Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Δημήτρης Πουλικάκος: «Στην ζωή μόνο ο έρωτας και ο θάνατος έχουν σημασία»

 


Ζωντανή ενσάρκωση της Ιστορίας του (ελληνόφωνου) ροκ, ο αειθαλής Δημήτρης Πουλικάκος τραγουδά, παρέα με τους «Γεια σου Τάκη» και τους PANX ROMANA, τα Μπλουζ της Ψωροκώσταινας το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου.

Συναντώντας τον λίγες εβδομάδες πριν την συναυλία.

Τι είναι η μουσική για σένα;

Η μουσική είναι η μόνη συμπαντική γλώσσα, απ’ όσο ξέρω. Όπως είναι και οι αριθμοί. Μόνο που με τους αριθμούς δεν μπορείς να χορέψεις.

Όταν μπήκες στον κόσμο της, την έβλεπες και τότε ως κάτι ολιστικό;

Ναι, χωρίς ωστόσο να ξέρω το πώς και το γιατί. Η μουσική είναι μεγάλη παρηγοριά, και πανταχού παρούσα. Στις καλές και στις κακές στιγμές του κάθε ανθρώπου.

Και δεν είναι άσχετη από τα κοινωνικά δρώμενα. Ακόμα και οι στρατοί χρησιμοποιούν τα κρουστά για να τονώσουν το ηθικό των στρατιωτών.

Είσαι «παιδί» της Κατοχής. Σε καθόρισε αυτό;

Γεννήθηκα μέσα στην Κατοχή, επομένως έχω από πολύ νωρίς ζήσει την μαλακία που μας δέρνει ακόμα. Ο άνθρωπος είναι μαλάκας από αρχαιοτάτων χρόνων. Απλώς σήμερα είμαστε πιο πολλοί. Το θέμα είναι να μην είσαι πολύ μαλάκας.

Να στο θέσω διαφορετικά. Η πολλή σοβαροφάνεια σκοτώνει την σοβαρότητα. Όπως και η πολλή μαλακία.

Παλαιότερα ήταν περισσότερες οι διαφυγές ή λιγότερο αισθητή η γενικευμένη μαλακία;

Ήταν λιγότερο αισθητή. Ή, αν θες, ήταν πιο αθώο το περιβάλλον. Τώρα, όλοι είναι ψυλλιασμένοι για όλα. Ως εκ τούτου, είναι όλοι εναντίον όλων. Γάμησέ τα, δηλαδή. Συλλογικά, δεν υπάρχει σωτηρία. Ίσως ατομικά ή για μικρές κοινότητες.

Εκτός από την ενασχόλησή σου με την μουσική, διάβαζες κιόλας στα πρώτα σου βήματα;

Βέβαια. Λογοτεχνία, αλλά και κόμικς. Η περιέργεια, άλλωστε, σε ορίζει ως άνθρωπο και σε οδηγεί στο διάβασμα. Φτάνει να μην περιπλέκουμε υπερβολικά τα πράγματα με ψυχοθεραπευτές, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους.

Απλώς να τα ζούμε, να τα επικοινωνούμε και να τα μοιραζόμαστε.

Θέλει, όμως, προσοχή με ποιους τα μοιραζόμαστε.

Άκουγα τις προάλλες το Μεταφοραί-Εκδρομαί Ο Μήτσος. Με εντυπωσιάζει το πόσο φρέσκο εξακολουθεί να ηχεί, συνθετικά και στιχουργικά. Έχει την ηλικία μου, αλλά μοιάζει «εφηβάκι».

Σαν να είναι γραμμένο τώρα.

«Είμαστε αλέγρα απαισιόδοξοι», λέω καμιά φορά στα λάιβ που παίζουμε. Επειδή ξέρεις την ατομική ή την συλλογική μοίρα, δε σημαίνει ότι δε θα ζήσεις με τους ανθρώπους που αγαπάς και με το χαμόγελο στα χείλη. Όσο άσχημα κι αν περνάς.

Βέβαια, υπάρχει κόσμος που υποφέρει. Θα υποφέρει, όμως, λιγότερο αν ακούει γύρω του μόνο κλάψα και παράπονο; Δε μ’ αρέσει το παράπονο. Η γκρίνια είναι κάτι υγιές, το παράπονο με θλίβει. Δε μου προσφέρει αισιοδοξία.

Πάντως, η ακρόαση του συγκεκριμένου δίσκου μου πρόσφερε αισιοδοξία και ευδιαθεσία.

Άρα κάνει την δουλειά του.

Την κάνει ακόμα, όπως την έκανε και τότε, και υπό δύσκολες συνθήκες παραγωγής.

Πριν από μερικές δεκαετίες έπρεπε να διαθέτεις εκατομμύρια για να έχεις ένα στούντιο. Σήμερα, από τεχνικής άποψης είναι εύκολα.

Το θέμα είναι να κάνεις τον άλλο να σκεφτεί ορισμένα πράγματα, χωρίς όμως να βυθιστεί σε τραγικές σκέψεις.

Τα πράγματα είναι απλά. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι και δύσκολα. Άλλο το απλά, άλλο το απλοϊκά. Δυστυχώς, τα απλοϊκά prevail, όπως λέμε και στο χωριό μου.

Ο μακαρίτης ο Πάνος Κουτρουμπούσης, γείτονάς μου κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του στα Εξάρχεια, συνέβαλε καθοριστικά στο artwork του εξωφύλλου και του οπισθοφύλλου του Μεταφοραί. Τον ήξερες από παλιά, έτσι;

Από το 1959-60. Ήταν μέλος μιας παρέας που σύχναζε στο Βυζάντιο, στην κάτω πλευρά της πλατείας Κολωνακίου, η οποία ήταν ένα είδος ουδετέρας ζώνης.

Στο ίδιο πεζοδρόμιο έβλεπες να κάθεται σ’ ένα τραπέζι ένας υπουργός με την παρέα του, στο διπλανό ένας νταβατζής με τους μπράβους του και απέναντι ο Πάνος Κόκκας, ο εκδότης της εφημερίδας Ελευθερία, με τον Χατζιδάκι να πίνουν ναργιλέ.

Τι άνθρωπος ήταν, λοιπόν, ο Κουτρουμπούσης; Μου φαινόταν κάπως δύστροπος.

Είχε τις δυστροπίες του, αλλά ήταν πολύ σπουδαίο παιδί, ιδιαίτερο και πολυτάλαντο, τόσο στα γραπτά του όσο και ως κινηματογραφιστής και ηθοποιός στα ταινιάκια που γυρίζαμε πριν την έλευση της τεχνολογικής ανάπτυξης.

Το ηθοποιιλίκι είναι επίσης μεγάλο κoμμάτι των δημιουργικών δραστηριοτήτων σου, και σ’ έχει καταστήσει αναγνωρίσιμο από ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Οι Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας είναι βασική μου αναφορά.

Επειδή είστε διανοούμενοι, γι’ αυτό! (Γέλιο).

Η ευχαρίστηση που αντλούσες από την συμμετοχή σε ταινίες ήταν παρόμοια με εκείνη την οποία βίωνες ως μουσικός/τραγουδιστής;

Η μουσική είναι μουσική. Την παίζεις με μια παρέα, και βασικά παίζεις αυτό που θέλεις. Το σινεμά είναι κατά παραγγελία και μπορείς να το επαναλάβεις. Το θέατρο είναι λάιβ, μια κι έξω.

Οι ρόλοι που κατά καιρούς έχεις υποδυθεί σε ενέπνεαν, τελικά;

Έτσι φαίνεται. Απλά είναι τα πράγματα κι εκεί.

Δεν είχες προηγούμενη υποκριτική εκπαίδευση.

Εκπαιδεύω τον εαυτό μου από μόνος μου. Και φαίνεται πως έφτανε.

Δεν αποτελεί αυτό έναν ορισμό του ταλέντου; Ή θεωρείς ότι απαιτείται και προσωπική δουλειά και εξάσκηση;

Δεν πιστεύω σε διαγωνισμούς. Εν δυνάμει καλλιτέχνες είναι όλοι οι άνθρωποι. Απλώς νιώθουν ανασφάλειες. Πόσα παιδάκια έχουν σχεδιάσει μια βαρκούλα ή ένα αλογάκι;

Τα περισσότερα. Αλλά πόσα συνέχισαν;

Εκεί παίζει ρόλο κι η οικογένεια, η οποία θα σε προτρέψει να βρεις μια σταθερή δουλειά. Να γίνεις δημόσιος υπάλληλος, ας πούμε. Κακά τα ψέματα, το δημοσιοϋπαλληλίκι είναι βαθιά εντυπωμένο στο DNA του Έλληνα.

Οι γονείς σου δεν ανησυχούσαν μήπως έμενες στην ψάθα εξαιτίας των επιλογών σου στην ζωή;

Ο πατέρας μου εκνευριζόταν όταν, καμιά φορά, τον ρωτούσαν στην γειτονιά: «Τον Δημήτρη, τι τον έχετε;» «Σπουδάσαμε τόσα χρόνια, γιατροί και οι δύο, και με ρωτάνε τι τον έχω αυτόν», έλεγε στην μητέρα μου.

Από την άλλη, του ψιλοάρεσαν οι επιλογές μου. Αλλά δεν το έδειχνε εύκολα - ή τουλάχιστον σε μένα. Δεν πειράζει, όμως, έχω μάθει πολλά πράγματα από αυτόν.

Αισθάνονταν, ωστόσο, και οι δύο γονείς σου μια κάποια υπερηφάνια, καθώς περνούσαν τα χρόνια;

Από μέσα τους.

Μόνο μια φορά, βγαίνοντας από την προβολή της Δονούσας της Αγγελικής Αντωνίου, όπου είχα πάρει το Βραβείο Β’ Ανδρικού Ρόλου, μου λέει ο πατέρας μου: «Καλή αυτή η σκηνοθέτις». Πεισματάρης. Μανιάτης. Κωλοφάρα. Κι εγώ Μανιάτης είμαι.

Υπάρχει ακόμα κάποιο σπίτι στην Μάνη;

Σε ερειπιώδη κατάσταση. Ίσως το έχει ψιλοφτιάξει ένας ξάδερφος. Δεν έχω ζήσει στην Μάνη, όμως. Ο πατέρας μου ήταν ο τελευταίος που μεγάλωσε κάπως στην περιοχή μέχρι να φύγει λόγω σπουδών.

Το ευρύτερο «χωριό» σου, ωστόσο, εντοπίζεται στο «τρίγωνο» Αναφιώτικα-Κολωνάκι-Εξάρχεια.

Γεννήθηκα επί της Πατησίων, μεγάλωσα μέχρι τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κάτω από την πλατεία Αμερικής και κατόπιν μετακομίσαμε στο Κολωνάκι. Από εκεί, λόγω παρεών, το «τρίγωνο» άνοιξε πιάνοντας από Πλάκα μέχρι Εξάρχεια.

Όλοι αυτοί οι τόποι και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει τόσο ώστε να μην είναι πλέον αναγνωρίσιμοι;

Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, αλλάζει όμως η όψη τους. Παλιά τατού είχαν μόνο οι ναυτικοί και οι πρώην φυλακόβιοι. Τώρα έχουν τα μοντέλα κι οι διάφοροι παπάρες των πρωινάδικων. Τι να πεις;

Eκτός από την πολιτική ορθότητα με την οποία δεν έχεις καλές σχέσεις, με ποιους άλλους «βραχνάδες» είσαι αντιμέτωπος;

Και τι δεν είναι «βραχνάς» αυτήν την στιγμή; Ζούμε σε καιρούς εξαπάτησης.

Οι θεσμικοί φορείς γιόρτασαν και μισό αιώνα «Μεταπολίτευσης» πρόσφατα. Τι ακριβώς γιόρτασαν;

Την μαλακία που μας δέρνει.

Ευτυχώς, η πολιτική γίνεται, κατά την γνώμη μου, κυρίως με άλλους...

Κανόνες;

Και τρόπους.

Όλα είναι πολιτική. Μολις βγαίνεις από το σπίτι σου, κάνεις πολιτική χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι.

Το ζητούμενο είναι αν και πώς μπορεί να συλλογικοποιηθεί η πολιτική διαδικασία.

Χρειάζεται να υπάρχει ωριμότητα, η οποία δεν υπάρχει. Είμαστε -φευ, οι περισσότεροι- ανώριμοι, όχι ανώνυμοι.

Μπορεί να κατακτηθεί η ωριμότητα;

Λες να έχει κατακτηθεί μετά από τόσους αιώνες και τόσες επαναστάσεις; Αυτήν την στιγμή πάμε από το κακό στο χειρότερο, από πάσης απόψεως.

Νομίζουμε ότι η ψηφιοποίηση κάνει καλό. Μ’ έναν άνθρωπο βρίσκεις άκρη, μ’ ένα μηχάνημα δε βρίσκεις. Το χακάρισμα, άλλωστε, είναι εύκολο. Και η παρανομία βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από την επιβολή του νόμου.

Ευτυχώς, υπάρχει η μουσική ως προσωπικό και συλλογικό βίωμα και εμπειρία.

Ευτυχώς που όχι μόνο υπάρχει η μουσική, αλλά υπάρχουν και οι μουσικοί που την παίζουν.

«Γιατί στον θάνατο μαθές κανείς δε βάζει βέτο», τραγουδάς κάπου. Δικός σου ο -σπουδαίος- στίχος;

Δικός μου.

Βαρύ θέμα το όποιο «μετά». Eίτε περιγράφεται ως «ανυπαρξία», ή -για τους θρησκευόμενους- ως κάποιος «παράδεισος».

Αυτό που αποκαλείται «Νιρβάνα» είναι πιθανότατα η ανυπαρξία.

Πώς ξεπερνιέται ο φόβος του «σκοταδιού»;

Εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του καθενός αν και πόσο θα φοβάται. Κακά τα ψέματα, στην ζωή μόνο ο έρωτας και ο θάνατος έχουν σημασία.

Γιατί να δώσεις περισσότερη σημασία στον θάνατο; Θα σου τύχει. Το πώς θα πεθάνεις έχει σημασία. Αν θα ταλαιπωρηθείς ή όχι. Γιατί να φοβάσαι τον θάνατο; Την αρρώστια να φοβάσαι.

«Μη γίνεις γιατρός», με συμβούλευαν οι γονείς μου. «Γλιτώνει ο άρρωστος; Ο Θεός τον γλίτωσε. Δε γλιτώνει; Τον “έφαγε” ο γιατρός», θα σου πουν. Γάμησέ τα!

Την αγάπη -σε όλες της τις εκφράσεις και εκφάνσεις- την έχεις απολαύσει, χορτάσει στην ζωή σου;

Ναι. Υπάρχει αγάπη γύρω μου: και στις παρέες, στους φίλους μου, και με τις κυρίες με τις οποίες έχω συναναστραφεί.

Απωθημένα έχεις;

Απλώς πριν «φύγω» να έχω τελειώσει κάποιες δουλίτσες. Κάποια τραγουδάκια μου να τα αφήσω κανονικά, φτιαγμένα. Αυτό!

Ευχαριστώ θερμά την Εύα Κολόμβου για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Ο Δημήτρης Πουλικάκος και οι «Γεια σου Τάκη» τραγουδούν, παρέα με τους PANX ROMANA, τα Μπλουζ της Ψωροκώσταινας το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.

Οι πόρτες ανοίγουν στις 19:30, η συναυλία ξεκινάει στις 20:45.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου