Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Φερζάν Όζπετεκ: «Ο κινηματογράφος είναι μια συνύφανση των τεχνών»

 

Φερζάν Όζπετεκ (Φωτογραφία: Riccardo Ghilardi)

«Ανατομία» του τραύματος που δηλητηριάζει τις ζωές δύο αδερφών και της αδυναμίας συμφιλίωσης, το μυθιστόρημα του τουρκικής καταγωγής Ιταλού σκηνοθέτη και συγγραφέα Φερζάν Όζπετεκ Για μια ανάσα εκτυλίσσεται σε Ιστανμπούλ και Ρώμη.

Κουβεντιάζοντας με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Γεννημένος στην Ιστανμπούλ, μετακομίσατε στην Ιταλία σε πολύ νεαρή ηλικία για να σπουδάσετε κινηματογράφο.

Γιατί στην Ιταλία και ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε, οι δυσκολίες που συναντήσατε και οι χαρές που βιώσατε ως νεαρός μετανάστης;

Η αγάπη για την τέχνη γενικότερα και για τον κινηματογράφο ειδικότερα με ώθησε να επιλέξω την Ιταλία.

Από την πρώτη στιγμή που έφτασα εδώ, αισθάνθηκα ότι ανήκω σε αυτή τη χώρα. Ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, που δεν έλειψαν. Για δύο χρόνια έζησα σε κακουχίες και τα πέρασα ζωγραφίζοντας: η ζωγραφική ήταν πάντα ένα πάθος μου.

Έφτιαξα εκατοντάδες πίνακες, τους πούλησα, μερικές φορές σε αρκετά καλή τιμή. Ωστόσο, ένιωσα αμέσως πως αυτό το μέρος ήταν δικό μου.

Ακόμα και σήμερα, όπου κι αν πάω στον κόσμο, όσο υπέροχα κι αν είναι, θέλω να επιστρέψω στη Ρώμη, στην Ιταλία. Μερικές φορές λέω στον εαυτό μου ότι είμαι πολύ τυχερός που ζω σε ένα μέρος σαν αυτό.

Η Ιταλία είναι μια χώρα όπου σε κάθε εκατοστό υπάρχει κάτι υπέροχο. Μια συγκέντρωση καλού φαγητού και ομορφιάς. Με υποδέχτηκε πολύ καλά ο ιταλικός κινηματογράφος από την αρχή.

Είμαι ο μόνος σκηνοθέτης στην Ιταλία που κατάγεται από άλλη χώρα αλλά θεωρείται Ιταλός σκηνοθέτης. Το συνειδητοποίησα έναν χρόνο στην Ταορμίνα. Μόλις είχα κάνει το Le fate ignoranti.

Ένα βράδυ, ο μεγάλος σκηνοθέτης Έτορε Σκόλα μιλώντας στο κοινό είπε ότι κάποτε υπήρχαν οι Βισκόντι, Φελίνι και Αντονιόνι στον ιταλικό κινηματογράφο, ενώ σήμερα έχουμε τους Μορέτι, Όζπετεκ και Σορεντίνο.

Με εξέπληξε, και τον ρώτησα γιατί με έβαλε σε αυτή τη λίστα. «Γιατί να μην το κάνω;» απάντησε. «Είσαι ένας από τους πυλώνες του νέου ιταλικού κινηματογράφου». Είναι ένα κομπλιμέντο που δεν ξεχνώ.

Το Rosso Istanbul ήταν το πρώτο σας μυθιστόρημα, το οποίο λίγα χρόνια αργότερα διασκευάσατε για τον κινηματογράφο.

Είναι η συγγραφή παρόμοια με τη σκηνοθεσία ή τη σεναριογραφία για εσάς; Eπεξεργάζεστε συχνά φιλμικά ή άλλα κείμενα εκ νέου;

Ναι, φυσικά, είναι μέρος του τρόπου σύλληψης της γραφής και του σεναρίου η ανάπτυξη θεμάτων που ξεκινούν από μια ιδέα, αναμνήσεις ή πραγματικά γεγονότα και ανθρώπους που είναι σημαντικοί για μένα.

Ακριβώς γι’ αυτό όταν η επιμελήτριά μου έριξε μια πρώτη ματιά στο κείμενο του Για μια ανάσα, με ρώτησε -λίγο διστακτικά- αν επρόκειτο για κινηματογραφικό σενάριο.

Δεν έχει, ωστόσο, να κάνει με το ότι γειτνιάζουν αυτή η γλώσσα και αυτές οι ιστορίες το σινεμά. Με ρώτησαν αν ήθελα να κάνω μια ταινία βασισμένη σε αυτό. Όχι, έχω συγκεντρωθεί σε άλλες δουλειές εδώ και δύο χρόνια.

Μετά θα δούμε αν η δύναμη της ιστορίας θα επανέλθει στην επιφάνεια και θα με ωθήσει να την οπτικοποιήσω.

Γενικότερα, πιστεύω πως υπάρχει ένας τέλειος συνδυασμός των τεχνών, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αφοσιώνομαι επίσης σε διαφορετικούς κλάδους: η συγγραφή,  η ζωγραφική και ο κινηματογράφος είναι όλα ανάμεικτα.

Ο κινηματογράφος είναι λίγο το άθροισμα, μια συνύφανση των τεχνών. Όπως είπα και για τους πίνακές μου, όταν τους έφτιαχνα και τους πουλούσα, αυτή η εμπειρία μού έχει φανεί χρήσιμη στον κινηματογράφο, στην επιλογή χρωμάτων και εικόνων.

Εκτυλισσόμενο στην Ιστανμπούλ της δεκαετίας του 1970 και τη Ρώμη του παρελθόντος/παρόντος, το Για μια ανάσα είναι ένα συναισθηματικό θρίλερ σχετικά με το βαθύ τραύμα που δηλητηριάζει τις ζωές δύο ηλικιωμένων αδερφών.

Αφορά, εξάλλου, στην αδυναμία της συμφιλίωσής τους. Αυτά θέλατε να εξερευνήσετε περισσότερο;

Η έμπνευση προέρχεται από οικογενειακά περιστατικά.

Η γιαγιά μου τσακώθηκε με την αδερφή της -φαίνεται για μια μικρή κοσμηματοθήκη- και δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Κατόπιν, η αδερφή παντρεύτηκε έναν πολύ πλούσιο άντρα και μετακόμισε στη Βενετία: ζούσαν μακριά, χωρίς να ξαναβλέπουν η μία την άλλη.

Συχνά είναι πολύπλοκες οι σχέσεις των γυναικών, κι αυτό με ελκύει.

Η αντιπαράθεση μεταξύ δύο αδερφών είναι γεμάτη βάθος, είναι υπέροχες ακόμα και όταν βρίσκονται η μία εναντίον της άλλης λόγω μνησικακίας και προδοσιών που θολώνουν τη στοργή και τη συνενοχή.

Η αφήγηση δομείται σε δύο διαπλεκόμενα επίπεδα: το πρώτο συντίθεται από τα γράμματα της Έλσα προς την Αντέλε που δε διαβάστηκαν ποτέ, και το δεύτερο από τις εξιστορήσεις των δύο αδερφών σε πραγματικό χρόνο.

Γιατί αποφασίσατε να επινοήσετε αυτό το αφηγηματικό εύρημα;

Ουσιαστικά με ενδιαφέρει να μαθαίνω περισσότερα για τις γυναικείες προσωπικότητες σε κάθε περίσταση. Παρατηρώ την ικανότητα των γυναικών να αντιμετωπίζουν τα πάντα στη ζωή -ακόμη και τα ακραία πράγματα- με θάρρος και διαύγεια.

Δεν είναι τυχαίο που εδώ σκέφτηκα δύο γυναίκες και, όπως λες, ήθελα να συνδυάσω τα δύο επίπεδα, συγχέοντας την πραγματικότητα του σήμερα και την υπόμνηση μέσα από τα γράμματα μιας περασμένης εποχής.

Σκέφτηκα δύο γυναίκες, κι όχι δύο αδέρφια ή μια γιαγιά και έναν εγγονό. Συνοψίζοντας, το θέμα της ιστορίας επικεντρώνεται στην ψυχή των γυναικών, αυτές οι γνωρίζουν την αγάπη και την προδοσία.

Το θέμα της προδοσίας με ενδιαφέρει πολύ, όπως πιστεύω ενδιαφέρει και όλους. Είναι κάτι που δεν εύχομαι, ξέρω πως θα ένιωθα απαίσια. Βλέπω, όμως, ότι ανήκει στον άνθρωπο.

Δε γίνεται μόνο από κακία, γίνεται κι από ένστικτο. Μιλάω για την προδοσία των συναισθημάτων.

Η Ιστανμπούλ και η Ρώμη, σκιαγραφούμενες κι οι δύο με παθιασμένα, αισθησιακά, ζωντανά χρώματα, συνιστούν επίσης χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας. Ποια είναι η σχέση σας με τις δύο πόλεις;

Στις δεκαετίες 1960 και του ’70, στα χρόνια του Προέδρου Ατατούρκ και της δημοκρατίας, οι γυναίκες χειραφετήθηκαν για την εποχή περισσότερο από τις Ιταλίδες.

Είχαν δικαίωμα ψήφου, φορούσαν μίνι φούστες και μπικίνι με μεγάλη ευκολία: ανάμεσα σε τέτοιες γυναίκες θυμάμαι τις πραγματικά ελεύθερες, «της μόδας» θείες μου.

Στην Ιστανμπούλ πολλοί συνήθιζαν να μιλούν γαλλικά που ήταν σικ, μοντέρνα, κοσμοπολίτικα.

Στη συνέχεια, στη δεκαετία του '80, η διαπλοκή διεθνών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων άλλαξε τα πράγματα.

Αυτή η ζωντανή και μάλλον ελευθεριακή -για να μην πω ακόλαστη- ατμόσφαιρα, εξαφανίστηκε. Έχω ζήσει και ζω ανάμεσα στη Ρώμη και την Ιστανμπούλ, δύο αυτοκρατορικές πρωτεύουσες.

Αλλά εκείνες οι πόλεις δεν υπάρχουν πια εκεί: ούτε η Ιστανμπούλ που άφησα ως αγόρι, αλλά ούτε και η Ρώμη που γνώρισα όταν έφτασα για να σπουδάσω κινηματογράφο.

Είμαι Ιταλός σκηνοθέτης, ο κινηματογράφος μου είναι ιταλικός, είμαι εδώ πάνω από σαράντα χρόνια: η Ιστανμπούλ που περιγράφω είναι αυτή των αναμνήσεων μου.

Η ιστορία που επέλεξα να πω, από την άλλη, είναι η φαντασία μου ως απάντηση σε αυτή της γιαγιάς μου, η οποία δεν μίλησε στην αδερφή της μέχρι που πέθανε.

Γράφετε κυρίως στα ιταλικά και ζείτε στην Ιταλία επί σχεδόν 46 χρόνια. Πώς προτιμάτε να σας απευθύνονται; Ως Ιταλό τουρκικής καταγωγής; Ως Ιταλο-Τούρκο; Ως άνθρωπο με πολλαπλές, αλληλοσυμπληρούμενες ταυτότητες;

Όπως εν μέρει προείπα, η επαγγελματική μου ταυτότητα είναι πρώτα και κύρια αυτή του σκηνοθέτη. Αν είναι πραγματικά απαραίτητο να διευκρινιστεί γεωγραφικά, τότε θα έλεγα Ιταλός σκηνοθέτης τουρκικής καταγωγής.

Στην πραγματικότητα, έχω διπλή υπηκοότητα, ακόμη κι αν για διάφορους λόγους -όπως οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις λόγω lockdown- λείπω από την Ιστανμπούλ επί σχεδόν τρία χρόνια.

Βρέθηκα εκεί για μόλις δύο εβδομάδες το περασμένο καλοκαίρι, προκειμένου να γυρίσω ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής μου σειράς Le fate ignoranti που βασίζεται στην προ εικοσαετίας ομώνυμη ταινία μου.

Υπήρξε μια εξαιρετική επιτυχία. Ελπίζω ότι και γι’ αυτόν τον λόγο από τις 13 Απριλίου θα προβάλλεται στην πλατφόρμα Disney+.

Τέλος, αν μπορώ να προσθέσω κάτι, είμαι πολύ χαρούμενος που το μυθιστόρημά μου έχει εκδοθεί στην Ελλάδα, καθώς και σε πολλές άλλες χώρες.

Αλλά στην Ελλάδα ιδίως γιατί εδώ, στο Μεγανήσι, κάνουμε διακοπές επί οκτώ χρόνια. Από εκείνη την πρώτη φορά που, κολυμπώντας στα νερά του με τέσσερις φίλους, ένιωσα την παρουσία των θεών σε εκείνον τον μυθολογικό Όλυμπο.

Ευχαριστώ θερμά την Αμέρισσα Μπάστα (Εκδόσεις Κλειδάριθμος) για την πολύτιμη συνδρομή της στη διοργάνωση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα του Φερζάν Όζπετεκ Για μια ανάσα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου