Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Συζητώντας με τους πρωταγωνιστές της παράστασης «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα»

 


Μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων, η παράσταση Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα καταπιάνεται με το γυναικείο σώμα της τρίτης ηλικίας μέσω της σύνδεσής του με την μαγεία, την μαγειρική και τους μύθους.

Συναντώντας τους τρεις εκπληκτικούς, πρωτοεμφανιζόμενους συμπρωταγωνιστές, Μιχάλη Αναγνώστου, Μανούσο Γεωργόπουλο και Γιώργο-Πλάτωνα Περλέρο.

Έχει οποιοσδήποτε από τους τρεις καταγωγή από την Λάρισα;

Γιώργος-Πλάτωνας Περλέρος: Στην Λάρισα βρίσκεται το χωριό του πατέρα μου, η Καρύτσα Κισσάβου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Πήγαινα εκεί τα καλοκαίρια και το Πάσχα.

Η γιαγιά μου κι ο παππούς μου ζούσαν στο χωριό. Τώρα ζει μόνο η γιαγιά μου. Της έχω πάρει συνέντευξη, που ακούγεται και στην παράσταση.

Πώς εισήλθατε οι υπόλοιποι στο θεσσαλικό «σύμπαν», επομένως;

Μανούσος Γεωργόπουλος: Δηλώνω εντελώς Αθηναίος με καταγωγή από την Κεφαλονιά, οπότε, όταν πρωτοπήγα στην Λάρισα, ένιωσα μεγάλη διαφορά, καθώς δεν είχα ζήσει ποτέ ούτε μέρες συνεχόμενα στην ελληνική επαρχία.

Η δε δραματουργική προσέγγιση αυτού του «σύμπαντος» σίγουρα μου άνοιξε ορίζοντες.

Εσύ, Μιχάλη;

Μιχάλης Αναγνώστου: Από την πρώτη στιγμή που είδα την παράσταση ταυτίστηκα με τα κομμάτια της ζωής της γιαγιάς στην επαρχία.

Έχω, άλλωστε, μεγαλώσει στην επαρχία. Κατάγομαι από ένα χωριό κοντά στα Γιαννιτσά. Μέχρι τα δεκαπέντε μου ζούσα εκεί. Γι’ αυτό κι η ένταξή μου στην ομάδα -καθώς είμαι το πιο καινούριο μέλος της- έγινε πολύ ομαλά.

Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, ο σκηνοθέτης της παράστασης, υπήρξε καθηγητής και των τριών σας. Πώς σας επέλεξε;

Γιώργος-Πλάτωνας: Επειδή ήθελε τρεις νεαρούς άνδρες για να ενσαρκώσουν τους αντίστοιχους ρόλους, αρχικά μας τηλεφώνησε: εμένα, του Μανούσου και του Γιάννη του Σανιδά, της πρώτης διανομής της τρίτης γριάς. Αντίστοιχα προέκυψε κι ο Μιχάλης.

Μανούσος: Όπως υπήρξε ο πρώτος μας σκηνοθέτης, έτσι κι εμείς υπήρξαμε οι πρώτοι του μαθητές, καθώς στο έτος που φοιτούσαμε με τον Μιχάλη ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία επιχειρούσε να διδάξει σε Δραματική Σχολή.

Ήμασταν οι «Πρωτεσίλαοι» στην επαγγελματική του καριέρα ως καθηγητή!

Πώς θα συστήνατε την καθεμιά γριά ξεχωριστά - και ως επώνυμες υπάρξεις και ως φορείς συμβολικών και άλλων νοημάτων;

Μανούσος: Πρόκειται για γυναίκες που μπορεί να είχαν ζήσει, αλλά κανείς να μην τις είχε αποκαλέσει ποτέ με τ’ όνομά τους, να μην τους απεύθυναν καμία ερώτηση, να τις προσφωνούσαν με το όνομα του συζύγου τους, όπως συνηθιζόταν στην επαρχία.

Κατονομαζόμενες, αποκτούν υπόσταση.

Η Βαΐτσα είναι η πιο παλιά. Είναι βουνίσια, έχει με την οικογένειά της πρόβατα, δουλεύουν το μαλλί.

Γιώργος-Πλάτωνας: Είναι αυτή η οποία έχει δουλέψει σκληρότερα. Ακόμα και το παιδί της δεν το χάρηκε, επειδή ήταν κορίτσι.

Μανούσος: Ακολουθεί η Αγορίτσα.

Γιώργος-Πλάτωνας: Ζει στον θεσσαλικό κάμπο, αναλαμβάνει όλες τις δουλειές που έκαναν οι άντρες, επειδή είχε χάσει τον σύζυγό της πρόωρα, κι επιπλέον όλες τις γυναικείες δουλειές. Είναι μια γυναίκα δυναμική.

Μανούσος: Μεγαλώνει μόνη της πέντε παιδιά, κι από ένα σημείο και μετά επιλέγει να μην ξαναπαντρευτεί διατηρώντας την αυτονομία της, αν και της δίνονται ευκαιρίες.

Γιώργος-Πλάτωνας: Η τρίτη είναι η Κατερίνα.

Μανούσος: Η πιο «σύγχρονη», εκείνη που αφήνει το χωριό και μετακομίζει στην πόλη.

Ανήκει στις γυναίκες οι οποίες εκεί βιώνουν μεγάλη μοναξιά και, υπό τον φόβο της κοινωνικής κατάκρισης, αναγκάζονται να παραμένουν πολλές ώρες στο σπίτι, χωρίς κοινωνικό κύκλο και χωρίς να τους επιτρέπεται να δουλεύουν.

Ζουν και πεθαίνουν στο μικρό τους «βασίλειο», το σπίτι τους.

Γιώργος-Πλάτωνας: Ήταν φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι χωρίς τους δικούς της και μακριά απ’ τον τόπο της.

Φαντάζουν λίγο άχρονες ετούτες οι γριές στην αντίληψή μου ως θεατή της παράστασης. Συμφωνείτε;

Γιώργος-Πλάτωνας: Μέσω της χρήσης της μάσκας μεταμορφώνονται από απλές γιαγιάδες σε μάγισσες, θεραπεύτριες προηγούμενων αιώνων και απόγονες της Μήδειας, βιώνοντας -όπως όλοι άνθρωποι- και την χαρά και την φιλία και την μοναξιά.

Είναι πολύπλευρες.

«Μου θυμίζει η μια σας την γιαγιά μου», μας έλεγαν θεατές στην Λάρισα. Αλλά και εικοσάχρονες-τριαντάχρονες θεάτριες μπορεί ν’ αντιληφθούν στην παράσταση μια καταπίεση την οποία ακόμα και σήμερα οι γυναίκες υφίστανται από την πατριαρχία.

Το υλικό της παράστασης μοιάζει, λοιπόν, παλιό, είναι όμως, ίσως, και σημερινό.

Πρόκειται για την πρώτη επαγγελματική δουλειά καθενός από εσάς, καθώς και την πρώτη κοινή επαγγελματική σας δουλειά.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ενσαρκώνετε γυναικείους χαρακτήρες - και μάλιστα κάποιας ηλικίας, παρά την άχρονη διάστασή τους. Πολλαπλασιάζονται, άρα, οι απαιτήσεις, τα εμπόδια, οι προκλήσεις.

Μανούσος: Ως μεγάλη πρόκληση ν’ αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που δεν αγγίζουμε είτε ως νέοι είτε ως άντρες -πόσο μάλλον ως νέοι άντρες- εξέλαβα την παράσταση.

Μέσα από την πολύωρη και ψυχοσωματικά επίπονη διαδικασία των προβών αντιλήφθηκα ξεκάθαρα τι σημαίνει προνόμιο: και της νεότητας και του φύλου. Το έμφυλο προνόμιο είναι πολύ ισχυρό.

Μιχάλης: Όταν έβλεπα φωτογραφίες της προ-γιαγιάς μου, μπορεί να ήταν είκοσι πέντε, αλλά έμοιαζε με πενήντα πέντε. Φαινόταν γερασμένη στο πρόσωπο.

Μέσα από την παράσταση κατάλαβα, λοιπόν, ότι ίσως αυτές οι γυναίκες να έχουν χάσει τα χρόνια της νιότης τους. Ή δεν πρόλαβαν καν να τα ζήσουν.

Γιώργος-Πλάτωνας: Ακόμα κι έναν χρόνο μετά την έναρξη της παράστασης, μπορεί να βρούμε στοιχεία σύνδεσης με τους χαρακτήρες τα οποία αρχικά δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε.

Άρα στην αρχή η προσέγγισή σας ήταν περισσότερο «λαογραφίζουσα»;

Γιώργος-Πλάτωνας: Αυτό δε συνέβη ποτέ γιατί δεν υπήρξε ζητούμενο από τον Κωνσταντίνο Ντέλλα. Χτίζαμε την εξωτερική όψη των χαρακτήρων, και σιγά σιγά καταλήξαμε στην οικοδόμηση της εσωτερικής, ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες.

Σίγουρα είχαμε ως σημείο αναφοράς και ως μνήμη τις γιαγιάδες μας και το σώμα τους, ακόμα κι αν δεν κατάγονται από κάποιο χωριό. Κι η μνήμη αυτή «ξύπνησε» στην διάρκεια των προβών.

Βοηθώντας σας ν’ αποδώσετε μ’ έναν κινησιολογικά αξιοθαύμαστο τρόπο όλα όσα κρύβονται πέρα και πίσω από τους χαρακτήρες τους οποίους ενσαρκώνετε.

Μανούσος: Αδιαμφισβήτητο εργαλείο κάθε ηθοποιού είναι η παρατήρηση. Στην προκειμένη περίπτωση, και δεδομένου ότι οι περισσότεροι από εμάς θυμόμαστε τις γιαγιάδες μας από την παιδική μας ηλικία, η παρατήρηση ήταν ακούσια.

Αυτή την παρατήρηση καλούμαστε ν’ ανασύρουμε από την μνήμη μας και να την συνθέσουμε κατά τρόπο σκηνικά ενδιαφέροντα.

Μιλώντας για ενδιαφέρον και πώς αυτό προκαλείται, καλλιεργείται και συντηρείται, οι Γριές... είναι μια παράσταση η οποία σίγουρα έχει προκαλέσει πολύ ενδιαφέρον.

Πού αποδίδετε την σαγήνη την οποία ασκεί το συγκεκριμένο «σύμπαν», ένα «σύμπαν» που εμπεριέχει μαγεία, μύθο, πόνο, χαρά και κοινωνικοπολιτικές αιχμές;

Μανούσος: Σ’ ένα πρώτο επίπεδο η παράσταση ωθεί την περιέργεια και την συγκίνηση του θεατή στην κατεύθυνση της διερώτησης σχετικά με το ποιες είναι οι ιστορίες τις οποίες δεν του έχει διηγηθεί η γιαγιά του.

Οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν, άλλωστε, βιώσει «πυκνή», αναγκαστική σιωπή.

Γιώργος-Πλάτωνας: Η ποιότητα της έρευνας του σκηνοθέτη, «παράθυρο» σε πραγματικότητες και ματιά σε πολλά θέματα, είναι ένας άλλος λόγος.

Αν επρόκειτο απλώς για μια ιστορία που είχε κάποιος γράψει για να θίξει τα συγκεκριμένα θέματα, δε θα διέθετε τέτοια δύναμη.

Μιχάλης: Το στοιχείο της μεταμφίεσης συνεπαίρνει επίσης τον θεατή.

Στην αρχή βλέπει απλώς τρία σώματα που φοράνε μάσκα. Σταδιακά «μπαίνει» στην ιστορία και στο τέλος συνειδητοποιεί πως είχε ξεχάσει ότι πίσω από την μάσκα βρίσκονται τρεις άνθρωποι.

Μάθατε κάτι απρόβλεπτο για τους εαυτούς σας μέσα από τους συγκεκριμένους ρόλους;

Γιώργος-Πλάτωνας: Το μόνο που έμαθα από τους άλλους είναι ότι είμαι γιαγιά έτσι κι αλλιώς! (Γέλιο). Μπορεί μια συνήθεια, ο τρόπος που θα μιλήσω να συνδεθεί με τον ρόλο.

Είναι χαρά κι ευθύνη συνάμα ο πρώτος ρόλος τον οποίο υποδύεσαι να έχει τέτοια καλλιτεχνική κι εμπορική απήχηση. Σ’ αυτήν την φάση, ποιο συναίσθημα ή ποια αίσθηση κυριαρχεί στον καθένα από εσάς;

Μανούσος: Για εμένα και τον Πλάτωνα που έχουμε συμμετάσχει σε δεκάδες παραστάσεις του έργου προφανώς υπερτερεί η χαρά. Είμαστε περήφανοι για την δουλειά που έχουμε κάνει.

«Για πόσο μπορώ να κάνω το ίδιο πράγμα χωρίς να βαρεθώ, να κουραστώ ή να “γκώσω”;» ήταν το αρχικό μου άγχος. Η «μοίρα», ωστόσο, τα έφερε έτσι, ώστε η μία παράταση να διαδέχεται την άλλη, και να μη μας φτάνει!

Ούτε και στον κόσμο φτάνει.

Μανούσος: Αυτό, όμως, δεν το περίμενε κανείς μας.

Αρχικός στόχος ήταν η πραγματοποίηση δεκαπέντε παραστάσεων υπό την αιγίδα της Πειραματικής Σκηνής του Θεσσαλικού Θεάτρου. Κι έχουμε πια ξεπεράσει τις 70!

Γιώργος-Πλάτωνας: Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας δε μας αφήνει σε ησυχία, προσθέτει πράγματα διαρκώς, για να μην προλάβουμε να βαρεθούμε!

Προσωπικά, αισθάνομαι τεράστια τύχη κι ευγνωμοσύνη που αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά. Μόλις είχαμε βγει από την Σχολή, κανείς δε μας ήξερε στ’ αλήθεια. Η ευθύνη ακολουθεί. Αν, όμως, ασχολείσαι με ό,τι κάνεις και του δίνεις αγάπη, την παίρνεις πίσω.

Μιχάλης: Νιώθω διπλά τυχερός γιατί επιλέχτηκα ως αντικαταστάτης.

Όταν παρακολούθησα την παράσταση για πρώτη φορά, είχα σκεφτεί: «Θα ήθελα να βρίσκομαι πάνω στην σκηνή». Τόσο πολύ μου είχε αρέσει.

Κάθε βράδυ πρέπει να είμαστε 100% εκεί και ταυτόχρονα να την ερευνούμε κιόλας. Υπάρχει τεράστιος όγκος στοιχείων που μπορούμε ν’ αντλήσουμε.

Κι είναι ανεξάντλητος!

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του Παναγιώτη Λαμπή.

Ευχαριστώ θερμά την Ευαγγελία Σκρομπόλα για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, σε έρευνα, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ντέλλα, ολοκληρώνουν άλλον ένα επιτυχημένο «κύκλο» στο Θέατρο Σταθμός (Βίκτωρος Ουγκώ 55) την Πέμπτη 16 Μαΐου, 21:15.

Κατόπιν, «μετακομίζουν» στην Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71) για 4 παραστάσεις (Δευτέρα 20 & Τρίτη 21/Δευτέρα 27 & Τρίτη 28 Μαΐου, 21:00).

Η περιοδεία ολοκληρώνεται στην Κεφαλονιά, στο Δημοτικό Θέατρο Ο Κέφαλος (Λεωφόρος Γεωργίου Βεργωτή 16, Aργοστόλι), την Πέμπτη 23 Μαΐου, 21:00.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου