Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Γουόν-Πιενγκ Σον: «Ένα μυθιστόρημα είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας»

 


Μια «σπουδή» στην αγάπη, τη φιλία και τη μεταμορφωτική τους δύναμη, το βραβευμένο μυθιστόρημα Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος μάς γνωρίζει την Γουόν-Πιενγκ Σον, μια αξιοπρόσεκτη φωνή από τη Νότια Κορέα.

Κουβεντιάζοντας με την συγγραφέα με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.

«Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά ζητήματα. Προσπαθώ απλώς να ξεθάβω ιστορίες μέσα από την καρδιά μου μέσω της συγγραφής», εξομολογείστε στη συγγραφική σημείωση του Αγοριού που δεν ήξερε τι θα πει φόβος.

Είναι, άρα, η στοργική/παθιασμένη ενασχόλησή σας με την τέχνη -ως μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτρια- κυρίως θέμα καρδιάς, ένας τρόπος να μετασχηματίσετε τα συναισθήματά σας σε γλώσσα, κείμενο, εικόνα;

Αυτό που εννοούσα στο σημείωμα της συγγραφέως είναι ότι συνήθως δεν είμαι στην πρώτη γραμμή των πιο μαχητικών κοινωνικών κινημάτων. Αλλά φυσικά όλα τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα γίνονται μεγάλη έμπνευση για τη δική μου συγγραφή.

Εξάλλου, το να είσαι συγγραφέας έχει να κάνει με το να παρατηρείς τον κόσμο και να «υφαίνεις» μια ιστορία από τις λεπτομέρειες που παρατηρείς και μελετάς.

Αν και, λοιπόν, δεν είμαι συνήθως στην πρώτη γραμμή αυτών των κοινωνικών αλλαγών, εργάζομαι πάντα στη γραφή μου έχοντας αυτά τα ζητήματα στο μυαλό, ελπίζοντας πως το βιβλίο μου θα αλλάξει τη ζωή/προοπτική κάποιου προς το καλύτερο.

Σε αυτό το βιβλίο, ο πρωταγωνιστής Γιάντζε είναι ένας έφηβος που πάσχει από αλεξιθυμία, μια εγκεφαλική διαταραχή η οποία τον εμποδίζει να αναγνωρίσει και να βιώσει ορισμένα συναισθήματα.

Η αφήγησή του εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί επιλέξατε να τη δομήσετε με αυτόν τον τρόπο;

Ειλικρινά, συνήθως προτιμώ την τριτοπρόσωπη οπτική γωνία.

Αλλά αυτή ήταν μια μοναδική περίπτωση, αφού ένας αναίσθητος, αποστασιοποιημένος χαρακτήρας εγκυμονεί τον κίνδυνο να απομακρυνθεί περαιτέρω από τον αναγνώστη αν γράψω την ιστορία του σε τρίτο πρόσωπο.

Έτσι, επέλεξα να γράψω την ιστορία του πρωτοπρόσωπα.

Νομίζω ότι ήθελα να δώσω στον αναγνώστη την ευκαιρία να συνδεθεί με τον πρωταγωνιστή και περισσότερο χώρο για κατανόηση και ενσυναίσθηση.

Ενώ ο Γιάντζε ουσιαστικά δεν αισθάνεται τίποτα, ο αντίπαλός του -τουλάχιστον αρχικά-, ο Γκον, εκφράζεται θορυβωδώς και συχνά συμπεριφέρεται με βίαιο τρόπο. Γιατί θελήσατε να αντιπαραβάλετε αυτούς τους δύο χαρακτήρες;

Προσπαθώ πάντα να εστιάζω στην ποικιλομορφία των χαρακτήρων όσον αφορά στην οπτική τους και τις συναισθηματικές τους συνθήκες.

Πρόκειται για την αντιπαράθεση δύο δραματικά διαφορετικών χαρακτήρων: ενός αγοριού χωρίς συναισθηματισμό και ενός οξύθυμου αγοριού. Eξερεύνησα, λοιπόν, τα ακραία όρια ενός φάσματος προσωπικότητας για αγόρια της ηλικίας τους.

Και ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία ενηλικίωσης για δύο πολύ διαφορετικά αγόρια που, κατά ειρωνικό τρόπο, έχουν κάτι κοινό: ότι κανείς δεν τα καταλαβαίνει.

«Τα βιβλία όμως είναι ήσυχα. Παραμένουν νεκρικά σιωπηλά, μέχρι κάποιος να ξεφυλίσσει μια σελίδα. Μόνο τότε ελευθερώνουν τις ιστορίες τους, ήρεμα και διεξοδικά, ακριβώς τόσο κάθε φορά ώστε να μπορώ να το χειριστώ», αφηγείται ο Γιάντζε.

Από πού πηγάζει αυτή η «ζεστή» σχέση σας με τα βιβλία;

Πάντα ήμουν αδηφάγα αναγνώστρια και μου άρεσε η μυρωδιά των βιβλίων σε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία ή βιβλιοθήκες. Δημιουργούσαν μια μυστηριώδη, φιλόξενη ατμόσφαιρα.

Τα βιβλία είναι σιωπηλά, αλλά το καθένα περιέχει απίστευτες ιστορίες, και μόνο όταν τα ανοίξεις και τα διαβάσεις, μπορείς να μάθεις ποιες είναι αυτές οι ιστορίες. Όταν σταματήσεις να τα διαβάζεις, σωπαίνουν ξανά.

Αυτή η γραμμή υποτίθεται ότι αποτυπώνει τη βαθιά του αγάπη για τα βιβλία.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν, αλλά δεν αναλαμβάνουν δράση. Λένε ότι συμπάσχουν, όμως ξεχνούν εύκολα […] Αυτή δεν είναι πραγματική συμπόνια. Δεν ήθελα να ζω έτσι».

Αυτό «διακηρύσσει» ο Γιάντζε προς το τέλος του μυθιστορήματος. Γιατί η συμπόνια συνδέεται αναπόφευκτα με τη δράση, κατ’ εσάς;

Λοιπόν, επειδή κάποιος πόνος -όταν είναι πολύ άσχετος με τη δική σου ζωή- είναι δύσκολο να ταυτιστείς μαζί του, και από κάποιον πόνο -όταν συνδέεται πολύ- νιώθεις μια παρόρμηση να απομακρυνθείς εξαιτίας του φόβου.

Αυτό είναι λίγο πολύ κοινή λογική, κάτι καθολικό, αλλά οδηγεί επίσης σε μεγάλη τραγωδία ή πολλή βία ή ανευθυνότητα. Η αμφιβολία του θέτει υπό αμφισβήτηση όλες αυτές τις ανθρώπινες συμπεριφορές που θεωρούμε δεδομένες.

Ήθελα να διερευνήσω αν η εξωτερίκευση των συναισθημάτων μας είναι πραγματικά δικαιολογημένη ή φυσική.

«Η αγάπη είναι αυτό που κάνει ένα άτομο άνθρωπο, καθώς και αυτό που φτιάχνει ένα τέρας», υπογραμμίζετε επίσης στο σημείωμά σας.

Πώς θα αξιολογούσατε, λοιπόν, την ευθύνη μιας κοινωνίας κι ενός κράτους -στην περίπτωσή μας του νοτιοκορεατικού- στη δημιουργία «ανθρώπων» και «τεράτων»;

Η κοινωνία είναι μια συγκυρία. Μπορεί να είναι μια μικρή κοινότητα όπως η οικογένειά σας, ή σε μεγαλύτερη κλίμακα, μια χώρα, ένας πολιτισμός ή ακόμα και ολόκληρη η υφήλιος.

Λειτουργεί ως φύλακας για τους απογόνους της, τα ανθρώπινα όντα, επομένως, φυσικά, επηρεάζει πολύ τη ζωή μας.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αισθάνομαι ότι ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι καθοριστικός.

Η υπεύθυνη έκφραση των συναισθημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς ασκούμε τη δύναμη της θέλησής μας και ακούμε τη φωνή της λογικής μας, η οποία μπορεί να καλλιεργηθεί με τη βοήθεια μιας συνεπούς, στοργικής και καλοπροαίρετης εκπαίδευσης.

Αισθάνομαι πραγματικά ότι ισχύει το ίδιο στην κορεατική και την ελληνική κουλτούρα.

Εκτιμάτε πως η σύγχρονη κοινωνία της Νότιας Κορέας καθοδηγείται κυρίως από τον ατομικισμό και χαρακτηρίζεται από βία ή εντοπίζετε επίσης ίχνη και εκδηλώσεις συλλογικού πνεύματος, αλληλεγγύης και συμπερίληψης;

Είναι δύσκολο να περιγράψεις την ουσία μιας κοινωνίας με συνοπτικό τρόπο.

Ναι, η Νότια Κορέα σήμερα είναι πιο ατομικιστική από πριν. Αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την κουλτούρα του Jeong, μιας πίστης σε και βαθιάς συναισθηματικής σύνδεσης με ανθρώπους και τόπους.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια συλλογική κρίση, οι Κορεάτες τείνουμε να ερχόμαστε κοντά πιο γρήγορα από τους κατοίκους οποιασδήποτε άλλης χώρας, γεγονός που την κάνει πραγματικά δυναμική.

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα γοητευτικά στοιχεία της Νότιας Κορέας.

Πού θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας εντός της ποικιλόμορφης σύγχρονης νοτιοκορεατικής λογοτεχνικής παραγωγής, η οποία σταδιακά γίνεται πιο διαθέσιμη στην Ελλάδα;

Για να είμαι ειλικρινής, δε σκέφτομαι πραγματικά τι είδους συγγραφέας είμαι ή πώς είναι η γραφή μου από άποψη επάρκειας.

Είμαι απλώς μία από τις πολλές συγγραφείς σε αυτόν τον κόσμο. Το γράψιμο είναι το επάγγελμά μου, και έτσι απλά συνεχίζω να γράφω - μερικές φορές με χαρά, τις περισσότερες φορές λίγο παραπονεμένα.

Είμαι ευγνώμων και με ενθαρρύνει που έχω πολλούς αναγνώστες οι οποίοι αγαπούν τη δουλειά μου, αλλά αυτό δεν αλλάζει και τη σχέση μου με τη δουλειά μου.

Χαίρομαι, όμως, που ακούω ότι οι Έλληνες αναγνώστες νιώθουν πιο «ζεστά» απέναντι στην κορεατική λογοτεχνία γενικότερα.

Όσο καταπραϋντικό κι αν είναι, το αίσιο τέλος του μυθιστορήματός σας φαίνεται, ωστόσο, κάπως βεβιασμένο και όχι απόλυτα εναρμονισμένο με το υπόλοιπο βιβλίο σε δραματουργικό επίπεδο.

Πιστεύετε πως το ευτυχές τέλος, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, είναι το ίδιο «ρεαλιστικό» με το δυστυχισμένο;

Αισθάνομαι ότι η διαφορά μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας έγκειται στο πόσο πιο δραματική από τη φαντασία είναι η ζωή στην πραγματικότητα, και πώς η ζωή σπάνια σε ανταμείβει με ένα ικανοποιητικό κλείσιμο.

Ένα μυθιστόρημα είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας κατά κάποιον τρόπο - μια γρήγορη ματιά σε μία ή μερικές πτυχές της πολύπλευρης, πολύπλοκης πραγματικότητας.

Έτσι, μπορεί να υπάρχει ένα μίνι λυπηρό ή χαρούμενο τέλος στο συγκεκριμένο απόσπασμα, αλλά πέρα ​​από αυτό κανείς δεν μπορεί να πει αν η ιστορία των εν λόγω φανταστικών χαρακτήρων θα ήταν ευτυχισμένη ή λυπημένη στο τέλος.

Όλα εξαρτώνται από τον αναγνώστη σε εκείνο το σημείο.

Η ζωή συνεχίζεται -το ίδιο και η μυθοπλαστική ζωή- και ως εκ τούτου δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις ένα γεγονός ως καθαρά χαρούμενο ή λυπηρό. Αλλά αυτό είναι το αστείο  με τη ζωή.

Ευχαριστώ θερμά την Βίκυ Κάουλα (Εκδόσεις Ιβίσκος) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Γουόν-Πιενγκ Σον Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ιβίσκος σε μετάφραση της Χριστίνας Ζαχαρίου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου