Διαποτισμένο από
οργή, χιούμορ και μελαγχολία, ο Σουπερόσαυρος,
το πρώτο μυθιστόρημα της Μέργεμ Ελ Μεγντάτι από τις Κανάριες Νήσους, καταπιάνεται με την εργασιακή επισφάλεια, την τουριστικοποίηση
και τη μοναξιά.
Μια μακρά συζήτηση με την συγγραφέα, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora.
Γιατί αποφάσισες να ονομάσεις το πρώτο σου μυθιστόρημα Σουπερόσαυρος και γιατί εκτυλίσσεται κυρίως στο πλαίσιο ενός γιγάντιου
σούπερ μάρκετ στην Γκραν Κανάρια, το μέρος όπου μεγάλωσες και συνεχίζεις να κατοικείς;
Νομίζω ότι είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μου κάνει αυτή την ερώτηση, τι
υπέροχο!
Για μένα, η κοινωνία -και η ζωή γενικότερα- λειτουργεί σαν ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Οι περισσότεροι
από εμάς εργαζόμαστε στον ορατό όροφο του σούπερ μάρκετ: είμαστε ταμίες,
αποθήκες, υπάλληλοι σε ντελικατέσεν, προσωπικό καθαριότητας...
Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας εκεί και η δύναμη λήψης αποφάσεων
περιορίζεται στις καθημερινές εργασίες που εκτελούμε στο πλαίσιο του σούπερ
μάρκετ.
Δεν αλληλεπιδρούμε ούτε έχουμε καμία σχέση με τους υπαλλήλους οι
οποίοι εργάζονται στους επάνω ορόφους
και, με την πάροδο του χρόνου, όλοι χάνουμε την επίγνωση της ύπαρξης αυτών των
άλλων.
Καθώς ανεβαίνεις στην ιεραρχία αυτού του μεταφορικού σούπερ μάρκετ, η αορατότητα και η
δύναμη αυξάνονται.
Εσύ, ως πολίτης (και ως υπάλληλος στο σούπερ μάρκετ), δεν αποφασίζεις, για
παράδειγμα, ποιες μάρκες γάλακτος θα πωλούνται στο κατάστημα.
Η δύναμη λήψης αποφάσεων περιορίζεται σε αυτά που έχουν αποφασίσει οι
αόρατοι υπάλληλοι στον επάνω όροφο ότι θα πωληθούν στο σούπερ μάρκετ όπου
εργάζεσαι. Ωστόσο, πιστεύεις ότι είσαι ελεύθερος να επιλέγεις.
Όσο πιο κραυγαλέο είναι αυτό το γεγονός, τόσο λιγότερο φαίνεται να το
προσέχουν οι άνθρωποι.
Και επειδή το σύστημα είναι ένας γιγάντιος, πολύ φιλικός δεινόσαυρος, οι
άνθρωποι δεν το φοβούνται.
Επίσης, υπάρχει αυτή η τεράστια αλυσίδα σούπερ μάρκετ που λειτουργεί μόνο
στις Κανάριες Νήσους, πιστεύω, και η μασκότ τους είναι, επίσης, ένας γιγάντιος, πολύ φιλικός δεινόσαυρος.
Ήθελα αυτό το όχι και τόσο διακριτικό αστείο να τυπωθεί σε όλο το
μυθιστόρημά μου, για να το δουν όλοι οι συμπατριώτες μου. Είναι ο λαός μου και μιλάω
σ΄αυτόν.
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν πίστευα ότι ο Σουπερόσαυρος θα
τα πήγαινε καλά εκτός των Νήσων. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που εκδόθηκε για πρώτη φορά και ακόμα δυσκολεύομαι να καταλάβω τι
έχει συμβεί...
Υποθέτω ότι όλοι είναι κουρασμένοι και εξαντλημένοι;
Η αφηγήτρια του μυθιστορήματος, φαινομενικά ένα alter ego
σου από ορισμένες απόψεις, χλευάζει συνεχώς και την
ενοχλεί η
απροθυμία/αδυναμία πολλών «ντόπιων» να προφέρουν σωστά το όνομά της.
Έχεις βιώσει ρατσισμό μεγαλώνοντας;
Έδωσα στην
πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου μερικές από τις δικές μου εμπειρίες,
επειδή πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για να χτίσεις ένα καλό ψέμα είναι να
ενσωματώσεις μικρά κομμάτια αλήθειας.
Μου πήρε πολύ χρόνο και πολλές συζητήσεις με τον σπουδαίο μου εκδότη, τον
Χόρχε δε Κασκάντε, για να αποφασίσω αν θα της έδινα το όνομά
μου.
Αλλά συνειδητοποίησα ότι ακόμα κι αν δεν το έκανα, ακόμα κι αν της έδινα
οποιοδήποτε άλλο όνομα, οι περισσότεροι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να πιστεύουν
ότι η πρωταγωνιστρια είμαι εγώ.
Επιστρέφοντας στην ερώτησή σου, νομίζω πως γενικά ήμουν αρκετά τυχερή από αυτή την άποψη, ειδικά
επειδή, σωματικά, δεν ταιριάζω με την τυπική δυτική εικόνα μιας μουσουλμάνας
γυναίκας.
Ως παιδί, κανείς δε μου επεσήμανε ποτέ πόσο «διαφορετική» ήμουν, επειδή το μέρος όπου μεγάλωσα ήταν ένα είδος
μεταναστευτικής όασης: οι περισσότεροι συμμαθητές μου ήταν Μαγκρεμπίνοι, Ασιάτες, Λατινοαμερικανοί...
Ήμασταν όλοι λίγο διαφορετικοί, οπότε το να είμαστε διαφορετικοί ήταν ο
κανόνας.
Ωστόσο, καθώς προόδευα στην ακαδημαϊκή μου καριέρα, ο αριθμός των
«διαφορετικών» ανθρώπων σταδιακά μειώθηκε μέχρι που έμεινα μόνο εγώ.
Για παράδειγμα, δε γνώρισα ποτέ άλλη Μουσουλμάνα κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών μου
σπουδών.
Κάτι πολύ περίεργο μου συνέβη μετά την έκδοση του Σουπερόσαυρου:
Μέχρι τότε, κανείς δεν είχε αρνηθεί την καναριανή μου
ταυτότητα. Μιλάω με καναριανή προφορά, η προσωπικότητά μου είναι έντονα
«καναριανή» και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμικού μου υπόβαθρου είναι
καναριανό.
Κι όμως, το όνομα και το επώνυμό μου δε συνδέονται με την
καναριανή ταυτότητα (ή την
ισπανική, άλλωστε, Θεός φυλάξοι), οπότε όταν ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του βιβλίου,
έλαβα πολλά σχόλια όπως:
«Αν δεν της αρέσουν οι Κανάριες Νήσοι, ας γυρίσει πίσω στη χώρα της».
Μου φαίνεται πολύ αστείο (με έναν κάπως λυπηρό τρόπο) που όλοι οι
φανατικοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μιλούν με τον ίδιο τρόπο.
Είναι σαν να έχουν ένα μικρό
εγχειρίδιο για το πώς να είσαι μαλάκας ή κάτι τέτοιο και το εφαρμόζουν μέχρι κεραίας.
Τέλος πάντων, σχεδόν γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ και έζησα εδώ όλη μου τη
ζωή, οπότε πού ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να «γυρίσω»;
Κάτι άλλο που συνέβη ως αποτέλεσμα του Σουπερόσαυρου ήταν να με χαρακτηρίζουν ως ξένη συγγραφέα, αντί για Ισπανίδα. Υποθέτω πως το όνομα και το επώνυμό μου δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά
να μου προκαλούν προβλήματα...
Παρά τη σχετική έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας στη
συγγραφή μυθιστορημάτων, είσαι εξαιρετική στο να φιλοτεχνείς πολυδιάστατους χαρακτήρες με σάρκα και οστά. Πού μπορεί να αποδοθεί αυτή η
αυτοπεποίθηση;
Δεν είμαι σίγουρη αν θα τη χαρακτήριζα «αυτοπεποίθηση», απλώς μου αρέσει να πειραματίζομαι και να δοκιμάζω νέα
πράγματα.
Ο λογοτεχνικός κόσμος έχει αυτή την τάση να παίρνει τον εαυτό του πολύ στα
σοβαρά, αλλά δε σώζουμε ζωές. Γράφουμε.
Και νομίζω ότι λίγα πράγματα είναι τόσο επιβλαβή για έναν συγγραφέα όσο η
επιβολή αυστηρών ορίων και στενών πλαισίων στον εαυτό του.
Ενώ είναι αλήθεια πως η εμπειρία μου στη συγγραφή μυθιστορημάτων δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη,
άρχισα να γράφω fanfiction από πολύ μικρή ηλικία.
Σε αυτό το είδος, ο συγγραφέας δανείζεται έναν κόσμο και χαρακτήρες που
έχουν ήδη αναπτυχθεί από κάποιον άλλο.
Πρέπει, όμως, να γνωρίζει αυτόν τον κόσμο και αυτούς τους χαρακτήρες
εξαιρετικά καλά, επειδή το κοινό είναι συνήθως πολύ καλά καταρτισμένο σχετικά
με το συγκεκριμένο υλικό.
Η γοητεία την οποία μου ασκούν οι άνθρωποι ξεκίνησε εκεί, παρόλο που, γενικά, δε μου αρέσουν και
τόσο οι άνθρωποι.
Οι άνθρωποι είναι τόσο παράξενα πλάσματα. Πού και πού ακούω συζητήσεις στα
μέσα μαζικής μεταφοράς, στη δουλειά, στο γυμναστήριο ή σε καφετέριες οι
οποίες μου γυρίζουν το κεφάλι ανάποδα
και πραγματικά με εμπνέουν.
Ο τρόπος που αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας, ο τρόπος που μιλάμε, ο τρόπος που
συμπεριφερόμαστε όταν νομίζουμε ότι κανείς δε μας παρακολουθεί...
Είμαστε συναρπαστικοί.
Οπότε ναι, γι’ αυτό προσπάθησα όσο καλύτερα μπορούσα να απεικονίσω τους χαρακτήρες μου ως
πραγματικούς ανθρώπους με τις πραγματικές τους αντιφάσεις, τις καλύτερες
προθέσεις που στραβώνουν, τις παρεξηγήσεις, τον ναρκισσισμό...
Κατάγομαι από την Αθήνα, μια υπερ-τουριστικοποιημένη σε σημείο κορεσμού
πόλη, η οποία ταχύτατα γίνεται θύμα της ισραηλινού, ρωσικού και κινέζικου κεφαλαίου - όχι αμαχητί, όμως.
Συμπάσχω, επομένως, με την αφηγήτρια του Σουπερόσαυρου όταν περιγράφει την Γκραν Κανάρια ως «νεκροταφείο μεθυσμένων ελεφάντων
βρετανικής, γερμανικής, σουηδικής ή νορβηγικής καταγωγής».
Πώς παραμένεις ζωντανός/ζωντανή σε ένα τέτοιο «νεκροταφείο»;
Είναι μια ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου πολύ συχνά, επειδή το νότιο τμήμα
της Γκραν Κανάρια σύντομα δε θα ανήκει πλέον στον λαό των
Καναρίων Νήσων.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι το πλαίσιο των Καναρίων Νήσων είναι πολύ ιδιαίτερο, καθώς εδώ διαδραματίζονται πολλά
αλληλεπικαλυπτόμενα φαινόμενα, καθένα από τα οποία απαιτεί πολύ χώρο για να
εξηγηθεί πλήρως.
Κατ’ αρχάς, οι Νήσοι
υπέστησαν μια μακρά και εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία
κατάκτησης - ή
αποικισμού.
Κύριοι στόχοι της διαδικασίας, εκτός από την κατάληψη της περιοχής για τους φυσικούς
της πόρους, τον έλεγχο των οδών δουλεμπορίου ή την ικανοποίηση της δίψας του Ισπανικού Στέμματος για επέκταση, ήταν ο εκχριστιανισμός της και η συστηματική εξάλειψη της ιθαγενούς ταυτότητας.
Αν και όλα αυτά συνέβησαν στα 1400, ορισμένες από τις συνέπειες είναι ακόμη εμφανείς σήμερα.
Οι Κανάριες Νήσοι παραμένουν ιδιαίτερα περιζήτητες λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας με την Αφρική, των
πόρων τους και των φορολογικών πλεονεκτημάτων που προσφέρονται σε ορισμένους
φορείς για να εγκατασταθούν στην επικράτειά μας.
Αυτά τα φορολογικά κίνητρα υποτίθεται ότι αποσκοπούν στην «αντιστάθμισμα» της απόστασης των νησιών από την ηπειρωτική Ισπανία.
Στην πράξη, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκπτώσεις για την αστική
τάξη, η οποία συχνά δεν έχει καμία πραγματική σχέση με
τις Κανάριες Νήσους.
Στο μεταξύ, ο μέσος κάτοικος των Καναρίων δε βλέπει κανένα από αυτά τα οφέλη.
Ζούμε σε μια αυτόνομη κοινότητα με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας
στην Ισπανία, ένα από τα πιο ακριβά καλάθια αγορών για βασικά αγαθά και ένα
υψηλό ποσοστό του πληθυσμού το οποίο ζει σε συνθήκες σοβαρής στέρησης
Παρόλα αυτά, η πολιτική τάξη είναι κολλημένη σε μια παράλληλη πραγματικότητα, επιμένοντας να αναφέρει
στοιχεία για την τουριστική πληρότητα και επαναλαμβάνοντας ασταμάτητα πως ο όγκος του τουρισμού που δέχονται οι Νήσοι (το 2024, πάνω από 17 εκατομμύρια επισκέπτες) παράγει
πλούτο για τον λαό.
Υποθέτω ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Ελλάδα: ο λεγόμενος «πλούτος» είναι αόρατος σε εμάς τους υπόλοιπους. Οι δημόσιες
υπηρεσίες υποβαθμίζονται ολοένα και περισσότερο και με κάθε χρόνο που περνάει
γινόμαστε όλο και φτωχότεροι.
Πώς παραμένουμε
ζωντανοί/ζωντανές σε αυτό το νεκροταφείο; Πολεμώντας, φυσικά.
Όποιος αγαπά τη γη του και τον λαό του έχει το ηθικό καθήκον να την
υπερασπιστεί και να αγωνιστεί γι’ αυτήν και γι’ αυτόν, είτε μέσω ειρηνικής δράσης είτε μέσω άλλων, λιγότερο ειρηνικών μορφών αντίστασης.
Όπως λέει η
πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου: ένα μυρμήγκι από μόνο του μπορεί να μην αξίζει και
πολλά, αλλά μια ομάδα μυρμηγκιών...
Ανήκεις σε μια νεότερη γενιά ισπανόφωνων συγγραφέων οι
οποίοι/οποίες προέρχονται από
την «περιφέρεια» του ισπανικού κράτους.
Ποια είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά αυτής της
γενιάς, κατά τη γνώμη σου; Υπάρχει καν, κατ’ αρχήν;
Αντιστέκομαι κάπως σε αυτή την έννοια των «συγγραφέων από την περιφέρεια»,
επειδή υπονοεί ότι υπάρχει μια ομάδα συγγραφέων που ανήκουν στον «κεντρικό» ή
«κανονικό» λογοτεχνικό κόσμο και πως εμείς είμαστε κάποιο είδος ανωμαλίας.
Αυτό το οποίο
στην πραγματικότητα έχει συμβεί, νομίζω, είναι ότι για πολλές δεκαετίες, τα
ίδια είδη ιστοριών έχουν προσφερθεί και τους έχει δοθεί χώρος.
Ιστορίες γραμμένες από τους ίδιους ανθρώπους, που ζουν στα ίδια μέρη. Το
βλέπω συνέχεια στους λεγόμενους λογοτεχνικούς κύκλους, είναι πάντα οι ίδιοι
άνθρωποι με τα ίδια ονόματα και τους ίδιους εκδοτικούς οίκους. Τόσο βαρετό.
Αν εμείς οι «περιφερειακοί συγγραφείς» έχουμε κάτι κοινό, αυτό είναι ένας κοινός τρόπος κατανόησης της θέσης που
καταλαμβάνει το άτομο στον κόσμο.
Οι άνθρωποι δε ζουν σε απρόσιτες φούσκες, είμαστε όλοι βαθιά ευάλωτοι στο περιβάλλον μας, στις
συνθήκες μας και στους τόπους όπου μεγαλώνουμε. Είναι φυσικό αυτές οι
πραγματικότητες να διαμορφώνουν τις αφηγήσεις και τα ενδιαφέροντά μας.
Και τι σημαίνει να είσαι μια κριτικά
και εμπορικά αναγνωρισμένη φεμινίστρια
συγγραφέας μουσουλμανικού υπόβαθρου σε μια ολοένα και πιο ισλαμοφοβική Ευρώπη;
Αλλά η Ευρώπη ήταν πάντα ισλαμοφοβική. Η Δύση γενικότερα. Δε θυμάμαι να έχω
ζήσει ποτέ σε μια εποχή που να μην ήταν έτσι.
Η μόνη διαφορά στην περίπτωσή μου είναι ότι, προς το παρόν, δεν φοράω
χιτζάμπ, οπότε κανείς δε με ρωτάει απλουστευτικές ανοησίες όπως «Μπορείς να
είσαι φεμινίστρια και να φοράς χιτζάμπ;»
Είμαι εύπεπτη επειδή δε «φαίνομαι» Μουσουλμάνα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;
Ωστόσο, κατά καιρούς έχω διαπιστώσει ξαφνικά πως ένας δημοσιογράφος, άνδρας ή γυναίκα, ενδιαφερόταν πολύ
περισσότερο για το ποια είμαι ως άτομο ή για την πίστη μου, παρά για αυτά που γράφω.
Αλλά η γραφή
μου μου δεν επικεντρώνεται καθόλου
στη θρησκεία. Μάλιστα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο στον Σουπερόσαυρο: ναι, η πρωταγωνίστρια είναι Μουσουλμάνα, αλλά αυτή
είναι μόνο μία λεπτομέρεια ανάμεσα σε πολλές.
Ο πυρήνας του μυθιστορήματος βασίζεται στο ότι είναι γυναίκα της εργατικής τάξης.
Μεγάλωσα βλέποντας πώς παρουσιάζονται οι Μουσουλμάνοι και
οι Μουσουλμάνες στη μυθοπλασία:
Οι μεν, ως σκληροί, βίαιοι άνδρες που σκέφτονται μόνο με
καταπιεστικούς, εξτρεμιστικούς όρους.
Οι δε, ως υποτακτικές γυναίκες των οποίων το μόνο αφηγηματικό
ενδιαφέρον έγκειται στις (πάντα απαγορευμένες) ρομαντικές τους σχέσεις.
Αυτές οι γυναίκες καταλήγουν πάντα να εγκαταλείπουν και να προδίδουν τον
εαυτό τους για έναν λευκό άνδρα που τις «απελευθερώνει» ζητώντας τους να
αφαιρέσουν το πέπλο τους.
Κάτι τέτοιο μου προκαλεί
θανάσιμη πλήξη, το βρίσκω
αξιολύπητο. Αν η μυθοπλασία είναι όμορφη, είναι ακριβώς επειδή προσφέρει ένα
παράθυρο στο να φανταζόμαστε όλους τους πιθανούς κόσμους.
«Tο να είσαι ζωντανός σημαίνει να είσαι εκτεθειμένος σε μια σειρά από πόνους και αυταπάτες, όχι επειδή είσαι μαζοχιστής και θέλεις να υποφέρεις, αλλά επειδή το αντίθετο σημαίνει θάνατος», αναλογίζεται η αφηγήτρια.
Είναι, για σένα, η λογοτεχνία ένας τρόπος επεξεργασίας, μετασχηματισμού
και υπέρβασης πόνων και αυταπατών, και μετατροπής τους σε εμπειρίες που μπορούν να μοιραστούν με
και να γίνουν αντικείμενα απόλαυσης από ένα ευρύτερο κοινό;
Ναι, σίγουρα.
Αλλά είναι επίσης μια γέφυρα προς άλλες πραγματικότητες και άλλους τρόπους
ζωής που δε θα βιώσω ποτέ. Δε θέλω να κατανοήσω τους άλλους με τους δικούς μου
όρους, αλλά με τους δικούς τους.
Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει έναν άλλον άνθρωπο καλύτερα από ό,τι μπορεί
να εξηγήσει ο ίδιος τον εαυτό του.
Δεν ξέρω πότε αρχίσαμε να φοβόμαστε αυτό το οποίο είναι διαφορετικό, την ετερότητα που κάνει τόσο σαφές πως δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος ζωής, καμία μοναδική
πραγματικότητα.
Γιατί μας γοητεύουν τόσο πολύ οι ιστορίες των ρωσικών αστικών οικογενειών,
για παράδειγμα, αλλά όχι αυτές ενός εργάτη ενδυμάτων σε ένα παράνομο εργοστάσιο
της Inditex στην Μπανγκαλόρ;
Σύμφωνα με το βιογραφικό σου, ο κύριος στόχος σου στη ζωή
είναι η ηρεμία.
Σε μια εποχή όπου σχεδόν όλα καταρρέουν -εκτός κι αν ζεις σε έναν προνομιούχο, απομονωμένο μικρόκοσμο-, όταν
μαίνονται πόλεμοι και γενοκτονίες, πώς είναι δυνατόν -έστω και επιθυμητό- να
παραμένεις ήρεμος;
Υπάρχουν, όμως, πολλά είδη ειρήνης.
Όπως σωστά
επισημαίνεις, πρέπει κάποιος να είναι πολύ προνομιούχος για να ζει μια ειρηνική ζωή όπου οι μικρές ανησυχίες και οι δυστυχίες της καθημερινής
ύπαρξης δε γίνονται το κυρίαρχο νήμα της ρουτίνας του.
Ωστόσο, το είδος της ειρήνης στο οποίο αναφερόμουν είναι αυτή που έχεις με
τον εαυτό σου. Ξέρω ποια είμαι, ξέρω σε τι πιστεύω και είμαι ειρηνεμένη με τις αποφάσεις μου και το μέρος όπου με έχουν οδηγήσει.
Για πάνω από δύο χρόνια τώρα, παρακολουθούμε, μέρα με τη μέρα, φρικιαστικές
εικόνες ανθρώπων οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε σκελετούς από ένα παράνομο, γενοκτονικό κράτος, ένα κράτος που
καμία δυτική χώρα δεν τολμά να αντιμετωπίσει.
Πάνε οι διεθνείς νόμοι...
Πώς μπορεί κάποιος με έστω και μια ελάχιστη αίσθηση αξιοπρέπειας να
παραμείνει ψύχραιμος μπροστά σε κάτι τέτοιο;
Όταν βλέπω βίντεο με αστυνομικούς σε διάφορες χώρες να σέρνουν μακριά
ειρηνικούς διαδηλωτές, ανθρώπους που απαιτούν την απελευθέρωση του
παλαιστινιακού λαού και τον τερματισμό της γενοκτονίας, πάντα με συγκινούν οι
εκφράσεις στα πρόσωπά τους.
Παραμένουν ήρεμοι, ακόμα και όταν η αστυνομία τούς σέρνει στο έδαφος και τους βάζει σε βαν, επειδή
διέπραξαν το τρομερό «έγκλημα»
της πεποίθησης ότι όλες οι ανθρώπινες ζωές είναι πολύτιμες.
Πιστεύω ακράδαντα, με όλη μου την καρδιά, πως τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από αυτό. Αν μπορούν να
παραμένουν ήρεμοι ενώ θυσιάζουν το σώμα τους για τον σκοπό,
τότε και οι υπόλοιποι από εμάς έχουμε ηθικό καθήκον να κάνουμε το ίδιο.
Τουλάχιστον, δε βομβαρδιζόμαστε και δεν εξαλειφόμαστε μόνο και μόνο επειδή υπάρχουμε
- όχι τώρα. Οπότε, ναι. Τους το
οφείλουμε.
Ευχαριστώ θερμά
το τιμ των Εκδόσεων Carnívora για την πολύτιμη συμβολή
του στην υλοποίηση της συνέντευξης.
Το μυθιστόρημα της
Μέργεμ Ελ Μεγντάτι Σουπερόσαυρος
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε
μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου