Βραβευμένο
στο
26ο ΔΦΝΘ, το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου, Αδέσποτα κορμιά, μια
ταινία για το σώμα, την ελευθερία, την ζωή και τον θάνατο σε
μια μεταβαλλόμενη Ευρώπη, προβάλλεται από τις 28 Μαρτίου.
Μια συνάντηση με την σκηνοθέτρια.
Τι
σηματοδοτεί ο τίτλος του πολυσυζητημένου μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ σου, Αδέσποτα
κορμιά (Ειδική Μνεία στο 26ο ΔΦΝΘ), κι ιδίως το
επίθετο «αδέσποτα»;
Όταν χρησιμοποιούμε τις
λέξεις «αδέσποτος/αδέσποτα», σίγουρα έρχονται στο μυαλό μας αδέσποτα ζώα, όπως
σκυλιά, που περιφέρονται μόνα τους, αφρόντιστα και χωρίς σκοπό, γεγονός το
οποίο δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς.
Στο πλαίσιο του
ντοκιμαντέρ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με σώματα τα οποία ταξιδεύουν στην
Ευρώπη κάπως αφρόντιστα και μοναχικά.
Από την άλλη, «αδέσποτη»
είναι μια ύπαρξη χωρίς δεσπότη, αφέντη, αφεντικό, δηλαδή ελεύθερη.
Εκεί
κατέτεινε η αρχική μου ερμηνεία.
Όταν δεν έχεις
δεσπότη/αφεντικό, είσαι ελεύθερος, αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει πως είσαι και μόνος σου, χωρίς κάποιον να σε
προστατεύει. Ο δεσπότης, το αφεντικό μπορεί να σε προστατεύσουν.
Με
κάποιο τίμημα, βέβαια.
Ακριβώς! Και η ελευθερία
και το να έχεις έναν δεσπότη έχουν το τίμημά τους.
Ήθελα, επομένως, να
χρησιμοποιήσω το συγκεκριμένο επίθετο με την προαναφερθείσα διττή έννοια: του
καλού και του κακού, όπως κάθε άνθρωπος ορίζει αυτές τις έννοιες.
Η επιλογή του επιθέτου
δεν ήταν αποτέλεσμα σκέψης. Δε λειτουργώ βάσει κάποιας «συνταγής» ή
προγράμματος, άλλωστε.
Μερικές φορές, μάς
έρχονται αυθόρμητα λέξεις που μας αρέσουν ασυνείδητα κι ενστικτωδώς και
κατόπιν βρίσκουμε τους λόγους της προτίμησής μας.
Στην
συνέχεια, επιθυμείς να «χτίσεις» κάτι γύρω και πέρα από αυτές τις λέξεις.
Τα αδέσποτα κορμιά μου
άρεσαν ως λέξεις και από μόνες τους και μαζί. Πολύ συνειδητά, χρησιμοποίησα το
«κορμιά» και όχι το «σώματα», γιατί το «κορμιά» κουβαλά κάτι το καθημερινό και
λαϊκό.
Στα αγγλικά δεν υπάρχει
αυτή η διαφοροποίηση.
Οι
περιορισμοί της γλώσσας και της μετάφρασης.
Στα έργα μου μού αρέσει
να υπάρχουν και οι ελληνικοί τίτλοι, όχι μόνο οι αγγλικοί.
Κατόπιν, σ’ αυτές τις
λέξεις ανακάλυψα νοήματα.
Και
τα συσχέτισες με ανθρώπους.
Φυσικά!
Οι
άνθρωποι, οι χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ σου, αναζητήθηκαν και βρέθηκαν περίπου
το ίδιο διάστημα, δεδομένου ότι ο αρχικός «σπόρος» για την ταινία είχε σπαρθεί
μια δεκαετία και πλέον πίσω;
Δε με απασχολούσε όλα
αυτά τα χρόνια. Στο διάστημα που πέρασε, έκανα δύο μεγάλου μήκους φιλμ μυθοπλασίας,
ενόσω το ντοκιμαντέρ δουλευόταν στο μυαλό μου – κάποιες φορές και με
συνεργάτες.
Είναι ένα ντοκιμαντέρ
βασιζόμενο σε κόνσεπτ. Σ’ αυτό, έπρεπε να ενσωματωθούν οι άνθρωποι, άρα δεν
ήταν επείγον να πραγματοποιηθεί μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Η
στιγμή κατά την οποία άρχισε να σχηματοποιείται πιο χειροπιαστά είχε για σένα
κάποια βαρύτητα;
Γύρω στα μέσα του 2018
αποφάσισα ότι θα ήταν η επόμενη ταινία μου, άρα θα έπρεπε να εστιάσω σ’ αυτήν.
Τότε ξεκινήσαμε πιο
δυναμικά την ανάπτυξη των χαρακτήρων και την αναζήτηση των χρημάτων, ενώ «ζυμωνόμασταν»
με το υπόλοιπο τιμ.
Ήμασταν, εξάλλου, πέντε
άνθρωποι στο συνεργείο, δεν επρόκειτο για «χειροποίητη» ατομική παραγωγή.
Τον Ιούλιο του 2021
άρχισαν τα γυρίσματα εν μέσω κορονοϊού και διάφορων ιστοριών και υστεριών, και
τον Ιανουάριο του 2023 ολοκληρώθηκαν. Υπήρξε μια ongoing διαδικασία,
στο πλαίσιο της οποίας νέες ιδέες οδηγούσαν σε νέα γυρίσματα.
Οι
αρχικοί χαρακτήρες ήταν κυρίως οι τρεις γυναίκες;
Ήταν κυρίως αυτές, αλλά
και η γιατρός στο πεδίο της ευθανασίας/υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Την είχαμε
εντοπίσει μέσω διαδικτυακής έρευνας και την είχαμε προσεγγίσει.
Η κοπέλα από την Μάλτα
υπήρχε επίσης από πολύ νωρίς. Μας δυσκόλεψε η εύρεση των κοριτσιών που έκαναν
ορμονοθεραπεία, προκειμένου ν’ αποκτήσουν παιδί.
Δε
βοηθούσε, ωστόσο, το γεγονός ότι είχαν απέναντί τους ή κοντά τους μια γυναίκα ή
μια θηλυκότητα;
Βοήθησε πολύ.
Απλώς υπήρξε μια περίοδος
κατά την οποία είχαμε ταυτόχρονα απλώσει τα «πλοκάμια» μας σε Ιταλία, Μάλτα,
Βουλγαρία και Ελλάδα σε αναζήτηση γυναικών που πραγματοποιούσαν ορμονοθεραπεία
ή/και «αναπαραγωγικό τουρισμό».
Προσπαθούσαμε, λοιπόν, να
διατηρούμε πολλά ενδεχόμενα ανοιχτά, έτσι ώστε να έχουμε ευελιξία. Η όλη
διαδικασία υπήρξε μια ωραία και δύσκολη περιπέτεια.
Κομμάτι
αυτής της περιπέτειας σχετίζεται και με κάποιους όχι ιδιαίτερα συμπαθείς -για
να το θέσω «κομψά»- χαρακτήρες. Δε θέλω να τους κατονομάσω.
Καταλαβαινόμαστε!
Δεν
μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο. Ίσως μπορείς να
παρακολουθήσεις την πορεία ζωής και σκέψης κάποιου εξ αυτών.
Και να δεις την πλευρά
τους.
Θα
ήθελα, ωστόσο, να καταλάβω με ποιο σκεπτικό συμπεριλήφθηκαν οι συγκεκριμένοι
χαρακτήρες.
Από την αρχή, ήταν
ξεκάθαρο μέσα μου πως δεν ήθελα να κάνω μια ακτιβιστική ταινία, αλλά μια «ανοιχτή»
ταινία, η οποία να περιλαμβάνει και την αντίθετη από την δική μου άποψη.
Κι αυτό, επειδή πολλές
φορές αγνοούμε ποια είναι τα επιχειρήματα και ο τρόπος σκέψης της άλλης
πλευράς. Μόνο να κερδίσουμε έχουμε από μια τέτοια συνάντηση.
Αυτό, λοιπόν, που εγώ
συνειδητοποίησα ήταν ότι η -ας την αποκαλέσουμε «συντηρητική», πολλές φορές
ακροδεξιά άποψη- πολύ συχνά εργαλειοποιεί τα επιχειρήματα και το λεξιλόγιο της
δικής μας, της προοδευτικής πλευράς.
Όταν συζητάμε για την
άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, πρέπει να γνωρίζουμε πως έχει συντελεστεί
μέσω της εργαλειοποίησης του λεξιλογίου της προοδευτικής πλευράς και της
ανάδειξης των ακροδεξιών πεποιθήσεων ως αντισυστημικών.
Πρόκειται για ένα
πρόβλημα το οποίο η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει.
Ήθελα, επομένως, να μάθω
τι λένε αυτοί άνθρωποι. Άρα, ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να το μάθουν όλοι. Κι
αυτό και στην ταινία και στους θεατές κάνει καλό.
Μήπως,
όμως, αντί όντως να διευκολυνόμαστε ν’ αντιληφθούμε αυτά τα παράλληλα
«σύμπαντα», «θολώνει» -άθελά σου- το θεμελιώδες επιχείρημα/κόνσεπτ το οποίο
φαίνεται να διατρέχει το ντοκιμαντέρ σου;
Γιατί
να δίνεται χώρος σε άτομα που εκφράζουν τόσο οπισθοδρομικές και σκοταδιστικές
αντιλήψεις και -αν δε μισούν- το σώμα και την αυτοδιάθεσή του, σίγουρα το
εργαλειοποιούν;
Η συνειδητή μου απόφαση
συμπερίληψης αυτών των χαρακτήρων ενείχε ένα ρίσκο, του «μουτζουρώματος» των
σκοπών μου. Ήθελα, όμως, να πάρω αυτό το ρίσκο.
Ξέρεις, μερικές φορές
αντιμετωπίζουμε τέτοιους ανθρώπους ως γραφικούς, αλλά τελικά δεν είναι, γιατί
συμπαρασύρουν πολύ κόσμο μαζί τους.
Επιθυμούσα, επομένως, να
δώσω χώρο σ’ αυτές τις απόψεις και να τις αφήσω να εκτεθούν. Κι εκτίθενται.
Και, ταυτόχρονα, να
συμβάλω στην συνειδητοποίηση ότι δεν έχουμε την προοδευτικότητα στο «τσεπάκι»
μας, αλλά πρέπει να την διεκδικούμε.
Όσον αφορά, εξάλλου, στο
«μουτζούρωμα», από την στιγμή που πρωταγωνιστούν τα σώματα τα οποία ταξιδεύουν,
η θέση του ντοκιμαντέρ είναι ξεκάθαρη.
Κι ευτυχώς κανένας δε μου
έχει πει πως αναρωτιέται ποια είναι η θέση της ταινίας.
Επειδή μου ήταν ξεκάθαρη, εντεινόταν κατά
διαστήματα ο προαναφερθείς προβληματισμός.
Ήταν μια λιγότερο safe επιλογή.
Αλλά κάνουμε φιλμ κάθε πέντε με επτά χρόνια. Οπότε, θέλω να παίρνω ρίσκα που
μπορεί, τελικά, να μη μου «βγουν». Δε μου λέει και πολλά να κάνω κάτι ασφαλές
και βολικό.
Υπάρχει,
πάντως, ένα όχι αμελητέο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο, κρίνοντας από τις
αντιδράσεις του έναντι του ντοκιμαντέρ σου χωρίς καν αυτό να έχει ακόμα
προβληθεί, είναι -ή μπορεί να γίνει- πολύ επικίνδυνο.
Μπορεί να μην έχουμε μια
ακροδεξιά κυβέρνηση, αλλά είναι πολύ συντηρητική, περιβαλλόμενη από κόμματα
κινούμενα σε ακόμα δεξιότερο φάσμα. Αθροίζοντας τα συνολικά ποσοστά τους,
πρόκειται για πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος.
Για ποια γραφικότητα
μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε όταν έχουμε την συγκεκριμένη κυβέρνηση;
Τι
σου προκάλεσαν περισσότερο οι αντιδράσεις απέναντι στην δουλειά σου από
«χριστιανοταλιμπανικούς» κύκλους;
Μεγάλη σύγχυση.
Από την μία, προσπάθησα
να τις αντιμετωπίσω ως κάτι γραφικό. Από την άλλη, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν τόσο
γραφικές, καθώς είχαν και θεσμική υποστήριξη. Επιπλέον, μου δημιούργησαν
αγωνία.
Θεωρούσα αναγκαίο για
όλους μας διασφαλιστεί η πραγματοποίηση των προβολών του ντοκιμαντέρ.
Καταλαβαίνεις τι θα σήμαινε η μη πραγματοποίησή τους.
Το ότι, όμως, αυτή η
ασφάλεια έπρεπε να προκύψει μέσα από ένα αντιδημοκρατικό μέτρο όπως την
απαγόρευση των συγκεντρώσεων δεν ήταν κάτι που ασπάζομαι, και την βίωσα ως τεράστια
εσωτερική αντίφαση.
Η
μόνη «ασπίδα» προστασίας είναι η κοινωνική/κινηματική υποστήριξη.
Η μέρα της πρεμιέρας ήταν
πολύ δύσκολη. Το ότι έπρεπε να είμαι συμμέτοχος στην απαγόρευση δεν ήταν εύκολο
για μένα.
Δεν
αποτέλεσε, πάντως, μια μικρή δικαίωση η κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Ολύμπιον;
Φυσικά. Ήταν τρομερά
συγκινητική η παρουσία του κόσμου, η ανταπόκρισή του στην ταινία, το
χειροκρότημα, η υποστήριξη όλων των ανθρώπων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Θεσσαλονίκης.
Σ’ ένα φιλοσοφικό
επίπεδο, όμως, δεν είναι όλα καλά, όταν για να διασφαλιστεί η διεξαγωγή της
προβολή έπρεπε να συμβεί κάτι εντελώς αντίθετο στις αρχές μου.
Από την άλλη, όλα όσα
συνέβησαν εκείνες τις μέρες αποτελούν κι έναν αντικατοπτρισμό του ντοκιμαντέρ.
Μπορεί όσα αναφέρονται σ’
αυτό να σχετίζονται με την άμβλωση, την ευθανασία, την εξωσωματική
γονιμοποίηση, αλλά είναι μόνο οι αφορμές.
Η ταινία έχει να κάνει με
το πώς ζούμε και πώς πεθαίνουμε, και πόσο ελεύθερα είναι το σώμα, η σκέψη κι η
έκφρασή μας, ακόμα κι όταν νομίζουμε
πως είμαστε ελεύθεροι.
Και
πόση ελευθερία απολαμβάνουμε στην διάθεση των σωμάτων μας.
Ακόμα κι όταν ο νόμος μάς
το επιτρέπει. Μπορεί να είμαστε τυπικά ελεύθεροι, όντας δέσμιοι άλλων πραγμάτων:
της αγοράς, της κοινωνίας;
Ωστόσο,
είναι ζωτικό να υπάρχουν οι θεσμικές και κοινωνικές διασφαλίσεις ώστε, αν
κάποιος άνθρωπος βρεθεί ενώπιον κάποιων αποφάσεων, να μπορεί να τις υλοποιήσει
χωρίς να κινδυνεύει να υποστεί δίωξη, διακρίσεις ή υποτίμηση.
Ακριβώς.
Μετά
την Θεσσαλονίκη τα Αδέσποτα κορμιά
ταξίδεψαν στην Κοπεγχάγη.
Η δανέζικη κοινωνία είναι
σίγουρα διαφορετική. Η ταινία συγκίνησε, πάντως, και το εκεί κοινό.
Τέλη Απριλίου ταξιδεύουμε
στο Hot
Docs στο
Τορόντο, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στην Βόρεια Αμερική.
Εγχωρίως,
το ντοκιμαντέρ άρχισε να προβάλλεται στις 28 Μαρτίου. Υπάρχει προοπτική
συνέχισης των προβολών του και για δεύτερη εβδομάδα;
Ελπίζω πως ναι. Ήδη η
προπώληση των εισιτηρίων κινείται ικανοποιητικά. Το ότι, μάλιστα, είναι
καθημερινές είναι ήδη σημαντικό. Είναι επίσης σημαντικό να παιχτεί και στην
επαρχία.
Μετά
από μια τόσο πολύχρονη και επίπονη ενασχόληση με ένα ντοκιμαντέρ, θα σ’
ενδιέφερε να επιστρέψεις μελλοντικά σ’ αυτήν την φόρμα;
Έχω στο μυαλό μου ένα
επόμενο ντοκιμαντέρ, το οποίο δε θα είναι το Αδέσποτα κορμιά ΙΙ, αλλά οι θεματικές είναι αρκετά κοντινές. Οπότε
ναι, θα επιστρέψω, αλλά με τον δικό μου τρόπο.
Το
σώμα ως συμπύκνωση του βιώματος της ελευθερίας είναι κομβικό μέλημα για σένα.
H ελευθερία και το πού
ανήκει το σώμα πάνε χέρι-χέρι.
Μπορείς
κάπως να ορίσεις την ελευθερία;
Η ελευθερία είναι να
σκέφτεσαι -και κατ’ επέκταση να δρας- έτσι όπως σου βγαίνει από μέσα σου, χωρίς
να το σταματάει κανείς. Ούτε εσύ ο ίδιος. Και χωρίς αυτό να εμποδίζει την
ελευθερία του άλλου.
Δεν είναι κάτι
βαρύγδουπο. Δε μ’ αρέσουν τα βαρύγδουπα πράγματα, άλλωστε. Ή τουλάχιστον δεν μπορώ να τα υποστηρίξω. Μ’
αρέσει να παίρνω την δουλειά μου στα σοβαρά, αλλά όχι τον εαυτό μου ή τους
άλλους.
Γι’ αυτό και το
ντοκιμαντέρ μου δεν είναι βαρύγδουπο ή διδακτικό, αν και πραγματεύεται «βαριά»
ζητήματα.
Ευχαριστώ
την
υπεύθυνη επικοινωνίας, Νατάσσα Πανδή,
για την συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.
Το ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου
Αδέσποτα
κορμιά προβάλλεται
στον κινηματογράφο Δαναό από την Πέμπτη 28 Μαρτίου.