχνα επίσης να βρω
μαγαζιά που παίζουν ρεμπέτικα. Ως είδος συνδυάζουν μελαγχολία και χαρά, αυτό το
οποίο προσπαθούμε να κάνουμε και ως The Ex.
Ευχαριστώ θερμά
τον Andy
Moor
για
τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγκροτήματος.
Οι The Ex εμφανίζονται
ζωντανά στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή
31 Οκτωβρίου στο Eightball
Club
(Πίνδου 1, Λαδάδικα), στη Λάρισα το Σάββατο
1 Νοεμβρίου στο Skyland
(Φαρσάλων 24) και στην Αθήνα την Κυριακή
2 Νοεμβρίου στο Gazarte-
Ground
Stage
(Βουτάδων 32-34, Γκάζι).

%20(2).jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου