![]() |
Tigran Hamasyan (Φωτογραφία: Vahan Stepanyan) |
Ξεχωριστός πιανίστας
και συνθέτης, ο αρμενικής καταγωγής Tigran Hamasyan συγκεράζει
στη δουλειά του την τζαζ, το progressive rock και
την αρμενική λαϊκή παράδοση με τρόπο εξαιρετικά προσωπικό.
Ενόψει της συναυλιών του σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα στις 7 και 9 Ιουλίου, αντίστοιχα, συνομιλούμε μαζί του.
Όταν ήσουν παιδί,
ονειρευόσουν να γίνεις κιθαρίστας της thrash metal. Τι σε έστρεψε στην
τζαζ, και ιδιαίτερα στο πιάνο; Πιστεύεις ότι μπορεί να έχεις διοχετεύσει μέρος
του πάθους σου για τη metal
μουσική στις τζαζ συνθέσεις σου;
Μεγάλωσα με ροκ και τζαζ
ταυτόχρονα.
Όταν ήμουν τεσσάρων-πέντε
χρονών, ο πατέρας μου έπαιζε όλες τις κλασικές ροκ ηχογραφήσεις όπως τους Black Sabbath, Led Zeppelin κ.λπ. στο σπίτι, ενώ ο
θείος μου με έβαζε να ακούω Herbie
Hancock
και Miles
Davis.
Υποθέτω πως αυτές οι εμπειρίες
της παιδικής μου ηλικίας επηρέασαν τις μουσικές μου επιλογές.
Θα πρέπει να αναφέρω ότι
μου άρεσε πολύ να αυτοσχεδιάζω. Ακόμα και με riff που ακούγονταν περισσότερο
ροκ/μπλουζ, μου άρεσε να αυτοσχεδιάζω ελεύθερα.
Σε κάθε περίπτωση, ξεκίνησες
να σπουδάζεις τζαζ στα εννέα σου χρόνια. Ήταν δύσκολο για εσένα ή βίωνες και
στιγμές ανάτασης;
Είχα έναν εξαιρετικό
δάσκαλο, το όνομα του οποίου είναι Vahagn Hayrapetyan, που είχε μόλις επιστρέψει στην Αρμενία μετά
από σπουδή με τον Barry
Harris
και δίδασκε σε εκείνο το σχολείο στην Αρμενία.
Ο θείος μου μίλησε σε
εμένα και στον Vahagn
και αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα το οποίο θα μπορούσε να μου συμβεί.
Μαθαίναμε πολύ από το
ρεπερτόριο της bebop
μόνο με το αυτί και να αυτοσχεδιάζουμε μέσα σε ένα σύνολο αρμονικών κανόνων και
μελωδικών δομών.
Πέρασα πολύ χρόνο
μεταγράφοντας έργα των Thelonious
Monk,
Bud Powell, Barry Harris, Elmo Hope... κ.λπ.
Μπήκα αρκετά βαθιά μέσα
σε αυτό και κατέληξα να γράψω πολλές περίπλοκες συνθέσεις εμπνευσμένες από τους
Elmo Hope/Theloniοus Monk/Benny Golson όταν ήμουν μεταξύ έντεκα και
δεκατριών χρονών.
Ο θείος μου με πήγαινε
στις συναυλίες του Vahagn
σε κλαμπ και εκείνος με καλούσε στη σκηνή για να καθίσω με το συγκρότημα.
Πού και πού τον
αναπλήρωνα σε κάποιες συναυλίες, και αυτό ήταν σαν ένα όνειρο το οποίο γινόταν
πραγματικότητα για μένα.
Παράλληλα με τη σκληρή
δουλειά/εξάσκηση, το ταλέντο σου άκμασε γρήγορα και κυκλοφόρησες το πρώτο σου
άλμπουμ, World
Passion,
πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Γιατί του έδωσες αυτόν τον τίτλο;
Δεν είμαι σίγουρος. Τότε
ήμουν δεκαεπτά ετών, μόλις είχα μετακομίσει στο Λος Άντζελες, ένιωθα ότι όλος ο
κόσμος ήταν εκεί και είχα πάθος για πολλές διαφορετικές κουλτούρες.
Από την αρχή του ταξιδιού
σου ενσωμάτωσες στοιχεία της αρμένικης λαϊκής μουσικής στις συνθέσεις σου.
Σταδιακά, πρόσθεσες και prog
rock
«πινελιές».
Ο μουσικός εκλεκτικισμός
είναι μια αυθόρμητη ή μια συνειδητή επιλογή εκ μέρους σου;
Έχω συνηθίσει να ακούω
πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, αλλά μόνο πολύ συγκεκριμένα
συγκροτήματα/καλλιτέχνες. Μου αρέσει πολύ το 0,2% πολλών από τα διαφορετικά
είδη που ακούω, όπως ηλεκτρονική μουσική, ποπ, μέταλ, ροκ.
Υποθέτω ότι με ελκύουν οι
πιο περίπλοκες πτυχές όλων αυτών των ειδών.
Για παράδειγμα, αν ακούσω
ένα ροκ συγκρότημα ή έναν ποπ καλλιτέχνη ο οποίος έχει κάποιο περίπλοκο
αρμονικό/ρυθμικό/μελωδικό περιεχόμενο, μπορεί να με προσελκύσει.
Είναι συνειδητές και
αυθόρμητες αυτές οι επιρροές. Πραγματικά, όλα έχουν να κάνουν με τη σύνθεση και
το φορμά για το οποίο γράφω τη μουσική. Μου αρέσει να ορίζω τα πράγματα, αλλά
μόνο για να ξεφύγω από τα όρια που έχω ορίσει.
Το Fable είναι το αγαπημένο μου
άλμπουμ σου: σίγουρα βασισμένο στη φολκ, αλλά χωρίς να εισέρχεται σε prog rock περιοχές,
συγκινητικό, εστιασμένο και σφιχτό. Υπάρχουν μερικές πραγματικά ξεχωριστές συνθέσεις, το Longing
και το Illusion.
Τι λαχταράς κυρίως, ως
καλλιτέχνης και ως άνθρωπος; Έχεις -ή είχες- κάποια ψευδαίσθηση/κάποιες ψευδαισθήσεις;
Και αν ναι, τι τους
συμβαίνει/συνέβη;
Έγραψα το Longing όταν ζούσα στο Παρίσι,
μακριά από το πραγματικό μου σπίτι. Η νοσταλγία ήταν για την Αρμενία, αλλά
ταυτόχρονα είναι αυτή η ανάμνηση του σπιτιού και της Αρμενίας που έχω στο μυαλό
μου.
To Illusion έχει να κάνει
τουλάχιστον με το να θυμάσαι ότι τελικά αυτή η υλική ζωή θα εξασθενίσει και ότι
δε θέλεις να απελευθερωθείς από τις ψευδαισθήσεις οι οποίες σε υποδουλώνουν σε
αυτόν τον κόσμο.
Το τελευταίο σου, και
ίσως το πιο φιλόδοξο/επικό κόνσεπτ άλμπουμ/διαμεσικό πρότζεκτ, με τίτλο The Bird of a Thousand Voices, είναι εμπνευσμένο από
το ομώνυμο αρμενικό λαϊκό παραμύθι.
Ποια είναι η πιο
ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της ιστορίας για εσένα;
Αυτή η ιστορία είναι ένας
πνευματικός οδηγός. Μας υπενθυμίζει να μη φοβόμαστε να ακολουθήσουμε ένα
δύσκολο μονοπάτι και να βρούμε τις δυνατότητές μας και το νόημά μας σε αυτήν τη
ζωή.
Είναι ένα ταξίδι προς τον
εσωτερικό κόσμο, όπου ξεπερνάμε ένα τραύμα και ένα μεγάλο εμπόδιο.
Το πιο όμορφο μέρος είναι
αφού ο ήρωας βρίσκει και φέρνει αυτό το πουλί από τον παράδεισο πίσω στο
βασίλειο του πατέρα του, ο κήπος ανθίζει ξανά και οι καρδιές των ανθρώπων
αλλάζουν με το τραγούδι αυτού του μαγικού πουλιού.
Ωστόσο, μόνο όποιος κάνει
το ταξίδι και φέρνει το πουλί μπορεί να το κάνει να τραγουδήσει. Για μένα αυτό είναι πολύ βαθυστόχαστο και επίσης
ποιητικό.
«Το μυστικιστικό πουλί
με τις χίλιες φωνές είναι μια όμορφη μεταφορά για την εποχή μας: ένας κόσμος ο
οποίος αναζητά σύνδεση και αρμονία, αντιμέτωπος με οικολογικές, ψυχολογικές και
πνευματικές κρίσεις», γράφεις.
Μήπως αυτό το «πουλί»
αποτελεί και μια μεταφορά για τη φθίνουσα δύναμη του ανθρωπισμού;
Η ανθρώπινη φύση σήμερα είναι
ίδια με την ανθρώπινη φύση πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια.
Αυτή η ιστορία και όλες
οι αρχαίες ιστορίες έφτασαν στην εποχή μας μέσα από χιλιετίες προφορικής
παράδοσης
Ήταν εκεί για να μας
καθοδηγήσουν και να μας υπενθυμίσουν να αγαπάμε, να είμαστε ταπεινοί, να
σκεπτόμαστε και να βοηθάμε τους άλλους, να θυσιάζουμε τον εαυτό μας και τις
ανάγκες μας για τους άλλους, να μην προσκολλώμαστε ποτέ σε γήινα αγαθά...
Αλλά, για να φτάσουμε σε
αυτή την κατάσταση ύπαρξης, πρέπει να περάσουμε από ένα ταξίδι και το ταξίδι
δεν είναι εύκολο, καθώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους δαίμονές μας... και το
ταξίδι συνεχίζεται διαρκώς!
Αν καθένας από εμάς είναι
αρκετά γενναίος για να κάνει αυτό το ταξίδι, τότε ο κόσμος μπορεί να γίνει ένα
καλύτερο μέρος. Το The
Bird
of
a
Thousand
Voices
είναι
η ενσάρκωση της θεϊκής ουσίας.
Πρέπει να είμαστε σε
εγρήγορση ώστε να μη χάσουμε το κάλεσμά του.
Έχεις ζήσει τόσο στην
Αρμενία, όπου διαμένεις τώρα, όσο και στις Η.Π.Α.
Με βάση την εμπειρία σου
ως καλλιτέχνης -και όχι, ας πούμε, ως οικονομικός μετανάστης ή πολιτικός
πρόσφυγας-, ποια είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής και
πολιτικής πραγματικότητας στην Αρμενία και τις Η.Π.Α;
Συγγνώμη, αλλά θα
παραλείψω αυτήν την ερώτηση.
Λίγο πριν τα 38α γενέθλιά
σου, την Τετάρτη
9 Ιουλίου «προσγειώνεσαι» στο Θέατρο Δόρα Στράτου στην Αθήνα για μια πολύ
ξεχωριστή συναυλία. Πώς
σε κάνει να νιώθεις αυτή η προοπτική;
Ανυπομονώ να παίξω στην Αθήνα σε αυτό το απίστευτο
θέατρο.
Ευχαριστώ θερμά τον
Tom
Korkidis,
μάνατζερ του Tigran
Hamasyan,
για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης
με τον καλλιτέχνη.
O Tigran Hamasyan εμφανίζεται
ζωντανά την Τετάρτη
9 Ιουλίου (21:30) στο Θέατρο Δόρας Στράτου στο πλαίσιο
των εκλεκτών -και εκλεκτικών- Φ hill Sessions.
Δύο μέρες νωρίτερα, τη Δευτέρα 7 Ιουλίου, εμφανίζεται και στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου