Γκούναρ Στόλεσεν (Φωτογραφία: Helge Skodvin) |
Μια ένοπλη ληστεία, ένας φόνος και η ανεξιχνίαστη υπόθεση εξαφάνισης ενός μικρού κοριτσιού
συνθέτουν τον αφηγηματικό «καμβά»
του καθηλωτικού μυθιστορήματος Τα
ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ.
Γραμμένο με την αιχμηρή και κοινωνικά ευαίσθητη «πένα» του Νορβηγού Γκούναρ Στόλεσεν, εκ των «νονών» του σκανδιναβικού νουάρ, το βιβλίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά. Συζητώντας με τον συγγραφέα.
Η πρώτη σας αστυνομική ιστορία,
Rygg i rand, to i spann (Side by Side, Two in a bind), κυκλοφόρησε το 1975.
Είναι αστείο να βλέπω,
για πρώτη φορά, μια αγγλική μετάφραση του τίτλου αυτού του βιβλίου, αφού δε
μεταφράστηκε ποτέ σε καμία γλώσσα!
Λόγω
των περιορισμών του είδους αποφασίσατε, ωστόσο, να στραφείτε στην εκδοχή της
αστυνομικής ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.
Ποιοι
ήταν αυτοί οι περιορισμοί και ποια ήταν -και είναι- τα αφηγηματικά
πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης εκδοχής, κατά τη γνώμη σας;
Τα δύο πρώτα και το
τέταρτο αστυνομικό μου μυθιστόρημα ήταν συμβατικά αστυνομικά, με δύο
αστυνομικούς ντετέκτιβ.
Ήταν γραμμένα στην
παράδοση του ζευγαριού των Σουηδών Sjöwall
& Wahlöö,
που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων
της γενιάς μου- και των επόμενων γενεών.
Υπήρχε επίσης μια επιρροή
από τον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικών Τσέστερ Χάιμς και -οφείλω να ομολογήσω-
από την Αγκάθα Κρίστι, όσον αφορά στην πλοκή.
Οι περιορισμοί των συμβατικών
αστυνομικών βιβλίων συνίστανται στο ότι η αστυνομική εργασία είναι τεχνική και
κουραστική, και ένιωσα πως μπορεί να ήταν δύσκολο να γράψω μια μεγάλη σειρά σε
αυτό το πλαίσιο.
Οι αγαπημένοι μου
συγγραφείς του είδους ήταν οι Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Ρος Μακντόναλντ,
και ήθελα να κάνω ένα πείραμα.
Ήταν δυνατόν να γραφτούν
κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα με ιδιωτικούς ντετέκτιβ διαδραματιζόμενα στη
Νορβηγία της δεκαετίας του '70 που να είναι πολύ διαφορετικά από τα αντίστοιχα
στις ΗΠΑ των δεκαετιών του ’30, του ’40 ή του ’50;
Τότε έγραψα το πρώτο
μυθιστόρημα για τον Βαργ Βέουμ (Bukken
til
havresekken), που κυκλοφόρησε το
1977.
Αμέσως έγινε πολύ
μεγαλύτερη επιτυχία από τα δύο αστυνομικά που είχαν προηγηθεί.
Τελείωσα ένα τρίτο
μυθιστόρημα για τους δύο αστυνομικούς ντετέκτιβ, γιατί είχα αρχίσει να το γράφω
πριν από το μυθιστόρημα του Βαργ Βέουμ.
Μετά, όμως, συνέχισα με
τη μεγάλη σειρά για τον Βέουμ στη Νορβηγία με το δεύτερο μυθιστόρημα (Δικός σου
ώς το θάνατο, Εκδόσεις Πόλις,
2006).
Φέτος θα κυκλοφορήσει το εικοστό
της σειράς, Forfulgt
av død.
Για μένα η γραφή σε πρώτο
πρόσωπο, όπως του Τσάντλερ και του Μακντόναλντ, μου έδωσε περισσότερη ελευθερία
στο προσωπικό στιλ.
Ήθελα επίσης να εισαγάγω
τη φόρμα των πνευματωδών σχολίων που ήταν ιδιαίτερη στον Τσάντλερ στο δικό μου
είδος νορβηγικής αστυνομικής γραφής.
Διαπίστωσα πως στην
παράδοση των μυθιστορημάτων με ιδιωτικούς ντετέκτιβ μπορούσα να διαφοροποιήσω
τον τρόπο κατασκευής των ιστοριών περισσότερο από ό,τι στα παραδοσιακά
αστυνομικά.
