Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Αλαΐδε Βεντούρα Μεδίνα: «Η ενεργή φιλία είναι για μένα ο πιο σταθερός δεσμός»

 


Ανησυχαστική ανατομία της ενδοοικογενειακής/πατριαρχικής βίας, το μυθιστόρημα Ραγισμένοι μάς συστήνει την Μεξικάνα συγγραφέα, ανθρωπολόγο και εκδότρια Αλαΐδε Βεντούρα Μεδίνα.

Πτυχές του σκοτεινού της σύμπαντος «φωτίζει» η συγγραφέας στην λακωνική συνέντευξη που μας παραχώρησε με αφορμή την προ λίγων εβδομάδων κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.

Αφιερώνεις τους Ραγισμένους, το ανησυχαστικό πρώτο σου μυθιστόρημα που κυκλοφορεί στα ελληνικά, στον αδελφό σου, «που σίγουρα ήταν συνεργός» σου. Σε τι;

Ο αδερφός μου κι εγώ δεν προερχόμαστε από καμιά ιδεώδη παιδική ηλικία, αυτός όμως δεν κατέφυγε στη σιωπή, όπως ο πρωταγωνιστής του βιβλίου.

Η αφιέρωση είναι επίσης ένας τρόπος να αποδεσμευτώ από την αυτοαφήγηση (αφήγηση του εγώ), ένα είδος disclaimer. Οι Ραγισμένοι είναι ένα βιβλίο μυθοπλασίας.

Eυχαριστείς, εξάλλου, τις φίλες σου, την «πατρίδα» σου, όπως τις αποκαλείς. Με ποια έννοια;

Πατρίδα κατασκευασμένη και επιλεγμένη, η κοινότητά μου. Η ενεργή, συνεργατική και οριζόντια φιλία είναι για μένα ο πιο σταθερός δεσμός.

Ευχαριστείς, τέλος, «όλους αυτούς που ράγισαν, τα φαντάσματα και αυτούς που κυκλοφορούν κουβαλώντας τα κομμάτια τους». Νιώθεις -ή ένιωθες- μέλος αυτής της θλιβερής και ηττημένης συντεχνίας; Κι αν ναι, γιατί;

Πολλές φορές υπήρξα μέλος αυτής της συντεχνίας, αλλά πέρα απ’ αυτό, πιστεύω πως κάποιοι άνθρωποι μπορεί να νιώσουν ότι ταυτίζονται με την ιστορία και με ενδιαφέρει να τους πω ότι δεν είναι μόνοι τους.

Τα κομμάτια της θραυσματικής/θρυμματισμένης κοινής ζωής της με τον αδελφό της εντός ενός κακοποιητικού οικογενειακού περιβάλλοντος προσπαθεί, πάντως, να ανασυνθέσει και να ενώσει η αφηγήτρια του μυθιστορήματος.

Γι’ αυτό και καταφεύγει στις φωτογραφίες που έχουν διασωθεί/αποθησαυριστεί από τον αδελφό της; Ή (και) γιατί η μνήμη είναι, έτσι κι αλλιώς, χαοτική, θραυσματική και θρυμματισμένη;

Χωρίς αμφιβολία, η μνήμη είναι ζαβολιάρα, είναι ένα πρόγραμμα επεξεργασίας βίντεο που φορτώνει τις σκηνές κατά βούληση, κάποιες απ’ τις οποίες μένουν για πάντα, ενώ άλλες εξαφανίζονται.

Όταν τις συγκρίνουμε με τις υλικές αποδείξεις, όπως είναι οι φωτογραφίες, είναι πιθανό να παραχθεί κάποια δυσαρμονία, ένα είδος σκοτεινού καθρέφτη στον οποίο δε θέλουμε να κοιτάξουμε.

«Τι είναι οι αναμνήσεις αν όχι ένα σύνολο από αληθοφάνειες; Ό,τι πιο κοντινό στην αλήθεια και ταυτόχρονα κάτι εντελώς ξένο. Τα γεγονότα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί», διερωτάται η αφηγήτρια.

Επινοούμε τον εαυτό μας μέσω των αναμνήσεων;

Κατά κάποιο τρόπο, ναι, νομίζω. Πιστεύουμε ότι είμαστε η ιστορία μας, ότι το παρελθόν μας μάς καθορίζει. Η ζωή σαν μια διαδρομή που μας έφερε μέχρι εδώ, αντί για μια σπείρα που μας κάνει να επιστρέφουμε διαρκώς στο ίδιο σημείο.

«Ο πρώτος πόλεμος μερικές φορές είναι το σπίτι. Η πρώτη χαμένη πατρίδα, η οικογένεια», διαπιστώνει. Πόσο δύσκολο είναι να συνεχίζεις να πολεμάς όταν χάνεις τις μάχες, χάνοντας και «πατρίδες»;

Είναι πολύ δύσκολο. Αλλά και κάπως απελευθερωτικό, αισθάνομαι, δε θέλω όμως να κάνω spoiler.

«Η ενοχή είναι μια ασθένεια με περίπλοκη θεραπεία. Αν δεν τη φροντίσεις σωστά, χειροτερεύει με τα χρόνια. Τρέφεται με άλλα συναισθήματα, που μεταβολίζει προς όφελός της», συνεχίζει. Έχεις ανακαλύψει κάποια θεραπεία για την ενοχή;

Νομίζω ότι, όπως λέει η αφηγήτρια, μαθαίνεις να ζεις με την ενοχή. Δεν ξέρω αν εξαλείφεται, κατά πάσα πιθανότητα όχι, και ίσως να μην είναι αυτό το επιθυμητό, επειδή μας συνδέει με κάποια σημεία στοργής και ευγνωμοσύνης που είναι ευχάριστα.

«Η σιωπή είναι ένα κενό, αλλά έχει βάρος. Είναι η ομίχλη που σκεπάζει τον κόσμο. Θολώνει την όραση. Πνίγει. Είναι μια κόπωση που μοιράζεται και μεταδίδεται. Η ψευδεπίγραφη ηρεμία που προηγείται της σφαγής», συμπεραίνει. Καταπολεμάται;

Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας την πολεμάει, αλλά φτάνει στο άλλο άκρο, στην ευφορία, στην κραυγή.

«Κάποτε διάβασα ότι η σιωπή είναι ένας αποχαιρετισμός. Ο πρώτος θάνατος, κατά μία έννοια», υποστηρίζει. Το πιστεύεις κι εσύ;

Το πίστευα τη στιγμή που έγραφα το βιβλίο.

«Πολλοί πιστεύουν ότι η μοναξιά είναι ένα είδος ασθένειας. Το σκέφτομαι και εγώ μερικές φορές», αποφαίνεται. Κοινωνική ασθένεια πιο πολύ;

Δεν ξέρω. Η μοναξιά είναι κάτι πολύ προσωπικό, κάτι μέσα μας, μάλλον, παρά έξω.

«Η αγάπη είναι πάντα μια προδοσία, γιατί συνεπάγεται μια επιλογή και κάθε επιλογή συνοδεύεται από μια απάρνηση. Η αγάπη είναι ένα διαρκές δίλημμα ηθικής και δεοντολογικής φύσης», ισχυρίζεται. Πώς επιλύεται ένα τέτοιο δίλημμα;

Δε λύνεται, αποδέχεσαι την απώλεια. Αυτό είναι που κάνω εγώ δηλαδή, και μετά περνάω τη ζωή μου να φαντασιώνομαι θρυμματισμένους κόσμους.

«Η σύγχυση, μερικές φορές, είναι προτιμότερη από τη σαφήνεια. Να ζεις με τα μάτια μισόκλειστα. Στη ζάλη του παραληρήματος, τα περισσότερα πράγματα έχουν αποχρώσεις», δηλώνει. Αποζητάς κι εσύ τη «ζάλη του παραληρήματος»;

Δε θα έλεγα ότι την αποζητώ, επειδή συνεχίζω να την κατοικώ.

Tο μυθιστόρημά σου διαβάζεται απνευστί. Ποια είναι η σχέση της ανάσας με την γραφή, κατά τη γνώμη σου;

Μου αρέσει η γραφή σαν αποφόρτιση, να μπαίνει και να βγαίνει, να εισπνέει και να εκπνέει, και να γίνεται ξεχωριστή. Αυτό το είδος γραφής απολαμβάνω περισσότερο και ως αναγνώστρια, άλλωστε.

Η Ασπασία Καμπύλη μετέφρασε τις ερωτήσεις μου στα ισπανικά και τις απαντήσεις της συγγραφέως στα ελληνικά. Την ευχαριστώ θερμά!

Το μυθιστόρημα της Αλαΐδε Βεντούρα Μεδίνα Ραγισμένοι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση της Μαρίας Αθανασιάδου.



Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ: «Μέσω της γραφής προσδιορίζω τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών»

 


Μέσα από τις ιστορίες τριών γυναικών, το μυθιστόρημα της Καμερουνέζας συγγραφέως και ακτιβίστριας Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ, Οι ανυπάκουες, αναδεικνύει με τρόπο δεξιοτεχνικό και επώδυνο όλες τις διαστάσεις της πατριαρχικής βίας.

Μια συνομιλία με την συγγραφέα, με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Θίνες του βραβευμένου με Γκονκούρ και πολυσυζητημένου βιβλίου της.

Γεννημένη στο βόρειο τμήμα του Καμερούν, ανήκετε στην φυλή των Πελ, είστε μουσουλμάνα και εξαιρετική αφηγήτρια, με διαύγεια μυαλού και βαθύ όραμα. Από πού πηγάζει η σύνδεσή σας με την γραφή;

Είχα μια γεύση από βιβλία στα οκτώ μου, με ένα παιδικό μυθιστόρημα που μιλάει για ένα μαγεμένο δάσος, ξωτικά, νεράιδες, τον τίτλο του οποίου δυστυχώς δε θυμάμαι πια.

Ήταν ένας μαγεμένος -μαγικός, θα έλεγα-, κόσμος από τον οποίο δεν ήθελα ποτέ να φύγω.

Το πάθος μου για το διάβασμα γεννήθηκε από αυτό το βιβλίο. Στον απόηχο αυτού του πάθους, πάντα έγραφα και ζωγράφιζα.

Στην πραγματικότητα, διατηρούσα ήδη ημερολόγιο, αλλά η λογοτεχνική έκφραση μ’ έκανε να αποκτήσω επίγνωση των κοινωνικών πραγματικοτήτων της δικής μου κοινωνίας.

Μέσω της γραφής προσδιορίζω τα κακά που προσβάλλουν την ευαισθησία μου, και συγκεκριμένα τις διακρίσεις που γίνονται σε βάρος των γυναικών.

Μέσα από τις ιστορίες τριών γυναικών, το μυθιστόρημά σας, Οι ανυπάκουες, αναδεικνύει, λοιπόν, με τρόπο δεξιοτεχνικό και συχνά επώδυνο όλες τις διαστάσεις του θεσμού της πολυγαμίας και της πατριαρχικής βίας, γενικότερα.

Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει ακόμη ένας τόσο αναχρονιστικός θεσμός στο Καμερούν και αλλού, πόσα βήματα έχουν γίνει για την κατάργησή του, τόσο σε θεσμικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο, και πόσα απομένουν;

Πρώτα απ’ όλα, το μυθιστόρημα Οι ανυπάκουες τονίζει την βία κατά των γυναικών στις κοινωνίες μας, στο Καμερούν και σε ολόκληρο το Σαχέλ, κατ’ επέκταση στην Αφρική και πολύ πέρα ​​από αυτήν. Καθολικό ζήτημα.

Αυτή η βία προκαλείται ιδίως από τις βλαβερές πτυχές των παραδόσεων και των αμαλγαμάτων αυτών των παραδόσεων και των κακών ερμηνειών της θρησκείας.

Στο Καμερούν, όπως και σε όλες σχεδόν τις χώρες της Αφρικής, η πολυγαμία είναι νόμιμη και παραμένει βαθιά αγκυρωμένη σε μια κοινωνία βυθισμένη σε κοινωνικο-πολιτιστικούς περιορισμούς.

Είμαι φυσικά κατά αυτού του συζυγικού καθεστώτος.

Το πρόβλημα, όμως, αν γίνει αποδεκτό πως οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κάνουν την επιλογή τους, έγκειται πάνω από όλα στο ότι οι άνδρες είναι αυτοί που επιβάλλουν αυτό το καθεστώς στις γυναίκες τους.

Παίρνουν, δηλαδή, νέες συζύγους χωρίς τη συγκατάθεση των πρώτων.

Η πολυγαμία, λοιπόν, δεν αντανακλά, σε αυτές τις συνθήκες, την βούληση των ενδιαφερομένων και την ελεύθερη επιλογή του συζυγικού καθεστώτος που θα ήθελε να ζήσει η γυναίκα.

Από αυτή την άποψη, η πολυγαμία συνιστά ηθική βία κατά των γυναικών, αλλοτρίωση του ατόμου τους.

Σε ποιον βαθμό συνδέεται η πατριαρχική βία με μια ορισμένη ερμηνεία μιας θρησκείας;

Στην περίπτωση της πολυγαμίας, το Ισλάμ ρυθμίζει αυστηρά αυτή την πρακτική. Οι κανόνες είναι, εξάλλου, τόσο αυστηροί και δύσκολο να γίνουν σεβαστοί από τον άνθρωπο που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Ισλάμ δεν ενθαρρύνει την πολυγαμία.

Οι άντρες σπεύδουν να διατηρήσουν μόνο αυτό που τους ταιριάζει: «Ένας άντρας έχει δικαίωμα σε έως τέσσερις συζύγους».

Το ίδιο ισχύει και για την σωματική βία: πουθενά δεν αναφέρεται στο Ισλάμ πως ο άντρας έχει δικαίωμα να χτυπήσει την γυναίκα του.

Διαφορετικές αλλά και τόσο όμοιες, η Ραμλά, η Ιντού και η Σαφιρά έρχονται αντιμέτωπες με τον καταναγκαστικό γάμο, τον συζυγικό βιασμό και τον προαναφερθέντα θεσμό της πολυγαμίας.

Γιατί δε συνειδητοποιούν ότι η δύναμή τους πιο πολύ συνίσταται στην μεταξύ τους αλληλεγγύη παρά στην προσπάθεια να επιβληθούν και να ενισχύσουν την θέση τους μέσω δολοπλοκιών;

Δε γνώριζαν τίποτα άλλο.

Η καταπιεστική ανατροφή που έχουν λάβει έχει ριζώσει στο μυαλό τους, διαμορφώνοντας τη ζωή τους σε τέτοιον βαθμό ώστε να πιστεύουν πως είναι φυσιολογικό να είναι έτσι.

Τα θύματα συχνά πιστεύουν ότι το πρόβλημά τους δεν είναι ο βασανιστής τους, αλλά ο εαυτός τους. Αντί, επομένως, να αντιμετωπίσουν τον βασανιστή τους, πολεμούν η μία εναντίον της άλλης για να κερδίσουν την εύνοιά του.

Χωρίς να το γνωρίζουν, διαιωνίζουν την καταπίεση όντας φορείς της.

«Ένας πετυχημένος γάμος μετριέται από το πόσα χρυσά κοσμήματα μοστράρεις επιδεικτικά. Και μια ευτυχισμένη γυναίκα κρίνεται από τα ταξίδια της στη Μέκκα και στο Ντουμπάι και από την όμορφη διακόσμηση του σπιτιού της», σκέφτεται η Ραμλά.

Πώς ορίζετε έναν «επιτυχημένο» γάμο αφού φαίνεται να ζείτε μέσα σε έναν τέτοιο;

Έζησα αυτόν τον γάμο που μου επιβλήθηκε, τον άφησα. Αρνήθηκα να δεχτώ την ενδοοικογενειακή βία και είναι ένας κόσμος που είναι πλέον πολύ μακριά από την ιδιωτική μου ζωή και το νόημα που της έδωσα. Μια μακρινή και περασμένη ανάμνηση.

Σε αυτό το απόσπασμα παραθέτω την πεμπτουσία της ψυχολογίας των γυναικών στην κοινωνία μου γενικά, καθώς έχουν ρυθμιστεί να βλέπουν τα πράγματα.

Αυτή είναι η φιλοδοξία τους όσον αφορά σε αυτό που έχουν ως σημείο αναφοράς κοινωνικής επιτυχίας και ευτυχίας.

«Την ευτυχία μας την καλλιεργούμε εμείς οι ίδιες εκεί που βρίσκουμε», αναλογίζεται μελαγχολικά η Αμραού, η μητέρα της Ραμλά και της Ιντού. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι σε έναν δυστυχισμένο και καταπιεστικό κόσμο;

Έχει δειλά δειλά αποκτήσει επίγνωση της κατάστασής της ως γυναίκας, αλλά όχι επαρκώς για να λάβει όλα τα μέτρα για να την αλλάξει.

Μη βλέποντας κάποια εναλλακτική -δεν είναι εξοπλισμένη γι’ αυτό- έχει σφυρηλατήσει την παραίτηση, μια αποδοχή της ίδιας της πραγματικότητας που καθιερώθηκε ως κοινωνική κανονικότητα.

Και είναι στην αποδοχή αυτής της κανονικότητας που φαίνεται να βρίσκει την εσωτερική της ισορροπία, ακόμα και την ευτυχία της.

Γράφετε συχνά στα γαλλικά. Ποια είναι η σχέση σας με την γαλλική κουλτούρα και πώς αξιολογείτε τη θέση σας και την επιρροή σας στην κουλτούρα του Καμερούν και της Αφρικής γενικότερα;

Εκτός από την γλώσσα των Πελ, είναι και τα γαλλικά μητρική μου γλώσσα. Το εξασκώ από την παιδική μου ηλικία. Διάβασα τα γαλλικά κλασικά, βυθίστηκα στην γαλλική κουλτούρα μέσα από την ιστορία της χώρας μου, του Καμερούν.

Μέσα από τα μυθιστορήματά μου και την ένωση “Femmes du Sahel” (https://femmesdusahel.org/) που ίδρυσα, προσπαθώ όσο το δυνατόν περισσότερο να επηρεάσω την κοινωνία και να πιέσω για αλλαγή.

Ευαισθητοποιώ νεαρά κορίτσια και αγόρια σχετικά με τα θέματα των έργων μου. Κάποια από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των Ανυπάκουων, περιλαμβάνονται στο σχολικό πρόγραμμα των λυκείων.

Και δημιούργησα αρκετές βιβλιοθήκες που είναι πλέον στην υπηρεσία των νέων και είχαν σκοπό να αναπτύξουν την κουλτούρα της ανάγνωσης. Παραμένω σχετικά αισιόδοξη για το μέλλον.

Το μυθιστόρημά σας μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Σε ποιον βαθμό είναι σημαντικό για εσάς το γεγονός πως τα βιβλία σας είναι διαθέσιμα σε τόσο διαφορετικά γλωσσικά, κοινωνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα;

Το είδαμε στη Γαλλία με το Γκονκούρ των μαθητών λυκείου και, στη συνέχεια, τις επιλογές των Γκονκούρ διαφόρων χωρών που κέρδισε το έργο.

Όλα αυτά αναδεικνύουν τα θέματα της βίας κατά των γυναικών που καλύπτονται στο βιβλίο. Οι Ανυπάκουες απέδειξαν την καθολικότητα του ζητήματος.

Αναγνώστες από διάφορα περιβάλλοντα σε όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο έργο και γενικότερα στα κείμενά μου.

Η μετάφραση ενός βιβλίου αναμφίβολα διευρύνει τον αντίκτυπό του στον κόσμο και του προσφέρει μια νέα ευκαιρία να μιλήσει σε άλλες κοινωνίες που δεν είχαν ακόμη καταφέρει να το εκμεταλλευτούν.

Επιτρέπει, επίσης, στον συγγραφέα να επικοινωνήσει με άλλους πολιτισμούς.

Τελικά, πόσο ουσιαστικό είναι να γινόμαστε, μέρα με την ημέρα, πιο ανυπάκουοι/ανυπάκουες και ανυπόμονοι/ανυπόμονες, προσωπικά και συλλογικά;

Εκπαίδευση, διδασκαλία, που οδηγεί στην ευαισθητοποίηση και, με λίγη τύχη, στην δράση.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκτός από τα βιβλία μου, δημιούργησα την ένωση “Femmes du Sahel”, οι δραστηριότητες της οποίας αφορούν στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα την πρόσβαση των νεαρών κοριτσιών.

Σπονσοράρουμε μαθητές από μη προνομιούχες τάξεις καλύπτοντας το σύνολο της εκπαίδευσής τους.

Υποστηρίζουμε τις ευάλωτες γυναίκες χρηματοδοτώντας δραστηριότητες που παράγουν εισόδημα για την αυτονόμησή τους.

Ευχαριστώ θερμά το μάνατζμεντ της Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ, που με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα συνέβαλε στην υλοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως η οποία συνοδεύει το κείμενο.

Το μυθιστόρημα της Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ Οι ανυπάκουες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Θίνες σε μετάφραση του Άγγελου Μουταφίδη.



Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Αλμπέρτο Ραβάζιο: «Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία όταν είναι σύγχρονη, αλλά όχι επίκαιρη»

 


«Οικιακό ζώο» των γονιών του, χωρίς πτυχίο, δουλειά ή ερωτικές «κατακτήσεις», ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα ξυπνάει μια μέρα διεμφυλισμένος σε γυναικείο σώμα.

Όλα αυτά -και πολλά άλλα- συμβαίνουν στο απολαυστικό μυθιστόρημα του Ιταλού Αλμπέρτο Ραβάζιο, Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα. Μια σε βάθος συζήτηση μ’ έναν συγγραφέα που δε «μασάει» τα λόγια του. Για τίποτα.

«Τα αποφόρια σας, αγαπητές συντρόφισσες, μην τα καίτε, σε κάποιον θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν: εμείς ανέκαθεν τα ονειρευόμασταν».

M’ αυτό το παράθεμα του Mario Mieli ξεκινάει η Σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα, του πρόσφατα μεταφρασμένου στα ελληνικά μυθιστορήματός σου. Γιατί;

Εντωμεταξύ, με τρόπο κάπως χριστιανοδημοκρατικό, βάζοντας τον Mieli ως μότο προσπαθούσα να διαψεύσω εξαρχής οποιεσδήποτε κατηγορίες για ομοφοβία, μισογυνισμό, τρανσφοβία, φασισμό, νεοχιτλερισμό και ούτω καθεξής.

Έπειτα, τα Στοιχεία Ομοφυλοφιλικής Κριτικής με βοήθησαν πολύ να συνειδητοποιήσω ότι το πορνό δεν είναι μόνο χειραφέτηση από την καθολικοναζιστική σεξοφοβία αλλά πάνω απ’ όλα ένας καπιταλιστικός φαύλος κύκλος.

Γιατί, όταν βλέπεις πορνό, νομίζεις ότι καταναλώνεις ψηφιακές συνουσίες και αντί γι’ αυτό καταναλώνεις - και τίποτε άλλο.

Τέλος, είχα πάντα μια αδυναμία, δυστυχώς μόνο ετεροφυλόφιλη, για κάποιες επικές, αντι-ρητορικές, γκαρι-μπαλντικές αδερφές, όπως ο Busi ή ο Mieli, συγγραφείς έτη φωτός μπροστά από τη σύγχρονη συζήτηση, που ως επί το πλείστον περιορίζεται στον εξ αντανακλάσεως φανατισμό και στην καθημερινή θυματοποίηση. 

Αποτολμώντας έναν -μάλλον προφανή- παραλληλισμό, θα έλεγα ότι το βιβλίο σου αποτελεί μια κουίρ εκδοχή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα. Ποια είναι, κατ’ αρχάς, η σχέση σου με το καφκικό σύμπαν;

Ο Κάφκα είναι τόσο κλασικός που δεν είναι απλώς ένα επίθετο, αλλά ένα στοιχείο της φύσης, όπως η θάλασσα, ο ουρανός, οι φόροι.

Συνήθως, σε λογοτεχνικό επίπεδο, παρασύρομαι κυρίως από τους Ιταλούς, επειδή είμαι λίγο αγνωστικιστής απέναντι στις μεταφράσεις, αλλά και επειδή στα ιταλικά μυθιστορήματα βρίσκω όλες τις ανίατες ασθένειές μου: την οικογένεια, το κράτος, τον καθολικισμό.

Ξαναδιαβάζοντάς τον καλά, ωστόσο, υπάρχει κάτι πολύ ιταλικό στον Κάφκα: η σχέση με μια παράλογη, ακατανόητη, κρυφή εξουσία, όχι κάθετη αλλά οριζόντια και υπόγεια, κατά κάποιο τρόπο μαφιόζικη.

Από αυτή την άποψη, ο Κάφκα μοιάζει να συγγενεύει με τον Μαντσόνι, τον Σάσα, τον Παζολίνι.

Μοιάζει να μας λέει:

Η εξουσία υπάρχει, αλλά δεν είναι ορατή και ακόμη και αν ήταν ορατή δε θα μπορούσε να γίνει γνωστή και ακόμη και αν μπορούσε να γίνει γνωστή στο τέλος σε σκοτώνει ούτως ή άλλως, καθώς σε κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια σαν αποδιοπομπαίο τράγο.

Και πώς αντιλαμβάνεσαι την κουίρ λογοτεχνία στις μέρες μας, ανεξαρτήτως του αν το σύνολο της συγγραφικής δουλειάς σου είναι ταξινομήσιμο σ’ αυτό το είδος;

Πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αν βάλεις ένα επίθετο δίπλα στη λέξη λογοτεχνία, σχεδόν πάντα βγαίνει ένα οξύμωρο, όπως η ομοφυλοφιλική λογοτεχνία, η γυναικεία λογοτεχνία, η συγκεντρωτική λογοτεχνία.

Η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία όταν είναι σύγχρονη, αλλά όχι επίκαιρη, όταν ασχολείται με το παρόν αλλά δεν υποκύπτει στον παροντισμό, δηλαδή στη λατρεία του παρόντος με τη συνεπακόλουθη διαγραφή του παρελθόντος.

Το να μιλάμε για κουίρ λογοτεχνία σημαίνει ότι παραδινόμαστε στο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο, στις ακαδημαϊκές μόδες, υποβιβάζοντας τη λογοτεχνία στο ρόλο του αφηγηματικού εκλαϊκευτή των λεγόμενων πολιτισμικών μαχών του σήμερα.

Tριαντάρης, πορνοεξαρτημένος, χωρίς πτυχίο, δουλειά, παρέες, πολλούς φίλους ή ερωτικές «κατακτήσεις» και «οικιακό ζώο» των γονιών του, ο «διεμφυλισμένος» Γουλιέλμος Σπουτακιέρα πρωταγωνιστεί.

Από κάποιες απόψεις, τον θεωρείς ως χαρακτήρα λίγο-πολύ αντιπροσωπευτικό πολλών σημερινών τριαντάρηδων -άλλα και νεότερων-, μεγαλωμένων (και διαψευσμένων) υπό συνθήκες διαρκούς και πολυεπίπεδης κρίσης;

Δεν έκανα καμία έρευνα για να διαπιστώσω αν οι τριαντάρηδες είναι έτσι στην επαρχία του Αρέτσο ή στη Λετονία, αλλιώς θα κινδύνευα να γράψω μια λόγια συμβολή στη βιβλιογραφία.

Αλλά απ’ ό,τι έχω συνειδητοποιήσει στα χρόνια της ποιητικής ζωής, δηλαδή της ανεργίας, όσο αφηγείται κανείς όσα γνωρίζει για τη χώρα του, για την εξοχή, το χιόνι, τους αυνανισμούς, την πρώτη θεία κοινωνία, τα σπυράκια, τα κλεμμένα ποδήλατα, τα τσιμπούκια στα χωνιά των παγωτών τον Αύγουστο, με λίγα λόγια, τα απείρως προσωπικά και προσωποπαγή, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να μαντέψει και τις ζωές των άλλων, μπαίνοντας χωρίς να το καταλάβει στα χωράφια της καθολικής δυσφήμισης.

«Ο άνθρωπος λέει πως προτιμά τον θάνατο από την ταπείνωση, αλλά εντέλει, προκειμένου να επιβιώσει, επιλέγει πάντοτε την ταπείνωση», ισχυρίζεται ο αφηγητής.

Είναι η επιβίωση πάντα ταπεινωτική;

Όντας σαδομαζοχιστικά οπαδός του Ντόλτσε Στιλ Νουόβο (σημ.: σημαντικό ποιητικό ρεύμα -1280-1310- με κυρίαρχο άξονα τον έρωτα που σκοπό έχει να κατευθύνει τον άνθρωπο προς τη θέωση) αλλά και του Ντοστογιέφσκι ταυτόχρονα, για μένα η ταπείνωση εμπεριέχει μια ερωτική αναρώτηση, ενώ ο θάνατος δεν με εξιτάρει, αν και δεν τον έχω βιώσει ποτέ στην πραγματικότητα.

«Πίστευε πως η ψυχανάλυση ήταν περισσότερο ένα λογοτεχνικό είδος που είχε επινοήσει ο Φρόυντ [...] παρά μια αληθινή μέθοδος θεραπείας», συνεχίζει. Ποια είναι η γνώμη σου για τη φροϋδική εκδοχή της ψυχανάλυσης;

Προφανώς αυτή η εξυπνάδα για την ψυχανάλυση λειτουργεί μόνο εντός του μυθιστορηματικού περιβόλου, δεν αντιστοιχεί στην υποτιθέμενη σκέψη του συγγραφέα.

Όσο για μένα, διάβασα σχεδόν όλο τον Φρόυντ πολύ πριν φιλήσω.

Κι όταν τελικά έδωσα το πρώτο μου φιλί, φίλησα ένα πόδι, βρώμικο και επί πληρωμή, οπότε μπορεί να ειπωθεί ότι ο Φρόυντ έχει κάνει δουλίτσα πάνω μου, κάνοντάς με διεστραμμένο, πολύμορφο και δυστυχισμένο γι’ αυτό που είμαι.

«Από εσένα έμαθα πως άντρας δεν γεννιέσαι ούτε γίνεσαι αλλά τον υποδύεσαι τον άντρα, μέρα με τη μέρα», γράφει ο Γουλιέλμος, απευθυνόμενος στον πατέρα του.

Όσο ανεπαρκέστεροι ως «ηθοποιοί», τόσο δυστυχέστεροι ως άνθρωποι είμαστε;

Σε εκείνο το απόσπασμα, ήμουν πεπεισμένος ότι αναφερόμουν στο έργο τού Edoardo Albinati, Καθολική Σχολή, αλλά κατέληξα σε έναν κρυπτο-έπαινο της Judith Butler.

Πέρα από το ενδεχόμενο παιχνίδι του έμφυλου ρόλου, σίγουρα δεν υπάρχει  τίποτα πιο καταναγκαστικό από τον περιβόητο αυθορμητισμό.

Ήμουν συναισθηματικά ξύλινο ως παιδί και ο πατέρας μου μού έλεγε: «Να είσαι αυθόρμητος». Του απαντούσα ότι το «Να είσαι αυθόρμητος» ήταν μια παράδοξη, αυτοαναιρούμενη φράση, κάτι σαν το «Μη με υπακούς».

Αν ήμουν αυθόρμητος επειδή μου ζητούσε να είμαι αυθόρμητος, δε θα ήμουν καθόλου αυθόρμητος-  δεν καταλάβαινε, μου φώναζε: «Βλέπεις ότι δεν είσαι αυθόρμητος; Είσαι πολύ περίπλοκος», και μετά το πράμα τέλειωνε με κλωτσιές.

«Πιονιέροι ενός νέου μορφωμένου προλεταριάτου, συνειδητού και διπλά ταπεινωμένου, θα ξαναγυρίσουμε να ζήσουμε από τη γεωργία, [...] επαναδραστηριοποιώντας τα δίκτυα αλληλεγγύης της αγροτικής Ιταλίας», καταλήγει.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα χαρακτηριστικά του «νέου προλεταριάτου» στην Ιταλία, αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη;

Μέχρι και τον 20ό αιώνα, η κουλτούρα ανήκε βασικά στους πλούσιους και η αγραμματοσύνη στους φτωχούς.

Σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές οι φτωχοί προσπαθούσαν να γίνουν πλούσιοι μορφώνοντας τον εαυτό τους (Martin Eden) και μερικές φορές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα το κατάφερναν.

Aλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν πάντα οι πλούσιοι που διάβαζαν, έγραφαν και έγραφαν επίσης για τους φτωχούς, ανάγοντάς τους σε χαρακτήρες ή φιλοσοφικές έννοιες: οι ηττημένοι, οι τελευταίοι, το μεγάλο προλεταριάτο που τέθηκε σε κίνηση.

Σήμερα, από την άλλη πλευρά, η σχέση μεταξύ πολιτισμού και τραπεζικού λογαριασμού είναι πολύ πιο σύνθετη, αντιφατική.

O υποψήφιος διδάκτορας γιος ζητάει χρήματα από τον συνταξιούχο εργάτη πατέρα του, οι εξηντάρηδες πλακάδες έχουν τρία σπίτια και οι νεαροί πολυπτυχιούχοι δεν έχουν ούτε ένα ποδήλατο για να κάνουν τους ντελιβεράδες.

Eν ολίγοις, η εργασία δεν εγγυάται μια κατ’ ελάχιστον αξιοπρέπεια, οι άνθρωποι ζουν κυριολεκτικά από την κληρονομιά τους.

O πολιτισμός δεν αποτελεί πλέον μέσο χειραφέτησης, αλλά κινδυνεύει να αποδειχθεί, για όσους δε γεννήθηκαν με βιβλία στο σπίτι και στο εξοχικό, ένας ιλιγγιώδης και βάναυσος κοινωνικός κατήφορος.

«Η λογοτεχνία είναι φτωχομπινέδικη τέχνη που δεν απαιτεί χρήματα, τίτλους, ούτε καν διανοητική υγεία, και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε και από οποιονδήποτε τόπο», υποστηρίζει ο Γουίδος ο Κοπροφάγος.

Τι απαιτεί, κατά τη γνώμη σου;

Σε πολύ υψηλά επίπεδα απαιτεί: γλωσσικό αισθητήριο, αφηγηματική περιγραφικότητα, τσαρλατανισμό της σκέψης, μια τεράστια μνήμη κατά προτίμηση επινοημένη, και πάνω απ’ όλα απουσία εναλλακτικών λύσεων, δηλαδή αυτοφανατισμό.

Σε μεσαίο-χαμηλό και εμπορικό επίπεδο απαιτεί: ένα καλό γραφείο τύπου, άριστη διανομή, ένα διεθνές λογοτεχνικό πρακτορείο, μερικές αδικίες που υπέστη κανείς, για τις οποίες ζητάει δικαιώματα από αστικά δικαστήρια, αλλά στη συνέχεια συμβιβάζεται με τα πνευματικά δικαιώματα, και τέλος την καταγγελτική φωνή, κατά προτίμηση πνευματικά ευνουχισμένη, η οποία, μην έχοντας τίποτε να πει, ουρλιάζει.

Απεκδυόμενος την προηγούμενη ταυτότητά του -και στην αμιγώς βιολογική/σωματική της εκδοχή-, ο Γουλιέλμος Σπουτακιέρα δείχνει επιτέλους να απογαλακτίζεται και σιγά-σιγά να χειραφετείται.

Είναι, για σένα, η σεξουαλική χειραφέτηση συνώνυμη της προσωπικής, και κατ’ επέκταση της συλλογικής;

Στον Σπουτακιέρα η ανικανότητα να χειραφετηθεί σεξουαλικά έχει να κάνει με την ανικανότητα να ξεφύγει από το μη αγαπητικό τρίγωνο της οιδιπόδειας οικογένειας.

Οπότε, απλοποιώντας το έως την κοινοτοπία, ο Σπουτακιέρα δεν είναι αρκετά άντρας, υπό την έννοια τού καλά αμειβόμενου ώστε να γίνει ο πατέρας του ή, ακόμη καλύτερα, για να σκοτώσει τον πατέρα του και να πηδήξει τη μητέρα του.

Επομένως, καταλήγει να γίνει η μητέρα του και να πηδήξει τον πατέρα του, ή έτσι λέω στον εαυτό μου όταν προσπαθώ να ψυχαναλύσω τον εαυτό μου στις συνεντεύξεις επειδή δεν μπορώ να πληρώσω τον νευρολόγο.

Εντέλει, θα κερδίζει πάντοτε η «μπάνκα», είτε αυτή ονομάζεται «πολυεθνικές» είτε «δυνατές εξουσίες»;

Για προφανείς μαλακισμένους λόγους, δε θα αναλάμβανα τη νομική και συναισθηματική ευθύνη για την επιστολή του Σπουτακιέρα προς τον πατέρα του.

Σε κάθε περίπτωση, η λογοτεχνία είναι και θα είναι πάντα χαμένη, ή εν πάση περιπτώσει χαμένη στην εποχή στην οποία γράφεται.

Η εκδοτική υπεραγορά βρίθει από βιβλία καταγγελίας, επανόρθωσης, αυτοβοήθειας, βιβλία για να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά η λογοτεχνία, όταν είναι λογοτεχνία, όχι μόνο λέει ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν, αλλά ότι τελικά δε γίνονται καν κατανοητά.

Τέλος, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου επιβεβαιώνουν ότι η Ακροδεξιά, σε όλες τις εκφάνσεις/εκφράσεις/μεταμορφώσεις της, έχει εκ νέου εδραιωθεί πολιτικά και κοινωνικά, συχνά διαμορφώνοντας την κυρίαρχη ατζέντα.

Πού αποδίδεις την εντεινόμενη συντηρητικοποίηση όχι ευκαταφρόνητων τμημάτων των κοινωνιών των ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσά τους και της Ιταλίας, που εκφράζεται και μέσα από την πριμοδότηση τέτοιων μορφωμάτων;

Θα έτεινα να απαντήσω ότι η δημοκρατία είναι η μόνη επιτρεπτή μορφή διακυβέρνησης, αλλά όποτε μπορεί κάνει λάθος.

Διότι, ακόμη και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Ιησού έναντι του Βαραββά, στο τέλος ψηφίζει δημοσκοπικά υπέρ του Βαραββά.

Το πλήθος παραμένει τρελό και αυτή είναι και η ομορφιά του, τουλάχιστον με τη λογοτεχνική έννοια, και αν το πλήθος είναι τρελό, οι εκλογές έχουν το διανοητικό διαμέτρημα μιας χωριάτικης λοταρίας.

Ενδέχεται να κληρωθούν οι δικοί μας αριθμοί ή οι αριθμοί των άλλων, αλλά πάντα από καθαρή τύχη.

Όσον αφορά την Ιταλία, όπως το βλέπω εγώ, που ούτως ή άλλως κάνω άλλα πράγματα στη ζωή, η συζήτηση χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα που είναι και τα δύο ακαταμάχητα.

Από τη μία πλευρά, υπάρχει η πολιτισμικά αλλοπρόσαλλη δεξιά πτέρυγα που διακηρύσσει πως είναι κεντρώα αλλά κλείνει το μάτι στις παραστρατιωτικές «ομάδες δράσης», που είναι τόσο απειλητικές όσο και οι ποδοσφαιρικές ομάδες πέντε επί πέντε.

Από την άλλη, υπάρχει μια αριστερά τόσο ξεθωριασμένη η οποία έχει περάσει από το κόκκινο στο ροζ τριανταφυλλί, που έχει χάσει τη μάχη για τα κοινωνικά δικαιώματα.

Mια αριστερά που παλεύει για τα πολιτικά δικαιώματα μόνο με τα λόγια, κάνει cosplay που παραπέμπει στον αντιφασισμό, φωνάζοντας με την υστερία τεσσάρων εικοσάχρονων ότι επιστρέφει ο Ντούτσε.

Κι έπειτα, με εξαίρεση τα πολιτιστικά ένθετα, δε διαβάζω τόσο τις πρόσφατες αλλά παλιότερες εφημερίδες.

Τις αγοράζω και τις αφήνω στην άκρη για μερικούς μήνες, τις αφήνω να λήξουν σαν φάρμακα.

Μετά τις ξεφυλλίζω, παρατηρώντας ότι, στη χώρα των Γατόπαρδων (σημ.: αναφορά στο ομώνυμο βιβλίο και κατά συνέπεια στον κεντρικό ήρωά του, Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, λαμπρό εκπρόσωπο της σικελικής αριστοκρατικής τάξης που αποδέχεται με σοφία, στωικότητα και υπερηφάνεια την επερχόμενη παρακμή) και των Πουλτσινέλα (σημ.: γνωστός θεατρικός ναπολιτάνικος χαρακτήρας με κυριότερα χαρακτηριστικά τη μόνιμη πείνα, την πανουργία, τον οπορτουνισμό κ.ά.), μέσα σε λίγες εβδομάδες το τραγικό γίνεται κωμικό, ο πεσιμισμός γίνεται αμηχανία ο πολύς ντόρος καταλήγει στο τίποτε.

Ευχαριστώ θερμά την Χρύσα Μωυσίδου για την φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ιταλικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ επίσης την Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου για τις εντός παρενθέσεων σημειώσεις και την επιμέλεια των απαντήσεων.

Το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Ραβάζιο Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Οκτάνα σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Γερ. Ευαγγέλου.



Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Γκουαδαλούπε Νέτελ: «Όταν νιώθεις ότι απειλείται η ζωή σου, στρατεύεσαι κάπου»

 

Γκουαδαλούπε Νέτελ (Φωτογραφία: Lisbeth Salas)

Πολιτικοποιημένο, συγκινητικό και άρτια δομημένο, το μυθιστόρημα Η μοναχοκόρη της Μεξικανής Γκουαδαλούπε Νέτελ, εκ των κορυφαίων σύγχρονων Λατινοαμερικανίδων συγγραφέων, ανατέμνει σε βάθος την γυναικεία εμπειρία.

Γνωρίσαμε την ευγενική και δυναμική συγγραφέα στην Αθήνα, όπου βρέθηκε πρόσφατα προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο της στο εγχώριο κοινό, προσκεκλημένη του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Λόγω του εκφοβισμού τον οποίο είχατε υποστεί στην παιδική σας ηλικία, πολύ γρήγορα καταφύγατε στην συγγραφή, που αντιλαμβανόσασταν ως «καταφύγιο». Παραμένει, για εσάς, ένα καταφύγιο;

Όταν γράφω, είναι ένα καταφύγιο.

Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ από την περίοδο κατά την οποία αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Τώρα υπάρχει πολύ μεγαλύτερη έκθεση του συγγραφέα στον κόσμο. Τότε δεν υπήρχαν μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τώρα οι συγγραφείς ταξιδεύουν πολύ, απαιτούν από αυτούς να παρευρίσκονται σε πολλά φεστιβάλ και να πραγματοποιούν πολλές δημόσιες παρουσιάσεις. Όταν εγώ ξεκίνησα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο.

Ωστόσο, η πράξη της γραφής και της ανάγνωσης εξακολουθεί να είναι για μένα ένα καταφύγιο.

Η Μοναχοκόρη είναι ένα «πανόραμα» της γυναικείας εμπειρίας σε ό,τι αφορά την μητρότητα, την γονεϊκότητα, την φιλία, ακόμα και την «προδοσία». Συλλάβατε ολιστικά το μυθιστόρημά σας;

Αφετηρία ήταν αυτό που συνέβη στην φίλη μου Λάουρα. Αυτό ήθελα να διηγηθώ, τίποτε άλλο.

Σιγά σιγά, όμως, άρχισαν να μπλέκονται στην αφήγηση διάφορα άλλα γεγονότα, όπως η εγκατάσταση των περιστεριών στο μπαλκόνι του σπιτιού μου.

Το μυθιστόρημα εξελίχθηκε, λοιπόν, σε μια «ρουφήχτρα», η οποία κατάπινε ό,τι συνέβαινε στο περιβάλλον μου, καταπιανόμενο με την μητρότητα, την φιλία, την -κάπως προβληματική- παιδική ηλικία, τον φεμινισμό.

Είναι αξιοθαύμαστη -έως και θαυματουργή- η αφηγηματική οικονομία αυτού του μυθιστορήματος, το πώς καταφέρνει μέσα σε τόσο λίγες σελίδες να θίξει τόσα πολλά ζητήματα.

Και τούτο χωρίς να είναι επιφανειακό ή φορτωμένο, και συγκινώντας με τρόπο διακριτικό και λιτό. Πώς κατορθώνετε να εξασφαλίζετε αυτές τις αξιοθαύμαστες αφηγηματικές ισορροπίες;

Ευχαριστώ πολύ!

Δεν ξέρω, κατ’ αρχάς, αν το κατάφερα. Κι αν το κατάφερα, δεν ξέρω πώς συνέβη. Αν πέτυχα μια ισορροπία, δεν το επεδίωξα. Χαίρομαι, πάντως, γι’ αυτό.

Επειδή, όμως, η συγκεκριμένη ιστορία μού είναι πολύ οικεία, κοντινή και με πονούσε, είχα την ανάγκη να μπαίνω σε και να βγαίνω από αυτήν για να αντέξω.

Όλα τα θέματα που θίγω με έχουν προβληματίσει πολύ στην ζωή μου. Η συνείδηση της φιλίας στην ζωή του ανθρώπου είναι, για παράδειγμα, πολύ σημαντική.

Επιπλέον, ο ρυθμός του μυθιστορήματος είναι εξαιρετικός, σχεδόν κινηματογραφικός.

Δε θέλω να κατευθύνω τον αναγνώστη όσον αφορά στο να αισθανθεί κάτι. Θέλω να του δίνω την ελευθερία να νιώθει μόνος του ό,τι έχει ανάγκη να νιώσει.

Αυτό, εξάλλου, που επιδιώκω σε όλα μου τα βιβλία είναι να μη βαριέται ο αναγνώστης. Αν βαριέται, έχεις χάσει το παιχνίδι. Δε συνεχίζει να διαβάζει.

Ήθελα επίσης, επειδή η πλοκή είναι πολύ πυκνή και πάρα πολύ βαριά, λυπητερή και επώδυνη, να υπάρχει μια αντίθεση με την χρησιμοποιούμενη γλώσσα.

Να είναι, δηλαδή, η γλώσσα πιο ελαφριά και χαμηλών τόνων, σαν ένας ψίθυρος, μια εξομολόγηση, που επί της ουσίας ήταν, αφού το μυθιστόρημα βασίστηκε στην εξομολόγηση της φίλης μου.  

Εκτός από τους προαναφερθέντες θεματικούς άξονες, ένας που παρέλειψα να επισημάνω νωρίτερα είναι εκείνος της αλληλεγγύης:

Όχι μόνο της γυναικείας αλληλεγγύης ή μεταξύ θηλυκοτήτων, αλλά της αλληλεγγύης ως βιώματος και πρακτικής στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας. Θα ήθελα ένα σχόλιό σας.

Το στοιχείο της αλληλεγγύης έχει να κάνει με την περίοδο κατά την οποία έγραψα το βιβλίο.

Στην διάρκειά της υπήρχε μεγάλη έξαρση του φεμινιστικού κινήματος στο Μεξικό, γιατί το Μεξικό είναι μια χώρα όπου επικρατεί βία. Φονεύονται έντεκα γυναίκες την ημέρα, απλώς επειδή είναι γυναίκες.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αισθανόμασταν οι γυναίκες σε κίνδυνο, σαν απειλούμενο είδος. Βέβαια είναι παράλογο να λες πως οι γυναίκες είναι κάτι τέτοιο, όταν αποτελούν τον μισό πληθυσμό της Γης.

Όταν, όμως, νιώθεις ότι απειλείται η ζωή σου, μπαίνεις σε αλυσίδα, κάνεις γραμμές και στρατεύεσαι κάπου, προκειμένου να επιβιώσεις. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το κλίμα αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών ως απειλούμενο είδος.

Ένα από τα συνθήματα που φώναζαν οι γυναίκες στις διαδηλώσεις ήταν: «Η Αστυνομία δε με προστατεύει, με προστατεύουν οι φίλες μου».

Ένας αστυνομικός στο Μεξικό βίασε και σκότωσε μια δεκαεφτάχρονη κοπέλα, και μετά γυναίκες έκαψαν το αστυνομικό τμήμα.

Ήθελα, επομένως, ν’ αναδείξω την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη μεταξύ γυναικών. Σ’ αυτές βασιζόμαστε, πουθενά αλλού.

Όλες οι κοινωνικο-πολιτικές αποχρώσεις περνούν επίσης μ’ έναν πολύ διακριτικό -αλλά ταυτόχρονα απολύτως αντιληπτό- τρόπο.

Μπορεί η Μοναχοκόρη να μην είναι ένα κραυγαλέα πολιτικό ή στρατευμένο μυθιστόρημα, ωστόσο είναι σαφές πως δεν εκτυλίσσεται εντός ενός κοινωνικού κενού.

Πιστεύω ότι η μυθοπλασία έχει μια ιδιότητα την οποία στερούνται άλλα μέσα, όπως ένα δημοσιογραφικό κείμενο, ένα ειδησεογραφικό ρεπορτάζ ή ένα δοκίμιο:

Ξυπνάει την ενσυναίσθηση απέναντι σε ακραίες καταστάσεις, γιατί ταυτίζεσαι με κάποιους ήρωες, μπαίνεις στο «πετσί» τους, ζεις αυτό που ζουν.

Καθώς ξεδιπλώνεται η αφήγηση, δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχει, τελικά, κάποιο «φωτάκι», μια ελπίδα: oρισμένα ζητήματα επιλύονται, κάποιες ισορροπίες αποκαθίστανται.

Βιώνετε μια τέτοια αίσθηση φωτεινότητας, μια τέτοια προοπτική και στην καθημερινότητά σας στο Μεξικό;

Όντως το μυθιστόρημα είναι φωτεινό κι ελπιδοφόρο.

Ωστόσο, η ελπίδα και το φως δεν προέρχονται απέξω, αλλά από μέσα, από τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε και αλλάζουμε την πραγματικότητα.

Η φίλη μου, εν προκειμένω η Αλίνα στο μυθιστόρημα, κατάφερε να μετατρέψει όλη αυτήν την δύσκολη και βαριά κατάσταση σε φως κι ελπίδα, σε μια ευτυχία για την ίδια.

Αν, λοιπόν, εκείνη το κατάφερε ξεκινώντας από τόσο πόνο και τόση δυσκολία, θα έπρεπε κι οι υπόλοιποι να μπορούμε να το καταφέρουμε.

Ή τουλάχιστον να το προσπαθούμε.

Αν το Μεξικό έχει κάποια ελπίδα, αυτή βρίσκεται στους ανθρώπους του. Υπάρχει πολύ ψηλή ποιότητα στους κατοίκους του Μεξικού, κι αυτό το βλέπουμε όταν συμβαίνει μια φυσική καταστροφή: ένας σεισμός, μια πλημμύρα, ένας τυφώνας.

Συνειδητοποιείς πώς κινητοποιούνται οι άνθρωποι για να βοηθήσουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη, κάτι το οποίο ποτέ δεν έχει καταφέρει το κράτος, κανένας κρατικός ή δημόσιος θεσμός. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η ελπίδα έγκειται στον κόσμο τον ίδιο.

Το κράτος, από την άλλη, έχει ακινητοποιήσει τον κόσμο, κάνοντας να θεωρεί πως δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη να κινήσει τα πράγματα.

Όλα τα κοινωνικά κινήματα στο Μεξικό τα τελευταία χρόνια λένε: «Ζητάμε από το κράτος να μην κάνει τίποτα. Να μην κουνήσει το χέρι του. Γιατί, κάθε φορά που το κάνει, διαλύει το σύμπαν».

Αρχίζει ο κόσμος να συνειδητοποιεί ότι όλα μπορούν να βρουν μια λύση μέσα από τις οργανώσεις των πολιτών.

Τα όρια που επιβλήθηκαν στο ναρκεμπόριο, για παράδειγμα, δεν προέκυψαν από το κράτος, αλλά από τους μικρούς οικισμούς που έφτασαν στο «αμήν» και κινητοποιήθηκαν.

Η συνέντευξη με την Γκουαδαλούπε Νέτελ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (17-29 Ιουνίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά τον Βασίλη Γρετσίστα (Εκδόσεις Ίκαρος) για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Νάννα Παπανικολάου για την άψογη διαδοχική διερμηνεία της προς και από τα ισπανικά.

Ευχαριστώ, τέλος, το Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας για την φιλοξενία της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Γκουαδαλούπε Νέτελ Η μοναχοκόρη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Νάννας Παπανικολάου.