Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Συνομιλώντας με τους Valentin Stejskal και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο για το «5pm Seaside»

 

Αντώνης Τσιοτσιόπουλος

Μια από τις πιο συγκινητικές, «βραδυφλεγείς» μικρού μήκους ταινίες της χρονιάς, η βραβευμένη σε Δράμα και Νύχτες Πρεμιέρας δουλειά του Valentin Stejskal 5pm Seaside εξιστορεί τον (ανευόδωτο) έρωτα δύο μοναχικών αντρών.

Συναντώντας τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή Αντώνη Τσιοτσιόπουλο ενόψει και της προβολής του φιλμ στο πλαίσιο του 1ου Spicy Indie International Film Festival (Τρίτη 29 Νοεμβρίου).

Πώς επηρέασε η συνάντησή σου με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο τη διαμόρφωση της κεντρικής ιδέας της μικρού μήκους ταινίας σου 5pm Seaside και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε;

(Valentin Stejskal). Όταν ξεκίνησα το φιλμ, δεν ήμουν σίγουρος για το είδος της ιστορίας που ως ομάδα χρειαζόμασταν και για το πού έπρεπε να πάει.

Το συναισθηματικό ταξίδι αυτής της ιστορίας έχει στον πυρήνα του τις ανάγκες του χαρακτήρα του Νίκου. Όταν απευθύνθηκα στον Αντώνη, είχα μονάχα μια αφηρημένη ιδέα τού ποιες ήταν αυτές. Έπρεπε να τις ανακαλύψουμε μαζί.

Πώς βίωσες εσύ αυτό το ταξίδι, Αντώνη;

(Aντώνης Τσιοτσιόπουλος) Ήταν ένα πολύ όμορφο ταξίδι, μια γλυκιά εμπειρία λόγω της ήρεμης και φροντιστικής προσέγγισης που από κοινού υιοθετήσαμε.

Κάνω σινεμά γιατί μου αρέσει να συναντώ ανθρώπους- όχι μόνο τους σκηνοθέτες και τους συναδέλφους, αλλά και τους χαρακτήρες.

Φαντάσου ότι είχαμε μόνο μερικές μέρες στη διάθεσή μας. Το υπόλοιπο συνεργείο ούρλιαζε «Τελειώνετε!», ενώ ο Valentin μιλούσε στον Κίμωνα Κουρή, τον συμπρωταγωνιστή, και μένα για τη θάλασσα.

Ήθελε να βεβαιωθεί πως ξέραμε τι κάναμε στο πλατό.

Αισθανόμουν πολύ ήρεμος όταν ήμασταν έτοιμοι για το γύρισμα. Η υποστήριξη του διευθυντή φωτογραφίας, του Samir, ήταν επίσης πολύ σημαντική. Νοιαζόταν για μας.

Και οι δύο επικοινωνείτε μ’ έναν πολύ ήρεμο, γλυκομίλητο τρόπο. Αντανακλάται αυτό στον ενδοσκοπικό τόνο του φιλμ;

(V.S.) Έτσι ως επί το πλείστον θα με χαρακτήριζαν, αλλά στην πραγματικότητα δε συνιστά επιλογή για μένα το να είμαι ήρεμος και να κάνω ήρεμες ταινίες. Θα ήθελα να είμαι θορυβώδης και αθυρόστομος μερικές φορές.

Αλλά όταν σκηνοθετείς, καλλιεργείς τον τόνο βάσει του ποιος είσαι. Κατά απρόσμενο τρόπο, η ομάδα μας, η οποία αποτελείται από πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, έμοιαζε να αισθάνεται άνετα σ’ αυτό το πλαίσιο.

Ο Αντώνης, για παράδειγμα, πραγματικά μου πρόσφερε έναν ασφαλή χώρο και με βοήθησε να αποδεχτώ και τον εαυτό μου.

(A.T.) Όλα έχουν να κάνουν με την αποδοχή, με το να αποδέχεται ο ένας τον άλλο.

Χωρίς να χρειάζεται να λένε πολλά. Λίγα μαθαίνουμε για την ιδιαιτερότητα της σχέσης Νίκου-Χρήστου κι από πού αυτή πηγάζει. Το βρίσκω ιντριγκαδόρικο.

(V.S.) Τα λίγα που γνωρίζουμε για την προϊστορία τους προέρχονται από μια συνάντηση που είχα μ’ έναν φορτηγατζή, αλλά δε θελήσαμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτή.

Ο σεβασμός της ιδιωτικότητας των χαρακτήρων μας έπαιξε μεγάλο ρόλο στη διαδικασία. Ήταν επίσης η βάση για την οπτική γλώσσα που δημιουργήσαμε με τον Samir.

(A.T.) Ο Samir έδωσε αυτή την αίσθηση ιδιωτικότητας παρά την εγγύτητά του. Ως ηθοποιός, ξεχνούσα ότι η κάμερα ήταν τοποθετημένη κοντά μου.




Ήταν δύσκολο να διαχειριστείτε τη σωματική παράμετρο; Στην τελική, πρόκειται για μια πολύ σωματική ταινία.

(V.S.) Μ’ ενδιαφέρει πολύ η σωματική παράμετρος, επομένως ένιωσα πολύ ελεύθερος ν’ απαλλαγώ από τη γλώσσα. Και οι δύο χαρακτήρες δεν είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τις λέξεις για την επικοινωνία τους.

Και οι δύο ηθοποιοί διαθέτουν έναν πολύ φυσικό τρόπο να παίζουν μέσω των σωμάτων τους.

(A.T.) Δε νιώθω περίεργα με τη σωματική επαφή. Το ευτύχημα είναι ότι δούλεψα με έναν «συμπαίκτη» που ούτε κι εκείνος αισθανόταν άσχημα μ’ αυτή. Δεν ένιωσα, άρα, ποτέ πως έπρεπε να ξεπεράσουμε κάτι.

Πολύ εύκολα αγγιχτήκαμε, όχι όμως περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν η ιστορία.

Γιατί όλα συνέβησαν στα τεσσαρακοστά γενέθλια του Νίκου; Είναι τα γενέθλια ορόσημο για σένα;

(V.S.) Δεν έχω φτάσει στο σημείο να σκέφτομαι υπερβολικά τα γενέθλια.

Από την άποψη της φιλμικής αφήγησης, όμως, τα γενέθλια του Νίκου είναι σημαντικά γιατί θα του τηλεφωνήσει η μητέρα του. Τέτοια τηλεφωνήματα είναι μια απόδειξη της ύπαρξής του.

Μπορεί να κάνει αυτή την κίνηση μόνο στα γενέθλιά του. Ίσως ελπίζει να τα θυμηθεί ο Χρήστος. Δε θα το πίστευε πραγματικά, αλλά η ελπίδα παραμένει.

(A.T.) Στα γενέθλια ελπίζεις να σε θυμηθούν οι άνθρωποι που αγαπάς. Μια απλή μέρα είναι, αλλά εμπεριέχει αυτή την προσμονή.

Παλιότερα κι εγώ καλλιεργούσα προσδοκίες γι’ αυτή τη μέρα.

(V.S.) Όταν έχω γενέθλια, είναι πολύ συνηθισμένο να απομονώνομαι ή να αναζητώ κάτι ακραίο. Όχι όπως στην ταινία, βέβαια. Ο Νίκος είναι έτοιμος να πεθάνει αυτή τη μέρα!

Και ο Νίκος και ο Χρήστος φαίνονται πολύ μοναχικοί. Λείπει η αίσθηση της κοινότητας και της επικοινωνίας στις μέρες μας;

(V.S.) Όντως είναι. Η ανικανότητα να δίνεις και να παίρνεις αγάπη δε δημιουργεί μονάχα μοναξιά, αλλά και ακραία αδικία. Αυτά τα ζητήματα αποτελούν παλιά κληρονομιά και στις μέρες μας εμφανίζονται με νέες μορφές.

Ο Νίκος και ο Χρήστος έφτασαν σ’ αυτό το σημείο γιατί κατά το παρελθόν δεν επιτρεπόταν στην αγάπη τους να υπάρχει.

Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Νίκος είναι σπρωγμένος σε ακραία μοναξιά, ενώ ο Χρήστος είναι επίσης πολύ μόνος, αν και διάγει μια πιο συμβατική ζωή.

Οπότε χρειάζεται να δημιουργήσουν μια στιγμή, έστω και σύντομη, όπου δε θα νιώθουν τόσο μόνοι και ψυχροί.

(A.T.) Εξαναγκάστηκαν να είναι μοναχικοί. Θα μπορούσαν να μην είναι. Η κοινωνία, αυτά που υπηρέτησαν -η θρησκεία, η πατρίδα, ο στρατός- τους απoμόνωσαν. Δεν ήταν δική τους επιλογή.

Τις περισσότερες φορές δεν είναι επιλογή των μοναχικών ανθρώπων να είναι μόνοι τους. Θα έπρεπε να το σκεφτόμαστε αυτό.

Δυστυχώς, κατέστησαν συναισθηματικά ανάπηροι εξαιτίας της ανικανότητάς τους να εκφράσουν το ποιοι είναι και τι νιώθουν.

(V.S.) Δε ρίχνουμε φως στο φιλμ στην τελετουργία η οποία ανάγεται στην περίοδο που πέρασαν στα Ο.Υ.Κ. Η ίδια η τελετουργία, από μόνη της βάναυση, έχει να κάνει με το να πνίγεις κάποιον κι έπειτα να τον επαναφέρεις στη ζωή.

Πρέπει ταυτόχρονα να πολεμάς, αλλά όχι και να αλληλοαγαπιέσαι. Είναι σχιζοφρενικό να αποσκοπείς στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης, αλλά να μην επιτρέπεις στην αγάπη να αναπτυχθεί.

(A.T.) Αυτό κάνει τη συγκεκριμένη ταινία πολιτική και κοινωνική.




Γιατί διάλεξες την παραλία ως τοποθεσία για τα γυρίσματα; Λόγω των ανοιχτών οριζόντων, της απουσίας συνόρων;

(V.S.) Πραγματικά σέβομαι τη θάλασσα, αλλά και τη φοβάμαι πολύ διαισθητικά. Από τη μία, είναι μια μεθοριακή περιοχή, δεν μπορείς να προχωρήσεις παραπέρα.

Από την οπτική γωνία των χαρακτήρων, όμως, είναι και ένας ασφαλής τόπος. Έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν και οι δύο στην παραλία.

Εσύ, Αντώνη, νιώθεις ασφαλής στην παραλία;

(A.T.) Προσωπικά δε μου αρέσει το κολύμπι!

Η παραλία είναι ένας τόπος συνάντησης προσβάσιμος σε όλον τον κόσμο. Από την άλλη, την περίοδο που έγιναν τα γυρίσματα «έβγαζε» μια αίσθηση ιδιωτικότητας. Οι χαρακτήρες βίωναν την ιδιωτικότητα, αλλά ήταν και εκτεθειμένοι. Υπήρχε κίνδυνος.

Η περίοδος που προηγήθηκε των γυρισμάτων υπήρξε πολύ δύσκολη για μένα. Σκεφτόμουν πολύ για τον θάνατο. Η διαδικασία του φιλμ ήταν πολύ καθαρτική.

Σε βοηθάνε τα βραβεία και η γενικότερη αναγνώριση να ενσωματωθείς ευκολότερα στην ελλαδική κινηματογραφική κοινότητα;

(V.S.) Το σύστημα γύρω από τις μικρού μήκους ταινίες είναι χτισμένο πάνω στην απονομή βραβείων στους σκηνοθέτες. Μ’ αυτή την έννοια δε θα μας υποστηρίξει με βεβαιότητα να κάνουμε φιλμ στο μέλλον.

Αισθάνομαι εξαιρετικά ευτυχής γι’ αυτό που συνέβη- και συνάμα ντροπαλός έναντι των προσδοκιών που μπορεί να το συνοδεύουν. Μου αρέσει να δουλεύω χωρίς να προσελκύω την προσοχή.

Ως σκηνοθέτης, θεωρείσαι η ταινία. Αυτό βεβαίως δεν ισχύει. Τα βραβεία είναι η αναγνώριση μιας καλής ομάδας, μια επιβεβαίωση ότι τα πήγαμε καλά. Ούτε κάποιος πρέπει να συνηθίζει σ’ αυτά, αλλά ούτε και να κάνει φιλμ για να πάρει βραβεία.

Επί του παρόντος, επομένως, αναρωτιέμαι πώς μπορώ ταυτόχρονα να νιώσω χαρά γι’ αυτή την κατάσταση ενώ επικεντρώνομαι σε όσα μ’ ενδιαφέρουν.

Aς εστιάσουμε στην επόμενη ιστορία, λοιπόν!

Επηρεάζουν τα βραβεία και η αναγνώριση τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως ηθοποιό, Αντώνη;

(A.T.) Όταν με πήραν από τη Δράμα, ένιωσα τεράστια χαρά, γιατί ασχολούμαι με την ηθοποιία γύρω στα είκοσι χρόνια. Είναι ωραίο να σου λένε οι συνάδελφοί σου, «Μπράβο, ρε μάγκα!» Πάλευες, παλεύεις, και σ’το αναγνωρίζουν.

Επ’ ουδενί, όμως, με επηρεάζει στο πώς βλέπω τη δουλειά και θα συνεχίσω να τη βλέπω. Η «αναγνώριση» ενέχει τον κίνδυνο της επανάπαυσης, κι αυτή την παρατηρώ σε πολλούς συναδέλφους που αναγνωρίζονται γρήγορα- ή αργά.

Σταματούν την εξέλιξη και τον πειραματισμό. Μέχρι ν’ αναγνωριστούν πάλευαν. Μετά είναι σαν να σου είπαν: «Μην παλεύεις άλλο, φίλε. Έφτασες. Τώρα μπορείς να κάνεις μάστερκλας». Στα εικοσιπέντε ή στα τριάντα σου. Μη χέσω!

Χρειάζεται να εστιάζουμε μόνο στην ιστορία που θέλουμε να πούμε. Είναι πολύ κακή «πυξίδα» να αφηγείσαι ιστορίες που αρέσουν σε άλλους ή προκειμένου να «εισπράξεις» αναγνώριση.

Η μικρού μήκους ταινία του Valentin Stejskal 5pm Seaside πραγματοποίησε την ελληνική πρεμιέρα της στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας, όπου απέσπασε τον Χρυσό Διόνυσο και βραβείο ανδρικής ερμηνείας (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος).

Κατά την αθηναϊκή πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 28ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας κέρδισε τα ίδια βραβεία.

Την Τρίτη 29 Νοεμβρίου προβάλλεται στο πλαίσιο του 1ου Spicy Indie International Film Festival, το οποίο διεξάγεται στο Studio New Star Art Cinema (28-30 Νοεμβρίου).



Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Σέσαρ Άιρα: «Όλη η απόλαυση της γραφής είναι το να ανακαλύψεις μια ιστορία»

 


Κριτική ματιά στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Αργεντινής και συνάμα μια σουρεαλιστική «ανατομία» της παιδικής ψυχοσύνθεσης, η νουβέλα του εκλεκτού Αργεντίνου συγγραφέα Σέσαρ Άιρα Πώς έγινα καλόγρια σε καθηλώνει.

Το ίδιο και η επικοινωνία που είχαμε μαζί του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά από τις εξίσου εκλεκτές Εκδόσεις Carnívora.

Mολονότι ο τίτλος της πρόσφατα μεταφρασμένης στα ελληνικά νουβέλας σας Πώς έγινα καλόγρια παραπέμπει σε μια αναγνωστική εμπειρία με θρησκευτικές υποδηλώσεις, τελικά αποδεικνύεται «παραπλανητικός».

Απολαμβάνετε το να «παίζετε» με τις προσδοκίες των αναγνωστών; Αποτελεί για εσάς η γραφή μια διαδικασία παιγνιώδη, αμφίσημη, ανοιχτή στο απρόσμενο;

Παιγνιώδη και απρόσμενη είναι μια καλή περιγραφή. Το απρόσμενο είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Δεδομένου ότι δε γράφω βάσει σχεδίου, αλλά ακολουθώ ό,τι μου αποκαλύπτει η ίδια η γραφή, ο δρόμος είναι γεμάτος εκπλήξεις.

Επιπλέον, ως δευτερεύον πλεονέκτημα, αποφεύγεις την κατά κόρον θεματοποίηση, όταν αλλάζεις θέμα κάθε δυο τρεις σελίδες και διατηρείς ως συνδετικό νήμα μόνο το λογοτεχνικό παιχνίδι.

Τα μυθιστορήματά μου δεν είναι μυθιστορήματα «για» ή «σχετικά με» το ένα ή το άλλο, γεγονός το οποίο τα φέρνει πιο κοντά στη δημοσιογραφία μάλλον, παρά στη λογοτεχνία.

Διαδραματίζει, κατά τα άλλα, η θρησκεία κάποιον ρόλο στην καθημερινότητά σας;

Όχι. Υποθέτω ότι η πλειονότητα όσων στρέφονται στη θρησκεία το κάνει αναζητώντας κάτι ποιητικό ή θαυματουργό που ξεπερνάει την πεζή πρόζα της καθημερινότητας.

Για τον σκοπό αυτό εγώ έχω τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη μουσική, δεν χρειάζομαι τη θρησκεία.

Οι θρησκευτικές υποδηλώσεις μπορεί να απουσιάζουν από την Καλόγρια..., οι σουρεαλιστικές και ντανταϊστικές αναφορές, όμως, αφθονούν. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι «κλείνετε το μάτι» σ’ αυτές.

Εμπνέεστε από τα συγκεκριμένα καλλιτεχνικά ρεύματα;

Όταν, στην πρώτη μου νιότη, ανακάλυψα τον σουρεαλισμό και τον ντανταϊσμό, βρήκα το μοντέλο, την έμπνευση η οποία μου επέτρεψε να πιστέψω ότι αξίζει τον κόπο να γράφει κανείς.

Παραμένω πιστός σε εκείνη τη μαθητεία και παριστάνω ότι δεν ακούω όσους λένε -και το λένε όλοι- ότι πρόκειται για κινήματα νεκρά και ξεπερασμένα. Πιστεύω, τουναντίον, ότι πρόκειται για τα μόνα που είναι πραγματικά ζωντανά.

«Υπάρχουν αυτοσχεδιασμοί που αξίζουν όσο όλη η τέχνη», γράφετε προς το τέλος του βιβλίου. Σε τι συνίσταται η σπουδαιότητα των αυτοσχεδιασμών για εσάς;

Επαναλαμβάνω όσα είπα προηγουμένως για τα πλεονεκτήματα του αυτοσχεδιασμού.

Στην περίπτωσή μου δεν πρόκειται για συνειδητή απόφαση, αλλά για έναν φυσικό τρόπο γραφής. Όλη η απόλαυση της γραφής, ή ένα σημαντικό κομμάτι της, για μένα είναι το να ριχτείς στην περιπέτεια, να ανακαλύψεις μια ιστορία.

«Η ζωή μου ήταν η ζωγραφιά μου», «ομολογεί» κάπου η/ο Σέσαρ. Αν δεν ήσασταν συγγραφέας (και μεταφραστής), θα μπορούσατε να είστε ζωγράφος; Το έχετε προσπαθήσει καθόλου;

Όχι, δεν είμαι καλός στη ζωγραφική, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύω, αφού ποτέ μου δεν τη δοκίμασα. Την εξασκώ, όμως, κατά κάποιο τρόπο γράφοντας, επειδή η φαντασία μου είναι οπτική και όλα όσα γράφω είναι περιγραφές πολύχρωμων νοερών πινάκων.

Μικρή σε έκταση -όπως λίγο πολύ όλες οι συγγραφικές περιπέτειές σας-, αλλά πυκνό σε νοήματα, το Πώς έγινα μια καλόγρια «καταδύεται» στο ονειρικό/γκροτέσκο σύμπαν της πιτσιρίκας/του πιτσιρίκου Σέσαρ.

Σας γοητεύει η παιδική ηλικία ως «πρώτη ύλη»; Είχε, μήπως, «γεύση» παγωτού (φράουλα); Υπήρξατε ο ίδιος ένα «αντισυμβατικό» παιδί; Σκαρώνατε, αφηγούσασταν ιστορίες μικρός;

Η περιγραφή μου ως παιδί συνοψίζεται σε μια και μόνο λέξη: μύωψ.

Αυτό τα λέει όλα σε μια εποχή (τη δεκαετία του ’50) κατά την οποία τα διοπτροφόρα παιδιά ήταν κάτι το ασυνήθιστο και ο κόσμος τα έβλεπε περίπου ως τέρατα, τα λέει όλα για την απομόνωση, την ντροπή, τη ζωή με τη φαντασία, το καταφύγιο στα βιβλία.

Δεν ξέρω αν ήταν χάρη στα βιβλία ή από φυσικού μου, είχα την τύχη να είμαι υπέρμετρα έξυπνος, και έτσι κατάφερα να ξεπεράσω όλες τις αντιξοότητες που προέρχονταν από τη μυωπία, το μπούλινγκ και το υπανάπτυκτο χωριό στο οποίο μεγάλωσα.

To φύλο της/του Σέσαρ δεν προσδιορίζεται κατηγορηματικά. Εκτός από τις αναγνωστικές προσδοκίες, σας αρέσει, λοιπόν, να ανατρέπετε και τα έμφυλα στερεότυπα, τους έμφυλους ρόλους;

Όχι, είναι ήδη πάρα πολύς ο κόσμος που μιλάει για το φύλο και τα άβατάρ του, ώστε να μπω κι εγώ στη συζήτηση.

Το μυθιστόρημά μου αυτό το έγραψα πριν από πολλά χρόνια, ακολουθώντας υποσυνείδητες παρορμήσεις, για τις οποίες δεν μπορώ να δώσω εξηγήσεις.

Με περισσότερα από 100 βιβλία στο ενεργητικό σας, δικαίως περιγράφεστε ως «υπερπαραγωγικός».

Aπό ποια ανάγκη -ή ακόμα και αγωνία- πηγάζει η συγγραφική υπερδραστηριότητά σας; Έχετε ποτέ έρθει αντιμέτωπος με το διαβόητο «συγγραφικό μπλοκάρισμα»;

Στην πραγματικότητα, γράφω πολύ λίγο. Έχω κουραστεί να το λέω και δε με πιστεύουν, αλλά είναι η αλήθεια. Γράφω μόλις μια σελίδα τη μέρα, ή μισή. Το κόλπο είναι πως ό,τι και να γράψω μου κάνει.

Η ακραία βραδύτητα με την οποία συντάσσω κάθε φράση και ο χρόνος που μου παίρνει για να το κάνω, μου εξασφαλίζουν ότι το αποτέλεσμα είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.

Και το κάνω κάθε μέρα, επειδή δεν έχω τι άλλο να κάνω κι επειδή μ’ αρέσει να το κάνω. Αυτό μου εξασφαλίζει 300 σελίδες το χρόνο, σαν να λέμε τρία απ’ τα βιβλιαράκια μου των εκατό σελίδων.

Όπως βλέπετε, αυτή η υπερπαραγωγικότητα δεν είναι παρά μια καλά υπολογισμένη ταχυδακτυλουργία.

«Το αυθεντικό δεν είναι πιστό στη μετάφραση», έγραφε ο Μπόρχες. Δεδομένου ότι είστε και μεταφραστής -και μάλιστα πολύ έμπειρος-, πιστεύετε πως κάτι πάντα θα μας διαφεύγει και κάπου θα ελλοχεύει- και όχι μόνο στη μετάφραση;

Οφείλω να πω ότι δεν έγινα μεταφραστής από κλίση, αλλά από ανάγκη να βγάλω τα προς το ζην και δεν μπορώ να καυχηθώ υπερβολικά για δημιουργική απιστία στα διαβόητα μπεστ σέλερ που μετέφραζα.

Ωστόσο, ναι, ακόμα και στον καλύτερο μεταφραστή μπορεί να ξεφύγει ένα λάθος, να αφαιρεθεί, να του διαφύγει μια ψευδόφιλη λέξη.

Οι εκδοτικοί πρέπει να πληρώνουν ένα μισθό παραπάνω για να έχουν έναν καλό διορθωτή, ο οποίος και να επιμελείται τα βιβλία προτού τα στείλουν στο τυπογραφείο.

Και οι αναγνώστες πρέπει να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, ώστε να διαβάζουν λιγότερες μεταφράσεις.

Η μετάφραση του βιβλίου σας στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Carnívora αποτελεί το συλλογικό «προϊόν» της ενασχόλησης 16 μεταφραστριών και μεταφραστών σε καιρούς πανδημίας.

Σχεδόν μυθιστορηματικό μού φαίνεται αυτό. Εσάς;

Δεν το ήξερα, ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. 100 σελίδες, 16 μεταφραστές. Αυτοί οι δύο αριθμοί προσφέρονται για ποικίλα λογοτεχνικό-μαθηματικά παιχνίδια, όπως σουντόκου φτιαγμένα από λέξεις και κεφάλαια.

(Ανθρωπο)γεωγραφία αντιφατική, ποικιλόμορφη και συχνά συγκρουσιακή, η Λατινική Αμερική τροφοδοτεί αδιάλειπτα τις ελπίδες, τα οράματα και τις φαντασιώσεις πολλών «Δυτικών».

Αν και φαινομενικά αταξινόμητος, πώς σχετίζεστε με την τρέχουσα καλλιτεχνική και πολιτική πραγματικότητα του τόπου καταγωγής σας;

Έγραψα ένα Λεξικό Λατινοαμερικάνων Συγγραφέων και μελέτησα με ενθουσιασμό τον λογοτεχνικό θησαυρό που συγκεντρώθηκε σε τούτη την ήπειρο από τον 16ο αι. και μετά.

Αυτό, ωστόσο, έμεινε στο παρελθόν και τα ώριμα αναγνώσματά μου ήταν κυρίως ευρωπαϊκά.

Δε νιώθω ενοχή, απ’ τη μια επειδή λόγω του Λεξικού πλήρωσα τον πρέποντα φόρο τιμής, απ’ την άλλη επειδή αν ένας αναγνώστης δεν επιλέγει ελεύθερα τι θα διαβάσει, καλύτερα να μη διαβάζει καθόλου.

Ευχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη για την καλοσύνη και τη φροντίδα με τις οποίες καταπιάστηκε με τη μεταφράση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Η νουβέλα του Σέσαρ Άιρα Πώς έγινα καλόγρια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε συλλογική μετάφραση 16 μεταφραστριών και μεταφραστών.

Κατά αλφαβητική σειρά, οι μεταφράστριες/μεταφραστές είναι οι εξής:

Μαρία Αθανασιάδου, Κωνσταντίνα Γερασίμου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή, Μαρία Καραλή, Κανέλλα Λιακοπούλου, Νίκος Μανουσάκης, Αλίκη Μανωλά, Χρυσούλα Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Ακόμα: Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου, Σταύρος Χατζής.



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Tεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα: «Ουδέποτε βιώσαμε τη διαδικασία συμφιλίωσης στη Γιουγκοσλαβία»

 

Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η γλυκόπικρη ταινία Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο της Βορειομακεδόνισσας Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα εμβαθύνει στο τραύμα των πολέμων στη Βοσνία και στην αναζήτηση της ευτυχίας.

Συναντηθήκαμε με την σκηνοθέτρια στο πλαίσιο του 63ου ΦΚΘ. Το φιλμ της προβάλλεται και στο 35ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου.

Η γλυκόπικρη τελευταία σου ταινία Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο αφορά στην αναζήτηση και το βίωμα της ευτυχίας. Πώς την ορίζεις, λοιπόν, ως υπαρξιακή κατάσταση και σχέση γενικότερα;

Για μένα η ευτυχία έχει να κάνει με το να ειρηνέψεις με τον εαυτό σου, με την κατανόηση και την αποδοχή όσων σε περιβάλλουν. Μόλις το πετύχεις, νιώθεις εμψυχωμένος να αντιδράσεις, να κάνεις κάτι.

Οπότε ευτυχία είναι και η ικανότητα να μπορείς ν’ αλλάζεις τα πράγματα όχι μόνο στη ζωή σου, αλλά και στο περιβάλλον σου.

Όσον αφορά στο φιλμ, ο κακομοίρης ο Ζόραν, ο πρωταγωνιστής, δε θα βρει ποτέ την ευτυχία, αλλά το παλεύει.

Γι’ αυτό και κάνει το πρώτο βήμα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις πράξεις του και ζητώντας συγχώρεση, ώστε ίσως να μπορέσει να βρει την εσωτερική ειρήνη.

Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις- για σένα απρόσμενες καταστάσεις και συναντήσεις, όπως ανέφερες στο Q&A μετά την προβολή της ταινίας σου στο 63ο ΦΚΘ.

Αν δεν ήξερα ότι το σενάριο βασιζόταν σε πραγματικές εμπειρίες της Έλμα Τάταραγκιτς, θα μου ήταν πολύ επώδυνο να πιστέψω μια τέτοια πραγματικότητα.

Το φιλμ αφορά στη συμφιλίωση, στην ανθρώπινη ανάγκη να καταλάβεις τα πράγματα. Ουδέποτε βιώσαμε τη διαδικασία συμφιλίωσης στη Γιουγκοσλαβία.

Ούτε και σε άλλες χώρες υπήρξε.

Στη Νότια Αφρική επιτεύχθηκε, το ίδιο και στη Γερμανία -κατά κάποιον τρόπο- ή στη Χιλή. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία ήμασταν πολύ ξεροκέφαλοι, νομίζω.

Στο πεδίο της τέχνης αυτό έχει συμβεί, είναι όμως φρικτό που οι πολιτικοί δεν έχουν προχωρήσει. Μας μισώ γι’ αυτό.

Δυστυχώς, το κίνημα για τη συμφιλίωση πρέπει να ξεκινήσει από τις πολιτικές δομές. Τη χρειαζόμαστε για να χτίσουμε ένα μέλλον. Είναι τόσο απλό!

Η Έλμα υπήρξε πολύ γενναία αποφασίζοντας να μετασχηματίσει -σε έναν βαθμό, έστω- τόσο επώδυνα βιώματα σε σενάριο και κατόπιν, με τη συμβολή σου ως σκηνοθέτριας, σε ταινία.

Αυτή της τη γενναιότητα σκεφτόμουν χτες μετά την προβολή, γιατί αφηγούμενη αυτή την ιστορία, βασικά απογυμνώνεται, αποκαλύπτοντας το πιο βαθύ μυστικό που κουβαλούσε μέσα της.

Όσο βρισκόμουν στη Βοσνία για την προετοιμασία του φιλμ, αναρωτιόμουν μήπως οι άνθρωποι εκεί γνώριζαν κάτι που ο υπόλοιπος κόσμος δε γνωρίζει.

«Χρειάζεται η ανθρωπότητα να εμπλακεί σε πολέμους για να αφυπνιστεί;» σκέφτηκα κατόπιν. Η ζωή έχει να κάνει με την ομορφιά και τόσα άλλα πράγματα, εξάλλου.

Η αποκάλυψη, επομένως, αυτών των βιωμάτων είναι και μια γενναιόδωρη απόφαση και -κατά κάποιον τρόπο- το δώρο της στον κόσμο.

Ποιος θα φανταζόταν ότι αυτή η δυναμική, λυγερόκορμη, πανύψηλη αμαζόνα θα είχε βιώσει τόσο τραυματικές καταστάσεις...

Η επισήμανσή σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα. «Ποτέ μην κάνεις casting την προφανή επιλογή», είναι το μότο μου! Η Έλμα είναι η αμαζόνα που έχει περάσει μια κόλαση.

Στο Βερολίνο είχα κάποτε αγοράσει ένα μαγνητάκι από αυτά που τοποθετούμε στο ψυγείο με τη φράση της Λουίζ Μπουρζουά, «Πέρασα μια κόλαση, και επέστρεψα». Είναι υπέροχη!




Δε χρειάζεται να προστεθεί κάτι άλλο. Πώς διάλεξες τις/τους ηθοποιούς σου, λοιπόν;

Το πιο σημαντικό ήταν να συνθέσω την ομάδα. Προφανώς πρόκειται για την ιστορία της Άσια και του Ζόραν, αλλά οι ιστορίες και των υπόλοιπων χαρακτήρων τροφοδοτούν την αλήθεια αυτής της ιστορίας.

Κατά περίεργο τρόπο, πρώτα βρήκα τον ηθοποιό που υποδύεται τον Ζόραν, τον Adnan Omerović.

Κατάγεται από τη Ζένιτσα και είναι παιδί κομμουνιστικής οικογένειας: στη Βοσνία τους αποκαλούν «Οι κόκκινοι». Ο ίδιος είναι μαρξιστής, κοινωνικά συνειδητοποιημένος και μουσικός.

Δεν τον επέλεξα μέχρι που βρήκα την Jelena Kordić Kuret, δεδομένου ότι η ταινία έχει να κάνει με την ενέργεια που «εκλύεται» μεταξύ των δύο χαρακτήρων. Όταν, επομένως, συνάντησα την Jelena, κάτι συνέβη ανάμεσά τους.

Λατρεύω την ενέργεια που υπερβαίνει τη λογική και την κατανόηση και την πιθανότητα της αγάπης μεταξύ αυτών των χαρακτήρων.

Μου έλεγε η Έλμα: «Συνάντησα αυτόν τον άνθρωπο, ακούγαμε την ίδια μουσική, διαβάζαμε τα ίδια βιβλία, θα μπορούσαμε να είμαστε οι καλύτεροι φίλοι». Θα έπρεπε, άρα, να υπάρχει μια ορισμένη κατανόηση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες.

Το σενάριο και η υποκριτική των ηθοποιών αποπνέουν την αίσθηση της βιωμένης εμπειρίας- κι αυτό καθιστά την παρακολούθηση της ταινίας σου συναρπαστική και συγκινητική. Ως θεατής, αισθανόμουν σαν να καθόμουν δίπλα τους.

Είναι όμορφο αυτό που λες! Το ζητούμενο είναι η ενσάρκωση ενός χαρακτήρα, το να είσαι και όχι να υποδύεσαι. Σ’ αυτό συνίσταται η συνεργασία με τις/τους ηθοποιούς.

Έχω λατρέψει κατά το παρελθόν να δουλεύω με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά αποφάσισα να σταματήσω να το κάνω γιατί φέρω μια ηθική ευθύνη απέναντί τους καθοδηγώντας τους, και από ένα σημείο και εξής δεν μπορείς να προχωρήσω άλλο.

Με τις/τους επαγγελματίες ηθοποιούς, αντιθέτως, μπορώ να προχωρήσω παραπέρα γιατί είναι κομμάτι της διαδικασίας. Γι’ αυτό και τους διάλεξα και τους ώθησα στα όριά τους, ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό σημείο.

To στοιχείο της καλώς εννοούμενης θεατρικότητας είναι παρόν στην ταινία σου, όπως ήταν και σ’ αυτή του Alen Drljević Οι άντρες δεν κλαίνε.

Ήταν κάτι συνηθισμένο μετά τον τερματισμό του πολέμου στη Βοσνία τέτοια εργαστήρια/σεμινάρια/τόποι συνάντησης;

Συνέβαιναν. Άλλωστε η Έλμα γνώρισε τον υπαίτιο των όσων υπέστη σε ένα εργαστήριο συγγραφής σεναρίου όταν ήταν φοιτήτρια. Σ’ αυτό συμμετείχαν άτομα και από τις τρεις πλευρές, συμπεριλαμβανομένης και της κροατικής.

Τέτοια εργαστήρια ήταν κομμάτι του ευρωπαϊκού κινήματος για τη συμφιλίωση, κάτι που διήρκεσε λίγο και δυστυχώς δεν είχε συνέχεια.

Γιατί απέτυχε; Λόγω αντιστάσεων από την πλευρά των αντίστοιχων κοινοτήτων ή υπήρχαν και ζητήματα χρηματοδότησης;

Οι Συμφωνίες του Ντέιτον έκαναν τη Βοσνία μια χώρα που -ακόμα και σήμερα- είναι αδύνατον να κυβερνηθεί.

Ο τρόπος που ανοικοδομήθηκε ήταν καταστροφικός. Ήταν σαν όλα να έγιναν ώστε να μη λειτουργούν, γιατί οι ντόπιοι ουδέποτε εντάχθηκαν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Δεν μπορείς να επιβάλεις τον ευρωπαϊκό μας τρόπο λειτουργίας σε μια βαλκανική χώρα.

Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που κάναμε στην ταινία θα μπορούσε να λειτουργήσει στα Βαλκάνια! Είναι ένα αμερικανο-ευρωπαϊκό μοντέλο επανεπινοημένο με έναν βαλκανικό τρόπο.

Κι εσύ κατάγεσαι από την πρώην Γιουγκοσλαβία- αν και όχι από τη Βοσνία, αλλά από τη Βόρεια Μακεδονία. Πώς βίωσες τη διάλυση αυτής της χώρας;

Ήταν κάτι φρικτό!

Όταν συνέβαινε ο πόλεμος στη Βοσνία, σπούδαζα στις Η.Π.Α. Ούτε καν ήθελα να ακούσω γι’ αυτόν.

Για πολλά χρόνια ήμουν απολύτως θυμωμένη -απέναντι στον κόσμο, απέναντι στους Σέρβους λόγω του εθνικισμού τους- και απογοητευμένη, και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί.

Ίσως αυτό το φιλμ να είναι η συμφιλίωσή μου με το τέλος της Γιουγκοσλαβίας και με αυτό που υπήρξα, γιατί ήμουν η Γιουγκοσλαβία: η μητέρα μου είναι Μαυροβούνια, ο πατέρας μου κατάγεται από τη Βόρεια Μακεδονία.

Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη όπου ήμουν παρούσα ρώτησαν έναν πολεμικό ανταποκριτή πότε θα επιλυθεί η κατάσταση στη Βοσνία. «Μόνο όταν πεθάνει η γενιά όσων γεννηθεί τη δεκαετία του 1970», απάντησε.

«Γαμώτο! Είμαι αυτή η γενιά», σκέφτηκα, «το ίδιο και η Άσια και ο Ζόραν. Δε θέλω να το πιστέψω, αλλά ίσως είναι αλήθεια. Είναι φρικτό!»




Δε συμφωνώ, το βρίσκω κυνικό. Αν δεν αντιμετωπίσεις όσα σε βασανίζουν -ως άνθρωπο, κοινότητα, κοινωνία, χώρα-, καμία βιώσιμη λύση δε θα προκύψει ποτέ. Τα προβλήματα παραμένουν όσο δεν κάνεις κάτι για να τα λύσεις.

Ακριβώς! Έχεις δίκιο.

Είχα μια μακρά συζήτηση με τον γιο μου που σπουδάζει φιλοσοφία. Πάντα είμαι θιασώτρια της ελευθερίας της έκφρασης.

Μου είπε, λοιπόν, τις προάλλες: «Υποστηρίζω τη λογική, η λογική έχει να κάνει με την κατανόηση. Η ελευθερία της έκφρασης πηγάζει από αυτή».

Χρησιμοποιείς τη μουσική με εξαιρετικό τρόπο, ιδίως προς το τέλος του φιλμ. Τι σηματοδοτεί η επιλογή της συγκεκριμένης σύνθεσης;

Είναι του Γιόχαν Γιόχανσον, ξέρεις.

Τον συνάντησα όταν ετοίμαζε την προτελευταία του ταινία στα Μπίτολα, στο Φεστιβάλ των αδελφών Μανάκια. Αυτό συνέβη πριν γίνει μεγάλο όνομα.

Μου έστειλε μουσική για να ακούσω. Ήταν τέλεια για το φιλμ μου, και τη χρησιμοποίησα κατόπιν άδειας από τον ατζέντη και τον μάνατζέρ του.

Είναι η φωνή, η ψυχή της Άσια. Η κινηματογραφική κάθαρση, η εύρεση της ευτυχίας για την οποία συζητούσαμε στην αρχή της κουβέντας μας.

Ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο; Εκείνη, γιατί βρήκε την ειρήνη της. Ίσως τώρα μπορέσει να «κατασκευάσει» τον εαυτό της.

Είμαι λάτρης του Σαράγεβο και των ανθρώπων του, και ανησυχώ πολύ για το μέλλον τους. Είναι μια πόλη που κι εσύ αγαπάς;

Απολύτως! Για μένα αυτή η ταινία είναι ένα ερωτικό ποίημα στο Σαράγεβο, και το Φεστιβάλ του Σαράγεβο ανέκαθεν με υποστήριζε πάρα πολύ.

Όταν κάποιος από τους χαρακτήρες λέει, «Λυπάμαι μονάχα για το Σαράγεβο», είναι η πιο προσωπική ατάκα της Έλμα. Μ’ αυτό το φιλμ επιστρέφω στις καταβολές μου, που είναι μια βοσνιακή ιστορία.

Είσαι ένας πολύ παθιασμένος και δραστήριος άνθρωπος. Πόσο δύσκολο ή συναρπαστικό είναι να διοχετεύεις αυτά τα χαρακτηριστικά σου στη δημιουργία ταινιών, κάτι που απαιτεί πειθαρχία και αυτοέλεγχο;

Ουφ, δεν έχω ιδέα!

«Πώς είναι να είσαι εσύ;» με ρώτησε πρόσφατα μετά από μια προβολή μια γυναίκα.

«Δυνατή! Είναι η στιγμή στη ζωή σου που συνειδητοποιείς και αποδέχεσαι ποια είσαι, που δίνεις στον εαυτό σου την άδεια να είναι αυτός ο οποίος είναι, θέλει να είναι, και επιλέγει να είναι. Είσαι η αρχή και το τέλος των πάντων», της απάντησα.

Ως γυναίκα, δεν είχα ποτέ την πλήρη αυτοπεποίθηση να είμαι ο εαυτός μου, γιατί μεγάλωσα σ’ αυτόν τον κόσμο, και στα Βαλκάνια. Χρειάστηκα, επομένως, περισσότερο χρόνο για να δώσω στον εαυτό μου αυτή την άδεια.

Βάζω πολλή ενέργεια στη δημιουργία ενός φιλμ, και ίσως περισσότερη στη διανομή  του, γιατί οι ταινίες μου είναι εγώ και οι συνεργάτες μου. Είναι, άρα, πολύ σημαντικό να τις υπερασπιζόμαστε. Πρέπει να λειτουργείς σαν στρατιώτης.

Τόσοι άνθρωποι μου έχουν δώσει μια χείρα βοηθείας, υπάρχει τόση ομορφιά στον κόσμο- το λιγότερο που που σου αναλογεί είναι να κάνεις το ίδιο.

Όταν πρόσφατα πήγα στο Κίεβο για την προβολή του φιλμ, με ρωτούσαν γιατί το έκανα.

Γιατί το έκανες;

«Ποιος θα το κάνει, αν όχι και εγώ;» τους απάντησα. Ένιωσα την ανάγκη να το μοιραστώ, να συζητήσουμε με τους συναδέλφους μου, να δείξω αλληλεγγύη. «Γιατί βομβαρδίζονται αυτοί και όχι εγώ;» δε σταμάτησα ν’ αναρωτιέμαι.

Ο πόλεμος είναι κάτι τόσο άδικο! Η διανομή, λοιπόν, είναι η πιο μεγάλη μας μάχη, για να δουν τις ταινίες μας οι νεότεροι, που δεν τις βλέπουν γιατί δεν τους εκπαιδεύουμε.

Η ομορφιά του σινεμά και αυτού που μπορεί να σου δώσει είναι τα πάντα, γι’ αυτό και είναι μια τόσο όμορφη τέχνη. Ανοίγει τόσες διεξόδους μέσα σου.

Όταν σταματάς να σκέφτεσαι, σταματάς και να υπάρχεις. Και ο κινηματογράφος είναι κομμάτι αυτής της διαδικασίας στοχασμού και ανάληψης ενεργητικού ρόλου.

Η συνέντευξη με την σκηνοθέτρια πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Κερκινό, υπεύθυνο του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια στην οποία συμμετείχε το φιλμ, για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της.

Η ταινία της Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο προβάλλεται στο Διεθνές Διαγωνιστικό του 35ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου (κινηματογράφος Έλλη, 22:00).