Θεωρείστε
από πολλούς -κριτικούς και αναγνώστες- ο «νονός» του πολύ σεβαστού
σκανδιναβικού νουάρ. Ποια είναι σύμφωνα με εσάς τα καθοριστικά χαρακτηριστικά
του που το διαφοροποιούν από άλλες νουάρ αφηγήσεις;
Λοιπόν, φοβάμαι ότι δεν
μπορώ να πάρω όλη την τιμή για αυτό. Η πραγματική «νονά» και «νονός» του σκανδιναβικού
νουάρ ήταν σίγουρα ο Maj
Sjöwall και ο Per Wahlöö, το ζευγάρι Σουηδών που
προανέφερα.
Ανήκω στην επόμενη γενιά.
Αργότερα, εμφανίστηκαν οι Χένινγκ Μάνκελ, Στιγκ Λάρσον, Γιου Νέσμπε και αρκετοί
άλλοι.
Όλοι συμμετείχαν στη
δημιουργία της λεγόμενης παράδοσης του «σκανδιναβικού νουάρ», η οποία ξεκίνησε
πραγματικά στη Γερμανία, κατόπιν αναπτύχθηκε στη Γαλλία και μετά το 2000 στη
Μεγάλη Βρετανία, όπου νομίζω πως επινοήθηκε ο όρος.
Δεν είμαι σίγουρος ότι το
σκανδιναβικό νουάρ διαφέρει από άλλες νουάρ αφηγήσεις, πέρα από το γεγονός
πως οι ιστορίες διαδραματίζονται σε μια από τις σκανδιναβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων
τόσο της Ισλανδίας όσο και της Φινλανδίας.
Διαπνέεται από το
στοιχείο της κοινωνικής ή/και πολιτικής κριτικής που κληρονομήθηκε από την Sjöwall & τον Wahlöö, το έργο των οποίων υπήρξε
πραγματικά ένα μεγάλο ορόσημο της σύγχρονης αστυνομικής μυθοπλασίας.
Σήμερα βρίσκεις
συγγραφείς σε όλο τον κόσμο που γράφουν στο πλαίσιο της ίδιας παράδοσης, ακόμα
κι αν πόρρω απέχουν από οτιδήποτε «σκανδιναβικό».
Ο
Βαργ Βέουμ, ο μελαγχολικός ιδιωτικός ντετέκτιβ σας, είναι ένας ιδεαλιστής της
γενιάς του 1968, ένας διαζευγμένος, ελαφρώς αλκοολικός πρώην κοινωνικός λειτουργός
με ζεστή καρδιά, ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση και αδιαπραγμάτευτο αίσθημα
αλληλεγγύης προς τους απλούς ανθρώπους.
Λειτουργεί
πιο πολύ ως κοινωνικός λειτουργός παρά ως συμβατικός αστυνομικός ντετέκτιβ.
Γιατί αποφασίσατε να του αποδώσετε αυτά τα χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν σε
ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο;
Ο λόγος που έδωσα στον Βαργ
Βέουμ το συγκεκριμένο υπόβαθρο αντί για εκείνο του αστυνομικού ντετέκτιβ ήταν
για να τον διαφοροποιήσω από τον Φίλιπ Μάρλοου και τον Λιου Άρτσερ, τους
ντετέκτιβ του Τσάντλερ και του Mακντόναλντ,
αντίστοιχα.
Και οι δύο τους είχαν αυτό
το υπόβαθρο.
Ως κοινωνικός λειτουργός,
ο Βαργ Βέουμ ήρθε πιο κοντά στην καθημερινή κανονική ζωή της Νορβηγίας, και το
παρελθόν του ως εργαζόμενου στην προστασία των παιδιών τού παρείχε έναν λόγο να
συνεχίσει αυτή τη δουλειά ως ιδιωτικός ερευνητής.
Είναι πάντα στο πλευρό
των αδύναμων στην κοινωνία, είτε πρόκειται για παιδιά είτε για γυναίκες-θύματα
εγκλημάτων ή κακομεταχείρισης.
Το
βροχερό Μπέργκεν, ο τόπος όπου γεννηθήκατε και συνεχίζετε να ζείτε, αποτελεί
τον πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό «καμβά» της αφήγησής σας.
Αποτυπώνεται,
εξάλλου, αμείλικτα, όπως κάθε καπιταλιστική μητρόπολη η οποία σέβεται τον εαυτό της. Είστε
ταυτόχρονα βαθιά συνδεδεμένος με και επικριτικός για τη γενέτειρά σας;
Είμαι απόλυτα δεμένος με
τη γενέτειρά μου και νομίζω ότι το Μπέργκεν είναι μια όμορφη πόλη που
περιβάλλεται από τυπική νορβηγική φύση, φιόρδ και βουνά.
Με τη βροχερή του
ατμόσφαιρα είναι το τέλειο υπόβαθρο για νουάρ μυθιστορήματα όπως το δικό μου.
Αυτό που επικρίνω δεν
είναι η πόλη, αλλά κεντρικά στοιχεία της πολιτικής της Νορβηγίας ως μιας
καπιταλιστικής χώρας που θα μπορούσε να είναι πολιτεία των Η.Π.Α., ακόμα κι αν
πολλοί Αμερικανοί τη βλέπουν ως μια κομμουνιστική χώρα.
Αυτοί, βέβαια, είναι οι ίδιοι
Αμερικανοί που αποκαλούσαν τον Ομπάμα «κομμουνιστή»...
Αυτή η κριτική εκφράζεται
από τον Βαργ Βέουμ και άλλους χαρακτήρες στα μυθιστορήματα, αλλά προσπαθώ να
είμαι ένας πολιτικά «ουδέτερος» συγγραφέας, χωρίς βαριά πολιτική ιδεολογία ως
πρόγραμμα στη γραφή μου.
Ακολουθώ τη συμβουλή ενός
άλλου Νορβηγού συγγραφέα, του Χένρικ Ίψεν: «Θέτω
τις ερωτήσεις. Δεν έχω τις απαντήσεις».
Τείνετε
να αποκαλύπτετε το κρυμμένο πρόσωπο της απατηλά προηγμένης/ευημερούσας
νορβηγικής κοινωνίας εκδηλώνοντας μια συγκινητική συμπόνια για τη μοίρα των
θυμάτων, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής.
Θα
θέλατε να αναλύσετε αυτή την επιλογή;
Μπορεί να το έχω ήδη
απαντήσει, έτσι δεν είναι;
Ως συγγραφέας, θέλω να
αποτυπώσω μια κριτική εικόνα της σύγχρονης ζωής στη Νορβηγία ιδωμένη από τη
σκοπιά των πιο αδύναμων- ως κοινωνικός λειτουργός στο μυαλό, αν όχι ως προς την
ιδιότητα.
Όπως ισχύει και για τον Βαργ
Βέουμ, η συμπάθειά μου είναι πάντα με το μέρος των ηττημένων κι όχι προς την
πλευρά των νικητών, κάτι που υποθέτω ότι μπορεί κάποιος να διαβάσει μεταξύ των
γραμμών στα βιβλία μου.
«Σε αυτή τη χώρα πας καρφί στην Κόλαση με τις
ευλογίες του κράτους, αρκεί να φέρεσαι καλά στο πάρκο, να μη ληστεύεις γριούλες
και να μη στραφείς στην πορνεία», σαρκάζει η Σόλβι Χέγκι στο Τα
ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ.
Είναι
αυτός ο αφορισμός ενδεικτικός των κοινωνικών κανόνων της Νορβηγίας; Τι σας
απογοητεύει περισσότερο στη χώρα σας σε πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό
επίπεδο στις μέρες μας;
Και
τι σας κάνει να είστε ικανοποιημένος, ακόμα και αισιόδοξος;
Φυσικά, αυτή είναι η
γνώμη της Σόλβι, αλλά αυτή -και ίσως ο συγγραφέας;- είναι επικριτικοί για την
έλλειψη αποτελεσματικής βοήθειας σε άτομα που αποκλίνουν του αξιοσέβαστου τρόπου
ζωής σε αυτή τη χώρα, κάτι πιο ορατό μεταξύ των τοξικομανών.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα
στη Νορβηγία όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αλλά θα πίστευα πως είχαμε τους
πόρους για να βοηθήσουμε περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους από ό,τι
κάνουμε.
Η Νορβηγία εξακολουθεί να
είναι μια πολύ καλή κοινωνία πρόνοιας, ένα καλό μέρος για να ζήσουν όλοι, λόγω
του συστήματος που έχουμε για την πληρωμή φόρων.
Αυτό που με εκνευρίζει
σήμερα είναι να βλέπω πως πολλοί πλούσιοι δεν πληρώνουν πλέον το μέρος που τους
αναλογεί από αυτούς τους φόρους, αλλά εγκαταλείπουν τη χώρα και εγκαθίστανται
στην Ελβετία και σε άλλους φορολογικούς παραδείσους.
Εξαιτίας αυτού, η
απόσταση μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών μεγαλώνει στη χώρα μας.
Είμαι, λοιπόν, σίγουρος
ότι ο Βαργ Βέουμ και οι όμοιοί του θα έχουν πολλή δουλειά τα επόμενα χρόνια
λόγω των απογοητεύσεων που δημιουργεί το γεγονός αυτό στους απλούς ανθρώπους.
Θα
γράφατε ποτέ -ή θα περνούσε από το μυαλό σας- ένα βιβλίο τοποθετημένο εκτός του πλαισίου του Μπέργκεν και της Νορβηγίας
ή πιστεύετε πως τα μυθιστορήματά σας σε κάθε περίπτωση αρθρώνουν οικουμενικές
ανησυχίες;
Τα περισσότερα βιβλία
στον κόσμο διαδραματίζονται στις χώρες ή τους τόπους γέννησης των συγγραφέων
και είμαι σίγουρος ότι η κύρια δράση σε όλα μου τα βιβλία θα συντελείται στο
Μπέργκεν ή τη Νορβηγία.
Πολλά
από τα μυθιστορήματά σας έχουν διασκευαστεί για το θέατρο και τη μεγάλη οθόνη.
Νιώθετε πως το στιλ γραφής σας είναι όντως εγγενώς θεατρικό/κινηματογραφικό;
Από παιδί μου άρεσε τόσο
το θέατρο όσο και ο κινηματογράφος, και δούλευα στην Εθνική Σκηνή του Μπέργκεν
ως γραμματέας Τύπου για δεκατρία χρόνια πριν γίνω σαράντα. Έχω ο ίδιος γράψει
αρκετά έργα ή διασκευές για το θέατρο.
Όταν διαβάζεις τα βιβλία
μου, βλέπεις πόσο σημαντικός είναι ο διάλογος, και πρέπει να ομολογήσω ότι μου
αρέσει να γράφω διαλόγους, γεγονός που διευκολύνει τις διασκευές των βιβλίων
μου για το θέατρο ή τον κινηματογράφο.
Πρέπει, ωστόσο, να πω πως
οι ταινίες που βασίζονται στον Βαργ Βέουμ, τα σενάρια των οποίων είναι γραμμένα
από σεναριογράφους, είναι πολύ ελεύθερες διασκευές, οι περισσότερες σχεδόν νέες
ιστορίες και χωρίς διαλόγους από τα βιβλία.
Οπότε, το να γράψεις ένα
βιβλίο είναι φυσικά πολύ διαφορετικό από το να γράψεις για τη θεατρική σκηνή ή
την οθόνη.
Το μυθιστόρημα Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ
είναι το τέταρτο βιβλίο σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
Έχετε
εξοικειωθεί περισσότερο με την ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα -λογοτεχνική
και άλλη- από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο από αυτά τα μυθιστορήματα στο
όχι-και-τόσο-μακρινό 2006;
Λυπάμαι που το λέω, αλλά
παρακολουθώ τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μόνο εξ αποστάσεως, μέσω των
Μ.Μ.Ε., και δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες συγγραφείς μεταφρασμένοι στα νορβηγικά
σήμερα.
Το τελευταίο ελληνικό
μυθιστόρημα που διάβασα ήταν το Ζ του
Βασίλη Βασιλικού.
Όταν δούλευα στην Εθνική
Σκηνή του Μπέργκεν, κάναμε μια παραγωγή με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη το
1981.
Μια από τις σπουδαίες μου
αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο της ζωής μου ήταν η συνάντηση με τον
Θεοδωράκη, όταν ήρθε στο Μπέργκεν και κανόνισα μια συνέντευξη Τύπου μαζί του
που προσέλκυσε την εθνική προσοχή στη χώρα μας.
Ευχαριστώ
θερμά τις Anne
Cathrine Eng και
Nina
Pedersen (Gyldendal Agency) για την πολύτιμη συμβολή τους
στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα του Γκούναρ Στόλεσεν
Τα
ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ κυκλοφορεί
στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση
του Βαγγέλη Γιαννίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου