Ματέους Βέρλε (Φωτογραφία: Άρης Ράμμος) |
Η Βαλέρια είναι η μοναδική
κάτοικος ενός μικρού χωριού στα Δυτικά Καρπάθια της Ρουμανίας,
το οποίο σταδιακά βυθίζεται κάτω από τόνους λάσπης προερχόμενους
από το γειτονικό ορυχείο χαλκού.
Αυτήν την ιστορία
αφηγείται στο συγκινητικό και βαθιά πολιτικό ντοκιμαντέρ του,
το μέρος που κοιμόμασταν, ο Γερμανός σκηνοθέτης Ματέους Βέρλε.
Τον συναντήσαμε στο πλαίσιο του 26ου ΔΦΝΘ.
Στο μεγάλου μήκους
ντεμπούτο σου, το μέρος που
κοιμόμασταν, εξέρχεσαι της «ζώνης ασφαλείας» σου, εισερχόμενος σε ένα άγνωστο
σε σένα πολιτισμικό και ανθρώπινο συγκείμενο.
Λειτούργησε αυτό ως επιπλέον
κίνητρο για την εμβύθισή σου στο συγκεκριμένο σύμπαν;
Καλή ερώτηση, καθώς δεν
την έθεσα εγώ στον εαυτό μου στην αρχή.
Όταν ανακαλύπτω ένα ενδιαφέρον
θέμα, είναι -μερικές φορές- σαν να ερωτεύομαι. Αυτή η ανακάλυψη ενισχύεται, όμως,
και μετά από μια έρευνα τριών-τεσσάρων ετών.
Στην αρχή, λοιπόν, απλώς
είδα φωτογραφίες από την τοποθεσία στο πλαίσιο μιας έρευνας για ζητήματα
περιβαλλοντικής μόλυνσης.
Ο πατέρας μου είναι
ζωγράφος και τα χρώματα υπήρξαν από την παιδική μου ηλικία σημαντικά για μένα.
Τα χρώματα και τα σχήματα ήταν, άρα, πολύ σημαντικά για μένα.
Στα περισσότερα θέματα με
τα οποία επιχειρώ να καταπιαστώ η τοποθεσία είναι το πιο σημαντικό.
Όχι οι άνθρωποι;
Παρότι οι ταινίες μου
ασχολούνται με τους ανθρώπους με πολύ έντονο τρόπο, η αφετηρία μου είναι οι
τόποι.
Το ίδιο συνέβη όσον αφορά
στο χωριό Τζέμανα, όπου εκτυλίσσεται το φιλμ. Όλοι οι άνθρωποί του -εκτοπισμένοι
και μη- είχαν ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν.
Όταν, όμως, συνάντησα την
Βαλέρια Πράτσα, την κατοπινή πρωταγωνίστρια, ήξερα πως αυτή ήταν ο
άνθρωπος για τον οποίο ήθελα να κάνω το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.
Γιατί;
Είχε έναν τρόπο να
αφηγείται ιστορίες. Ταυτόχρονα, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που δεν επικοινωνούσε
πολύ με άλλους καθώς ο σύζυγός της, Νικολάε, είχε πεθάνει και τα παιδιά τους είχαν
μετακομίσει.
Γι’ αυτό κι η Πεούνα, η
αγελάδα της, και ο Ντούρι, ο σκύλος της, είχαν τόση σημασία για εκείνη.
Δεν ενδιαφερόταν,
εξάλλου, να συμμετάσχει σε μια ταινία. Απορούσε, μάλιστα, γιατί ένας νεαρός
Γερμανός ενδιαφερόταν για μια ηλικιωμένη Ρουμάνα.
Κατάλαβε, όμως, ότι αυτό
το εγχείρημα ήταν όντως σημαντικό για μένα. Αφιέρωσα σ’ αυτό τέσσερα χρόνια από
την ζωή μου, και κανένα μέλος της ομάδας δεν αποκόμισε υλικό όφελος, καθώς ως
φοιτητές δεν επιτρεπόταν.
Μετά το πρώτο ταξίδι στην
περιοχή, στην διάρκεια του οποίου γυρίσαμε ένα μικρού μήκους φιλμ, επιστρέψαμε
με τον κάμεραμαν, αλλά δεν ήμασταν σίγουροι αν η Βαλέρια θα ήθελε να εμπλακεί στα
γυρίσματα μιας μεγάλου μήκους δουλειάς.
Ήθελα, λοιπόν, να
παρατηρώ, όχι να την πιέσω, ούτε να της ζητήσω να κάνει κάτι.
Βαλέρια Πράτσα και Πέουνα |
Ήταν θέμα σεβασμού
απέναντι στην ίδια και στον χώρο της.
Αλλά και ζήτημα
δραματουργικής υφής. Μπορείς να την νιώσεις τόσο καλά ακριβώς γιατί δε
χρειαζόταν να κάνει κάτι για μας. Ελάχιστες φορές, ίσως σε ένα ποσοστό της τάξης
του 5%, της ζήτησα να ξαναγυρίσουμε κάποια σκηνή.
Εκείνη αποφάσιζε για τον
ρυθμό του φιλμ, όπως είπες στο Q&A μετά
την παγκόσμια πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ σου στο πλαίσιο του 26ου ΔΦΝΘ
την Κυριακή 10 Μαρτίου.
Ναι, όταν ήθελε να
ξεκουραστεί. Άλλες φορές απλώς μιλούσαμε, χωρίς να κάνουμε γύρισμα.
Η ταινία σου είναι πολύ ήσυχη.
Είναι θέμα προσέγγισης ή οι άνθρωποι και η τοποθεσία απέπνεαν επίσης ησυχία;
Έτσι θέλαμε ν’ αφηγηθούμε
την ιστορία, κι αυτήν την ησυχία ανακαλύψαμε όταν πήγαμε στην περιοχή. Μέσω της
ησυχίας μπορούσες να εστιάσεις στα όντως σημαντικά, όπως στην αναπνοή της Βαλέρια.
Η πλειονότητα των
συνεντεύξεων διεξήχθησαν στο σπίτι της και μου ήταν δύσκολο να το εγκαταλείψω
καθώς ήταν πάντα τόσο φιλόξενη.
Δεν επρόκειτο για ένα πολυτελές
σπίτι, αλλά για εκείνη ήταν σαν παλάτι, χτισμένο μόνο με ξύλο από τον μακαρίτη
τον σύζυγό της, σύμφωνα με την ρουμανική γαμήλια παράδοση.
Το δε χωριό ήταν ως επί
το πλείστον αυτάρκες, ένας επίγειος παράδεισος, ο ένας γνώριζε τον άλλο κι η
ίδια στο παρελθόν εργαζόταν στο παντοπωλείο στο κέντρο του χωριού.
Η Βαλέρια δεν ήταν,
ωστόσο, θυμωμένη με τους εργαζόμενους στο ορυχείο. Ο γιος της είχε φιλική σχέση
με ένα παλαιό διευθυντικό στέλεχος της εξορυκτικής εταιρείας. Οπότε δεν είναι
εύκολο να πεις, «Εγώ έχω δίκιο κι ο άλλος έχει άδικο».
Αν και προσωπικά βρίσκομαι
στην πλευρά της Βαλέρια, πρέπει να καταλάβω γιατί ορισμένοι θεωρούν πως είναι
καλό να υπάρχει ένα ορυχείο. Πρέπει να αποδεχτείς αυτήν την στάση.
Εγώ, πάντως, δεν
αποδέχομαι μια στάση που ευνοεί την καταστροφή κοινοτήτων, των ζωών των
ανθρώπων, των περιουσιών τους και του φυσικού περιβάλλοντος.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν η
Βαλέρια ή και άλλοι κάτοικοι του χωριού πολέμησαν, έστω και στο παρελθόν,
ενάντια σ’ αυτήν την εξέλιξη.
Αυτού του είδους η
μαχητικότητα δεν ήταν στοιχείο του χαρακτήρα της, αλλά πάντα μου έλεγε πως ο
σύζυγός της είχε παλέψει πολύ.
Είχε, μάλιστα, απευθυνθεί
σε πολιτικούς με ανώτατα αξιώματα και γράψει ποιήματα για την περιοχή, χωρίς
ωστόσο να εισακουστεί.
Η Βαλέρια θεωρούσε ότι
ήταν αντρική δουλειά ο αγώνας τέτοιου είδους. Για να είμαι ειλικρινής, δε
γνωρίζω αν κι η ίδια είχε αγωνιστεί στο παρελθόν.
Μου έλειψε, πάντως, μια
πιο μαχητική συλλογική στάση, πέρα από τον θρήνο και την νοσταλγία. Στην
τελική, καταστρέφεται όλη η ζωή σου. Ίσως, βέβαια, απλώς προβάλλω σ’ εκείνη τον
δικό μου τρόπο διαχείρισης μιας κατάστασης.
Αποζημιώθηκαν,
τουλάχιστον, οι εκτοπισθέντες για την απώλεια των περιουσιών τους;
Σε πρώτη φάση, οι αρχές είχαν
υποσχεθεί ότι θα ξανάχτιζαν το ίδιο το χωριό αλλού, αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Το ίδιο είχαν
υποσχεθεί και σε σχέση με το νεκροταφείο του χωριού. Ούτε αυτό υλοποίησαν.
Στην συνέχεια, έδωσαν στους
κατοίκους ένα μικροποσό το οποίο, όμως, δεν αρκούσε για την κάλυψη των εξόδων
μετεγκατάστασης.
Όπως και να ’χει, επειδή
η Βαλέρια κι η οικογένειά της ζούσαν λίγο έξω από το χωριό, δεν πίστευαν πως η
άνοδος της στάθμης των υδάτων της γειτονικής λίμνης θα ήταν τόσο ταχεία.
Μέσα σε μόνο μερικούς μήνες
ανάμεσα στα γυρίσματα για την μικρού και την μεγάλου μήκους ταινία, το εξαιρετικά
τοξικό νερό εισχωρούσε πια στο σπίτι. Η αγελάδα της αρρώστησε από την πόση
αυτού του νερού.
Η παρακολούθηση του
ντοκιμαντέρ σου συνιστά μια καταθλιπτική εμπειρία, κι η πραγματικότητα που αυτό
αναδεικνύει είναι ακόμα πιο καταθλιπτική. Παραμένει, ωστόσο, και μια βαθιά
πολιτική δουλειά, με τον τρόπο της.
Δεν υποδεικνύω ποιο είναι
το σωστό και ποιο το λάθος.
Προσωπικά, είμαι όντως
πολιτικοποιημένος. Σπούδασα δημοσιογραφία, καθημερινά διαβάζω τα νέα, γνωρίζω
τι συμβαίνει στο Ισραήλ, στην Γάζα ή στην Ουκρανία.
Σε ό,τι, όμως, αφορά την
αφήγηση ιστοριών, ιδίως αφότου να ξεκίνησα να ασχολούμαι με την σκηνοθεσία
ντοκιμαντέρ, αυτό που μου αρέσει είναι η ελευθερία την οποία έχω στην
διαχείριση του υλικού.
Βαλέρια, Ντούρι, Πέουνα |
Κατά την πρεμιέρα της, η δουλειά
σου είχε ιδιαίτερη απήχηση σε κατοίκους που αγωνίζονται ενάντια στις καταστροφικές
μεταλλευτικές δραστηριότητες της Eldorado Gold στην περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής.
Περίμενες κάτι τέτοιο;
Για να είμαι ειλικρινής,
όχι. Όπως αντιλαμβάνεσαι, αρχικά δεν κατάλαβα αν ήταν πολέμιοι ή υποστηρικτές της
εξόρυξης στην Χαλικιδική, καθώς δε γνωρίζω ελληνικά.
Γνωρίζω, όμως, ότι τέτοια
περιστατικά είναι συνήθη σε πολλές χώρες. Ακόμα και στην Γερμανία μετεγκαθιστούν
ολόκληρα χωριά για εξορυκτικούς λόγους.
Στη δε Ρουμανία, σε
κοντινή απόσταση από το χωριό Τζέμανα, βρίσκεται το ορυχείο χρυσού της Ρόσια
Μοντάνα, το οποίο ανήκει επίσης σε καναδική εταιρεία και ο διευθυντής της είχε
σχέση με το καθεστώς Τσαουσέσκου.
Οι εργασίες εκεί έχουν
διακοπεί λόγω αντιδράσεων των κατοίκων της περιοχής.
Πώς οραματίζεσαι το
μέλλον σου ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, μετά από αυτό το γενναίο μεγάλου μήκους
ντεμπούτο;
Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι
για το μέλλον μου ως ντοκιμαντερίστας.
Είναι σχεδόν αδύνατο να
κερδίσεις χρήματα από αυτήν την δραστηριότητα, ιδίως όταν ασκείται με τον τρόπο
που την ασκώ, αφιερώνοντας χρόνο σε κάθε πρωταγωνιστή/ πρωταγωνίστρια,
προσπαθώντας ν’ αντιληφθώ τι πραγματικά αισθάνεται.
Γι’ αυτό και, παράλληλα,
ασχολούμαι με την δημοσιογραφία ή -ενίοτε- και με την διαφήμιση.
Ακόμα, όμως, κι αν, όπως συνέβη
στην συγκεκριμένη περίπτωση, δε γνωρίζω την ρουμανική γλώσσα, ήταν σημαντικό να
γνωρίζω την ρουμανική Ιστορία και την Ιστορία του συγκεκριμένου τόπου. Το
αισθανόταν αυτό η Βαλέρια όταν συζητούσαμε.
Ελπίζω στο μέλλον να έρθω
σε επαφή με εταιρείες παραγωγής οι οποίες αντιλαμβάνονται πως τέτοιες ταινίες
και το να κουβεντιάζεις με τον πρωταγωνιστή σου κάνει την διαφορά.
Νιώθω, πάντως, ότι με
τιμά το γεγονός πως το ντοκιμαντέρ μου επιλέχτηκε για το διαγωνιστικό πρόγραμμα
ενός διεθνούς φεστιβάλ και ότι άξιζαν τα τέσσερα χρόνια από την ζωή μου που αφιέρωσα
σ’ αυτήν τη δουλειά χωρίς να σκέφτομαι για χρήματα.
Ευχαριστώ θερμά
τον Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του 26ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για την πολύτιμη συμβολή
του στον προγραμματισμό της συνέντευξης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ.
Το ντοκιμαντέρ του
Ματέους Βέρλε το μέρος που
κοιμόμασταν προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο πλαίσιο
του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 26ου ΔΦΝΘ (7-17 Μαρτίου).
Η προβολή του συνεχίζεται
στην διαδικτυακή
πλατφόρμα του Φεστιβάλ έως και την λήξη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου