Ελένη Ευθυμίου (Φωτογραφία: Μιχάλης Κλουκίνας) |
Ο Αντώνης κι η Γεωργία,
ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έχει
περάσει μια ζωή μαζί, έρχεται αντιμέτωπο με μια επώδυνη επιδείνωση της κατάστασης
υγείας της Γεωργίας, η οποία ανατρέπει την καθημερινότητά τους.
Βασισμένη
στις
μνήμες από την γιαγιά και τον παππού της,
η συγκινητική παράσταση της Ελένης Ευθυμίου, Αγάπη, παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου
Κουν. Συζητώντας με την σκηνοθέτρια.
Κατ’
αρχάς, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την παράσταση Αγάπη,
αυτό το επίπονο -αλλά πολύ λυτρωτικό- μάθημα ζωής και θεατρικής δημιουργίας.
Χαίρομαι που το βίωσες
έτσι!
Οι περισσότεροι άνθρωποι
που έρχονται να παρακολουθήσουν την δουλειά μας έχουν κάποιο βίωμα.
Από την μία, λοιπόν,
είναι ωραίο να νιώθεις ότι η δουλειά σου μπορεί να αγγίξει προσωπικά τον/την
κάθε θεατή/θεάτρια προσφέροντας παρηγοριά.
Από την άλλη, είναι
θλιβερό πως μια τέτοια ιστορία είναι οικεία για άλλους λόγους σε κάθε άνθρωπο.
Ως
θεατής, διαπίστωσα ότι την αρχικά ελαφριά διάθεση από πλευράς θεατών διαδέχτηκε
μια σιωπή, ένα σφίξιμο, βαριές ανάσες. Ανέμενες κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;
Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα
επικοινωνήσει η δουλειά σου, ξέρεις τι δημιουργεί σε σένα. Σίγουρα, πρόθεσή μας
ήταν να μην είναι βαριά από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά να διανθίζεται από «ανάσες»
χιούμορ και ελαφρότητας.
Ωστόσο, είναι
αναμενόμενο, αν κάποιος παρακολουθήσει την παράσταση, να ακολουθήσει και τις
εναλλαγές στον ρυθμό της.
Η συνειδητοποίηση,
εξάλλου, του γεγονότος ότι, λόγω κάποιας ασθένειας, ένας δικός σου άνθρωπος δεν
είναι πια όπως ήταν, σίγουρα σου δημιουργεί σκέψεις.
Και
μια εσωτερική αναστάτωση, ιδίως σε ανθρώπους οι οποίοι βιώνουν τις ίδιες ή
παρόμοιες καταστάσεις.
Ναι, ακριβώς.
Το
κοινό την βραδιά που παρακολούθησα την παράσταση ήταν κυρίως μεγαλύτερων
ηλικιών.
Νομίζω πως ποικίλλει. Μια
τέτοια παράσταση αφορά εξίσου νέους και μεγαλύτερους για διαφορετικούς λόγους.
Το προσωπικό μου βίωμα
ανάγεται στην εφηβική ηλικία μου.
Σε
βάραινε πολύ, και για πολλά χρόνια;
Όχι πολύ. Πιο πολύ
βάραινε τους άλλους. Είχα την πολυτέλεια να διαθέτω χρόνο και να μπορώ να τον
αφιερώσω στην γιαγιά μου, ακολουθώντας την παράλογη διάσταση που μπορεί να
είχαν οι συνειρμοί της, χωρίς να την κρίνω.
Η «κάθοδος» προς τον
νοητικό εκφυλισμό διήρκεσε πολύ καιρό, οπότε είχα την χρονική δυνατότητα να την
επεξεργαστώ.
Οι θλιβερές πτυχές της
όλης διαδικασίας αφορούσαν στον πόνο της μητέρας μου, στην άρνηση του παππού
μου.
Επιπλέον, η επίγνωση της
κατάστασής της, όσο αυτό της ήταν δυνατόν, από πλευράς της γιαγιάς μου τής είχε
προκαλέσει κατάθλιψη.
Τα συμπτώματα της
ασθένειάς της, εξάλλου, αλλοίωναν την ίδια την καθημερινότητα.
Από την στιγμή, ωστόσο,
που η κατάστασή της έγινε αποδεκτή στο σπίτι, επήλθε και μια λύτρωση.
Ζούσαμε, λοιπόν, αρμονικά
με την κατάσταση εντάσσοντάς την στην καθημερινότητα, αποδεχόμενοι ότι η γιαγιά
μου θα ήταν πλέον ένας άνθρωπος που θα είχε ανάγκη από φροντίδα και παρέα.
Λόγω
και της νεαρής ηλικίας σου, οι όποιες ευθύνες σού αναλογούσαν ήταν πολύ
διαφορετικού τύπου. Ίσως κι ελάχιστες, σε σχέση με τις ευθύνες των -ενήλικων-
οικείων σου.
Δεν το συζητώ! Απλώς είχα
την δυνατότητα να αντιμετωπίσω το συγκεκριμένο γεγονός με πολλούς τρόπους χωρίς
να το αποδιώχνω.
Γιατί
αισθάνθηκες την ανάγκη να αποτυπώσεις θεατρικά, μέσω της παράστασης Αγάπη, αυτό το βίωμα εν έτει 2024;
Επί πολύ καιρό ήθελα να
φτιάξω μια παράσταση η οποία να καταπιάνεται με την απώλεια του νου. Ανάλογα με
την φάση ζωής μου, μπορεί η παράσταση να αποκτούσε διαφορετική φόρμα ή άλλο
σημείο εστίασης.
Το «πλήρωμα του χρόνου»
έφερε τα πράγματα έτσι, ώστε να ανέβει φέτος.
Ήθελα να ξαναφέρω αυτούς
τους ανθρώπους στην ζωή μου και να δώσω χώρο και χρόνο στον θεατή να βυθιστεί
σ’ αυτό το «τοπίο» ανθρώπων και σπιτιού, μιλώντας παράλληλα για τις έννοιες της
φροντίδας και της αγάπης.
Όπως
κι απ’ όποιον κι αν εκδηλώνεται, η αγάπη λειτουργεί διευκολυντικά και
παρηγορητικά για έναν άνθρωπο που πάσχει από ανίατη ασθένεια, έτσι δεν είναι;
Καθώς ο ασθενής δε νιώθει
πια ο εαυτός όταν χάνει τον ειρμό και τα σημεία αναφοράς του, κάποια πράγματα παραμένουν
απολύτως αναγκαία. Η αγάπη και η αίσθηση της οικειότητας και της χαράς είναι
μερικά από αυτά.
Η ποιότητα ζωής έχει,
λοιπόν, μεγάλη σημασία είτε ο ασθενής παραμένει στο σπίτι του, είτε
διακομίζεται σε οίκο ευγηρίας.
Διαρκώς, ωστόσο, μιλάμε
για το πώς θα ζήσουμε, αλλά όχι πώς θα πεθάνουμε.
Η
ασθένεια, η φθορά, ο θάνατος απωθούνται στο πλαίσιο της «δυτικοκεντρικής»
θεώρησης των πραγμάτων. Δεν ξέρω αν είναι μόνο εξαιτίας του φόβου τον οποίο
αυτές οι πραγματικότητες προξενούν.
Δεν μπορώ να πω με
σιγουριά ποιος είναι ο λόγος που ο Δυτικός άνθρωπος αρνείται να εστιάσει σ’
αυτά τα ζητήματα. Έχει να κάνει με τον φόβο, αλλά και με τον καπιταλισμό.
Με την προσπάθεια,
δηλαδή, του ανθρώπου να διατηρείται νέος, ενεργός, να βγάζει χρήματα. Η
παραγωγικότητα προέχει της ηρεμίας, της οικογενειακής συνύπαρξης, του
προσωπικού χρόνου, της αγάπης, της φροντίδας, της συντροφικότητας.
Γινόμαστε όλο και πιο «αυτιστικοί»
όσον αφορά στους στόχους τους οποίους εμείς οι ίδιοι θέτουμε, προκειμένου να
πετύχουμε ένα ευ ζην.
Κι όμως, υπάρχουν τόσοι
τρόποι που κάποιος άνθρωπος μπορεί να περάσει τον χρόνο του μέχρι να καταλήξει
και να έχει η ζωή του αξία, ακόμα κι αν δεν πια είναι ο ίδιος.
Έτσι κι αλλιώς, η ζωή δεν
είναι σταθερή, διαρκώς μετασχηματιζόμαστε.
Έχω
την αίσθηση πως, στην κοινωνία όπου ζούμε, άξιος να ζήσει θεωρείται εκείνος ο
οποίος μπορεί να παράγει και να καταναλώνει. Αν όχι, απεκδύεται της ανθρώπινης
υπόστασής του.
Δυστυχώς, αυτή η
παρατήρηση ενέχει μια σκληρή αλήθεια.
Ξεχνάμε πολλά μέσα στην
ροή της καθημερινότητας, και πρέπει να συμβεί κάποιο γεγονός για να μας
ταρακουνήσει, αναγκάζοντας μας να σκεφτούμε με ποιον τρόπο ζούμε.
Όταν,
όμως, ξεχνάμε και τον ίδιο μας τον εαυτό, έστω και σταδιακά -όπως συνέβη στην
Γεωργία (Μαριέττα Σγουρδαίου) στην παράσταση-, τι απομένει, τελικά, από εμάς;
Η μνήμη δεν είναι μόνο
εγκεφαλική, είναι και σωματική. Η αγάπη δεν είναι μόνο μια ιδέα, είναι και
σωματική εμπειρία.
Σίγουρα, η κατάσταση για
τους ανθρώπους που συνοδεύουν τον ασθενή είναι πιο δύσκολη από εκείνη του
ασθενούς, ο οποίος εξακολουθεί να έχει ανάγκη για επικοινωνία. Άλλου είδους,
όμως. Όπως ένα μωρό.
Όταν,
όμως, σε «προδίδει» και το σώμα σου και δεν μπορεί να επιτελέσει ούτε τις
ελάχιστες λειτουργίες, τι γίνεται;
Σε μια τέτοια συνθήκη
υπάρχει ανάγκη για απάλυνση του πόνου, συμπαράσταση και παρουσία, στον βαθμό
του εφικτού. Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη τους ανθρώπους, είμαστε κοινωνικά όντα.
Υπάρχει
ανάγκη και να συζητάμε σοβαρά και
ψύχραιμα εντός της ελληνικής
κοινωνίας για θέματα τα οποία είναι «ταμπού», όπως η ευθανασία, πάντα με
γνώμονα την φροντίδα ενός ανθρώπου που επιθυμεί να «φύγει» αξιοπρεπώς.
Ποια
είναι η γνώμη σου σχετικά;
Το ζήτημα της ευθανασίας
θα έπρεπε να μπει στην «σφαίρα» της συζήτησης.
Ωστόσο, δεν είμαι
κατασταλαγμένη σε σχέση με την ευθανασία ούτε πολιτικά, καθώς πρόκειται για
κάτι το οποίο ενέχει πολλές προϋποθέσεις.
Πρόκειται, για
παράδειγμα, για την συνειδητή επιλογή ενός ανθρώπου που δε θέλει να χάσει την
αξιοπρέπειά του; Είναι η αξιοπρέπεια δυνατότερη από την ανάγκη για ζωή;
Ίσως η ευθανασία θα
έπρεπε να συζητείται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται για συνειδητή
επιλογή ενός ατόμου ή όταν αυτό βιώνει
πόνο ή υποφέρει και η ποιότητα της ζωής του είναι αντικειμενικά κακή.
Το
ίδιο το κείμενο αλλά και η παράσταση κέρδισαν πολλά χάρη στις ερμηνείες των
Μαριέττας Σγουρδαίου (Γεωργία) και Παντελή Παπαδόπουλου (Αντώνης). Θα ήθελα να
μου μιλήσεις για την συνεργασία σας.
Η δημιουργία μιας
παράστασης είναι μια συλλογική διαδικασία κι έχει πολύ μεγάλη αξία ο τρόπος με
τον οποίο οι ηθοποιοί εντάσσουν τον εαυτό τους στον ρόλο τους και στο έργο.
Νιώθω πολύ τυχερή κι ευγνώμων
που συνάντησα αυτούς τους δύο ανθρώπους, και για τον τρόπο με τον οποίο
υποστηρίζουν το κείμενο κάθε βράδυ. Έμαθα πολλά από αυτούς.
Ήταν, εξάλλου, δύσκολο να
βρεθούν ηθοποιοί για τους συγκεκριμένους ρόλους, ακόμη και σε επίπεδο δικής τους
επιθυμίας. Πολλούς ηθοποιούς μπορεί να τους φόβιζαν το θέμα κι οι ρόλοι.
Μεγάλη τύχη συνιστούσε,
επίσης, το ότι οι δυο τους γνωρίζονταν μεταξύ τους, οπότε είχαν την απαραίτητη
οικειότητα η οποία τους διευκόλυνε να διαμορφώσουν επί σκηνής την συνθήκη ενός
ζευγαριού που έχει ζήσει χρόνια μαζί.
Είχες
στο πίσω μέρος του μυαλού σου το Amour του Χάνεκε;
Δεν κρύβω αυτό το
στοιχείο, αλλά ούτε και το χρησιμοποιώ επικοινωνιακά. Δεν είναι, σε κάθε
περίπτωση, τυχαία η «συνομιλία» με την ταινία.
Εμπνέομαι από αυτήν,
κυρίως όσον αφορά στην ατμόσφαιρα, στο γεγονός ότι δύο άνθρωποι επιλέγουν να
μείνουν στο σπίτι ή ότι η κόρη έρχεται και φεύγει.
Κατηφορίζοντας
προς το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, όπου παρουσιάζεται η
παράσταση, αισθάνομαι ένα δέος το οποίο πηγάζει από το βάρος της ιστορικότητας
του χώρου.
Σου
υποβάλλει κι εσένα μια αίσθηση δέους κι ευθύνης;
Αλίμονο αν δεν ένιωθα
δέος και τιμή που βρέθηκα στο Θέατρο Τέχνης! Με τον τρόπο του, ο συγκεκριμένος χώρος
«εμπότισε» την παράσταση με κάτι από την Ιστορία του, την μνήμη, την ησυχία
πριν την καταιγίδα.
Ήταν, εξάλλου, πολύ
σημαντικό πως το ξεκίνημα του πρωταγωνιστικού διδύμου συνέβη στο Θέατρο Τέχνης.
Τώρα, με την εμπειρία
μιας ζωής -και πολύ πιο ώριμοι-, επιστρέφουν σ’ αυτό, για να μιλήσουν για κάτι
που σχετίζεται με το πέρασμα του χρόνου.
Όπως, λοιπόν, μεγάλωσαν
εκείνοι, έτσι μεγάλωσε και το Θέατρο Τέχνης, εξελισσόμενο σ’ έναν τόπο δημιουργίας,
Ιστορίας και μνήμης.
Οπότε, υπάρχει μια
παράλληλη ιστορία η οποία λέγεται ερήμην μας, κι αυτό είναι πολύ γοητευτικό.
Εύχομαι,
λοιπόν, και το δικό σου πέρασμα από
τις διάφορες και διαφορετικές θεατρικές σκηνές να συνεχίσει να αφήνει όμορφα κι
ουσιώδη «ίχνη»: και σε σένα, και στους συνεργάτες/τις συνεργάτριές σου, και στο
εκάστοτε κοινό.
Ευχαριστώ πολύ για την
τροφοδοτική κουβέντα!
Ευχαριστώ
θερμά την Ελένη
Ευθυμίου για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.
Η παράσταση Αγάπη
σε σκηνοθεσία Ελένης Ευθυμίου, κείμενο-δραματουργία
Ελένης Ευθυμίου-Σοφίας Ευτυχιάδου,
με την Μαριέττα Σγουρδαίου και τον Παντελή Παπαδόπουλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης
Καρόλου Κουν (Πεσμαζόγλου 5).
Μέρες
και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και
Τρίτη, 21:00.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου