Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ευγενία Φακίνου: «Με τους ήρωές μου έχω μια διαρκή συνομιλία»


Μια μοναχική ηλικιωμένη γυναίκα καταφεύγει σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της ελληνικής υπαίθρου περιμένοντας το «άλλο χιόνι», για να ανακαλύψει, ίσως, την πιθανότητα της ανιδιοτελούς αγάπης και της λύτρωσης.

Υποβλητικό και εξαιρετικά ατμοσφαιρικό, το Γράμματα στη Χιονάτη είναι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, με την οποία συνομιλούμε.

Μιας και κατά το παρελθόν έχει συστηματικά ασχοληθεί με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων και με το θέατρο για παιδιά, ποια ήταν και είναι η σχέση σας με τον κόσμο των παιδιών;

Aπό χρόνια έχω χάσει την ευφρόσυνη διάθεση που χρειάζεται κάποιος για να ασχοληθεί με βιβλία για παιδιά, γιατί η ζωή κάνει κύκλους.

Στα παιδιά πρέπει να παρουσιάζεις πάντα ένα αισιόδοξο τέλος, στους ενήλικες μπορείς να απευθυνθείς ελεύθερα.

Και τα παιδιά, ωστόσο, μπορούν να καταλαβαίνουν πράγματα, και δεν είναι κατ’ ανάγκη τόσο αθώα.

Δεν τα αντιμετώπισα ποτέ ως αθώα, αλλά ως σοφά. Απλώς εγώ δεν είμαι πια διαθέσιμη.

Η Χιονάτη, για να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα στον χρόνο φτάνοντας στο τελευταίο σας βιβλίο, είναι ένα ασυνήθιστο, παράξενο, σιωπηλό παιδί. Πώς αναδύθηκε η ανάγκη που γέννησε αυτόν τον χαρακτήρα;

Τα βιβλία γεννιούνται σε στιγμές που δεν ξέρουμε καν ότι γεννιούνται.

Από ένα περιστατικό χρόνια πριν, είχα γράψει το πρώτο γράμμα προς την Χιονάτη, απευθυνόμενη σε ένα προσφιλές πρόσωπο. Από τότε μέχρι τη συγγραφή του βιβλίου έτρεξε πολύ νερό στο ποτάμι.

Ήταν, λοιπόν, ενός είδους πυρήνας...

Ούτε καν πυρήνας, μια στιγμή. Ξέρετε -το λέω πάντα-, τα θέματα τα φέρουμε, τα έχουμε μέσα μας. Απλώς κάτι τα πυροδοτεί. Μπορεί να είναι μια σκηνή, μια μουσική, μια εικόνα, μια σκέψη. Η αφετηρία μου, πάντως, δεν ήταν η Χιονάτη.

Αλλά η μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα.

Η μεγάλη γυναίκα με τα προβλήματά της και την αδυναμία της να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Μπορεί να οργανώνουμε το βιβλίο, ωστόσο πολλά μπορεί να βγαίνουν καθώς γράφουμε.

Αφήνεστε σ’ αυτά, καθώς προχωράει η διαδικασία;

Σε άλλα ναι, σε άλλα όχι. Αυτά που εξυπηρετούν τον μύθο, που προσθέτουν στον χαρακτήρα των ηρώων, τα αφήνω. Όπως αφήνω και να εισέρχονται θεαματικά ήρωες που δεν τους είχα προγραμματίσει.

Εισέρχονται τέτοιοι χαρακτήρες και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα;

Ναι, βέβαια. Πειραματίζομαι διαρκώς με τη διακειμενικότητα είτε χρησιμοποιώντας ήρωες ή αποσπάσματα από παλαιότερα βιβλία μου είτε κείμενα άλλων συγγραφέων.

Κι αυτό δεν είναι λογοκλοπή, εφόσον αναφέρεις την πηγή, αλλά το «πάντρεμα» της τέχνης.

Σε μένα, μια ακραία περίπτωση είναι το Τρένο των νεφών, όπου έχω χρησιμοποιήσει αποσπάσματα από 27 εμβληματικά βιβλία λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.

Επικοινωνείτε με τους ήρωές σας;

Εγώ με τους ήρωές μου -με τους περισσότερους, τουλάχιστον- έχω μια διαρκή συνομιλία. Δεν τους ξεχνάω, δε με ξεχνάνε κι αυτοί, προφανώς.

Έχω πολλές φορές μεταφέρει από προηγούμενα βιβλία ήρωες. Στην Χιονάτη έχω μεταφέρει το Παιδί από τουλάχιστον δύο προηγούμενα βιβλία.

Έχετε, εξάλλου, μια ιδιαίτερη ικανότητα να χτίζετε μια μυστηριακή, υποβλητική ατμόσφαιρα στις δουλειές σας, κι όχι μόνο σ’ αυτές που εκτυλίσσονται σε μικρούς τόπους, με τους οποίους φαίνεται να συνδέεστε. Είναι έτσι;

Είναι αστείο! Εγώ γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια και μεγάλωσα στην Κυψέλη. Εντούτοις, ένιωθα πραγματικά άβολα στην πόλη. Δε μ’ άρεσε.

Τα πρώτα χρόνια πήγαινα στο νησί του πατέρα μου, την Ύδρα, κι από τα 13 στη Σύμη, το νησί της μάνας μου. Από εκεί είχα ερεθίσματα τα οποία κράτησα, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι.

Όταν πήγα στη Σχολή Ξεναγών και μου αποκαλύφθηκε ο τόπος, συνδέθηκα με την ύπαιθρο χώρα. Μόνο ένα βιβλίο μου εκτυλίσσεται στην πόλη, η Τυφλόμυγα. Ακόμα κι εκεί, όμως, «έστειλα» την ηρωίδα μου στο Πήλιο για ένα διάστημα.

Αποτυπώνετε με τρόπο βαθύ πειστικό τη ζωή και τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε τέτοιους τόπους, αν και δεν έχετε ζήσει εκεί. Κι αυτό είναι αξιοσημείωτο.

Άμα το καταφέρνω, χαίρομαι πάρα πολύ! Είναι σαν να τους ζω και και να τους ξέρω- και σίγουρα τους βλέπω όταν συγγράφω. Είναι σαν να ήμουν πάντοτε εκεί.

Χωρίς, ωστόσο, να τους ωραιοποιείτε.

Ποτέ! Μακριά από μένα οι αγιογραφίες είτε ανθρώπων είτε τόπων.

Διαβάζοντας την Χιονάτη, διατηρούσα αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο οι διάφοροι ήρωες, πλην της κεντρικής, όντως υπάρχουν -μυθοπλαστικά- ή είναι αποκυήματα της φαντασίας της.

Αν ήταν διά ζώσης η συνέντευξη, θα με βλέπατε να χαμογελάω.

Πλην της Χιονάτης, όλα τα άλλα πρόσωπα είναι πραγματικά: το Παιδί υπάρχει, ο Ρόθκο, ο Καίσαρας, η Αισθήρ υπήρξαν, ο Ποιητής υπάρχει. Βεβαίως, έχουν μια προσωπικότητα μυθιστορηματική.

Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα μυθιστόρημα που «ακροβατεί» με τρόπο πολύ γοητευτικό ανάμεσα στο «πραγματικό» και στο «φανταστικό».

Αυτό το κάνω από την εποχή που δημιούργησα την Ντενεκεδούπολη.

Η Αστραδενή, το πρώτο μου μυθιστόρημα, εκτυλίσσεται στην Κυψέλη και τη Σύμη. Έχει πραγματική αφετηρία, τα πρόσωπα είναι πραγματικά. Επειδή, μάλιστα, ήμουν αθώα ως προς τη συγγραφή τότε, τους έχω αφήσει με τα πραγματικά τους ονόματα.

Όταν, λοιπόν, μεταφράστηκε στα γερμανικά, οι Γερμανοί τους αναζητούσαν στη Σύμη κι έβγαιναν φωτογραφίες μαζί τους.

Από την Αστραδενή υπάρχει το «πατάμε στα πόδια μας» και σε όσα δε βλέπουμε αλλά μπορεί να υπάρχουν, και τα έχουμε ανάγκη για να ξεφύγουμε από το βάρος της πραγματικότητας.

Όπως είχε κι η ηρωίδα την ανάγκη να ξεφύγει από το βάρος της δικιάς της αδυναμίας, της ανεπάρκειας να τα βγάλει πέρα με το παρελθόν και το παρόν της.

Βίωνε ένα αδιέξοδο. Αν και ήταν μια δυνατή γυναίκα, βρέθηκε σε μια κατάσταση που πλέον δεν μπορούσε να διαχειριστεί, κι είχε αποφασίσει να απομονωθεί και να παραιτηθεί, περιμένοντας το «άλλο χιόνι».

Εντούτοις, κυρίως η παρουσία του παιδιού, αν και οι «ρωγμές» στην αμυντική της «πανοπλία» είχαν εμφανιστεί νωρίτερα, την έκανε να δει ότι μπορεί να υπάρχει η ανιδιοτελής αγάπη.

Παρεμπιπτόντως, είναι εντελώς άβολο να μιλάνε οι συγγραφείς για ένα βιβλίο τους όταν έχει βγει.

Γιατί;

Δεν έχει «κατακάτσει» ακόμη, δεν έχουμε αποσυνδεθεί, ώστε να μπορούμε να το δούμε με πιο ψυχρό μάτι, κι έχουμε την τραγική ανασφάλεια για το πώς θα το αντιμετωπίσουν οι αναγνώστες κι οι κριτικοί.

Ενώ η ηρωίδα είχε το ψυχρό μάτι, σιγά σιγά άρχισε να κάνει παραχωρήσεις.

Όταν γνώρισε την Χιονάτη, ένιωσε πως είχε την υπαρξιακή υποχρέωση όχι απλώς να την φροντίσει, αλλά να γίνει μάνα της. Εδώ αρχίζει το «παιχνίδι» παιδιού-μάνας, μάνας-παιδιού.

Μέχρι να έρθει το χιόνι, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Υποθέτω πως ναι.

Τι σας γεννάει το χιόνι ως φυσικό φαινόμενο;

Εγώ είμαι του χειμώνα. Μ’ αρέσει η σκοτεινιά του, μ’ αρέσουν οι βροχές. Έτσι κι αλλιώς, είμαι του σπιτιού άνθρωπος. Όταν βέβαια ήμουν μικρή, μ’ άρεσαν τα καλοκαίρια και η ζέστη. Τώρα, όχι. Το χιόνι είναι μια κάθαρση.

Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε να λειτουργήσει κι εδώ.

Εκτός από τους γυναικείους χαρακτήρες, άλλη συγγραφική μου εμμονή είναι το ανοιχτό τέλος, διότι θεωρώ ότι ο αναγνώστης, καθώς διαβάζει, γίνεται «συν-συγγραφέας». Πολλές φορές νομίζει πως ξέρει το τέλος, τον θέλω όμως συνεργάτη.

Αν δώσεις ένα έτοιμο τέλος, κλείνεις το βιβλίο και τελειώνεις. Θέλω ο αναγνώστης να σκεφτεί, γιατί «καθρέφτες» μας είναι τα βιβλία. Κάθε αναγνώστης κάνει διαφορετική ανάγνωση.

Και «καθρέφτης» μιας ευρύτερης κοινωνίας, ταυτόχρονα.

Η προσωπική του ανάγνωση εξαρτάται από τις εμπειρίες, τα βιώματά του, την ενσυναίσθηση που έχει, τις ευαισθησίες του.

Ζούμε σε μια εποχή που δεν ενθαρρύνει ούτε ευνοεί την ανάπτυξη και καλλιέργεια πολλών ευαισθησιών- μάλλον ευνοούνται συστημικά η «ανθρωποφαγία», ο ατομικισμός, ο κοινωνικός κανιβαλισμός.

Όπως υπάρχουν πολλές Ελλάδες, υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι.

Βλέπεις κάποιες ταινίες ή σειρές στην τηλεόραση, κι αναρωτιέσαι ποιος παρακολουθεί αυτά τα πράγματα. Τι κοινό έχω εγώ με αυτόν τον θεατή;

Μπαίνεις στο διαδίκτυο και λες: «Γιατί πλακώνονται;» Γιατί επιδιώκουν αυτή την έχθρα και τη διχόνοια, στις οποίες αναφερθήκατε.

Παράλληλα, βλέπεις ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τον συνάνθρωπό τους όχι απλώς με συμπόνια και αλληλεγγύη, αλλά με ανθρωπιά. Δύσκολο πράγμα!

Ασφαλώς.

Είμαι σε αυστηρή καραντίνα πριν ξεκινήσει η καραντίνα, ανήκω στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Δεν μπορώ να κάνω τις συνεντεύξεις όπως πρέπει, δε θα κάνω παρουσίαση του βιβλίου, δε θα συναντήσω τους αναγνώστες μου.

Με τον σύζυγό μου είμαστε 53 χρόνια μαζί. Ως μοναχικοί και εσωστρεφείς, έχουμε βρει τις ισορροπίες μας. Νοιάζομαι, όμως, γιατί αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, τρεις μοναχικές γυναίκες που δεν έχουν σύντροφο. Με νοιάζονται οι γειτόνισσές μου.

Όταν «ανοίγεσαι» στους ανθρώπους, κι εγώ δεν το έκανα αυτό στα νιάτα μου -μεγάλωσα, πληγώθηκα και μετά κατάλαβα ότι είναι το σωστό-, τότε θα σου «ανοιχτούν» κι αυτοί.

Όταν προσφέρεις, θα σου προσφέρει κι ο άλλος. Όχι όλοι. Έχει ένα ρίσκο.

Πώς φαντάζεστε ότι μου «ανοίχτηκαν» τόσοι άνθρωποι στα χωριά; Επειδή έκατσα σ’ ένα σκαμνάκι δίπλα τους και κατάλαβαν ότι δεν ήμουν μια πρωτευουσιάνα που τους έβλεπε αφ’ υψηλού.

Ελπίζω να συνεχίσετε εντός -και κυρίως εκτός- κάθε μορφής καραντίνας να προσφέρετε αυτό που ήδη προσφέρετε. Και κυρίως διά ζώσης, που αποτελεί την πεμπτουσία κάθε μορφής επικοινωνίας.

Σήμερα η προσωπική επαφή είναι το βαρύ τίμημα της πανδημίας. Θέλω να αγκαλιάσω και να φιλήσω τα παιδιά μου -που είναι μεγάλοι άνθρωποι- τόσο πολύ, αλλά δεν μπορώ. Όπως και τόσοι άλλοι.

Εύχομαι να μην αργήσει αυτή η στιγμή, της αγκαλιάς και του φιλιού.

Μακάρι, έχω τις αμφιβολίες μου. Θέλω να το ελπίσω, πάντως.

Photo credit (Ευγενία Φακίνου): Δημήτρης Κοιλαλούς.

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη, υπεύθυνη Τύπου & Επικοινωνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της τηλεφωνικής συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου Γράμματα στη Χιονάτη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου