Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ελίνα Ψύκου: «Η ελευθερία και το πού ανήκει το σώμα πάνε χέρι-χέρι»

 


Βραβευμένο στο 26ο ΔΦΝΘ, το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου, Αδέσποτα κορμιά, μια ταινία για το σώμα, την ελευθερία, την ζωή και τον θάνατο σε μια μεταβαλλόμενη Ευρώπη, προβάλλεται από τις 28 Μαρτίου.

Μια συνάντηση με την σκηνοθέτρια.

Τι σηματοδοτεί ο τίτλος του πολυσυζητημένου μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ σου, Αδέσποτα κορμιά (Ειδική Μνεία στο 26ο ΔΦΝΘ), κι ιδίως το επίθετο «αδέσποτα»;

Όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις «αδέσποτος/αδέσποτα», σίγουρα έρχονται στο μυαλό μας αδέσποτα ζώα, όπως σκυλιά, που περιφέρονται μόνα τους, αφρόντιστα και χωρίς σκοπό, γεγονός το οποίο δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς.

Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με σώματα τα οποία ταξιδεύουν στην Ευρώπη κάπως αφρόντιστα και μοναχικά.

Από την άλλη, «αδέσποτη» είναι μια ύπαρξη χωρίς δεσπότη, αφέντη, αφεντικό, δηλαδή ελεύθερη.

Εκεί κατέτεινε η αρχική μου ερμηνεία.

Όταν δεν έχεις δεσπότη/αφεντικό, είσαι ελεύθερος, αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει πως είσαι και μόνος σου, χωρίς κάποιον να σε προστατεύει. Ο δεσπότης, το αφεντικό μπορεί να σε προστατεύσουν.

Με κάποιο τίμημα, βέβαια.

Ακριβώς! Και η ελευθερία και το να έχεις έναν δεσπότη έχουν το τίμημά τους.

Ήθελα, επομένως, να χρησιμοποιήσω το συγκεκριμένο επίθετο με την προαναφερθείσα διττή έννοια: του καλού και του κακού, όπως κάθε άνθρωπος ορίζει αυτές τις έννοιες.

Η επιλογή του επιθέτου δεν ήταν αποτέλεσμα σκέψης. Δε λειτουργώ βάσει κάποιας «συνταγής» ή προγράμματος, άλλωστε.

Μερικές φορές, μάς έρχονται αυθόρμητα λέξεις που μας αρέσουν ασυνείδητα κι ενστικτωδώς και κατόπιν βρίσκουμε τους λόγους της προτίμησής μας.

Στην συνέχεια, επιθυμείς να «χτίσεις» κάτι γύρω και πέρα από αυτές τις λέξεις.

Τα αδέσποτα κορμιά μου άρεσαν ως λέξεις και από μόνες τους και μαζί. Πολύ συνειδητά, χρησιμοποίησα το «κορμιά» και όχι το «σώματα», γιατί το «κορμιά» κουβαλά κάτι το καθημερινό και λαϊκό.

Στα αγγλικά δεν υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση.

Οι περιορισμοί της γλώσσας και της μετάφρασης.

Στα έργα μου μού αρέσει να υπάρχουν και οι ελληνικοί τίτλοι, όχι μόνο οι αγγλικοί.

Κατόπιν, σ’ αυτές τις λέξεις ανακάλυψα νοήματα.

Και τα συσχέτισες με ανθρώπους.

Φυσικά!

Οι άνθρωποι, οι χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ σου, αναζητήθηκαν και βρέθηκαν περίπου το ίδιο διάστημα, δεδομένου ότι ο αρχικός «σπόρος» για την ταινία είχε σπαρθεί μια δεκαετία και πλέον πίσω;

Δε με απασχολούσε όλα αυτά τα χρόνια. Στο διάστημα που πέρασε, έκανα δύο μεγάλου μήκους φιλμ μυθοπλασίας, ενόσω το ντοκιμαντέρ δουλευόταν στο μυαλό μου – κάποιες φορές και με συνεργάτες.

Είναι ένα ντοκιμαντέρ βασιζόμενο σε κόνσεπτ. Σ’ αυτό, έπρεπε να ενσωματωθούν οι άνθρωποι, άρα δεν ήταν επείγον να πραγματοποιηθεί μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Η στιγμή κατά την οποία άρχισε να σχηματοποιείται πιο χειροπιαστά είχε για σένα κάποια βαρύτητα;

Γύρω στα μέσα του 2018 αποφάσισα ότι θα ήταν η επόμενη ταινία μου, άρα θα έπρεπε να εστιάσω σ’ αυτήν.

Τότε ξεκινήσαμε πιο δυναμικά την ανάπτυξη των χαρακτήρων και την αναζήτηση των χρημάτων, ενώ «ζυμωνόμασταν» με το υπόλοιπο τιμ.

Ήμασταν, εξάλλου, πέντε άνθρωποι στο συνεργείο, δεν επρόκειτο για «χειροποίητη» ατομική παραγωγή.

Τον Ιούλιο του 2021 άρχισαν τα γυρίσματα εν μέσω κορονοϊού και διάφορων ιστοριών και υστεριών, και τον Ιανουάριο του 2023 ολοκληρώθηκαν. Υπήρξε μια ongoing διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας νέες ιδέες οδηγούσαν σε νέα γυρίσματα.

Οι αρχικοί χαρακτήρες ήταν κυρίως οι τρεις γυναίκες;

Ήταν κυρίως αυτές, αλλά και η γιατρός στο πεδίο της ευθανασίας/υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Την είχαμε εντοπίσει μέσω διαδικτυακής έρευνας και την είχαμε προσεγγίσει.

Η κοπέλα από την Μάλτα υπήρχε επίσης από πολύ νωρίς. Μας δυσκόλεψε η εύρεση των κοριτσιών που έκαναν ορμονοθεραπεία, προκειμένου ν’ αποκτήσουν παιδί.

Δε βοηθούσε, ωστόσο, το γεγονός ότι είχαν απέναντί τους ή κοντά τους μια γυναίκα ή μια θηλυκότητα;

Βοήθησε πολύ.

Απλώς υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία είχαμε ταυτόχρονα απλώσει τα «πλοκάμια» μας σε Ιταλία, Μάλτα, Βουλγαρία και Ελλάδα σε αναζήτηση γυναικών που πραγματοποιούσαν ορμονοθεραπεία ή/και «αναπαραγωγικό τουρισμό».

Προσπαθούσαμε, λοιπόν, να διατηρούμε πολλά ενδεχόμενα ανοιχτά, έτσι ώστε να έχουμε ευελιξία. Η όλη διαδικασία υπήρξε μια ωραία και δύσκολη περιπέτεια.




Κομμάτι αυτής της περιπέτειας σχετίζεται και με κάποιους όχι ιδιαίτερα συμπαθείς -για να το θέσω «κομψά»- χαρακτήρες. Δε θέλω να τους κατονομάσω.

Καταλαβαινόμαστε!

Δεν μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο. Ίσως μπορείς να παρακολουθήσεις την πορεία ζωής και σκέψης κάποιου εξ αυτών.

Και να δεις την πλευρά τους.

Θα ήθελα, ωστόσο, να καταλάβω με ποιο σκεπτικό συμπεριλήφθηκαν οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες.

Από την αρχή, ήταν ξεκάθαρο μέσα μου πως δεν ήθελα να κάνω μια ακτιβιστική ταινία, αλλά μια «ανοιχτή» ταινία, η οποία να περιλαμβάνει και την αντίθετη από την δική μου άποψη.

Κι αυτό, επειδή πολλές φορές αγνοούμε ποια είναι τα επιχειρήματα και ο τρόπος σκέψης της άλλης πλευράς. Μόνο να κερδίσουμε έχουμε από μια τέτοια συνάντηση.

Αυτό, λοιπόν, που εγώ συνειδητοποίησα ήταν ότι η -ας την αποκαλέσουμε «συντηρητική», πολλές φορές ακροδεξιά άποψη- πολύ συχνά εργαλειοποιεί τα επιχειρήματα και το λεξιλόγιο της δικής μας, της προοδευτικής πλευράς.

Όταν συζητάμε για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, πρέπει να γνωρίζουμε πως έχει συντελεστεί μέσω της εργαλειοποίησης του λεξιλογίου της προοδευτικής πλευράς και της ανάδειξης των ακροδεξιών πεποιθήσεων ως αντισυστημικών.

Πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει.

Ήθελα, επομένως, να μάθω τι λένε αυτοί άνθρωποι. Άρα, ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να το μάθουν όλοι. Κι αυτό και στην ταινία και στους θεατές κάνει καλό.

Μήπως, όμως, αντί όντως να διευκολυνόμαστε ν’ αντιληφθούμε αυτά τα παράλληλα «σύμπαντα», «θολώνει» -άθελά σου- το θεμελιώδες επιχείρημα/κόνσεπτ το οποίο φαίνεται να διατρέχει το ντοκιμαντέρ σου;

Γιατί να δίνεται χώρος σε άτομα που εκφράζουν τόσο οπισθοδρομικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις και -αν δε μισούν- το σώμα και την αυτοδιάθεσή του, σίγουρα το εργαλειοποιούν;

Η συνειδητή μου απόφαση συμπερίληψης αυτών των χαρακτήρων ενείχε ένα ρίσκο, του «μουτζουρώματος» των σκοπών μου. Ήθελα, όμως, να πάρω αυτό το ρίσκο.

Ξέρεις, μερικές φορές αντιμετωπίζουμε τέτοιους ανθρώπους ως γραφικούς, αλλά τελικά δεν είναι, γιατί συμπαρασύρουν πολύ κόσμο μαζί τους.

Επιθυμούσα, επομένως, να δώσω χώρο σ’ αυτές τις απόψεις και να τις αφήσω να εκτεθούν. Κι εκτίθενται.

Και, ταυτόχρονα, να συμβάλω στην συνειδητοποίηση ότι δεν έχουμε την προοδευτικότητα στο «τσεπάκι» μας, αλλά πρέπει να την διεκδικούμε.

Όσον αφορά, εξάλλου, στο «μουτζούρωμα», από την στιγμή που πρωταγωνιστούν τα σώματα τα οποία ταξιδεύουν, η θέση του ντοκιμαντέρ είναι ξεκάθαρη.

Κι ευτυχώς κανένας δε μου έχει πει πως αναρωτιέται ποια είναι η θέση της ταινίας.

Επειδή μου ήταν ξεκάθαρη, εντεινόταν κατά διαστήματα ο προαναφερθείς προβληματισμός.

Ήταν μια λιγότερο safe επιλογή. Αλλά κάνουμε φιλμ κάθε πέντε με επτά χρόνια. Οπότε, θέλω να παίρνω ρίσκα που μπορεί, τελικά, να μη μου «βγουν». Δε μου λέει και πολλά να κάνω κάτι ασφαλές και βολικό.

Υπάρχει, πάντως, ένα όχι αμελητέο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο, κρίνοντας από τις αντιδράσεις του έναντι του ντοκιμαντέρ σου χωρίς καν αυτό να έχει ακόμα προβληθεί, είναι -ή μπορεί να γίνει- πολύ επικίνδυνο.

Μπορεί να μην έχουμε μια ακροδεξιά κυβέρνηση, αλλά είναι πολύ συντηρητική, περιβαλλόμενη από κόμματα κινούμενα σε ακόμα δεξιότερο φάσμα. Αθροίζοντας τα συνολικά ποσοστά τους, πρόκειται για πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος.

Για ποια γραφικότητα μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε όταν έχουμε την συγκεκριμένη κυβέρνηση;

Τι σου προκάλεσαν περισσότερο οι αντιδράσεις απέναντι στην δουλειά σου από «χριστιανοταλιμπανικούς» κύκλους;

Μεγάλη σύγχυση.

Από την μία, προσπάθησα να τις αντιμετωπίσω ως κάτι γραφικό. Από την άλλη, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν τόσο γραφικές, καθώς είχαν και θεσμική υποστήριξη. Επιπλέον, μου δημιούργησαν αγωνία.

Θεωρούσα αναγκαίο για όλους μας διασφαλιστεί η πραγματοποίηση των προβολών του ντοκιμαντέρ. Καταλαβαίνεις τι θα σήμαινε η μη πραγματοποίησή τους.

Το ότι, όμως, αυτή η ασφάλεια έπρεπε να προκύψει μέσα από ένα αντιδημοκρατικό μέτρο όπως την απαγόρευση των συγκεντρώσεων δεν ήταν κάτι που ασπάζομαι, και την βίωσα ως τεράστια εσωτερική αντίφαση.




Η μόνη «ασπίδα» προστασίας είναι η κοινωνική/κινηματική υποστήριξη.

Η μέρα της πρεμιέρας ήταν πολύ δύσκολη. Το ότι έπρεπε να είμαι συμμέτοχος στην απαγόρευση δεν ήταν εύκολο για μένα.

Δεν αποτέλεσε, πάντως, μια μικρή δικαίωση η κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου Ολύμπιον;

Φυσικά. Ήταν τρομερά συγκινητική η παρουσία του κόσμου, η ανταπόκρισή του στην ταινία, το χειροκρότημα, η υποστήριξη όλων των ανθρώπων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Σ’ ένα φιλοσοφικό επίπεδο, όμως, δεν είναι όλα καλά, όταν για να διασφαλιστεί η διεξαγωγή της προβολή έπρεπε να συμβεί κάτι εντελώς αντίθετο στις αρχές μου.

Από την άλλη, όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις μέρες αποτελούν κι έναν αντικατοπτρισμό του ντοκιμαντέρ.

Μπορεί όσα αναφέρονται σ’ αυτό να σχετίζονται με την άμβλωση, την ευθανασία, την εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά είναι μόνο οι αφορμές.

Η ταινία έχει να κάνει με το πώς ζούμε και πώς πεθαίνουμε, και πόσο ελεύθερα είναι το σώμα, η σκέψη κι η έκφρασή μας, ακόμα κι όταν νομίζουμε πως είμαστε ελεύθεροι.

Και πόση ελευθερία απολαμβάνουμε στην διάθεση των σωμάτων μας.

Ακόμα κι όταν ο νόμος μάς το επιτρέπει. Μπορεί να είμαστε τυπικά ελεύθεροι, όντας δέσμιοι άλλων πραγμάτων: της αγοράς, της κοινωνίας;

Ωστόσο, είναι ζωτικό να υπάρχουν οι θεσμικές και κοινωνικές διασφαλίσεις ώστε, αν κάποιος άνθρωπος βρεθεί ενώπιον κάποιων αποφάσεων, να μπορεί να τις υλοποιήσει χωρίς να κινδυνεύει να υποστεί δίωξη, διακρίσεις ή υποτίμηση.

Ακριβώς.

Μετά την Θεσσαλονίκη τα Αδέσποτα κορμιά ταξίδεψαν στην Κοπεγχάγη.

Η δανέζικη κοινωνία είναι σίγουρα διαφορετική. Η ταινία συγκίνησε, πάντως, και το εκεί κοινό.

Τέλη Απριλίου ταξιδεύουμε στο Hot Docs στο Τορόντο, στο μεγαλύτερο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στην Βόρεια Αμερική.

Εγχωρίως, το ντοκιμαντέρ άρχισε να προβάλλεται στις 28 Μαρτίου. Υπάρχει προοπτική συνέχισης των προβολών του και για δεύτερη εβδομάδα;

Ελπίζω πως ναι. Ήδη η προπώληση των εισιτηρίων κινείται ικανοποιητικά. Το ότι, μάλιστα, είναι καθημερινές είναι ήδη σημαντικό. Είναι επίσης σημαντικό να παιχτεί και στην επαρχία.

Μετά από μια τόσο πολύχρονη και επίπονη ενασχόληση με ένα ντοκιμαντέρ, θα σ’ ενδιέφερε να επιστρέψεις μελλοντικά σ’ αυτήν την φόρμα;

Έχω στο μυαλό μου ένα επόμενο ντοκιμαντέρ, το οποίο δε θα είναι το Αδέσποτα κορμιά ΙΙ, αλλά οι θεματικές είναι αρκετά κοντινές. Οπότε ναι, θα επιστρέψω, αλλά με τον δικό μου τρόπο.

Το σώμα ως συμπύκνωση του βιώματος της ελευθερίας είναι κομβικό μέλημα για σένα.

H ελευθερία και το πού ανήκει το σώμα πάνε χέρι-χέρι.

Μπορείς κάπως να ορίσεις την ελευθερία;

Η ελευθερία είναι να σκέφτεσαι -και κατ’ επέκταση να δρας- έτσι όπως σου βγαίνει από μέσα σου, χωρίς να το σταματάει κανείς. Ούτε εσύ ο ίδιος. Και χωρίς αυτό να εμποδίζει την ελευθερία του άλλου.

Δεν είναι κάτι βαρύγδουπο. Δε μ’ αρέσουν τα βαρύγδουπα πράγματα, άλλωστε. Ή  τουλάχιστον δεν μπορώ να τα υποστηρίξω. Μ’ αρέσει να παίρνω την δουλειά μου στα σοβαρά, αλλά όχι τον εαυτό μου ή τους άλλους.

Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ μου δεν είναι βαρύγδουπο ή διδακτικό, αν και πραγματεύεται «βαριά» ζητήματα.

Ευχαριστώ την υπεύθυνη επικοινωνίας, Νατάσσα Πανδή, για την συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Το ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου Αδέσποτα κορμιά προβάλλεται στον κινηματογράφο Δαναό από την Πέμπτη 28 Μαρτίου.



Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Jozef van Wissem: «Πολιτιστικά, ζω στην Κεντρική Ευρώπη. Ηθικά, ζω στον δρόμο»

 


Ένας από τους εξέχοντες λαουτίστες παγκοσμίως, ο ιδοσυγκρασιακός και γνωστός από τις συχνές δημιουργικές συμπράξεις του με τον Τζιμ Τζάρμους, Jozef van Wissem, καταφθάνει στην Ελλάδα στο τέλος Μαρτίου για 4 μοναδικές συναυλίες.

Επιχειρώντας να «ιχνηλατήσουμε» τον -φαινομενικά- «δύσβατο» ψυχισμό του ενόψει των εμφανίσεων αυτών μέσα από μια «λακωνική» συνομιλία.

Γεννηθήκατε στον «Παλαιό» Κόσμο, αλλά ζείτε στον «Νέο», ενώ κάνετε εκτενείς περιοδείες και περιστασιακά διαμένετε στην Ευρώπη. Πού βρίσκεται η πολιτιστική, πνευματική και ηθική σας «πυξίδα»; Παντού;

Πολιτιστικά και πνευματικά ζω στην Κεντρική Ευρώπη. Ηθικά, ζω στον δρόμο.

Θεωρείστε ένας από τους πιο εξέχοντες σύγχρονους λαουτίστες σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα χαρακτηρίζατε την συνάντησή σας με το λαούτο ως «έρωτα με την πρώτη ματιά/ακρόαση»;

Η δασκάλα μου στην κλασική κιθάρα είχε ένα λαούτο στην γωνία του δωματίου της. Δε με άφηνε να το αγγίξω. Αλλά με έβαλε να παίξω το ρεπερτόριο του λαούτου στην κιθάρα όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Μουσική από την εποχή του Σέξπιρ.

Ξεκίνησα παίζοντας στους δρόμους του Μάαστριχτ. Αυτό ήταν το πραγματικό μάθημα.

Έχετε σπουδάσει λαούτο με τον Patrick OBrien. Τι έχετε μάθει από αυτόν και σε ποιον βαθμό το έχετε κάνει πράξη με τον προσωπικό σας τρόπο κατά την διάρκεια των δεκαετιών;

Με προέτρεψε να γράψω το δικό μου υλικό για το λαούτο. Ήταν μαθητής του Blind Gary Davis - άρα και πρώην κιθαρίστας.

Μέσω εκείνου απέκτησα εμμονή με το λαούτο. Ήταν σπουδαίος δάσκαλος. Είχε μια δύσκολη ζωή, τον έβαλαν στην φυλακή γιατί δεν πήγε στο στρατό, μου είχε πει.

Σε κάθε περίπτωση, πιστεύετε ότι καταφέρατε να το απελευθερώσετε από τους αυστηρούς ακαδημαϊκούς περιορισμούς του και να το καταστήσετε προσιτό σε ευρύτερα κοινά ανά τον κόσμο;

Σίγουρα. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ακούσει τη δουλειά μου μέχρι τώρα.

Οι συνθέσεις σας, τόσο σε επίπεδο τίτλων όσο και στιχουργικά, είναι γεμάτες θρησκευτικού χαρακτήρα αναφορές, εικόνες και μοτίβα.

Θα ισχυριζόσασταν ότι είστε ένας άνθρωπος της πίστης, κάποιος με πνευματικές αναζητήσεις ή απλώς υπαρξιακά περίεργος για το τι μπορεί να βρίσκεται -ή και όχι- πέρα ​​από τα όρια της αντίληψης/εμπειρίας μας;

Και αν ναι, πώς σας καθορίζει κάποια από αυτές τις ιδιότητες ως καλλιτέχνη;

Είμαι περίεργος γιατί δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το αναλύσω πολύ αυτό. Πραγματικά δεν είναι δική σου δουλειά.

Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς σας είναι οργανική. Σε κάποιες εξαιρετικές -κυριολεκτικά και μεταφορικά- περιπτώσεις τραγουδάτε και, τα τελευταία χρόνια, συχνά σε συνεργασία με την Hilary Woods.

Έκανα μόνο ένα τραγούδι μαζί της. Μου αρέσει να τραγουδάω στο τέλος των συναυλιών μου. Το κοινό κάπως το ζητάει.

Από The joy that never ends μέχρι το American landscapes -κι ας μην ξεχνάμε το θεμελιώδες σε πολλά επίπεδα φιλμ Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί- η γνωριμία και η συνεργασία σας με τον Τζιμ Τζάρμους έχει υπάρξει βαθιά και παραγωγική.

Χωρίς απαραίτητα να αρθρώνουμε το αξιοζήλευτα ανείπωτο, τι σας συνδέει πρωτίστως ως ανθρώπους και ως καλλιτέχνες;

Ρώτα τον!

Εκτός από εφευρετικός λαουτίστας, είστε και φανατικός λάτρης του κινηματογράφου; Αν ναι, τι είδους ταινίες εκτιμάτε περισσότερο και γιατί;

Προσωπικά μου αρέσει να βλέπω ντοκιμαντέρ επί του παρόντος. Το να παρακολουθώ μυθοπλασία αυτή τη στιγμή είναι λίγο δύσκολο για μένα. Υποθέτω επειδή συνθέτω τόσα πολλά σάουντρακ.

Κυκλοφορώ άλλο ένα στις 8 Απριλίου στην δισκογραφική μου εταιρεία Incunabulum Records. Είναι το soundtrack του Un Prince του Pierre Creton. Η ταινία κέρδισε και στις Κάννες.

Λίγοι θα περιέγραφαν τη δουλειά σας ως «ξεσηκωτική», ωστόσο το The Night Dwells in the Day, το τελευταίο σας άλμπουμ, φαίνεται να είναι πιο έμπλεο «μαυρίλας» από ό,τι συνήθως.

Η περίοδος της πανδημίας εντός της οποίας συνελήφθη μπορεί να εξηγεί την «σκοτεινιά». Εκτός αυτού, γιατί αποπνέει μια τόσο αγωνιώδη, νοσηρή, ακόμη και αποκαλυπτική αίσθηση;

Ευχαριστώ, όντως; Δεν απολαμβάνω πραγματικά να αναλύω αυτό που κάνω.

«Αυτός ο κόσμος τείνει στην αποσύνθεση», τραγουδάτε δυσοίωνα στο Day of the Lord. Λαμβάνοντας, για παράδειγμα, υπόψη την γενοκτονία των Παλαιστινίων στην Γάζα, αυτό ηχεί οδυνηρά αληθινό.

Πώς ερμηνεύετε την ηθική/συναισθηματική χρεοκοπία της «Δύσης» στις μέρες μας;  

Δεν την ερμηνεύω.

Παίζετε σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Αθήνα μεταξύ 31 Μαρτίου και στις 3 Απριλίου, αντίστοιχα. Σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα σε ροκ κλαμπ, στην Αθήνα σε εκκλησία.

Πώς ενισχύει η ατμόσφαιρα του κάθε συγκεκριμένου χώρου την εκτέλεση της μουσικής σας;

Τα ροκ κλαμπ μπορούν να είναι κουλ με ένα μηχάνημα καπνού, σόου φωτός και δυνατό ήχο. Και με κόσμο να χορεύει ακούγοντας την μουσική μου.

Οι εκκλησίες έχουν συνήθως καλύτερη φυσική αντήχηση. Και οι άνθρωποι τείνουν να ακούν καλύτερα, με κλειστά μάτια.

Ο Jozef van Wissem εμφανίζεται λάιβ στην Θεσσαλονίκη (31 Μαρτίου, Mylos, 21:00), στην Πάτρα (1 Απριλίου, Frida Bar nStage, 21:00) και στην Αθήνα (2 και 3 Απριλίου, Αγγλικανική Εκκλησία, 21:00).




Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ελένη Ευθυμίου: «Η αγάπη δεν είναι μόνο μια ιδέα, είναι και σωματική εμπειρία»

 

Ελένη Ευθυμίου (Φωτογραφία: Μιχάλης Κλουκίνας)

Ο Αντώνης κι η Γεωργία, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έχει περάσει μια ζωή μαζί, έρχεται αντιμέτωπο με μια επώδυνη επιδείνωση της κατάστασης υγείας της Γεωργίας, η οποία ανατρέπει την καθημερινότητά τους.

Βασισμένη στις μνήμες από την γιαγιά και τον παππού της, η συγκινητική παράσταση της Ελένης Ευθυμίου, Αγάπη, παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Συζητώντας με την σκηνοθέτρια.

Κατ’ αρχάς, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την παράσταση Αγάπη, αυτό το επίπονο -αλλά πολύ λυτρωτικό- μάθημα ζωής και θεατρικής δημιουργίας.

Χαίρομαι που το βίωσες έτσι!

Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται να παρακολουθήσουν την δουλειά μας έχουν κάποιο βίωμα.

Από την μία, λοιπόν, είναι ωραίο να νιώθεις ότι η δουλειά σου μπορεί να αγγίξει προσωπικά τον/την κάθε θεατή/θεάτρια προσφέροντας παρηγοριά.

Από την άλλη, είναι θλιβερό πως μια τέτοια ιστορία είναι οικεία για άλλους λόγους σε κάθε άνθρωπο.

Ως θεατής, διαπίστωσα ότι την αρχικά ελαφριά διάθεση από πλευράς θεατών διαδέχτηκε μια σιωπή, ένα σφίξιμο, βαριές ανάσες. Ανέμενες κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;

Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα επικοινωνήσει η δουλειά σου, ξέρεις τι δημιουργεί σε σένα. Σίγουρα, πρόθεσή μας ήταν να μην είναι βαριά από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά να διανθίζεται από «ανάσες» χιούμορ και ελαφρότητας.

Ωστόσο, είναι αναμενόμενο, αν κάποιος παρακολουθήσει την παράσταση, να ακολουθήσει και τις εναλλαγές στον ρυθμό της.

Η συνειδητοποίηση, εξάλλου, του γεγονότος ότι, λόγω κάποιας ασθένειας, ένας δικός σου άνθρωπος δεν είναι πια όπως ήταν, σίγουρα σου δημιουργεί σκέψεις.

Και μια εσωτερική αναστάτωση, ιδίως σε ανθρώπους οι οποίοι βιώνουν τις ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις.

Ναι, ακριβώς.

Το κοινό την βραδιά που παρακολούθησα την παράσταση ήταν κυρίως μεγαλύτερων ηλικιών.

Νομίζω πως ποικίλλει. Μια τέτοια παράσταση αφορά εξίσου νέους και μεγαλύτερους για διαφορετικούς λόγους.

Το προσωπικό μου βίωμα ανάγεται στην εφηβική ηλικία μου.

Σε βάραινε πολύ, και για πολλά χρόνια;

Όχι πολύ. Πιο πολύ βάραινε τους άλλους. Είχα την πολυτέλεια να διαθέτω χρόνο και να μπορώ να τον αφιερώσω στην γιαγιά μου, ακολουθώντας την παράλογη διάσταση που μπορεί να είχαν οι συνειρμοί της, χωρίς να την κρίνω.

Η «κάθοδος» προς τον νοητικό εκφυλισμό διήρκεσε πολύ καιρό, οπότε είχα την χρονική δυνατότητα να την επεξεργαστώ.

Οι θλιβερές πτυχές της όλης διαδικασίας αφορούσαν στον πόνο της μητέρας μου, στην άρνηση του παππού μου.

Επιπλέον, η επίγνωση της κατάστασής της, όσο αυτό της ήταν δυνατόν, από πλευράς της γιαγιάς μου τής είχε προκαλέσει κατάθλιψη.

Τα συμπτώματα της ασθένειάς της, εξάλλου, αλλοίωναν την ίδια την καθημερινότητα.

Από την στιγμή, ωστόσο, που η κατάστασή της έγινε αποδεκτή στο σπίτι, επήλθε και μια λύτρωση.

Ζούσαμε, λοιπόν, αρμονικά με την κατάσταση εντάσσοντάς την στην καθημερινότητα, αποδεχόμενοι ότι η γιαγιά μου θα ήταν πλέον ένας άνθρωπος που θα είχε ανάγκη από φροντίδα και παρέα.

Λόγω και της νεαρής ηλικίας σου, οι όποιες ευθύνες σού αναλογούσαν ήταν πολύ διαφορετικού τύπου. Ίσως κι ελάχιστες, σε σχέση με τις ευθύνες των -ενήλικων- οικείων σου.

Δεν το συζητώ! Απλώς είχα την δυνατότητα να αντιμετωπίσω το συγκεκριμένο γεγονός με πολλούς τρόπους χωρίς να το αποδιώχνω.




Γιατί αισθάνθηκες την ανάγκη να αποτυπώσεις θεατρικά, μέσω της παράστασης Αγάπη, αυτό το βίωμα εν έτει 2024;

Επί πολύ καιρό ήθελα να φτιάξω μια παράσταση η οποία να καταπιάνεται με την απώλεια του νου. Ανάλογα με την φάση ζωής μου, μπορεί η παράσταση να αποκτούσε διαφορετική φόρμα ή άλλο σημείο εστίασης.

Το «πλήρωμα του χρόνου» έφερε τα πράγματα έτσι, ώστε να ανέβει φέτος.

Ήθελα να ξαναφέρω αυτούς τους ανθρώπους στην ζωή μου και να δώσω χώρο και χρόνο στον θεατή να βυθιστεί σ’ αυτό το «τοπίο» ανθρώπων και σπιτιού, μιλώντας παράλληλα για τις έννοιες της φροντίδας και της αγάπης.

Όπως κι απ’ όποιον κι αν εκδηλώνεται, η αγάπη λειτουργεί διευκολυντικά και παρηγορητικά για έναν άνθρωπο που πάσχει από ανίατη ασθένεια, έτσι δεν είναι;

Καθώς ο ασθενής δε νιώθει πια ο εαυτός όταν χάνει τον ειρμό και τα σημεία αναφοράς του, κάποια πράγματα παραμένουν απολύτως αναγκαία. Η αγάπη και η αίσθηση της οικειότητας και της χαράς είναι μερικά από αυτά.

Η ποιότητα ζωής έχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία είτε ο ασθενής παραμένει στο σπίτι του, είτε διακομίζεται σε οίκο ευγηρίας.

Διαρκώς, ωστόσο, μιλάμε για το πώς θα ζήσουμε, αλλά όχι πώς θα πεθάνουμε.

Η ασθένεια, η φθορά, ο θάνατος απωθούνται στο πλαίσιο της «δυτικοκεντρικής» θεώρησης των πραγμάτων. Δεν ξέρω αν είναι μόνο εξαιτίας του φόβου τον οποίο αυτές οι πραγματικότητες προξενούν.

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ποιος είναι ο λόγος που ο Δυτικός άνθρωπος αρνείται να εστιάσει σ’ αυτά τα ζητήματα. Έχει να κάνει με τον φόβο, αλλά και με τον καπιταλισμό.

Με την προσπάθεια, δηλαδή, του ανθρώπου να διατηρείται νέος, ενεργός, να βγάζει χρήματα. Η παραγωγικότητα προέχει της ηρεμίας, της οικογενειακής συνύπαρξης, του προσωπικού χρόνου, της αγάπης, της φροντίδας, της συντροφικότητας.

Γινόμαστε όλο και πιο «αυτιστικοί» όσον αφορά στους στόχους τους οποίους εμείς οι ίδιοι θέτουμε, προκειμένου να πετύχουμε ένα ευ ζην.

Κι όμως, υπάρχουν τόσοι τρόποι που κάποιος άνθρωπος μπορεί να περάσει τον χρόνο του μέχρι να καταλήξει και να έχει η ζωή του αξία, ακόμα κι αν δεν πια είναι ο ίδιος.

Έτσι κι αλλιώς, η ζωή δεν είναι σταθερή, διαρκώς μετασχηματιζόμαστε.

Έχω την αίσθηση πως, στην κοινωνία όπου ζούμε, άξιος να ζήσει θεωρείται εκείνος ο οποίος μπορεί να παράγει και να καταναλώνει. Αν όχι, απεκδύεται της ανθρώπινης υπόστασής του.

Δυστυχώς, αυτή η παρατήρηση ενέχει μια σκληρή αλήθεια.

Ξεχνάμε πολλά μέσα στην ροή της καθημερινότητας, και πρέπει να συμβεί κάποιο γεγονός για να μας ταρακουνήσει, αναγκάζοντας μας να σκεφτούμε με ποιον τρόπο ζούμε.

Όταν, όμως, ξεχνάμε και τον ίδιο μας τον εαυτό, έστω και σταδιακά -όπως συνέβη στην Γεωργία (Μαριέττα Σγουρδαίου) στην παράσταση-, τι απομένει, τελικά, από εμάς;

Η μνήμη δεν είναι μόνο εγκεφαλική, είναι και σωματική. Η αγάπη δεν είναι μόνο μια ιδέα, είναι και σωματική εμπειρία.

Σίγουρα, η κατάσταση για τους ανθρώπους που συνοδεύουν τον ασθενή είναι πιο δύσκολη από εκείνη του ασθενούς, ο οποίος εξακολουθεί να έχει ανάγκη για επικοινωνία. Άλλου είδους, όμως. Όπως ένα μωρό.

Όταν, όμως, σε «προδίδει» και το σώμα σου και δεν μπορεί να επιτελέσει ούτε τις ελάχιστες λειτουργίες, τι γίνεται;

Σε μια τέτοια συνθήκη υπάρχει ανάγκη για απάλυνση του πόνου, συμπαράσταση και παρουσία, στον βαθμό του εφικτού. Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη τους ανθρώπους, είμαστε κοινωνικά όντα.




Υπάρχει ανάγκη και να συζητάμε σοβαρά και ψύχραιμα εντός της ελληνικής κοινωνίας για θέματα τα οποία είναι «ταμπού», όπως η ευθανασία, πάντα με γνώμονα την φροντίδα ενός ανθρώπου που επιθυμεί να «φύγει» αξιοπρεπώς.

Ποια είναι η γνώμη σου σχετικά;

Το ζήτημα της ευθανασίας θα έπρεπε να μπει στην «σφαίρα» της συζήτησης.

Ωστόσο, δεν είμαι κατασταλαγμένη σε σχέση με την ευθανασία ούτε πολιτικά, καθώς πρόκειται για κάτι το οποίο ενέχει πολλές προϋποθέσεις.

Πρόκειται, για παράδειγμα, για την συνειδητή επιλογή ενός ανθρώπου που δε θέλει να χάσει την αξιοπρέπειά του; Είναι η αξιοπρέπεια δυνατότερη από την ανάγκη για ζωή;

Ίσως η ευθανασία θα έπρεπε να συζητείται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται για συνειδητή επιλογή ενός ατόμου ή  όταν αυτό βιώνει πόνο ή υποφέρει και η ποιότητα της ζωής του είναι αντικειμενικά κακή.

Το ίδιο το κείμενο αλλά και η παράσταση κέρδισαν πολλά χάρη στις ερμηνείες των Μαριέττας Σγουρδαίου (Γεωργία) και Παντελή Παπαδόπουλου (Αντώνης). Θα ήθελα να μου μιλήσεις για την συνεργασία σας.

Η δημιουργία μιας παράστασης είναι μια συλλογική διαδικασία κι έχει πολύ μεγάλη αξία ο τρόπος με τον οποίο οι ηθοποιοί εντάσσουν τον εαυτό τους στον ρόλο τους και στο έργο.

Νιώθω πολύ τυχερή κι ευγνώμων που συνάντησα αυτούς τους δύο ανθρώπους, και για τον τρόπο με τον οποίο υποστηρίζουν το κείμενο κάθε βράδυ. Έμαθα πολλά από αυτούς.

Ήταν, εξάλλου, δύσκολο να βρεθούν ηθοποιοί για τους συγκεκριμένους ρόλους, ακόμη και σε επίπεδο δικής τους επιθυμίας. Πολλούς ηθοποιούς μπορεί να τους φόβιζαν το θέμα κι οι ρόλοι.

Μεγάλη τύχη συνιστούσε, επίσης, το ότι οι δυο τους γνωρίζονταν μεταξύ τους, οπότε είχαν την απαραίτητη οικειότητα η οποία τους διευκόλυνε να διαμορφώσουν επί σκηνής την συνθήκη ενός ζευγαριού που έχει ζήσει χρόνια μαζί.

Είχες στο πίσω μέρος του μυαλού σου το Amour του Χάνεκε;

Δεν κρύβω αυτό το στοιχείο, αλλά ούτε και το χρησιμοποιώ επικοινωνιακά. Δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, τυχαία η «συνομιλία» με την ταινία.

Εμπνέομαι από αυτήν, κυρίως όσον αφορά στην ατμόσφαιρα, στο γεγονός ότι δύο άνθρωποι επιλέγουν να μείνουν στο σπίτι ή ότι η κόρη έρχεται και φεύγει.

Κατηφορίζοντας προς το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, όπου παρουσιάζεται η παράσταση, αισθάνομαι ένα δέος το οποίο πηγάζει από το βάρος της ιστορικότητας του χώρου.

Σου υποβάλλει κι εσένα μια αίσθηση δέους κι ευθύνης;

Αλίμονο αν δεν ένιωθα δέος και τιμή που βρέθηκα στο Θέατρο Τέχνης! Με τον τρόπο του, ο συγκεκριμένος χώρος «εμπότισε» την παράσταση με κάτι από την Ιστορία του, την μνήμη, την ησυχία πριν την καταιγίδα.

Ήταν, εξάλλου, πολύ σημαντικό πως το ξεκίνημα του πρωταγωνιστικού διδύμου συνέβη στο Θέατρο Τέχνης.

Τώρα, με την εμπειρία μιας ζωής -και πολύ πιο ώριμοι-, επιστρέφουν σ’ αυτό, για να μιλήσουν για κάτι που σχετίζεται με το πέρασμα του χρόνου.

Όπως, λοιπόν, μεγάλωσαν εκείνοι, έτσι μεγάλωσε και το Θέατρο Τέχνης, εξελισσόμενο σ’ έναν τόπο δημιουργίας, Ιστορίας και μνήμης.

Οπότε, υπάρχει μια παράλληλη ιστορία η οποία λέγεται ερήμην μας, κι αυτό είναι πολύ γοητευτικό.

Εύχομαι, λοιπόν, και το δικό σου πέρασμα από τις διάφορες και διαφορετικές θεατρικές σκηνές να συνεχίσει να αφήνει όμορφα κι ουσιώδη «ίχνη»: και σε σένα, και στους συνεργάτες/τις συνεργάτριές σου, και στο εκάστοτε κοινό.

Ευχαριστώ πολύ για την τροφοδοτική κουβέντα!

Ευχαριστώ θερμά την Ελένη Ευθυμίου για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

Η παράσταση Αγάπη σε σκηνοθεσία Ελένης Ευθυμίου, κείμενο-δραματουργία Ελένης Ευθυμίου-Σοφίας Ευτυχιάδου, με την Μαριέττα Σγουρδαίου και τον Παντελή Παπαδόπουλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (Πεσμαζόγλου 5).

Μέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη, 21:00.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Μοχάμαντ Σαΐντ Αχτζιούζ: «Μερικές φορές, βλέπω την συγγραφή ως κατάρα»

 


Φόρος τιμής στην Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα, το μυθιστόρημα του Μαροκινού συγγραφέα Μοχάμαντ Σαΐντ Αχτζιούζ, Ο Κάφκα στην Ταγγέρη, συνιστά συνάμα μια χειρουργική «ανατομία» της σύγχρονης μαροκινής κοινωνίας.

Μια σε βάθος συζήτηση με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημά σου Ο Κάφκα στην Ταγγέρη, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, αποτελεί έναν φόρο τιμής στην Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα.

Πότε συνάντησες για πρώτη φορά το υπαρξιακό και λογοτεχνικό σύμπαν του Κάφκα και ποια ήταν η επίδραση αυτής της συνάντησης σε σένα ως καλλιτέχνη/άνθρωπο;

Μπορεί να φανεί περίεργο αν πω ότι με επηρέασε περισσότερο το Ένας καλλιτέχνης της πείνας παρά η νουβέλα Η μεταμόρφωση.

Διάβασα τον Κάφκα καθυστερημένα, και δεν υπήρξε μια θετική εμπειρία, λόγω της ανεπάρκειας της μετάφρασης μέσω μιας ενδιάμεσης γλώσσας.

Αργότερα, μετά την έκδοση της νουβέλας μου, διάβασα μια μετάφραση της Μεταμόρφωσης που είχε γίνει απευθείας από τα γερμανικά και ένιωσα την διαφορά.

Το ζήτημα της μετάφρασης, μαζί με την απληστία των εκδοτών και την έλλειψη ενδιαφέροντος για την ποιότητα, μας περιορίζει, ως Άραβες αναγνώστες, όσον αφορά στο να διαβάζουμε την παγκόσμια λογοτεχνία πιο κοντά στην πρωτότυπη μορφή της.

Όταν πρωτοδιάβασα την Μεταμόρφωση, δε μου άρεσε πολύ. Ο Κάφκα δεν άφησε κανένα αντίκτυπο πάνω μου - ή έτσι νόμιζα.

Γιατί, λοιπόν, αποφάσισες να προσαρμόσεις το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του σε ένα σύγχρονο μαροκινό πλαίσιο;

Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η γενική ιδέα της νουβέλας του, οπότε με έλκυσε η προσπάθεια να τη μιμηθώ ή, για να είμαι ειλικρινής, μπερδεύτηκα από το ουσιαστικό ενδιαφέρον των Αράβων για τον Κάφκα και την νουβέλα του, που την βρήκα μέτρια.

Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράψω ένα καλύτερο μυθιστόρημα από το δικό του. Φυσικά, ήμουν και είμαι αφελής και αδαής.

Έγραψα το πρώτο προσχέδιο μέσα σε τρεις μέρες και ο τίτλος της νουβέλας ήταν Azīf. Ήθελα να εστιάσω περισσότερο στο θέμα της μαγείας που ήταν βαθιά ριζωμένη στις προηγούμενες γενιές των Μαροκινών.

Ωστόσο, πριν από τη δημοσίευση, ο εκδότης διαπίστωσε ότι ο επιλεγμένος τίτλος είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Έτσι, κατέληξα στον τρέχοντα τίτλο, Ο Κάφκα στην Ταγγέρη.

Είχα, όμως, ήδη επιμεληθεί το μυθιστόρημα και είχε καταστεί ανοιχτό σε διάφορες ερμηνείες, με τη μαγεία να μην είναι το κεντρικό ζήτημα.

Έτσι, το σύντομο μυθιστόρημά μου Ο Κάφκα στην Ταγγέρη προέκυψε ως μια αφελής, παιδική πρόκληση να γράψω κάτι καλύτερο από τον Κάφκα.

Παρόλο που «αγκαλιάστηκε» από ορισμένους κριτικούς και μεταφράστηκε στα αγγλικά και τα ελληνικά, μερικές φορές μετανιώνω για την άγνοια και την αδέξια προσπάθειά μου να μιμηθώ τον Κάφκα, τον οποίο ελάχιστα γνώριζα εκείνη την εποχή.

Ωστόσο, με παρηγορεί το ότι, αν ο Κάφκα δε με είχε ωθήσει να γράψω αυτό το μυθιστόρημα σε μια περίοδο σύγχυσης, δε νομίζω πως θα μπορούσα να γράψω το άλλα μυθιστορήματά μου, τα οποία προσωπικά θεωρώ πολύ καλύτερα από το πρώτο μου.

Όσο για το Ένας καλλιτέχνης της πείνας, σύμφωνα με την ερμηνεία μου περιστρέφεται γύρω από την πάλη μεταξύ τέχνης και βιοπορισμού, ένα ζήτημα που διαρκώς απασχολεί τις σκέψεις μου.

Το ζήτημα αυτό εμφανίζεται υπαινικτικά στα μυθιστορήματά μου By Night in Tangier και A Labyrinth of Illusions.

Η εφιαλτική και γραφειοκρατική ατμόσφαιρα η οποία είναι γνωστή στον κόσμο του Κάφκα είναι επίσης παρούσα σ’ αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα.

Ωστόσο, οι Δυτικοί αναγνώστες μάλλον δε γνωρίζουν ότι αυτό που έγραψε ο Φραντς Κάφκα αντικατοπτρίζει τέλεια την κατάσταση στον αραβικό κόσμο, λες και ο Κάφκα ήταν ένας από εμάς. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος της δημοφιλίας του εδώ.

Αν και εμπνευσμένη από την Μεταμόρφωση του Κάφκα, η νουβέλα σου ευτυχώς δεν αποτελεί απομίμησή της.

Για μένα, λειτουργεί περισσότερο σαν μια χειρουργική «ανατομία» της σύγχρονης μαροκινής κοινωνίας. Είναι ακριβές αυτό;

Άντλησα την γενική ιδέα από το μυθιστόρημα του Κάφκα, αλλά όλες οι λεπτομέρειες είναι τελείως διαφορετικές. Η δομή και το στιλ γραφής, επίσης.

Για παράδειγμα, δε γνωρίζουμε τίποτα για το παρελθόν του πατέρα στο μυθιστόρημα του Κάφκα.

Ωστόσο, στο μυθιστόρημά μου το παρελθόν του πατέρα είναι κεντρικό, παρέχοντας στον αναγνώστη μια ευρύτερη «πανοραμική» άποψη της κατάστασης στην σύγχρονη μαροκινή κοινωνία.

Ναι, Γιάννη, σ’ αυτό ακριβώς στοχεύω γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα:

Να εξετάσω την μαροκινή κοινωνία και να επισημάνω τις αλλαγές που έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες, την επικρατούσα ηθική υποκρισία και πώς έχουν αλλάξει οι διασυνδέσεις της μαροκινής οικογένειας.

Επομένως, σε αντίθεση με τον Γκρέγκορ Σάμσα του Κάφκα, στο Κάφκα στην Ταγγέρη ο Τζαουάντ Ελ-Ιντρίσι δεν επιβάλλεται ως κεντρικός χαρακτήρας στο μυθιστόρημα.

Δεν είναι μια ιστορία για τον Τζαουάντ, αλλά μάλλον μια ιστορία για τις μεταμορφώσεις της πόλης.

Η μεταμόρφωση του Τζαουάντ είναι μια μεταφορά για τις μεταμορφώσεις οι οποίες έχουν συντελεστεί στην Ταγγέρη, και μάλιστα σ’ όλο το Μαρόκο.

Σε αυτή την μυθοπλαστική «ανατομία», η κοινωνία φαίνεται να κυριαρχείται από ηθική διαφθορά, μισογυνισμό, σεξισμό και προδοσία. Είναι πράγματι το σύγχρονο Μαρόκο ένας τόσο «μίζερος τόπος», όπως αναφέρεται αλλού στο βιβλίο σου;

Οι καλλιτέχνες είναι εκ φύσεως ευαίσθητοι και αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα υπό διαφορετικό πρίσμα σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο έργο του Κάφκα.

Επομένως, η λογοτεχνική γραφή τείνει να έχει μια «νότα» υπερβολής - αυτή είναι η φύση της.

Ωστόσο, κατά την άποψή μου, αυτό που έγραψα στο μυθιστόρημα είναι αλήθεια: η κοινωνία χαρακτηρίζεται από ελαττώματα όπως η διαφθορά, η προδοσία, η ηθική παρακμή και, το χειρότερο από όλα, άγνοια.

Το Μαρόκο, ως τόπος, δεν είναι κόλαση, εφόσον μπορείς να περιορίσεις τις συναλλαγές σου με ανθρώπους και θεσμούς στο ελάχιστο.

Θα περιέγραφες επίσης την μαροκινή κοινωνία ως παράλογη ή σουρεαλιστική;

Σε ορισμένες στιγμές, χωρίς δισταγμό, μπορώ να περιγράψω τη μαροκινή κοινωνία ως μια ζούγκλα όπου οι δυνατοί τρέφονται από τους αδύνατους και το ένστικτο κυριαρχεί έναντι της λογικής.

Θα ήταν άδικο, όμως, αν το περιέγραφα ευθέως ως μια παράλογη κοινωνία.

Ή, αν επρόκειτο να μεταφράσω την προηγούμενη δήλωσή μου σε άλλη μορφή, νιώθω αποξενωμένος, σαν να βρίσκομαι σε ένα παράξενο μέρος όπου δεν μπορώ να ανήκω πλήρως.

Ωστόσο, ταυτόχρονα, σκέφτομαι αν υπάρχει πραγματικά ένα μέρος όπου μπορώ να νιώσω πως ανήκω ή αν το μέρος όπου βρίσκομαι αυτή τη στιγμή, με όλα τα ελαττώματα του, εξακολουθεί να είναι η καλύτερη επιλογή.

Η αφήγηση τοποθετείται στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης. «Πυροδότησε» το γεγονός αυτό κάποια αλλαγή στην χώρα;

Αυτή είναι μια από εκείνες τις απλές ερωτήσεις που δεν μπορούν να απαντηθούν απλά. Μιλάς για «αλλαγή στην χώρα», αλλά η πρόκληση έγκειται στον ορισμό αυτής της «αλλαγής».

Υποθέτω ότι εννοείς μια θετική αλλαγή σε πτυχές της ζωής, όπως καλύτερες συνθήκες διαβίωσης -υγεία και εκπαίδευση-, μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης και οικονομική σταθερότητα…

Λοιπόν, η αλλαγή που έχει συντελεστεί είναι ακριβώς το αντίθετη. Δυστυχώς, η Αραβική Άνοιξη δεν έφερε καλό σε καμία αραβική χώρα.

Υπάρχουν ξεκάθαρες περιπτώσεις, όπως της Συρίας και της Λιβύης, όπου η καταστροφή είναι εμφανής.

Υπάρχουν και χώρες όπου φαινόταν επιφανειακά πως η επανάσταση κατάφερε να ανατρέψει το κυρίαρχο δικτατορικό καθεστώς και να δημιουργήσει ένα άλλο σύστημα. Ωστόσο, το νέο καθεστώς δεν διαφέρει πραγματικά από το προηγούμενο.

Όσο για το Μαρόκο, το καθεστώς είναι πολύ ευέλικτο και έχει μάθει να γίνεται σαν καλάμι, να ταλαντεύεται με τους δυνατούς ανέμους χωρίς να σπάει.

Με μια πρώτη ματιά, φαινόταν ότι είχαμε μια πραγματική αλλαγή.

Ο βασιλιάς άκουσε τις απαιτήσεις του λαού, τροποποίησε το Σύνταγμα για να μειώσει ελαφρώς τις ευρείες εξουσίες του και επέτρεψε σε ένα «ημι-αντιπολιτευτικό» κόμμα να κερδίσει τις εκλογές και να σχηματίσει κυβέρνηση.

Εδώ, το καθεστώς σκότωσε μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια:

Από την μία, απορρόφησε την οργή του λαού και κατέπνιξε την επανάσταση στα σπάργανά της.

Από την άλλη, απαλλάχθηκε από ένα φαινομενικά ισχυρό κόμμα της αντιπολίτευσης, επειδή, μετά από δύο θητείες που ηγήθηκε της κυβέρνησης, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης μισήθηκε στο Μαρόκο ως η ενσάρκωση κάθε κακού.

Κι αυτό αν και όλοι γνωρίζουν ότι δεν είναι η «εκλεγμένη» κυβέρνηση που πραγματικά κυβερνά.

«Η φαντασία εισβάλλει ανελέητα στη διαμόρφωση της πραγματικότητας είτε αφορά στο παρόν, είτε στο μέλλον ή ακόμα και στο παρελθόν», ισχυρίζεται ο αφηγητής.

Είναι η διαδικασία τού να φανταζόμαστε εκ νέου το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν μας ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξή μας ως κοινωνικά όντα;

Δεν είναι η ικανότητά μας να φανταστούμε και η δημιουργία μέσω της γραφής αυτό που καθόρισε τη μοίρα της ανθρωπότητας και εξύψωσε τους λογικούς ανθρώπους να κυριαρχήσουν στον πλανήτη;

Υπάρχει ένα εκπληκτικό κόμικ του Neil Gaiman με τίτλο The Dream of a Thousand Cats.

Η ιστορία αναφέρεται σε μια γάτα-προφήτισσα που επιδιώκει να απελευθερώσει τις γάτες της Γης από την ανθρώπινη κυριαρχία και να τις επιστρέψει στον χαμένο τους Παράδεισο.

Το μόνο που απαιτείται από αυτές είναι να ονειρεύονται μαζί την ίδια στιγμή το ίδιο όνειρο. Τι έμαθε η γάτα στην αποκάλυψη που έλαβε: Αυτός ο κόσμος δεν ήταν έτσι πριν.

Πριν από αιώνες, οι γάτες κυριαρχούσαν στην Γη. Ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος και οι άνθρωποι ήταν μικροσκοπικοί, εξυπηρετούσαν γάτες και υφίσταντο τον έλεγχο και τις ιδιοτροπίες τους.

Ώσπου, μια μέρα, ένας άντρας ξύπνησε από ένα όνειρο με ένα μήνυμα να το μεταδώσει στην ανθρωπότητα.

Ο άνδρας στάθηκε κηρύττοντας στους ανθρώπους, υποσχόμενος το μήνυμά του: «Είναι καιρός να απαλλαγούμε από την κυριαρχία των γατιών. Οι άνθρωποι πρέπει να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο. Τα όνειρα μπορούν να διαμορφώσουν τον κόσμο».

Αυτό ήταν το μήνυμα του άντρα.

Οι άνθρωποι πρέπει να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο όπου κυριαρχούν εκείνοι κι όχι οι γάτες. Αν αρκετοί άνθρωποι ονειρεύονται, την ίδια στιγμή, το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα και ο κόσμος θα αναδιαμορφωθεί με την δύναμη του ονείρου.  

Αυτό έγινε μετά από λίγο.

Η ιδέα/το μήνυμα διαδόθηκαν και χίλιοι άντρες και γυναίκες ονειρεύτηκαν, ταυτόχρονα, έναν διαφορετικό κόσμο, και το επόμενο πρωί ο κόσμος είχε αλλάξει τελείως.

Το συλλογικό όνειρο δεν άλλαξε τον κόσμο αλλά αναμόρφωσε την «πραγματικότητα» εντελώς.

Το όνειρο αναμόρφωσε την πραγματικότητα από την αρχή. Το όνειρο δεν άλλαξε μόνο το παρόν αλλά και το παρελθόν.

Φυσικά, αυτή είναι μια συμβολική ιστορία που υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες,

Αυτό που θέλω να πω, όμως, είναι ότι η απόκτηση της ικανότητας να φαντάζεται, να ονειρεύεται, είναι αυτή που επέτρεψε στην ανθρωπότητα να εξελιχθεί στον πλανήτη και να υπερέχει έναντι άλλων όντων.

«Ο κύριος σκοπός των εκλογών είναι απλώς να παράγουν πολιτικές ελίτ ικανές να υλοποιήσουν το όραμα του παλατιού», γράφει η Yasmina Allouche στον The New Arab, υποστηρίζοντας πως στο Μαρόκο, «η μοναρχία κυριαρχεί απόλυτα».

Γιατί, κατά τη γνώμη σου, ο βασιλιάς στο Μαρόκο εξακολουθεί να διατηρεί την συμβολική και πραγματική του ισχύ; Είναι ο πιο αξιοσέβαστος πυλώνας του πολιτικού Ισλάμ στη χώρα; Ποια είναι η άποψή σου για το πολιτικό Ισλάμ, γενικά;

Πρόκειται για μια ευαίσθητη ερώτηση στην οποία δε θα μπορούσα να απαντήσω αν η συνέντευξη διεξαγόταν στα αραβικά!

Αν και θα δημοσιευθεί στα ελληνικά, ξέρω ότι θα βρει τον δρόμο του στις υπηρεσίες ασφαλείας/κατασκοπείας και πως ό,τι λέω εδώ θα προστεθεί στον φάκελό μου εκεί.

Ακούγεται καφκικό; Ναι, ακούγεται, κι αυτή είναι η πραγματικότητά μας.

Κατά την διάρκεια της μαροκινής εκδοχής της Αραβικής Άνοιξης, η κριτική δεν επεκτάθηκε στον βασιλιά.

Ο βασιλιάς συμβόλιζε ακόμη την σταθερότητα και την θρησκευτική ταυτότητα της χώρας, διατηρώντας τον ισλαμικό χαρακτήρα του Μαρόκου.

Αλλά μετά την αντεπανάσταση, ειδικά αφότου η σημερινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον φίλο του βασιλιά, κ. Aziz Akhannouch, φτωχοποίησε τους Μαροκινούς, τα πράγματα άλλαξαν.

Η κριτική, άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε δυνατά, δε διστάζει πλέον να στοχοποιήσει και τον ίδιο τον βασιλιά, κι αυτό είναι ατυχές. Είναι λυπηρό γιατί ο βασιλιάς είναι ο εγγυητής της σταθερότητας ελλείψει μιας πραγματικής ελίτ ικανής να κυβερνήσει.

Το μόνο που έχουμε είναι ανίδεοι πολιτικοί χωρίς μεταρρυθμιστικές βλέψεις, το αποκλειστικό  μέλημα των οποίων είναι οι προσωπικές τους φιλοδοξίες.

Ειλικρινά, από καθαρά θεωρητική σκοπιά, δεν τείνω προς ένα μοναρχικό σύστημα διακυβέρνησης. Ποια είναι, όμως, η εναλλακτική;

Τα δημοκρατικά συστήματα χειραγωγούνται εύκολα, με τα εκλογικά αποτελέσματα να  παραποιούνται και την κοινή γνώμη να επηρεάζεται συναισθηματικά για να εκλέξει ηγέτες όπως ο Τραμπ και πριν από αυτόν, ο Χίτλερ.

Για το Μαρόκο, αν θεωρητικά παραμερίζαμε τη μοναρχία, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με δύο ζοφερές επιλογές: ένα επισφαλές στρατιωτικό καθεστώς ή ανίδεους που κυβερνούν τον εαυτό τους, ελεγχόμενοι από μια ομάδα διεφθαρμένων πολιτικών.

Ως εκ τούτου, προς το παρόν είναι προς το συμφέρον του Μαρόκου ο βασιλιάς να είναι ισχυρός, αλλά η τρέχουσα κατάσταση δεν προμηνύεται καλή.

Όσον αφορά στην άποψή μου για το πολιτικό Ισλάμ, δε βλέπω αυτόν τον όρο παρά ως μύθο ή μια μορφή πολιτικής διαφθοράς.

Εξ αρχής, το Ισλάμ ήταν ένα σύστημα διακυβέρνησης κι όχι απλώς μια θρησκεία. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το θρησκευτικό και το πολιτικό Ισλάμ. Αυτό είναι απλώς ανοησία.

Στο Μαρόκο, για παράδειγμα, όπου η απόλυτη πλειοψηφία ασπάζεται το Ισλάμ  και ο ίδιος ο βασιλιάς κυβερνά υπό τον τίτλο του Διοικητή των Πιστών και ανήκει στη γενεαλογία του Προφήτη, τι σημαίνει να μιλάς για ισλαμικό πολιτικό κόμμα;

Με συγχωρείς, αλλά αυτό είναι ανοησία.

«Νομίζω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο το είδος των βιβλίων που μας πληγώνουν ή μας μαχαιρώνουν», ισχυρίστηκε κάποτε ο Κάφκα. Συμμερίζεσαι τον αφορισμό του; Αν ναι -και ακόμα κι αν όχι-, γιατί;

Για να προχωρήσουμε και να εξελιχθούμε, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό, τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις μας. Επομένως ναι, όπως είπε ο Κάφκα, πρέπει να διαβάζουμε βιβλία που μας πληγώνουν ή μας μαχαιρώνουν.

Και η συγγραφή αυτού του είδους βιβλίου δεν είναι εύκολη.

Αλλά η ανάγνωση είναι επίσης ευχαρίστηση, και υπάρχουν βιβλία που μπορούμε -και πρέπει- να διαβάσουμε απλά και μόνο για να απολαύσουμε τον χρόνο μας και να απαλύνουμε τις στενοχώριες μας.

Αλλού, πρόσθετε: «Η συγγραφή είναι η απόλυτη μοναξιά, η κάθοδος στην κρύα άβυσσο του εαυτού σου».

Τι σημαίνει για σένα η διαδικασία της συγγραφής τόσο ως άτομο όσο και ως μέλος μιας κοινότητας/κοινωνίας γεμάτης αντιφάσεις;

Στα τρία τελευταία μου μυθιστορήματα (By Night in Tangier, Labyrinth of Illusions, Cave of Tablets), η γραφή είναι ένα εξέχον θέμα στα γεγονότα, ένα θέμα γύρω από το οποίο και μέσα στο οποίο περιστρέφεται η πλοκή.

Με απασχολεί και επιστρέφω συνεχώς σε αυτό.

Μερικές φορές, βλέπω την συγγραφή ως κατάρα. Είναι σαν μια γενετική ανωμαλία ή ο καρκίνος που προκαλεί χάος στο σώμα και το μυαλό.

Ωστόσο, είναι επίσης, και αυτό ισχύει για τον Κάφκα, μια εναλλακτική σε μια άλλη γενετική ανωμαλία που πυροδοτεί εικόνες στον εγκέφαλο, οδηγώντας το άτομο να γίνει προφήτης και να ξεκινήσει μια νέα θρησκεία.

Εννοώ ότι κάποια στιγμή, αν δεν «κατέλθει στην κρύα άβυσσο του εαυτού του» και δε σκάψει εκεί με την πένα της γραφής, θα γίνει, θέλοντας και μη, προφήτης που λαμβάνει θεία αποκάλυψη.

Σύμφωνα με έναν ακόμη αφορισμό του Κάφκα, «Είμαι ελεύθερος και γι’ αυτό είμαι χαμένος».

Πώς επιτυγχάνουμε την ατομική και συλλογική ελευθερία μέσα σ’ ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που, παρά τις παραπλανητικές του υποσχέσεις, συνθλίβει όποιον επιχειρεί να λειτουργήσει εκτός των επιβεβλημένων κανόνων;

Η ατομική ελευθερία δε θα επιτευχθεί εκτός εάν οι άνθρωποι απομακρυνθούν από την κοινότητα και απομονωθούν από την κοινωνία και τους περιορισμούς της.

Ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτής της σωτηρίας δεν είναι στο χέρι κανενός, καθώς αυτή η πράξη απομόνωσης είναι μια πρόκληση ενάντια στα έθιμα της κοινωνίας και του συστήματος, μια πράξη που οι κυρίαρχοι θεσμοί δε θα επιτρέψουν.

Όσο για την συλλογική ελευθερία, δεν πιστεύω ότι είναι εφικτή. Η ανθρωπότητα έχει ξεπεράσει από καιρό αυτήν την πολυτέλεια με την πληθυσμιακή «έκρηξη». Η ανθρωπότητα έχει γίνει μια αγέλη που χαρακτηρίζεται από άγνοια και ένστικτο.

Αν δεν ελέγχεται από τους θεσμούς -θρησκευτικούς, πολιτικούς ή οικονομικούς-, θα είναι σαν ένα κοπάδι άγριων βοοειδών που κατεβαίνει από μια πλαγιά βουνού.

Ίσως η διαφορά μεταξύ του Κάφκα και εμένα είναι η εξής:

Παρά τον τρόμο και το μίσος μου για τους θεσμούς και την αίσθηση πως με βαραίνει το σύστημα, εγώ, σε αντίθεση με αυτόν, κατανοώ την αναγκαιότητα της ύπαρξής του και το ότι η κατάσταση θα ήταν χειρότερη χωρίς αυτό.

Υπάρχει εναλλακτική λύση; Μακάρι να υπήρχε.

Ο λεγόμενος «αραβικός κόσμος», οι αραβικές κουλτούρες και η αραβική γλώσσα με όλες τις συνδηλώσεις της συχνά παρερμηνεύονται, παρεξηγούνται και, σε πολλές περιπτώσεις, απαξιώνονται στην «Δύση».

Το να μιλάμε για παρανόηση της αραβικής κουλτούρας από τη «Δύση» θα μας οδηγήσει να πέσουμε στην παγίδα των θεωριών συνωμοσίας, υπονοώντας ότι ο αραβικός κόσμος στοχοποιείται από την Δύση. Όχι, δεν κλίνω προς αυτό το επιχείρημα.

Πράγματι, υπάρχει μια φαινομενική υποτίμηση της αξίας μας ως Άραβες, μια υποτίμηση της γλώσσας, του πολιτισμού, των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών παραγωγών μας, αλλά ο λόγος δεν είναι η Δύση, είμαστε εμείς.

Έχουμε ένα συγκλονιστικά υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού και ένα πολύ υψηλό ποσοστό φτώχειας παρά την διαθεσιμότητα φυσικών πόρων που θα επέτρεπαν στον αραβικό κόσμο να προχωρήσει όπως τουλάχιστον έχει προχωρήσει η Ευρώπη.

Ωστόσο, τα καθεστώτα μας έχουν διαφορετικές προτεραιότητες: καθαρή προσωπική απληστία και μια εμμονική επιθυμία να προσκολλώνται στην εξουσία.

Η φροντίδα για τον πολιτισμό είναι το λιγότερο ενδιαφέρον γι’ αυτούς τους θεσμούς. Ορισμένοι, μάλιστα, επιδιώκουν άμεσα και σκόπιμα να «χαζέψουν» την κοινωνία για να διατηρήσουν την εξουσία του θρόνου.

Σε αντίθεση με τους μορφωμένους διανοούμενους, τα αδαή άτομα είναι πιο εύκολο να χειραγωγηθούν συναισθηματικά και, επομένως, να ελεγχθούν, ή τουλάχιστον να κατευθυνθεί ο θυμός τους μακριά από τα τείχη του παλατιού.

Η Δύση δε δίνει μεγάλη αξία στον αραβικό πολιτισμό γιατί, στην πραγματικότητα, είναι έτσι.

Φυσικά, αυτή είναι μια γενίκευση που δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν διάσπαρτα άτομα σε όλο τον αραβικό κόσμο που παράγουν δημιουργικότητα και γνώση οι οποίες δεν είναι κατώτερες εκείνων των δυτικών ομολόγων τους, αλλά μάλλον τις ξεπερνούν.

Ωστόσο, πρόκειται για άτομα που δεν έχουν καμία δύναμη να διαμορφώσουν την γενική κουλτούρα.

Συμβάλλει το λογοτεχνικό σου έργο συμβάλλει στην κατάλληλη εκ νέου γνωριμία αυτού του σύμπαντος με ευρύτερα κοινά;

Δεν μπορώ να προβώ σ’ αυτήν την κρίση ο ίδιος. Βρίσκεται στα χέρια των αναγνωστών και των κριτικών. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως προσπάθησα. Λοιπόν, κατάφερα;

Έτσι νομίζω!

Και όσον αφορά στο μείζον ηθικό και πολιτικό διεθνές ζήτημα των καιρών μας, τα δεινά των Παλαιστινίων υπό την βάναυση κατοχή/τον γενοκτονικό πόλεμο του ισραηλινού κράτους, πού στέκεσαι;

Μπορώ να απαντήσω ξεκάθαρα με μια σύντομη πρόταση: «Είμαι με τους Παλαιστίνιους».

Προτιμώ, όμως, να παραθέσω ένα μεγάλο απόσπασμα από την ομιλία αποδοχής που εκφώνησε ο Χαρούκι Μουρακάμι όταν έλαβε το Βραβείο της Ιερουσαλήμ το 2009:

«Ανάμεσα σ’ έναν ψηλό, συμπαγή τοίχο και σ’ ένα αυγό που σπάει πάνω του, θα στέκομαι πάντα πλάι στο αυγό.

Ποιο είναι το νόημα αυτής της μεταφοράς; Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πολύ απλό και ξεκάθαρο. Τα βομβαρδιστικά και οι δεξαμενές και οι πύραυλοι και τα βλήματα λευκού φωσφόρου είναι αυτό το ψηλό, συμπαγές τείχος.

Τα αυγά είναι οι άοπλοι πολίτες που συνθλίβονται και καίγονται και πυροβολούνται από αυτά. Αυτό είναι ένα νόημα της μεταφοράς.

Αυτό δεν είναι όλο, όμως. Κουβαλά ένα βαθύτερο νόημα. Σκεφτείτε το με τον εξής τρόπο: Kαθένας μας είναι, λίγο πολύ, ένα αυγό. Καθένας από εμάς είναι μια μοναδική, αναντικατάστατη ψυχή κλεισμένη σε ένα εύθραυστο κέλυφος.

Αυτό ισχύει για μένα, και ισχύει για τον καθένα από εσάς. Και καθένας από εμάς, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, είναι αντιμέτωπος μ’ έναν ψηλό, συμπαγή τοίχο. Ο τοίχος έχει ένα όνομα: είναι “Το Σύστημα”.

Το Σύστημα υποτίθεται ότι μας προστατεύει, αλλά μερικές φορές αποκτά την δική του ζωή και μετά αρχίζει να μας σκοτώνει και να μας κάνει να σκοτώνουμε άλλους: ψυχρά, αποτελεσματικά, συστηματικά».

Το μυθιστόρημα του Μοχάμαντ Σαΐντ Αχτζιούζ Ο Κάφκα στην Ταγγέρη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Εντύποις σε μετάφραση από τα αραβικά της Βίκυς Μπούτρη.