Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Frances Gibson (The Cannanes): «Παίζουμε μη δημοφιλή ποπ μουσική»

 

The Cannanes (Φωτογραφία: Andy Coffey)

Το θρυλικό αυστραλέζικο ποπ συγκρότημα The Cannanes δίνει την πρώτη του συναυλία στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 3rd Athens Pop Underground Fest (23-24 Μαΐου), το οποίο φιλοξενείται στο Half Note Jazz Club.

Ενόψει της συναυλίας, έχουμε μια ζωηρή συζήτηση με την Frances Gibson, μπασίστρια και βασική στιχουργό του συγκροτήματος.

Οι The Cannanes δημιουργήθηκαν στο Σίδνεϊ το 1984 - πριν από περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, δηλαδή. Πώς γνωριστήκατε, αρχικά;

Λοιπόν, όλοι ζούσαμε στον ίδιο δρόμο της πόλης στο Σίδνεϊ. Ο Stephen ONeil ήταν πραγματικός μουσικός.

Oι υπόλοιποι είχαμε απλώς ποιητικές φανταστικές φιλοδοξίες βασισμένες σε νεανικά μαθήματα μουσικής και μια κοινή αγάπη για τη μουσική από τους Cream μέχρι τους The Go-Betweens, τους The Undertones κ.λπ.

Επίσης, μια κοινή αποστροφή για τον παραλογισμό της μουσικής βιομηχανίας.

Πώς έχει εγγραφεί μέσα σας το πέρασμα του χρόνου, τόσο σε δημιουργικό όσο και σε βιολογικό επίπεδο;

Ο χρόνος που περνάει, νομίζω, σημαίνει ότι είμαστε καλύτερο συγκρότημα όσον αφορά στις συναυλίες, τουλάχιστον! Έχει περάσει πολύς καιρός.

Έχουμε δώσει πολλές συναυλίες, πολλές εκ των οποίων στο εξωτερικό, κάτι που είναι πάντα ένας αγώνας λόγω των διαφορετικών οργάνων και του επίπονου χαρακτήρα των περιοδειών όταν δεν έχεις χρήματα και σου λείπει ύπνος.

Οι περιοδείες εκτός Αυστραλίας είναι ακριβές και δύσκολες. Κάνουμε πολύ καλύτερες ηχογραφήσεις αυτές τις μέρες και έχουμε μια σταθερή ομάδα ανθρώπων οι οποίοι έχουν παίξει μαζί μας για πολύ καιρό, οπότε αυτό είναι υπέροχο.

Και τι σας κρατά ενεργές και ενεργούς, αν και κάπως ακανόνιστα;

Νομίζω πως ο Stephen είναι το κλειδί για να συνεχίσουμε. Επίσης, γιατί να μη συνεχίσουμε, φαντάζομαι;

Λες ότι αυτό συμβαίνει «κάπως ακανόνιστα», αλλά σου λέω πως χρειάζεται πολλή δουλειά για κάθε συναυλία και ηχογράφηση. Κάτι καθόλου ακανόνιστο στις μέρες μας. Τα περισσότερα από αυτά είναι διασκεδαστικά - μερικά είναι βραχνάς.

Είναι πιο δύσκολο και πιο ενοχλητικό να μεταφέρεις βαρείς ενισχυτές καθώς μεγαλώνεις και αναρωτιέται κανείς αν αξίζει τον κόπο μερικές φορές.

Σχεδόν όλες οι φίλες μου που έπαιζαν σε μπάντες τα έχουν παρατήσει και νιώθω αρκετά ορατή όντας μεγάλη.

Αλλά μετά ξέρω πως αυτό είναι ηλίθιο και άδικο και μπορεί να ακούγεται περίεργο. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι είναι σχεδόν ηθική υποχρέωση να συνεχίσω να το κάνω για να έχω παρουσία ως γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας.

Και όντως το απολαμβάνω πολύ όταν όλα πάνε καλά.

Αν και δεν είστε οικογενειακή μπάντα, υιοθετήσατε το επώνυμο της Michelle Cannane, της αρχικής κιθαρίστριας/ντραμίστριας. Πώς κι έτσι; Και ποιος έχει γράψει τους στίχους του συγκροτήματος;

Νομίζω ότι ο παλιός μας ντράμερ David Nichols διάλεξε το όνομα - αυτό ήταν λίγο τυχαίο, αλλά ήταν μια εμπνευσμένη επιλογή καθώς όταν έφτασε το Ίντερνετ το όνομα της μπάντας ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί!

Κατά την πρώιμη περίοδο γράφαμε όλοι στίχους με λίγες συνεισφορές από φίλους, αλλά τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια γράφω τους περισσότερους.

Πώς θα περιέγραφες το μουσικό και το ευρύτερο πολιτιστικό κλίμα στο Σίδνεϊ και στην Αυστραλία όταν ξεκινούσατε;

Θα περιέγραφα τη σκηνή στο Σίδνεϊ την εποχή που ξεκινούσαμε ως πλούσια και ποικίλη, με πολλά υπέροχα συγκροτήματα όπως οι Triffids, οι The Go-Betweens, οι Chads Tree, οι Plug Uglies, οι Craven Fops, οι Lighthouse Keepers, οι The Particles κ.λπ.

Όλοι πηγαίναμε να δούμε συγκροτήματα όλη την ώρα. Πίναμε και χορεύαμε. Μπορείς να ακούσεις το τραγούδι του Rob Snarski Michelle Cannane για να μάθεις τα πάντα σχετικά. Είναι ένα αστείο τραγούδι.

Στην Αυστραλία είχαμε μερικά υπέροχα συγκροτήματα τα οποία έγιναν διάσημα, αλλά οι επιτυχημένοι musos δεν ήταν πραγματικά μέρος του κόσμου μας. Ή της μουσικής βιομηχανίας. Περάσαμε πραγματικά υπέροχα.

Το ντεμπούτο σας Ben/ The Postmans Whistle κυκλοφόρησε ως κασέτα το 1984. Θα ήθελα πολύ να το ακούσω, αλλά δε φαίνεται να είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Τέλος πάντων, σας γοήτευσαν οι κασέτες ως μέσο; Και αν ναι, γιατί;

Δε μας γοήτευαν πραγματικά οι κασέτες - ήταν απλώς φθηνές και έκαναν τη δουλειά. Αμφιβάλλω ότι έχει ψηφιοποιηθεί το The Postman’s Whistle. Ίσως μια μέρα, ποιος ξέρει...

Η πρώτη σας κυκλοφορία σε βινύλιο ήταν το απολαυστικά DIY/low-fi EP Bored, Angy & Jealous. Ήσασταν όντως «βαριεστημένοι, θυμωμένοι και ζηλιάρηδες» τότε ή επρόκειτο για ένα πιασάρικο σχήμα λόγου;

Χαχά. Λοιπόν, ένας από εμάς ήταν βαριεστημένος, θυμωμένος και ζηλιάρης, αλλά... οι ιστορίες πρέπει να κρατηθούν μυστικές.

Τα δύο πρώτα σας κανονικά βινυλιακά άλμπουμ, The African Mans Tomato και A Love Affair With Nature, παρουσιάζουν μια ασυνήθιστη καλλιτεχνική ωριμότητα για νεοφερμένους στο χώρο της μουσικής.

Ταυτόχρονα, ενθαρρύνουν συγκρίσεις με τους Αυστραλιανούς θρύλους The Go-Betweens. Νιώθατε πως ανήκετε -χαλαρά ή όχι- σε μια συγκεκριμένη μουσική κοινότητα μέσα στην οποία εξελιχθήκατε;

Λοιπόν, μας άρεσαν οι The Go-Betweens και οι Triffids, αλλά πρέπει να πω ότι ένιωθα πως εκείνη την εποχή ανήκαμε σε μια πολύ πιο ταπεινή κατηγορία. Συνεχίζουμε, όμως, να κάνουμε τα δικά μας πράγματα.

Ενδεχομένως μια μάλλον υπερβολικά ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ μάς ξεχώριζε από τους The Go-Betweens, αλλά φυσικά επηρεαστήκαμε από αυτούς. Ο Dave McComb είναι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές που έχω δει.

Κάτω από τη συχνά ελαφριά/ up tempo επιφάνεια των συνθέσεων σας κρύβεται κάτι δραματικό, ακόμη και τραγικό, που φέρνει ξανά στο μυαλό τους The Go-Betweens. Το Brain ή το Country Life είναι ενδεικτικά.

Υπάρχει ίχνος αλήθειας στην εκτίμησή μου ή υπερβάλλω;

Λοιπόν, ίσως.

Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι γράφουμε τραγούδια για τη ζωή μας και δεν είναι όλες οι ζωές δραματικές και τραγικές στην ουσία. Νομίζω πως το μεγαλύτερο λάθος κατά την άποψή μας θα ήταν να είμαστε επιτηδευμένοι.

Αλλά ίσως είμαι μόνο εγώ.

Σε αισθητικό επίπεδο, η εικονοποιία των εξωφύλλων σας ανακαλεί συνεχώς κάτι παιδικό. Σε ποιο βαθμό ήσασταν -ή ακόμα με κάποιο τρόπο παραμένετε- εναρμονισμένοι/-ες με το παιδί μέσα σας;

Και πόσο ουσιαστική είναι αυτή η εμπειρία;

Λοιπόν, αν λες ευγενικά ότι δε μεγαλώσαμε ποτέ, νομίζω πως είναι αλήθεια. Ο New Yorker περιέγραψε κάποτε τον Stephen και εμένα ως τους γηραιότερους έφηβους του κόσμου και υπάρχει μια αλήθεια σε αυτό, χωρίς αμφιβολία.

Αλλά έπειτα, στα παράλληλα σύμπαντά μας όλοι και όλες βιώσαμε ενήλικες ζωές - ως δικηγόροι νομικής βοήθειας, ιστορικοί κ.λπ. Οπότε...

Η ζωή δεν πρέπει να είναι πολύ σοβαρή - μπορεί κάποιος να ζήσει με τη χαρά της ζωής, η οποία μπορεί να συμβαδίσει με τη δέσμευση να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο.

Την Παρασκευή 23 Μαΐου θα παίξετε στην Ελλάδα για πρώτη φορά -αν δεν κάνω λάθος-, στο πλαίσιο του 3rd Athens Pop Underground Fest.

Σε μια εποχή που οι λέξεις μοιάζει να έχουν χάσει το νόημά τους, τι σημαίνει για εσάς η «ποπ» και το «underground»;

Α, δεν ξέρω. Υποθέτω πως όταν με ρωτούν τι «είδος» μουσικής παίζουμε, λέω: «Mη δημοφιλή ποπ μουσική» Μου αρέσει επίσης η καλή δημοφιλής ποπ μουσική.

Υποθέτω ότι η ποπ σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνει εξαιρετικές μελωδίες, έλλειψη προσποίησης, καλούς στίχους και ειλικρίνεια.

Όσο για το «underground», υποθέτω πως έχει απλώς να κάνει με μια αίσθηση κοινότητας, ένα αίσθημα αλληλεγγύης, μια πολιτική στάση -είτε φανερή είτε όχι- και πάλι γενικά με κάτι το οποίο δεν είναι μέρος της φρικιαστικής μουσικής βιομηχανίας.

Ανυπομονώ να δω μια υπέροχη μουσική στην Αθήνα και είμαστε πολύ χαρούμενοι που προσκληθήκαμε να παίξουμε.

Ευχαριστώ θερμά την Frances Gibson για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγκροτήματος που συνοδεύει το κείμενο.

Οι The Cannanes εμφανίζονται ζωντανά την Παρασκευή 23 Μαΐου στο πλαίσιο του 3rd Athens Pop Underground Fest, το οποίο φιλοξενείται στο Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς). Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:00.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου