Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Χαμέντ Μπιν Ακίλ: «Είναι βέβαιο ότι υπάρχει κάποιο κενό στη μνήμη κάθε συγγραφέα»

 


Eν μέρει μυθοπλασία, εν μέρει δοκίμιο, o Στωικός εραστής, ένα αφήγημα για τον έρωτα, την πολιτική και την τέχνη, μάς εισάγει στον κόσμο του Σαουδάραβα μυθιστοριογράφου, δοκιμιογράφου, ποιητή και εκδότη Χαμέντ Μπιν Ακίλ.

Μια εκτενής συζήτηση με τον καταξιωμένο συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

«Η γραφή είναι εμμονή. Εννοώ την εμμονή με τη γραφή που ξεφεύγει από τα δεσμά της ταξινόμησης», λέει κάπου ο αφηγητής/συγγραφέας του Στωικού εραστή στον εκδότη  του.

Δεδομένου ότι ασχολείστε με τη γραφή μέσα από ποικίλες ιδιότητες -μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής, εκδότης- αποτελεί και για εσάς κάποιου είδους εμμονή, μια γύμνια;

Και τα δύο, αν και ένας εκδότης γνωρίζει περισσότερο αυτό το δίλημμα από τον συγγραφέα.

Λαμβάνω κείμενα στην Dar Jedar for Culture and Publishing που δεν είναι ταξινομημένα, εννοώ «είδη» που θα έπρεπε να ταξινομηθούν από εμένα.

Ως το 2008, χρονιά που δημοσιεύτηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Θέμα «ταξινόμησης», όπως το αναφέρετε στην ερώτησή σας. 

Πριν από αυτό, είχα τις ανησυχίες μου ως συγγραφέας σχετικά με τη λογοτεχνική «πολιτογράφηση» της γραφής μου.

Πίστευα, όμως, επίσης πως η απόλυτη «κατηγοριοποίηση» ενός έργου μάς βάζει σε ανώφελα και αντιφατικά μεταξύ τους διλήμματα.

Το πρώτο προηγείται της διαδικασίας της γραφής,  όταν το άγχος της «ταξινόμησης» κατευθύνει τον δημιουργό και συχνά τον ωθεί σε ένα συγκεκριμένο στερεότυπο, κι επομένως αναμενόμενο, σχήμα.

Το δεύτερο είναι εκείνο που ακολουθεί τη διαδικασία γραφής, όταν επιβάλλει την «εξουσία» του στον αποδέκτη, άρα καταλήγουμε σε μια στερεότυπη αφηγηματική τέχνη, καθώς και σε μια στερεότυπη «υποδοχή» ή πρόσληψη.

Κοιτάζοντας, όμως, το μακρινό παρελθόν μας, μπορούμε να αναρωτηθούμε για την τύχη των γραπτών που ταξινομήθηκαν;

Τι έχει πραγματικά απομείνει από τα ιερά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τι από την αραβική λογοτεχνία των Αββασιδών; Το περιεχόμενο έχει απομείνει και όχι το σε ποια κατηγορία ανήκουν τα αιώνια αυτά έργα.

Έπειτα, η ερώτηση αυτή προϋποθέτει ότι η απάντηση θα είναι ξεκάθαρη εκατό χρόνια μετά τον θάνατό μου, όταν το μυθιστόρημα εξαφανιστεί και έρθει μια νέα αφηγηματική τέχνη.

Κι αυτό θα  συμβεί, γιατί είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης δημιουργικότητας πως προσπαθεί να ξεπεράσει τους προκατόχους της και όταν φτάσει σε αδιέξοδο, θα σκεφτεί μια νέα τέχνη γραφής.

Κοιτάξτε πώς αντιμετωπίζουμε τώρα τα έργα που γράφτηκαν πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια: ως διαχρονικά μυθιστορήματα, ή κλασικά. Τότε, όμως, ίσως αντιμετωπίζονταν διαφορετικά.

Ίσως ένα από τα πράγματα που με ικανοποίησε πραγματικά ήταν αυτό που έγραψε ένας Σαουδάραβας ακαδημαϊκός για το μυθιστόρημά μου όταν πρωτοκυκλοφόρησε.

Το περιέγραψε ως «σπόρο ανανέωσης» για το σαουδαραβικό μυθιστόρημα που δε χρειάζεται να «ταξινομηθεί».

Με την επίγνωση και την ιδιότητα του εκδότη, καθώς και με το άγχος του συγγραφέα, λέω ότι είναι υπέροχο να μη στεκόμαστε σε σχήματα.

Και πως πρέπει να επινοούμε διαρκώς, τιμώντας την μεγάλη μας παράδοση και το ένδοξο πολιτισμικό παρελθόν μας, και να αναζητούμε συνεχώς τη νεωτερικότητα.

Το εν λόγω βιβλίο είναι, λοιπόν, αταξινόμητο: εν μέρει μυθοπλασία, εν μέρει πολιτικό και φιλοσοφικό δοκίμιο. Τι υπαγορεύει τη δομή του; Η ανάγκη της υπέρβασης των αφηγηματικών ορίων/στεγανών;

Όταν έγραψα τον εν λόγω βιβλίο, είχα ήδη ολοκληρώσει δύο βιβλία πάνω στην εφαρμοσμένη σημειολογική κριτική.

Αρχικά, δεν υπέθεσα ότι ετοιμαζόμουν να γράψω μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα, αλλά μια ιστορία για έναν μουσικό που γνώρισα, παρά την πεποίθησή μου πως η γραφή βιογραφιών δεν είναι γενικά χρήσιμη.

Επιθυμία μου ήταν να γράψω έστω ένα μέρος της βιογραφίας του γνωστού καλλιτέχνη Ταχίρ Χουσεΐν από την Υεμένη.

Στράφηκα, λοιπόν, σε τρεις παράλληλες ιστορίες, οι οποίες μπορούν να διαβαστούν και ως ανεξάρτητες ιστορίες, αλλά που επίσης έχουν σχέση με την κεντρική ιστορία και τον ήρωα του βιβλίου.

Έτσι προέκυψαν οι τρεις αυτές αυτόνομες ιστορίες, που έπειτα τις ένωσα με μεγάλη προσοχή, έκανα δηλαδή κάτι σαν την τέχνη ενός «γραπτού» κολάζ.

Όλα αυτά έγιναν χωρίς καμία πρόθεση, αλλά αποτέλεσαν μια δομημένη και στέρεα αφήγηση. Το ίδιο έκανα και σε προηγούμενα βιβλία.

Ασχολήθηκα με ένα νέο είδος γραπτής αφήγησης που ονομάζεται «εικονική βιογραφία», και όντως κυκλοφόρησαν τρία τέτοια βιβλία. Θα μπορούσε ο Στωικός εραστής να είναι το τέταρτο μέρος αυτής της σειράς.

Αυτό που μου προκάλεσε άγχος σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι ήμουν και ο εκδότης του βιβλίου.

Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε από την Dar Jedar for Culture and Publishing στην Αλεξάνδρεια, την οποία μοιράζεται μαζί μου ο ποιητής Khalaf Ali Al-Khalaf.

Θυμάμαι πως είχαμε μια μεγάλη συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα:

Την «κατηγοριοποίηση» του βιβλίου. Επειδή η γραφή είναι πειραματική, με αφηγηματικό περιεχόμενο, επικράτησε η «ταξινόμησή» του ως αφήγημα ή μυθιστόρημα.

Τελικά, ο εκδότης επικράτησε μέσα μου, μαζί με την εμμονή του να «ταξινομηθεί» το έργο ως αφήγημα ή μυθιστόρημα για λόγους μάρκετινγκ, παρά τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας υπέρβασης των στερεοτύπων.

Έμεινε στον συγγραφέα, που συνήθως απαντά συναινετικά στις πρακτικές λύσεις, να το δεχτεί.

Η ταξινόμηση των λογοτεχνικών κειμένων κατά τη γνώμη μου είναι δουλειά που εξυπηρετεί τον εκδότη.

«Οι συγγραφείς, με την πρώτη λέξη που γράφουν, περνούν από την πραγματική διάσταση της ζωής σε ένα κενό μνήμης», αναλογίζεται ο αφηγητής/συγγραφέας. Μου το εξηγείτε;

Νομίζω ότι νιώθω όπως όλοι οι συγγραφείς σε όλο τον κόσμο. Ανήκουμε σε μια «παράξενη» κοινότητα, που δεν απολαμβάνει συνήθεις σχέσεις και δεσμούς όπως οι οικογενειακές σχέσεις, για παράδειγμα.

Η κοινότητά μας έχει υποθετικές και ανεξάρτητες σχέσεις που δεν μπορούν να προσδιοριστούν με μια ή δυο κουβέντες.

Γι’ αυτό σκέφτηκα κάποια στιγμή να γράψω ένα θεατρικό έργο όπως οι Βάτραχοι, και να καλέσω κάποιους συγγραφείς, όπως έκανε ο Αριστοφάνης με τους ποιητές Ευριπίδη και Αισχύλο.

Όχι για να τους δικάσω, αλλά για να τους κάνω μερικές σύντομες ερωτήσεις σχετικά με την τέχνη της γραφής:

Γιατί γράφεις; Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός ή η «χρησιμότητα» της γραφής, τελικά; Τι προβλέπεις για τα γραπτά σου μετά τον θάνατό σου;

Ίσως «καλέσω» και τον  Χένρι Μίλερ, τον Νερούδα, τον Μπόρχες, τον Καζαντζάκη, τον Φόκνερ και τον Μοράβια, κι από τον αραβικό κόσμο τον Αμπντέλ Ραχμάν Μουνίφ.

Για να καταλάβω τη φύση της σκέψης και των συλλογισμών των συγγραφέων, την αργή διάρκεια της γραφής στη σημερινή εποχή, την αντοχή τους στον χρόνο.

Αλλά και το πώς μετατρέπεται η μνήμη σε τέχνη που αφορά τους προσωρινούς μας κόσμους, αλλά και εκείνους που έρχονται, και που είναι ρευστοί και άγνωστοι. Γι’ αυτό το χθες, που μετατρέπεται σε μνήμη και ιστορία, υλικό δημιουργίας.

Είναι βέβαιο ότι υπάρχει κάποιο κενό στη μνήμη κάθε συγγραφέα.

Αυτό το κενό είναι το υλικό που θέλει να επινοήσει, να μετατρέψει το τίποτα σε μια απόδειξη, μια «μαρτυρία» ότι κάτι συνέβη, υλικό το οποίο από μόνο του χάνεται με το πέρασμα του χρόνου, και μετατρέπεται πάλι σε «τίποτα».

Τι συμπυκνώνουν οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του βιβλίου -η Μαριάμ, ο Δάσκαλος, ο βασιλιάς, ο αυτοδίδακτος δεξιοτέχνης στο ούτι, ο εκδότης- είτε αυτοτελώς είτε σε σχέση με τον αφηγητή/συγγραφέα;

Στις τρεις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος υπάρχει συζήτηση για το μυθιστόρημα μετά την έκδοσή του.

Αναφέρονται και σε κάποια σχόλια  αναγνωστών και για τους χαρακτήρες του που πλαισιώνουν τον συγγραφέα, ο οποίος είναι ο «βασικός» χαρακτήρας του βιβλίου.

Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η προσωπική εμπειρία του συγγραφέα επηρεάζει τις αντιλήψεις του, τους ίδιους τους χαρακτήρες που σκιαγραφεί και τα γεγονότα.

Αυτό συμβαίνει πάντα, σε οποιοδήποτε έργο, ακόμη κι αν ο συγγραφέας εργάζεται πάνω σε μια δυστοπία ή σε ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας.

Ωστόσο, στον Στωικό εραστή ο χαρακτήρας του μουσικού, ο οποίος είναι πραγματικός, τον γνώρισα το 2006 και συνεχίσαμε να είμαστε φίλοι μέχρι τον θάνατό του το 2023, είναι ο πιο σημαντικός από τους υπόλοιπους γιατί υπήρξε στην πραγματικότητα.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες, ακόμη και ο χαρακτήρας του «Δασκάλου», έχουν επινοηθεί και διαθέτουν κάτι από εμένα.

Τουλάχιστον μεταφέρουν κάποιες ιδέες μου, τις ανησυχίες και τους προσωπικούς φόβους μου ακόμα και τη νοσταλγία για το παρελθόν, κ.λπ.

«Σαν άλλη πρωτόπλαστη γυναίκα που ξέφυγε από τα δεσμά της υποταγής, πληρώνοντας το ακριβό τίμημα της αιώνιας περιπλάνησης», η Μαριάμ είναι μια γυναίκα που πάλλεται από ερωτική επιθυμία και είναι θύμα της πατριαρχίας.

Πόσο αντιπροσωπευτική μιας νεότερης γενιάς Σαουδαραβισσών γυναικών είναι;

Η Λίλιθ, Μαριάμ ή Χανάντι. Νομίζω ότι είναι ο χαρακτήρας για τον οποίο σκέφτηκα περισσότερο ενώ έγραφα το μυθιστόρημα.

Στη Χριστιανική παράδοση η Μαριάμ είναι η Παρθένος Μαρία, ενώ η Λίλιθ στο Βιβλίο της Γένεσης είναι η προβληματική γυναίκα που διαπλέκεται στην αρχαία εβραϊκή σκέψη, ίσως και η «Λάιλα» ανάμεσα στους Άραβες στα πρώτα τους ποιητικά κείμενα.

Στο Βιβλίο της Γένεσης η Λίλιθ δραπετεύει από τον Παράδεισο προκειμένου να μην υποταχθεί στον Αδάμ. Στη σουμερική παράδοση συνδέεται με τους ανέμους, τις καταιγίδες, τις ασθένειες και τον θάνατο.

Είναι επίσης αυτή που ξέφυγε από τον Γκιλγκαμές όταν αυτός ξερίζωσε την ιτιά.

Η Μαριάμ είναι μια νέα κοπέλα, μια παρθένα που φλέγεται από ερωτική επιθυμία, αλλά έχει πολλές εσωτερικές συγκρούσεις.

Η Μαριάμ δε σχετίζεται μόνο με τη σεξουαλική επιθυμία μιας νέας καταπιεσμένης γυναίκας, «απεικονίζει» τα βασικά κίνητρα στη γυναικεία φύση, την προσπάθειά της να κατανοήσει τον εαυτό της και τους άλλους γύρω της.

Οι συνεχείς αντιφάσεις της σε σχέση με την καταπίεση που αντιμετωπίζει την καθιστούν ελκυστική και μυστηριώδη.

Η Mαριάμ είναι μια νέα ύπαρξη, δεκαοκτώ μόλις ετών Είναι λαμπερή, πολλά υποσχόμενη και επαναστατική.

Εγκαταλείπει τη συσσωρευμένη ανθρώπινη εμπειρία της κοινωνίας όπου ζει, για να κάνει το άλμα προς την ελευθερία, επαναστατεί κάθε μέρα και μετατρέπει τη ζωή της σε μια ιστορία για τη γυναικεία χειραφέτηση.

Η Μαριάμ, όπως και οι γυναίκες στη Σαουδική Αραβία, είναι μέρος αυτού του κόσμου και έχουν το ίδιο ανθρώπινο βάθος:

Επιθυμίες, αγάπη, φόβους, θυσίες, ακόμη και την καταδίκη, την καταπίεση και το όνειρο της απόλυτης ελευθερίας για τον εαυτό τους και για τις γυναίκες σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία.

«Πόσο λυπάμαι για εκείνους που καταπιέζουν τις επιθυμίες τους, που ζουν μέσα στην ψευδαίσθηση της δήθεν υπεροχής και μιας πλασματικής αγνότητας παραμένοντας δέσμιοι σε ό,τι υπονομεύει [...] τη χαρά τους», αποφαίνεται ο Δάσκαλος.

Πόσο ισχυρά πνέει ο «άνεμος» ανανέωσης -κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά- στη Σαουδική Αραβία, μια χώρα συντηρητική; Και πόσο πιθανή εκτιμάτε ότι είναι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή;

Ο Στωικός Εραστής γράφτηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή σε μια περίοδο που εγώ -ίσως και άλλοι- δεν ονειρευόμασταν πως θα γινόμασταν μάρτυρες θεμελιωδών αλλαγών στη χώρα μας.

Σήμερα, στη Σαουδική Αραβία, ένας νεαρός πρίγκιπας που βρίσκεται στη σκιά του Βασιλιά πατέρα του κατάφερε να κάνει την τεράστια διαφορά.

Να κερδίσει το στοίχημα για την κοινωνική αλλαγή, ένα στοίχημα που δεν μπορούσε να επιτευχθεί εύκολα στη χώρα μου.

Κατά τη διακυβέρνηση του προηγούμενου βασιλιά, θυμάμαι ότι είπε στον παρουσιαστή ενός από τα Δυτικά τηλεοπτικά κανάλια:

«Στη Σαουδική Αραβία, έχουμε γυναίκες που οδηγούν τα αυτοκίνητά τους γιατί χρειάζεται να το κάνουν».

Κανείς δεν κατάφερε να συλλάβει αυτή τη δήλωση του αείμνηστου βασιλιά και η κατάσταση παρέμεινε ως είχε, επειδή η κοινωνία ανέπνεε ακόμα κάτω από το βάρος τεσσάρων δεκαετιών που παραμόρφωσε τα πάντα στο όνομα της θρησκείας.

Ήταν μια εποχή που όλοι, εκτός από το θρησκευτικό κατεστημένο, απαιτούσαν από τις γυναίκες να οδηγούν τα αυτοκίνητά τους.

Αλλά, με την έλευση του σημερινού βασιλιά και του διαδόχου του, πολλά έχουν αλλάξει.

Με μια τολμηρή πολιτική απόφαση και ένα φιλόδοξο όραμα κινούμαστε «εντός του συγχρονου πολιτισμού του ανθρώπου».

Με τη διακαή επιθυμία να εκπροσωπήσουμε τη χώρα μας και να την «εξάγουμε» ως μέρος της ανθρώπινης ανάπτυξης και της ευημερίας, όχι ως αποκομμένη από την ανθρώπινη ύπαρξη και την πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.

Οι άνθρωποι ανταποκρίνονται πάντα σε θαρραλέες πολιτικές αποφάσεις.

Ειδικά σε αυτές που δε βλάπτουν τις αρχές τους, αλλά τους απαλλάσσουν από πολλές από τις ψευδαισθήσεις και τις υπερβολές που υπήρξαν κάτω από έναν αυστηρό θρησκευτικό καθεστώς. Αυτό συμβαίνει σήμερα στη Σαουδική Αραβία.

Ο σημερινός βασιλιάς και ο διάδοχός του ηγήθηκαν της αλλαγής και η ανταπόκριση του λαού ήταν εκπληκτική και υπόσχεται ένα λαμπρό μέλλον.

«Το πάθος ενός ανθρώπου, η αφοσίωσή του σε μια ιδέα, σ’ έναν σκοπό, αρκεί για να ασκήσει μια τόσο λυτρωτική δύναμη πάνω του», συνειδητοποιεί ο αφηγητής ακούγοντας τον μουσικό. Τι σας παθιάζει προσωπικά, σε τι είστε αφοσιωμένος;

Για να επιστρέψουμε στην προ του 1979 κοινωνία, την κοινωνία του κοινωνικού πλουραλισμού και της ανεκτικότητας, τότε που είχαμε σινεμά συναυλίες, τα πάντα, και μετά όλα άλλαξαν όλα ξαφνικά.

Το μυθιστόρημα γράφτηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια, επτά χρόνια πριν ο βασιλιάς Σαλμάν αναλάβει την εξουσία στη Σαουδική Αραβία και πριν από τον ερχομό του γιου του και διαδόχου που κατά την άποψή μου βρίσκονται τώρα στον σωστό δρόμο.

Πριν από αυτό, τα πράγματα δεν ήταν όπως τα θέλαμε.  Κυρίως για μένα, που ένιωθα πάντα σαν τον Πλάτωνα και οι ονειροπολήσεις μου στρέφονταν  συχνά γύρω από την τέχνη και τη μουσική.

 «Ο εκδοτικός κλάδος, ειδικά στον αραβικό μας χώρο, πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι[...] πολύ πικρός», εξομολογείται αλλού. Σε τι συνίσταται η πικρότητά του;

Η πικρία πηγάζει από πολλά πράγματα, ειδικά όταν εμείς στην Jedar Publishing Company αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε διεθνή πρότυπα στην επεξεργασία των κειμένων και στο μάρκετινγκ των ηλεκτρονικών εκδόσεων.

Πολλοί από τους διάσημους συγγραφείς του αραβικού κόσμου δεν πίστεψαν στις εξελίξεις που θέλαμε να συμβούν στον εκδοτικό μας κλάδο.

Λες και η εξαφάνιση των έντυπων εφημερίδων δεν ήταν ένα μάθημα για την αναγκαιότητα μετάβασης σε έναν νέο ορίζοντα.

Επίσης, οι εκδόσεις στον αραβικό κόσμο δεν μπορούν να γίνουν μεγάλη δύναμη κυρίως εξαιτίας της ύπαρξης της λογοκρισίας σε όλες σχεδόν τις αραβικές χώρες, καθώς και της «διφορούμενης» σχέσης που επικρατεί μεταξύ συγγραφέα και εκδότη.

«Δεν είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση ούτε τους κριτικούς λογοτεχνίας ούτε τους συντάκτες λογοτεχνικού ρεπορτάζ», παραδέχεται σκωπτικά.

Ποια είναι η δικιά σας σχέση τόσο με τη σαουδαραβική -και εν γένει αραβική- λογοτεχνική κριτική;

Η λογοτεχνική κριτική είναι ο ερμητικός μου λαβύρινθος, σύμφωνα με τον Umberto Eco. Είναι το δικό μου έργο, μέσω του οποίου εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στους συγγραφείς της χώρας μου και του αραβικού κόσμου για τα διακεκριμένα τους γραπτά.

Ανήκω σε μια γενιά που είχε παραμεληθεί από τους κριτικούς λογοτεχνίας, τουλάχιστον περισσότερο από τη γενιά που προηγήθηκε.

Μου φαινόταν ότι, αν η γενιά μου και αυτοί που τους ακολούθησαν ήθελαν κριτική προσοχή, θα την έβρισκαν μόνο από εκείνους που θα είχαν την καλή διάθεση να τους πλησιάσουν.

Γι’ αυτό οι πρώτες μου κριτικές εμπειρίες, που ξεκίνησαν στα τέλη του 2001 μέχρι το 2003, και που δημοσίευσα μέσω ηλεκτρονικών ιστότοπων ήταν δημοφιλείς εκείνη την εποχή. Μετά προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο, Η Νομολογία του Χάους.

Το κριτικό μου έργο συνεχίστηκε. Ίσως ένας από τους λόγους για την ενασχόλησή μου με την κριτική είναι η πεποίθησή μου ότι η αραβική κριτική, ως επί το πλείστον, ασκεί τη «μετάφραση» θεωριών σε βάρος των κριτικών εφαρμογών.

Επομένως, προσπάθησα να προσεγγίσω την κριτική σε μοντέλα που θα μπορούσαν να αναπτύξουν μηχανισμούς ανάγνωσης και γραφής των Αράβων συγγραφέων.

Μέχρι στιγμής, έχω πέντε κριτικά βιβλία, τα οποία είναι όλα σημειωτικές εφαρμογές και χρήση θεωριών πρόσληψης στη μελέτη επιλεγμένων κειμένων από Σαουδάραβες συγγραφείς, συγγραφείς από χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου ή από τον αραβικό κόσμο.

Ο «αραβικός κόσμος», λοιπόν, θύμα ενός μανιχαϊστικού οριενταλισμού, είναι -στη «Δύση»- μια έννοια «θολή»: ενίοτε μυθοποιημένη, ενίοτε παρεξηγημένη, ενίοτε σκόπιμα υποτιμημένη.

Γεφυρώνουν βιβλία όπως το δικό σας -και κυρίως η κυκλοφορία του(ς) στην Ευρώπη- αντιληπτικά και πολιτισμικά χάσματα, ανοίγοντας «μονοπάτια» επικοινωνίας;

Η πρώτη πρόταση να μεταφραστεί το βιβλίο μου ήρθε το 2009 και ήταν μια πρόταση να μεταφραστεί το μυθιστόρημα στα γαλλικά.

Προέκυψε, όμως, μια διαμάχη μεταξύ του μεταφραστή και του προτεινόμενου εκδότη σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησης του έργου, οπότε σταμάτησε εκεί.

Όσο για μένα, δεν ήμουν ενθουσιώδης εκείνη την εποχή για τη μετάφραση του μυθιστορήματος για δύο λόγους:

Ο πρώτος είχε να κάνει με τη μεταφράστρια και ο άλλος με τον τρόπο χρηματοδότησης του έργου, στον οποίο δε θα έπρεπε να είμαι μέρος της.

Αλλά υπήρχε και ένας τρίτος λόγος, κι αυτός συνοψιζόταν στις ανησυχίες μου σχετικά με την υποδοχή του έργου μου από τους αναγνώστες, αλλά και τους κριτικούς λογοτεχνίας στην Ευρώπη.

Ένα «σαουδαραβικό» μυθιστόρημα από τη μυθική Ανατολή υπόκειται στο σκόπιμα στερεότυπο που το παρουσιάζει σαν κάτι που δεν είναι.

Με την ελληνική μετάφραση τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Ήξερα την Πέρσα Κουμούτση από τα βιβλία της, ήξερα ότι ήταν δεινή και έμπειρη μεταφράστρια.

Μαζί μάλιστα με την περικοπή κάποιων μακροσκελών αφηγήσεων του Δασκάλου που διατάρασσαν τη ισορροπία του έργου, θεωρώ ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα αναρωτιέμαι πώς θα είναι η πρόσληψη του μυθιστορήματός μου.

Διότι, παρά τις πολυάριθμες αναγνώσεις μου της ελληνικής λογοτεχνίας και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και τις γνώσεις μου για την εποχή των Καζαντζάκη, Καβάφη, Ρίτσου και άλλων, δε γνωρίζω  πολλά για τη σημερινή εποχή.

Αλλά παρότι δε γνώριζα πολλά για τη σύγχρονη ελληνική παραγωγή, ήξερα ότι είχα να κάνω με μια έμπειρη μεταφράστρια, συγγραφέα η ίδια βιβλίων που είχα διαβάσει.

Βέβαια, δε σταμάτησα ποτέ να αναρωτιέμαι για το εύρος των γνώσεών μου για το ελληνικό πολιτιστικό περιβάλλον και επομένως το μέγεθος των προσδοκιών μου για την ελληνική υποδοχή ενός κειμένου.

Το μυθιστόρημα ίσως δεν ήταν το πρώτο από την Ανατολή.

Ήταν, όμως, το πρώτο που μεταφραζόταν απευθείας από την αραβική γλώσσα, χωρίς να υπάρχει ενδιάμεση μετάφραση, αγγλική ή άλλη, που να με προϊδεάζει ή να με προετοιμάζει για την υποδοχή του μυθιστορήματός μου από ένα ευρωπαϊκό κοινό.

Εξάλλου, φοβόμουν ότι ο Δυτικός αναγνώστης έχει ως μέτρο σύγκρισης τη μεγάλη κληρονομιά κειμένων, όπως Χίλιες και Μία Νύχτες και δε σταματά εκεί.

Ίσως, μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, να περιμένω τι θα γίνει. Πρέπει να αρχίσεις να κάνεις κάτι για να δεις σε τι θα οδηγήσει.

Θα θεωρούσα ότι το πρώτο βήμα ήταν το άνοιγμα ενός μονοπατιού επικοινωνίας με τον Δυτικό αναγνώστη, όπως αναφέρετε.

«Οι άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν, να κλείνουν τα μάτια μπροστά στη βαρβαρότητα και το βασανισμό, ακόμα κι αν αυτός αφορά άλλους ανθρώπους. [...] Προτιμούν να αποστρέφουν το βλέμμα», σχολιάζει ο αφηγητής/συγγραφέας.

Στην εθελοτυφλία πολλών -κυρίως στη Δύση, αλλά και στον αραβικό κόσμο- οφείλεται η αδιαφορία για την εν εξελίξει γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα; Εσείς πώς τοποθετείστε ηθικά σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα;

Tα Μέσα Ενημέρωσης που ασχολούνται με την παραποίηση και την άρνηση της πράξης της σφαγής, καθώς και αυτά που τη διέπραξαν, πρέπει να απομονωθούν από τις υπόλοιπες μάζες στη Μέση Ανατολή και τον κόσμο γενικότερα.

Σε ένα γενικό ανθρωπιστικό επίπεδο κανείς δεν εγκρίνει τη γενοκτονία σε καμία γειτονιά της γης και με καμία δικαιολογία.

Όπως ακριβώς οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της παλαιστινιακής υπόθεσης δεν εγκρίνουν τη γενοκτονία που συνέβη στους Εβραίους στα ναζιστικά στρατόπεδα, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν Εβραίοι και οι υπόλοιποι λαοί του κόσμου που δεν εγκρίνουν τη βάναυση γενοκτονία που συμβαίνει στη Γάζα και στο λαό της και τα βασανιστήρια που υφίσταται στα χέρια του ισραηλινού στρατιωτικού μηχανισμού.

Η ηθική θέση σε ένα θέμα όπως αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να συζητηθεί.

Απορρίπτω, όπως κάθε κανονικός άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη, κάθε μορφή εξτρεμισμού, γενοκτονίας, δολοφονίας, λεηλασίας πλούτου, δήμευσης ή καταπάτησης ελευθεριών.

Θα μείωνε το δικαίωμα ενός λαού ή μιας μειονότητας σε μια αξιοπρεπή ύπαρξη, ζωή, ανάπτυξη και ευημερία. Είναι απεριφραστα καταδικαστέα.

«Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει αν δεν νιώσει πρώτα ελεύθερος», συμπεραίνει ο αφηγητής/συγγραφέας. Πόσο εφικτή είναι η επίτευξη και η απόλαυση της προσωπικής -και κυρίως της συλλογικής- ελευθερίας σε έναν ανελεύθερο κόσμο;

Η ελευθερία υπάρχει μέσα σε ένα πλήρες ηθικό σύστημα και οι ελευθερίες τελειώνουν όταν απειλούν τις ελευθερίες των άλλων.

Αυτό είναι γνωστό στη δημόσια σφαίρα, αλλά στη Σαουδική Αραβία βρισκόμασταν μπροστά σε έναν αποκλεισμένο κοινωνικό ορίζοντα.

Έναν ορίζοντα στον οποίο η θρησκεία είχε «χρησιμοποιηθεί» με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πρεσβεύει το Ισλάμ, και το Ισλάμ είναι μια θρησκεία ελευθερίας, ανεκτικότητας και αγάπης.

Τα πράγματα έχουν αλλάξει από το 2015, όπως ανέφερα. Είμαστε πλέον έτοιμοι να απολαύσουμε την αγάπη μας για τη μουσική και τις τέχνες.

Μπορούμε να ζούμε κανονικά, αφού τα πράγματα επανήλθαν στην κανονικότητά τους και η παλιά κοινωνική νοοτροπία διαλύθηκε με την αναπαραγωγή του θρησκευτικού λόγου υπό το πρίσμα ενός επιτυχημένου πολιτικού οράματος.

Η γενιά μου μπορεί να έχασε λίγη από τη ζωή της, όπως συνέβη και με τον Στωικό εραστή, αλλά παρακολουθώ τη γενιά των παιδιών μου να αναπνέει με διαφορετικό τρόπο, να πηγαίνει στο θέατρο, να ακούει μουσική, να βλέπει κινηματογράφο.

Απολαμβάνουν τον πολιτισμό και την λογοτεχνία ανδρών και γυναικών της Σαουδικής Αραβίας, η οποία δημιουργεί πλέον σε καθημερινή βάση νέους αποδέκτες και είναι έτοιμη να ενταχθεί στον υπόλοιπο «κόσμο»:

Είμαστε ένα εποικοδομητικό μέρος αυτού του κόσμου, ένα ουσιαστικό μέρος του ανθρωπιστικού μηνύματός του.

Είμαστε κι εμείς σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού που μπορεί να εκφράσει άφοβα το πλουραλιστικό του απόθεμα σε όλα τα επίπεδα.

Ευχαριστώ θερμά την Πέρσα Κουμούτση για το μεράκι και την φροντίδα στη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα αραβικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Ευχαριστώ επίσης την Μαρία Ζαμπάρα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο.

Το βιβλίο του Χαμέντ Μπιν Ακίλ Ο στωικός εραστής κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση της Πέρσας Κουμούτση.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου