Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Λεονάρδο Ογιόλα: «Είμαστε λεγεώνες ολόκληρες εμείς που ονειρευόμαστε με την τέχνη»

 

Λεονάρδο Ογιόλα (Φωτογραφία: Alberto Zárate)

Δυο άσπονδοι φίλοι, πρώην συγκρατούμενοι, νυν μέλη συμμορίας της ασφάλτου στην πορεία τους προς την λύτρωση -ή τον θάνατο-, πρωταγωνιστούν στο ανατρεπτικό νουάρ του Αργεντίνου συγγραφέα και δημοσιογράφου Λεονάρδο Ογιόλα, Chamamé.

Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά, κουβεντιάζουμε με τον συγγραφέα.

«Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που αγαπά να γράφει για το περιθώριο, αυτός είναι ο Λεονάρδο Ογιόλα», ισχυρίζονται για σένα. Εφόσον ο ισχυρισμός ισχύει, πώς ορίζεις το «περιθώριο» στην Αργεντινή τού σήμερα και γιατί το αγαπάς;

Πέρα από το να μιλούν για την περιθωριοποίηση, αυτό που εμφανίζεται αναμφίβολα στα βιβλία μου είναι η κοινωνική προσέγγιση, και πιο συγκεκριμένα του μέρος όπου γεννήθηκα και γνωρίζω.

Και πρόκειται για μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική απ’ αυτή που ζει κανείς στην πρωτεύουσα και η οποία συχνά είναι στιγματισμένη. Δεν θέλω να αποφεύγω να μιλώ για τη σκληρότητα με την οποία, δυστυχώς, μας έλαχε να μεγαλώσουμε.

Θέλω, ωστόσο, να δείξω το αθέατο όχι μόνο απ’ την πλευρά της δικαιοσύνης αλλά και όλη τη φωτεινότητα που υπάρχει στο περιθώριο.

Έχοντας αποσπάσει το βραβείο Dashiel Hammett το 2017, το Chamamé, που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, αποτελεί μια πυρετώδη «συνομιλία» των πρωταγωνιστών του με τη μουσική - παραδοσιακή και ροκ.

Από πού πηγάζει η λατρεία σου για τη μουσική κάθε είδους, αλλά και η έντονα φιλμική ματιά σου, και γιατί αποφάσισες να τις εισαγάγεις στη μυθοπλαστική σου δουλειά;

Εκεί όπου μεγάλωσα, ονομάζαμε ροκ του σοκακιού αυτό που ακουγόταν να παίζει στο πικάπ κάποιου γείτονα κι εκείνα τα τραγούδια που χώνονταν σαν τον άνεμο στα σοκάκια μέσα από τα οποία επικοινωνούσαμε με τα άλλα σπίτια.

Πάντα ήταν πολύ παρούσα η μουσική. Όχι όμως μόνο το ροκ ν’ ρολ, αλλά κάθε είδος μουσικής, ένα σωρό θέματα.

Αυτό, μαζί με την είσοδο του βιντεοκλίπ στη ζωή μας και την αφήγηση που περιλάμβανε, με έμαθαν να διηγούμαι.

Δεν το ήξερα εκείνη τη στιγμή, αλλά μέσα μου καταστάλαζε αυτό το είδος της αισθητικής, η φαντασία και η όρεξη για να μάθω, το να διαβάζω για την τζαζ και τα μπλουζ σε hard boiled έργα, μια αναφορά του Στίβεν Κινγκ στους Ramones και η ανακάλυψη μια μέρα του κινηματογράφου του Kεν Λόουτς και του Άκι Καουρισμάκι:

Μας χώριζαν η γλώσσα, ο ωκεανός κι ένα σωρό άλλα πράγματα, αλλά εκείνες τις ιστορίες, και κυρίως εκείνα τα πρόσωπα/χαρακτήρες, εγώ τα γνώριζα.

Είχα βρεθεί κοντά τους, ήμουν ένα απ’ αυτά. Γι’ αυτό, η μουσική και, κυρίως, το ροκ ν’ ρολ, δεν μπορούσαν να λείπουν, όταν άρχισα να διηγούμαι.

Δυο άσπονδοι φίλοι, πρώην συγκρατούμενοι, νυν μέλη συμμορίας της ασφάλτου, ο Πάστορας Νοέ (Νοέ Καρμπαχάλ) και ο Σκύλος (Μανουέλ Οβεχέρο) στην πορεία τους προς την λύτρωση -ή τον θάνατο- πρωταγωνιστούν στο ανατρεπτικό σου νουάρ.

«Η θρησκεία και τα χαρτονομίσματα τυφλώνουν τόσο, όσο και το γαλάζιο του ουρανού την ώρα της σιέστας», υπογραμμίζει ο αφηγητής-Σκύλος. Πώς γλιτώνεις από τον θανατηφόρο «εναγκαλισμό» τους σε μια εποχή που αποθεώνει και τα δύο;

Είναι κάτι που υπάρχει μέσα στον καθένα. Και έτσι κι ανοίξει η πόρτα και μπούμε μέσα είναι πολύπλοκο να ξαναβγούμε. Μπορεί να είναι η θρησκεία ή το χρήμα που αναφέρεις κι εσύ. Μπορεί να είναι οποιαδήποτε εξάρτηση.

Αυτό που εμένα με τυφλώνει είναι να διαβάζω και να γράφω. Αυτό είναι για μένα ο ουρανός την ώρα της σιέστας. Είτε για καλό, είτε για κακό. Πολλές φορές με τσαντίζει, αλλά προσπαθώ να το αποδεχτώ. Είμαι 50 χρονών. Δεν μπορώ να το αλλάξω.

Ξεχνάω τα πάντα κάθε φορά που κάθομαι να γράψω. Υπάρχει μόνο η ιστορία, ζω μαζί της και με τους χαρακτήρες της. Ούτε μια σχέση, ούτε το ποδόσφαιρο, ούτε καν η οικογένεια με ενδιαφέρουν πια. Μακάρι να μην ήταν έτσι, αλλά είναι αναπόφευκτο.

Φεύγω, φεύγω με την ιστορία.

«Μερικές φορές, η πιο ηλίθια, η πιο μαλακισμένη ιδέα μπορεί να σου λύσει τα χέρια. Ίσως επειδή οι ιδέες είναι σαν τους ανθρώπους. Είναι λάθος να τις διαχωρίζεις σε καλές και κακές. Είναι μόνο αυτό: ιδέες», συνεχίζει αλλού.

Υπάρχουν ιδέες που -«καταστατικά»- σκοτώνουν και ιδέες που ζωογονούν; Ή είναι τα υποκείμενα -ατομικά και συλλογικά-, τα οποία τις νοηματοδοτούν;

Υπάρχουν ιδέες που για άλλους λειτουργούν και για άλλους, όχι. Υπάρχουν ιδέες που αγκαλιάζουμε και άλλες που πολεμάμε. Δεν έχει λευκές ή μαύρες. Υπάρχουν πολλές, πάρα πολλές, γκρίζες. Οι μπαντιέρες που κρατάμε ψηλά είναι αυτό μας καθορίζει.

«Όταν είσαι φυλακισμένος, μια ωραία ανάμνηση είναι ένα κομμάτι ξύλο που επιπλέει σε μια σκοτεινή και φουρτουνισμένη θάλασσα», επισημαίνει. Ποια είναι η δικιά σου ωραιότερη ανάμνηση;

Ευτυχώς είναι κάμποσες. Αυτές που πιο πολύ μου αρέσουν σχετίζονται με τους τόπους και τους ανθρώπους που μπόρεσα να γνωρίσω χάρη στα βιβλία μου. Ακόμα και στην ίδια μου τη χώρα.

Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό τηλεφωνώ στους γονείς μου και τους ευχαριστώ για τον μόχθο που κατέβαλλαν προκειμένου να σπουδάσω, να μη γυρνάω πολύ στους δρόμους. Για ν’ ακούσω  τις φωνές τους.

Μακάρι να μπορέσω να τις ακούσω κι απ’ την Ελλάδα.

«Επειδή το μοναδικό που σου μένει για πάντα είναι αυτό που χάνεις», αποφαίνεται. Σου μένει ως τραύμα ή ως πηγή έμπνευσης;

Αυτό το απόσπασμα που τελειώνει με τη φράση «αυτό που χάνεις» ήταν ένα κλείσιμο του ματιού σε μια συγγραφέα που αγάπησα πολύ και με την οποία ξεκινούσαμε μια σχέση τη στιγμή που τέλειωνα το βιβλίο.

Η φράση «αυτό που χάνεις» παραπέμπει στον τίτλο μιας δικής της συλλογής διηγημάτων. Και στη γεύση που σου άφηναν τα εν λόγω διηγήματα.

Ήμασταν 16 χρόνια μαζί. Χωρίσαμε στην αρχή του 2023. Και για αυτό που χάθηκε στη δική μας ιστορία αγάπης, είμαι πολύ, πάρα πολύ υπεύθυνος.

«Αργά ή γρήγορα ή θα σου την κάνουν ή θα τους την κάνεις. Τη φέρνεις σ’ ανθρώπους που μοιράστηκαν μαζί σου τόσα σκατά, τόσο πόνο, τόσα δάκρυα. Όλες οι βροχές, κι όχι μόνο του Νοέμβρη, δεν κρατάνε για πάντα, Guns NRoses», συμπεραίνει.

Συμμερίζεσαι -ή έστω κατανοείς- την απεγνωσμένα κυνική κοσμοθεωρία του ήρωά σου;

Όχι, καθόλου δεν τη συμμερίζομαι. Μολονότι, μερικές φορές, θα ήθελα πολύ να μπορούσα να το κάνω και να κοιμάμαι ήσυχος. Αλλά δε μου βγαίνει. Από την προδοσία δεν υπάρχει επιστροφή.

«Το τι ονειρεύεται ο καθένας δε σε αφορά. Εκτός κι αν θέλει να σε κάνει μέρος του ονείρου του», καταλήγει. Είναι -ή μπορεί να γίνει- και η λογοτεχνία ένα συλλογικό όνειρο, ένας τρόπος να ονειρευόμαστε συλλογικά;

Υπάρχει ένα τραγούδι ενός μεξικάνικου συγκροτήματος, των Tri, πολύ όμορφο που μου αρέσει πολύ και στο ρεφρέν λέει: «Είσαι ένα όνειρο, κι εγώ ένας φτωχός ονειροπόλος/ Είσαι ένα όνειρο, κι από το όνειρο αυτό ποτέ δεν θέλω να ξυπνήσω».

Εντάξει, είμαστε λεγεώνες ολόκληρες εμείς που ονειρευόμαστε με τη λογοτεχνία, με την τέχνη εν γένει, δε συμφωνείς;

Απολύτως!

Επιστρέφοντας στην «πεζή» αργεντίνικη πολιτική πραγματικότητα, πώς ερμηνεύεις την πρόσφατη εκλογή του «αναρχο-καπιταλιστή», φιλοϊσραηλινού πολιτικού Χαβιέρ Μιλέι ως Προέδρου της χώρας;

Είναι ένας εφιάλτης και μακάρι να ξυπνούσε απ’ αυτόν όλη η χώρα.

Ευχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη για τη φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα του Λεονάρδο Ογιόλα Chamamé κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου