Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Carlo Lucarelli: «Ιταλία κι Ελλάδα είναι πλούσιες σε Ιστορία και φτωχές σε μνήμη»

 

Carlo Lucarelli (Φωτογραφία: Federica Belli)

Ο Carlo Lucarelli, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους συγγραφείς νουάρ μυθιστορημάτων, βρέθηκε πριν από λίγες μέρες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο του Η τριλογία του φασισμού.

Συναντηθήκαμε μαζί του στην Αθήνα.

Κρίνοντας από την φωνή σας, μου ακούγεστε πολύ νεότερος από 63. Είναι και η λογοτεχνία ένας από τους παράγοντες που σας αναζωογονούν;

Εν μέρει ναι.

Το ωραίο του επαγγέλματος είναι ότι γράφεις όταν θέλεις και σίγουρα έχει λιγότερο άγχος σε σχέση με άλλα επαγγέλματα.

Το να γράφεις είναι καλύτερο από το να δουλεύεις, λέμε πάντα. Κάτι άλλο που με διατηρεί νέο κι ενεργό είναι επίσης πως έχω δύο κόρες δώδεκα ετών, τις οποίες απέκτησα σε πιο μεγάλη ηλικία.

Αυτές με κρατούν σε εγρήγορση. Αλλιώς, θα μπορούσα να κοιμάμαι πιο συχνά, ανάλογα και με την ημέρα.

Η λογοτεχνία σάς κρατά ξύπνιο από όλες τις απόψεις;

Ναι, αλλά όχι μόνο η λογοτεχνία, γιατί εγώ είμαι αφηγητής και μου αρέσει ν’ αφηγούμαι ιστορίες μέσα από ένα μυθιστόρημα.

Το να θέλεις ν’ αφηγηθείς μια ιστορία είναι αυτό που σε κρατάει σε εγρήγορση, γιατί πρέπει να έχεις την «φλόγα» ν’ αφηγηθείς προκειμένου να βρεις τον καλύτερο τρόπο να εξιστορήσεις κάτι, ώστε να δεις την έκφραση εκείνου που σ’ ακούει ή διαβάζει.

Αυτό με κάνει να θέλω να συνεχίζω την αναζήτηση και την έρευνα.

Η διάσημη και πρόσφατα μεταφρασμένη για δεύτερη φορά στα ελληνικά Τριλογία του φασισμού βρίσκεται στα «σταυροδρόμια» του αστυνομικού και του ιστορικού μυθιστορήματος.

Μιας κι είστε τόσο δεινός αφηγητής ιστοριών, λοιπόν, τι σας γοητεύει περισσότερο στην αφήγηση ιστοριών οι οποίες εμπεριέχουν την ιστορική και την αστυνομική διάσταση;

Κατ’ αρχάς, το αστυνομικό και το ιστορικό μυθιστόρημα συνδέονται πολύ στενά.

Από την μία, κάποιος διεξάγει την έρευνα για το ιστορικό μυθιστόρημα, προκειμένου να δημιουργήσει ένα περιβάλλον, μια ατμόσφαιρα. Το ίδιο ισχύει και για το αστυνομικό και για το ιστορικό μυθιστόρημα.

Είναι, επομένως, φυσικό ένας άνθρωπος με ιστορικές αναζητήσεις να οδηγηθεί και στο αστυνομικό για ν’ ανακαλύψει τις συνθήκες που επικρατούσαν σε μια συγκεκριμένη περίοδο.

Για παράδειγμα, στο πρώτο βιβλίο μου περιγράφω την Μπολόνια του 1943. Ήταν μια πόλη που υφίστατο βομβαρδισμούς συνέχεια, μια πόλη-«φάντασμα».

Ο επιθεωρητής περνά μάλιστα κάτω απ’ τις στοές της Μπολόνια όπου επικρατεί νεκρική σιγή.

Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1944, η εικόνα είναι αντίθετη, κι αυτό με εξέπληξε. Είχαν έρθει 600.000 πρόσφυγες. Η αλλαγή της εικόνας μάς βοηθά, λοιπόν, να δείξουμε και τις αντιθέσεις μεταξύ των περιόδων.

Η περίοδος κατά την οποία εκτυλίσσονται τα τρία μέρη αυτής της τριλογίας είναι τα τελευταία χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Ιταλία.

Θεωρείτε ότι αυτά τα χρόνια υπήρξαν από τα πλέον καθοριστικά σε ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο και για τις δεκαετίες που ακολούθησαν;

Φυσικά. Υπήρξαν πολύ σημαντικά σε σχέση με όσα ακολούθησαν.

Εγώ έζησα την δεκαετία του 1970-1980 κι υπάρχουν πολύ ισχυρές ρίζες στην προγενέστερη περίοδο όσον αφορά στο πώς εξελιχθήκαμε. Θα μπορούσαμε να έχουμε ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική πορεία.

Ένα καθεστώς έπεσε, πολλά έγιναν ή δεν έγιναν. Όταν πέφτει ένα καθεστώς, παίρνουμε μια ανάσα, βιώνουμε μια μεγαλύτερη στιγμή ελευθερίας και αυτονομίας.

Τα κατοπινά χρόνια, ωστόσο, ήταν επίσης σημαντικά. Επρόκειτο για την περίοδο της τρομοκρατίας με την εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών, η λεγόμενη «περίοδος των ιταλικών μυστηρίων».

Αν, λοιπόν, είμαστε τώρα όπως είμαστε -καλώς ή κακώς-, οφείλεται στο τι κάναμε ή δεν κάναμε τότε.

Πώς είμαστε τώρα, επομένως, σε Ιταλία και Ευρώπη;

Η κατάσταση είναι περίπλοκη.

Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που θέλουν να καταλάβουν και ν’ αλλάξουν τα πράγματα, κυρίως οι νέοι.

Έχοντας δύο κόρες δώδεκα ετών, βλέπω το πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο και πόσα πράγματα γνωρίζουν τα οποία εγώ ακόμα δεν καταλαβαίνω.

Υπάρχουν, ας πούμε, εκφράσεις που εγώ χρησιμοποιώ κι εκείνες δε θέλουν να τις χρησιμοποιώ γιατί είναι λανθασμένες. Ανήκω, λοιπόν, σε μια προηγούμενη γενιά που είναι μπερδεμένη κι έχει ξεχάσει το παρελθόν.

Από την άλλη, η νέα γενιά έχει τα πράγματα πολύ ξεκάθαρα στο μυαλό της, κι αν καταφέρουμε να μην την καταστρέψουμε, θα αποτελέσει την νέα Ιταλία.

Προς το παρόν, ωστόσο, είμαστε παράξενοι, νευριασμένοι, αδαείς, γιατί δεν έχουμε καλή μνήμη. Η Ιταλία και η Ελλάδα είναι από τις πιο πλούσιες χώρες σε Ιστορία κι απ’ τις πιο φτωχές σε μνήμη.

Έχουμε ξεχάσει τι έχει συμβεί κι επιτρέψει να μας διχάζουν.

Πολλές φορές ψηφίζουμε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ενάντια σε μια απερχόμενη κυβέρνηση, και ανεξαρτήτως τού ποιο είναι το αντίπαλο δέος.

Πάντα θέλουμε να ψηφίσουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που προηγουμένως επικρατούσε. Αυτή η στάση ενέχει, όμως, μεγάλο κίνδυνο.

Αν έπρεπε να συνοψίσω το πώς είμαστε τώρα, θα χρησιμοποιούσα τρία επίθετα: μπερδεμένοι, τρομαγμένοι, αλλά ανθεκτικοί.

Δεν ξέρω αν και ο επιθεωρητής Nτε Λούκα μπορεί να περιγραφεί με κάποιον από αυτούς τρεις επιθετικούς προσδιορισμούς.

Δε φαίνεται, πάντως, να βιώνει μια ψευδαίσθηση υποστηρίζοντας κάθε τόσο, σαν ένα είδος μάντρα, ότι «εγώ είμαι ένας απλός αστυνομικός», «κάνω τη δουλειά μου», «δεν κάνω πολιτικές επιλογές»;

Σίγουρα ναι.

Τοποθέτησα το πρώτο μέρος της τριλογίας το 1943, πριν την πτώση του Μουσολίνι. Τότε, ο Nτε Λούκα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας ακόμα άφοβος αστυνομικός.

Είναι, ωστόσο και λίγο περίεργος και μπερδεμένος, γιατί δεν ξέρει τι να κάνει μετά. Αν θα αντέξει - και πόσο θ’ αντέξει.

Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην Ιταλία είναι ότι δε σκεφτόμαστε τι θα γίνει στην συνέχεια. «Θέλω να πληρώνω λιγότερους φόρους γιατί χρειάζομαι περισσότερα χρήματα», λέμε, αλλά δε σκεφτόμαστε το μέλλον.

Ο Nτε Λούκα είναι σίγουρα και αφηρημένος και νευριασμένος, όπως επίσης και μπερδεμένος.

Έχετε συγγράψει σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Ποια είναι η σχέση σας με το σινεμά ως θεατή αλλά και ως σεναριογράφου/(συν)δημιουργού;

Ως θεατής, θα μιλήσω και για τον κινηματογράφο και για την Tηλεόραση, εικόνες τις οποίες είχα όντας παιδί από την δεκαετία του 1970. Μου άρεσε, μάλιστα, πολύ η καλή Τηλεόραση που παρουσίαζε ιστορίες μυστηρίου.

Με έχει εκπαιδεύσει κι ο πολιτικός κινηματογράφος της ίδιας δεκαετίας ο οποίος μου εξηγούσε τι και πώς έγινε.

Θα πρέπει επίσης να προσθέσω και τα κόμικ που διάβαζα ως παιδί. Όλα αυτά αθροίζονται σε εικόνες τις οποίες είχα ως θεατής και μ’ έκαναν να καταλάβω ότι μια ιστορία δεν την γράφεις μόνο, αλλά υπάρχει κι ένας οπτικός κόσμος.

Πολλές από τις ιστορίες μου έχουν μεταφερθεί και στην οθόνη κι είμαι χαρούμενος με τον τρόπο που αυτό έγινε.

Πάντα υπάρχει, ωστόσο, μια πάλη με τους παραγωγούς οι οποίοι πάντα έχουν διαφορετικές ιδέες απ’ τις δικές μου και μου λένε, «Ωραίος ο ήρωας, αλλά...» Δεν υπάρχει «αλλά», όμως.

Ο ήρωας είναι αυτός που είναι. Όχι επειδή το λέω, αλλά επειδή υπάρχει μια ιστορία γύρω από αυτόν. Δεν μπορείς να μου πεις, «Θέλω έναν θετικό ήρωα γιατί, αν δεν είναι, δε θ’ αρέσει στο κοινό». Έτσι, δε θα ταιριάζει στην ιστορία την οποία έχω φτιάξει.

Μέσα από αυτήν την πάλη οδηγείσαι σ’ έναν συμβιβασμό. Στην περίπτωσή μου, μού αρέσει ο συμβιβασμός όπου κατέληξα γιατί μου αρέσει πολύ το αποτέλεσμα.

Νιώθετε πως υπάρχει περιθώριο ζωής, ηθικά και πολιτικά μιλώντας, για την Ευρώπη; Όχι για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπάρχει. Σίγουρα φοβάμαι. Κάποτε πίστευα πως ήταν αδιανόητο να υπάρξουν κάποια «ρωγμή» και πόλεμος στην Ευρώπη.

Έπειτα, την δεκαετία του 1990 στην Βοσνία, ένα δεκάωρο με το αυτοκίνητο από το σπίτι μου, συνέβαινε πόλεμος.

Αν, λοιπόν, με ρωτούσες σήμερα, «Μπορεί να γίνει πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας ή της Ιταλίας και της Ελλάδας;», θα σου απαντούσα: «Δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Δεν το ξέρω».

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν οι ευρωπαϊκές αξίες κι ο πολιτισμός μας ως Ευρωπαίων κι αυτά θα μας βοηθήσουν να είμαστε ανθεκτικοί.

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα (Εκδόσεις Διόπτρα) για την καθοριστική συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον συγγραφέα.

Η Τριλογία του φασισμού του Carlo Lucarelli κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου