Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Ntshavheni wa Luruli: «Ως μαύροι Νοτιοαφρικανοί, δεν κατανοούμε τις κουλτούρες μας πολύ»


Η σύγκρουση της παράδοσης με τη νεωτερικότητα στη σύγχρονη Νότια Αφρική, μέσα από την ιστορία της Elelwani, που λαβαίνει υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, αλλά οι γονείς της επιδιώκουν να παραμείνει στη χώρα, υποτασσόμενη στις παραδόσεις της φυλής της, βρίσκεται στο επίκεντρο της ομώνυμης ταινίας του Νοτιοαφρικανού σκηνοθέτη Ntshavheni wa Luruli. Η ταινία του προβλήθηκε στο πλαίσιο της 6ης Εβδομάδας Αφρικανικού Κινηματογράφου, η οποία ολοκληρώνεται την Τετάρτη 15 Μαρτίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ο σκηνοθέτης επισκέφτηκε για λίγες μέρες στην Αθήνα, κι είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε μαζί του.

Είναι η πρώτη σας φορά στην Ελλάδα;

Ναι, η πρώτη μου φορά. Έχω ταξιδέψει παντού, ποτέ, όμως, δεν είχα έρθει εδώ. Όταν, μάλιστα, ήμουν φοιτητής, είχα συγγράψει μια σύντομη εργασία για τις μυθολογίες, θεωρώντας ότι η ελληνική και η αφρικανική μυθολογία είναι παρόμοιες.

Αν κρίνω και από την ταινία σας Elelwani, σας γοητεύουν οι μυθολογίες, γενικότερα.

Απολύτως. Σημερα το πρωί, είπα «δε γυρίζω πίσω, αν δεν επισκεφτώ το Ναό του Ολυμπίου Διός και τα υπόλοιπα μνημεία»!

Αυτό ισχύει και για τη μυθολογία της φυλής Βέντα, όπως αποτυπώνεται στο φιλμ. Πρόκειται για φυλή, έτσι;

Είναι φυλή, η μικρότερη φυλή, η μικρότερη «εθνοτική ομάδα» στη Νότια Αφρική, για να χρησιμοποιήσουμε τον πολιτικά ορθό όρο. Και το αστείο είναι πως, ακόμα και εντός του ίδιου του νοτιοαφρικανικού έθνους, πρόκειται για μια κουλτούρα που δεν είναι πολύ γνωστή, γιατί οι κυρίαρχες φυλές, οι οποίες είναι διεθνώς γνωστές, είναι άλλες. Οι Ζουλού, για παράδειγμα.



Εσάς τι σας προσέλκυσε στη συγκεκριμένη φυλή;

Ανήκω σ’ αυτή!

Η ταινία βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα.

Πρόκειται για διασκευή μυθιστορήματος, το οποίο είχε γραφτεί το 1954. Αυτό που έκανα ήταν να μετασχηματίσω τους χαρακτήρες του, ώστε να ταιριάζουν στη Νότια Αφρική του σήμερα. Μου αρέσει το θέμα του γυναικείου αγώνα. Ως μαύροι Νοτιοαφρικανοί, δεν κατανοούμε ακόμα τις κουλτούρες μας πολύ.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Πρώτα απ’ όλα, η Νότια Αφρική, σε αντίθεση με κάθε άλλη χώρα στην Αφρική, ξεκίνησε με την αποικιοκρατία. Στη συνέχεια, προέκυψε το απάρτχαϊντ. Υπήρξαμε, λοιπόν, θύματα διπλής καταπίεσης. Η αποικιοκρατία προφανώς αφορούσε περισσότερο στην εισαγωγή των ιεραποστόλων, του Χριστιανισμού, του δυτικού πολιτισμού. Το σινεμά των αφρικανικών χωρών που ανεξαρτητοποιήθηκαν, όπως η Νιγηρία ή η Σενεγάλη, καταπιάνεται πιο πολύ με την επανάκτηση της κουλτούρας τους. Με μας, δεν υπάρχει μόνο η αποικιοκρατία. Όταν, επομένως, αρχίζεις να μιλάς για τις ιθαγενείς κουλτούρες και τις παραδόσεις μας, προκαλεί σύγχυση σ’ αυτή τη χρονική συγκυρία. Θεωρητικά, λέμε ότι είμαστε Αφρικανοί, αλλά τι εννοούμε μ’ αυτό;



Όταν ήρθαμε στην Ταινιοθήκη για την προβολή της ταινίας, προσφέρονταν στο φουαγιέ εδέσματα από διάφορες αφρικανικές κουζίνες. Ρώτησα, λοιπόν, τους Νοτιοαφρικανούς «πού είναι η νοτιοαφρικανική κουζίνα»; Έφεραν κρασί, γιατί δεν έχουμε ιθαγενική κουζίνα. Όχι επειδή δεν υπάρχει, αλλά γιατί η νέα γενιά έχει απομακρυνθεί από αυτά. Οι άνθρωποι που ξέρουν είναι ηλικιωμένοι, κάποιοι έχουν πεθάνει, και μαζί τους έχει πεθάνει κι αυτή η γνώση. Άρα, όταν μιλάμε για τη Νότια Αφρική σήμερα, πρόκειται για κάτι ψευτο-αμερικανικό, ψευτο-ευρωπαϊκό.

Τι επιδιώκατε να αναδείξετε μέσα από την αφήγησή σας;

Αυτό που ήθελα να κάνω στην ταινία ήταν να διερευνήσω με μεταφορικό και συμβολικό τρόπο, και χρησιμοποιώντας το ιδίωμα της ερωτικής ιστορίας, τον εσωτερικό αγώνα του κεντρικού χαρακτήρα, της Elelwani, που έχει υποτροφία να σπουδάσει στο εξωτερικό, αλλά στο σπίτι της λένε «πριν γίνεις κάτι άλλο, πρέπει να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου». Η εικόνα που βλέπεις η ουσία της ταινίας, έχει να κάνει με την αλλαγή και το μετασχηματισμό, που βιώνουμε σήμερα στη Νότια Αφρική.

Αλλά και στην επανάκτηση κουλτούρας ή την ανανοηματοδότησή της σε ένα καινούριο πλαίσιο.

Ακριβώς. Το ορθό είναι «αναγνώριση», αναγνώρισε την κουλτούρα και την παράδοσή σου. Στην Ελλάδα διατηρείτε όλα τα μνημεία. Εμείς πρέπει να καταστρέψουμε τα μνημεία μας, επειδή δεν έχουμε σχέση με αυτά. Αυτό το φαινόμενο αμφισβητώ. Ο γυναικείος χαρακτήρας, όπως είναι δομημένος σε όλη την ταινία, είναι επαναστατημένος. Είναι, έτσι, το είδος του ανθρώπου που δε θα κάνει αυτό που του λένε. Ντύνεται διαφορετικά, κι αυτό αποτυπώνει την αυτοσυνειδησία της σε σχέση με το ποια είναι. Κι έπειτα, σαν πεταλούδα, μπορεί να πετάξει και να γίνει ό,τι θέλει. Ως καλλιτέχνης, όμως- κι αυτό είναι το πρόβλημα-, δεν μπορώ να εξηγώ το καθετί, να το «ταΐζω» με το κουτάλι στο κοινό. Δεν είναι αναγκαίο.



Στο λεγόμενο «δυτικό κόσμο» δεν προβάλλονται ευρύτερα, κι όχι μόνο στο πλαίσιο φεστιβάλ, τόσο πολλές ταινίες αφρικανικής προέλευσης, κι είναι γεγονός πως δε γνωρίζουμε πολλά για τις αφρικανικές χώρες, τις κουλτούρες, τους ανθρώπους τους.

Αυτό το πρόβλημα πρέπει να μας απασχολήσει ως Νοτιοαφρικανούς καλλιτέχνες. Από τη στιγμή που αρχίζω να εξηγώ γιατί οι χαρακτήρες του φιλμ περπατάνε κάποιες στιγμές στα γόνατα, ξαφνικά γίνεται αντιληπτό από τους ανθρώπους πως αυτό βγάζει νόημα. Για μένα, για να απολαύσω τον Σέξπιρ, πρέπει να κατανοήσω αυτή την κουλτούρα. Για να κατανοήσω την ελληνική μυθολογία, πρέπει να προετοιμάσω τον εαυτό μου, αλλιώς δεν έχει νόημα. Το πρόβλημα με μας είναι ότι, τον περισσότερο καιρό, υπάρχει μια συγκεκριμένη προσδοκία από μια αφρικανική ιστορία, κι αυτή συνίσταται στο ρομαντισμό, στο να υπενθυμίζεις πόσο υπέροχα ήταν τα πράγματα στο παρελθόν. Γι’ αυτό και δείχνεις ηλιοβασιλέματα, δύσεις, λιοντάρια κ.λπ.

Κι εσείς χρησιμοποιείτε αυτά τα μοτίβα, πάντως.

Ναι, αλλά ως κομμάτι της αφήγησης. Το λιοντάρι είναι σαν πνεύμα. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν περιμένουν κάτι βαθύτερο απ’ αυτό. Κι αυτό είναι το πρόβλημα. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Ξέρεις τον Δράκουλα. Έχεις ένα χαρακτήρα που αναδύεται από τον τάφο, όπου είχε ζήσει επί χιλιετίες. Αυτή η ύπαρξη βγαίνει από τον τάφο της, κυνηγά γυναίκες και τους πίνει το αίμα. Αυτό που ξέρουμε είναι μια αλληγορία σχετικά με την αθανασία. Σε προκαλώ τώρα. Υπόθεσε ότι ο Δράκουλας είχε γραφτεί από έναν μαύρο. Για τους περισσότερους, αυτό θα αποτελούσε ένα συμβολισμό της βαρβαρότητας, του πρωτογονισμού. Δε θα μιλήσουν ποτέ για αθανασία σ’ αυτό το πλαίσιο.

Φαντάζομαι πως αποτελεί πρόκληση για σας να γυρίζετε ταινίες.

Πολύ μεγάλη πρόκληση. Γιατί δεν ταιριάζουν με τα στερεότυπα, γι’ αυτό και πολλοί μπερδεύονται.



Κι η καινούρια σας δουλειά, σε τι στάδιο ολοκλήρωσης βρίσκεται;

Νομίζω ότι θα αρέσει στον κόσμο. Σ’ αυτό το εγχείρημα ασχολούμαι περισσότερο με τη διάσωση των ρινόκερων. Ακόμη κι έτσι, η προσέγγισή μου έχει συμβολικό χαρακτήρα. Εξ αρχής, εξηγείς τι σημαίνει ο ρινόκερος στην Αφρική, γιατί είναι ιερό ζώο. Οπότε, το να σκοτώνεις ένα ιερό ζώο ισοδυναμεί με το φόνο μιας φυλής. Είναι κάτι μεγαλύτερο από τη σφαγή ενός ζώου. Το προσεγγίζω διαφορετικά από κάποιον άλλο, που θα έλεγε «ας σώσουμε τους ρινόκερους». Ξεκινώ προσπαθώντας να δείξω τη σπουδαιότητά του εντός μιας κοινωνίας. Προφανώς κάποιοι θα το βρουν χριστιανικό.

Θα είναι και πάλι μια ταινία ανοιχτή σε ερμηνείες. Αλλά αυτή είναι κι η γοητεία του σινεμά, έτσι δεν είναι;

Έτσι είναι, κι είμαι ανοιχτός σ’ αυτή. Μια φεμινίστρια, ένας φυλετιστής, ένας μαρξιστής θα τη δουν διαφορετικά.

Ευχαριστώ την Ευάννα Βενάρδου από το Γραφείο Τύπου της 6ης Εβδομάδας Αφρικανικού Κινηματογράφου για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η 6η Εβδομάδα Αφρικανικού Κινηματογράφου, η οποία φιλοξενείται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου 134-36), ολοκληρώνεται την Τετάρτη 15 Μαρτίου με τις ακόλουθες προβολές (είσοδος δωρεάν):

19.00 Το κόκκινο κασκόλ, Μαρόκο, Ελληνικοί υπότιτλοι.

21.00 Abd Εl-Kader, Αλγερία, Αγγλικοί υπότιτλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου