Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Natalie Halla: «Το να κάνω ντοκιμαντέρ είναι πρόσχημα για να βγω απ’ το στοιχείο μου»

 

Natalie Halla (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Συναντώντας μια ανήσυχη «νομάδα» του σύγχρονου ντοκιμαντέρ, την Αυστριακή σκηνοθέτρια Natalie Halla, στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου (8-17 Απριλίου), το οποίο φιλοξενεί αφιέρωμα στο φιλμικό έργο της.

Μιας και πολλές ταινίες σου εκτυλίσσονται σε απομακρυσμένα μέρη του κόσμου, είναι για σένα η δημιουργία ντοκιμαντέρ ένας τρόπος να βγεις απ’ το στοιχείο σου;

Σίγουρα. Είμαι κάπως περιπετειώδης άνθρωπος. Το να κάνω ντοκιμαντέρ είναι ένα πρόσχημα για να βγω απ’ το στοιχείο μου και να γνωρίζω μέρη, ανθρώπους και πολιτισμούς.

Νιώθω σαν νομάδας, γι’ αυτό και τσιγγάνικα και νομαδικά θέματα επαναλαμβάνονται στις ταινίες μου. Με ενδιαφέρουν πολύ οι νομαδικές φυλές.

Τι σε ελκύει πιο πολύ στον νομαδικό τρόπο ζωής;

Ο κόσμος είναι μεγάλο μέρος. Όταν είσαι κολλημένος κάπου, δε θα γνωρίσεις ούτε διαφορετικούς λαούς ούτε διαφορετικούς πολιτισμούς, διαφορετικές ιστορίες και μοίρες.

Αν είσαι νομάδας, βλέπεις περισσότερα απ’ τον κόσμο και τη φύση. Ως τέτοιος διατηρείς μια πολύ στενή σχέση με τη φύση.

Υπάρχει επίσης ο συμβολισμός της ελευθερίας, η οποία είναι από τα σημαντικότερα πράγματα για μένα.

Είσαι εξοικειωμένη με το πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας, της κοινωνίας ή της κοινότητας που επισκέπτεσαι πριν φτάσεις εκεί; Ή βιώνεις καταστάσεις καθ’ οδόν;

Γενικά δεν έχω καμία οικειότητα. Ίσως μερικές φορές θέλω να πάω σε κάποια μέρη, όπως στη Μογγολία, που ανέκαθεν ήταν η χώρα των ονείρων μου. Δεν είχα ταξιδέψει εκεί πριν γυρίσω τον Εφιάλτη των Σαμάνων.

Επιλέγω τους προορισμούς μοιραία, συμπτωματικά. Στην περίπτωση του Εφιάλτη... διάλεξα τα μέρη λόγω των χρωμάτων τους.

Στην ιθαγενή φυλή Ντούκα της Μογγολίας κυριαρχεί το λευκό, στους Χίμπα η ώχρα, για παράδειγμα.

Οι ίδιες οι τέσσερις φυλές επιλέχτηκαν μέσα σε λίγα λεπτά μέσα από έναν κατάλογο εθνικών μειονοτήτων. Έπειτα οργανώθηκα.

Πώς προετοιμάζεσαι για κάθε συνάντηση, λοιπόν; Όχι μόνο οικονομικά, αλλά κυρίως διανοητικά και ψυχολογικά. Ή δεν προετοιμάζεσαι καθόλου και το αφήνεις στην τύχη;

Αφήνω πολλά στην τύχη. Όταν πηγαίνω κάπου, δεν έχω ξαναπάει στο παρελθόν. Ούτε καν ξέρω αν θα μπορέσω να φιλμάρω ή όχι.

Αυτό που έκανα προκαταβολικά στην περίπτωση του Εφιάλτη... ήταν να βρω εκείνον τον ένα άνθρωπο που θα με οδηγούσε στις αντίστοιχες φυλές και θα λειτουργούσε ως ο μεταφραστής μου. Με αυτόν τον τρόπο έγινα αποδεκτή από τους ανθρώπους.

Δεν είχα πραγματική γνώση του σαμανισμού. Οργάνωσα, έτσι, ένα εργαστήρι για τρεις μέρες μέσω μιας φίλης που ήρθε στην Αυστρία επί τούτου. Εισάχθηκα, λοιπόν, πολύ βαθιά σ’ αυτόν τον κόσμο.

Ήθελα να μη βιώσω μια τέτοια μετάβαση ως κάτι αφηρημένο όταν θα συνέβαινε.

Πέτυχες ένα ορισμένο επίπεδο αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας δεδομένης της άγνοιας των συγκεκριμένων ιθαγενικών γλωσσών; Πώς το γεγονός αυτό επηρεάζει την αυθεντικότητα της σχέσης;

Πιστεύω ότι ένας καλός σκηνοθέτης πρέπει να είναι καλός ψυχολόγος και να βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς επίπεδο με τον συνομιλητή του. Πρέπει πραγματικά να προσπαθήσεις να τον καταλάβεις και να σε καταλάβει.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό ήταν αδύνατο να γίνει μέσα από τον λόγο. Έμαθα, ωστόσο, κάποιες ιθαγενικές λέξεις, και τους δίδαξα με τη σειρά μου κάποιες γερμανικές.

Είναι ευγνώμονες αν μάθεις κάποιες από τις λέξεις τους, κι αυτό «ανοίγει» πολύ την επικοινωνία. Είναι, όμως, μειονέκτημα να μην μπορείς να συνομιλείς παρά μόνο μέσω ενός διερμηνέα.

Στο τέλος, πάντως, αισθάνεσαι πως μοιράζεστε τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ανησυχίες, την ίδια οπτική στον κόσμο.

Μπορώ να συνδεθώ μαζί τους. Στην πραγματικότητα, όλοι έχουμε τα ίδια προβλήματα και όνειρα. Ο σαμανισμός βρίσκεται μέσα στον καθένα από εμάς. Απλώς μερικοί άνθρωποι βρίσκονται πιο κοντά στη φύση.

Όσον αφορά στο ντοκιμαντέρ Χωρισμένοι, επέλεξες τους συγκεκριμένους προορισμούς ανάμεσα σε άλλους;

Για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι θα αφηγούμουν την ιστορία του τείχους στην Παλαιστίνη. Σπούδασα νομική κι έγραψα την πτυχιακή μου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Το θέμα της αφορούσε στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανεξιθρησκία.

Έμεινα στην Ιερουσαλήμ για μισό χρόνο. Τότε δεν υπήρχε τείχος, αλλά η ελπίδα για ειρήνη. Κατόπιν όλα κατέρρευσαν, δολοφονήθηκε ο Γιτζάκ Ράμπιν. Αυτά τα γεγονότα μ’ επηρέασαν πολύ. Ήθελα να γυρίσω μια ταινία σχετικά με το τείχος.

Zώντας στην Αυστρία έμαθα πως σε πολλές τοποθεσίες είχαν χτιστεί τείχη που χώριζαν τους πληθυσμούς των Ρομά από τους «λευκούς».

Ακόμα και τα παιδιά πήγαιναν σε διαφορετικά σχολεία. Μιλάμε για πραγματικό καθεστώς απάρτχαϊντ στην Ευρωπαϊκή Ένωση του 21ου αιώνα και κανένας δεν ήξερε γι’ αυτό.

Έχει αλλάξει κάτι έκτοτε;

Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν ακόμα τείχη. Πολύ περισσότερα, στην πραγματικότητα.

Και η ιστορία που εκτυλίσσεται στη Δυτική Σαχάρα, η οποία ίσως θα άξιζε να διερευνηθεί σε ένα ξεχωριστό φιλμ;

Σωστά. Εκεί συνέβη το αντίθετο. Οι Ισπανοί γνωρίζουν το ζήτημα, γιατί στο παρελθόν υπήρξε ισπανική αποικία.

Ζούσα στην Ισπανία για πολλά χρόνια, οπότε το ήξερα κι εγώ. Είναι μια τεράστια αδικία, για την οποία πολλοί άνθρωποι δεν είναι ενήμεροι.

Η αμμώδης τοποθεσία που χωρίζει τη Δυτική Σαχάρα από το Μαρόκο είναι το μέρος με τις περισσότερες νάρκες στον κόσμο.

Έχοντας πάρει την απόφαση ν’ ασχοληθώ με αυτές τις τρεις περιοχές, προχώρησα.

Σε έχει ποτέ ανησυχήσει το ότι η συνύφανση ιστοριών σε μία αφήγηση μπορεί να αποδυναμώσει τον αντίκτυπο των επιμέρους ιστοριών;

Ποτέ δεν το έχω σκεφτεί, γιατί μου αρέσει να συγκρίνω τις τύχες των ανθρώπων, να εντοπίζω τα κοινά προβλήματα, τις κοινές συγκρούσεις και να τα αναδεικνύω ως κάτι οικουμενικό.

Στον Εφιάλτη των Σαμάνων το οικουμενικό ζήτημα είναι η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στις ιθαγενικές φυλές. Μπορεί τα μέλη των φυλών να μη γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά επηρεάζονται κατά τον ίδιο τρόπο.

Αναφορικά με το Χωρισμένοι, ήθελα να καταθέσω μια σαφή φιλμική δήλωση ενάντια στα τείχη, όχι να κάνω μια ταινία για μια γυναίκα που συμμετέχει στην αποναρκοθέτηση.

Στην τελική, όλοι επηρεάζονται από την ύπαρξη τειχών με τον ίδιο τρόπο.

Ανεξαρτήτως του ποια πλευρά είναι η αδύναμη, οι κοινότητες διαχωρίζονται ή απομακρύνονται.

Ή γίνονται πιο απόμακρες, ακριβώς. Είναι, επομένως, μια δήλωση ενάντια στον διάλογο και την ανεκτικότητα. Αν χτίσεις ένα τείχος, είναι το τέλος.

Είναι, για σένα, η δημιουργία ντοκιμαντέρ ένας τρόπος να χτίζεις γέφυρες ή να υπερβαίνεις τείχη;

Έτσι νομίζω. Για να χτίσεις μια γέφυρα, όμως, πρέπει να ξέρεις πού εντοπίζεται ένα πρόβλημα και να το πεις στους ανθρώπους.

Δυστυχώς, οι ταινίες μου δεν είναι μέινστριμ, και δεν τις ξέρουν πολλοί.

Έχει, ωστόσο, μια σχετική απήχηση το μήνυμά σου μέσω της δουλειάς σου;

Τα ντοκιμαντέρ μου είναι τμήμα του εκπαιδευτικού προγράμματος των αυστριακών σχολείων. Όταν τα βλέπουν νέοι άνθρωποι, προβληματίζονται. Αυτό έχει βαθύ αντίκτυπο πάνω τους.

Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα. Αν βγω από μια προβολή άδεια, θα την ξεχάσω. Αλλιώς, θα έχει αντίκτυπο.

Συνηθίζεις, γενικότερα, να συνυφαίνεις ιστορίες στα ντοκιμαντέρ σου;

Έκανα το ίδιο στο Drugmothers, το ντεμπούτο μου.

Στο Gaelle, που είναι από τα αγαπημένα μου, όχι. Ούτε και στο Πουθενά, την ιστορία του βιετναμέζικης καταγωγής υιοθετημένου αδερφού μου. Ο Διάδοχος του Λιστ είναι επίσης μία ιστορία.

Εξαρτάται από το θέμα, λοιπόν. Τώρα δουλεύω πάνω σε τρεις ταινίες! Στη μία, που αφορά στη σχέση φλαμένκο και Ρομά, συνυφαίνω ιστορίες. Οι άλλες είναι γραμμικές.

Είναι τα φεστιβάλ σημαντικά για σένα;

Είναι πολύ σημαντικά, γιατί εισπράττεις πολλή ανατροφοδότηση, κι αυτή σου δίνει την ενέργεια να συνεχίσεις. Η δημιουργία ντοκιμαντέρ απαιτεί υπομονή και αυτοθυσία.

Μπορώ να αποδεχτώ δύο ή τρεις προσκλήσεις σε φεστιβάλ κάθε χρόνο, οπότε διαλέγω εκείνα για τα οποία έχω καλό προαίσθημα.

Στην περίπτωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου, το αφιέρωμα στη δουλειά μου ήταν κάτι ξεχωριστό. Ποτέ δεν είχε πραγματοποιηθεί κάποιο ανάλογο.

Το Φεστιβάλ Πελοποννήσου δεν είναι επιχείρηση, αλλά κάτι που πηγάζει από το πολιτισμικό ενδιαφέρον της οργανωτικής ομάδας. Αυτό κάνει τη διαφορά, και γι’ αυτό το απολαμβάνεις. Όπως απόλαυσα τη χτεσινή συναυλία.

Μιλώντας για μουσική -και μιας και αποτελεί βασικό αφηγηματικό στοιχείο της δουλειάς σου-, πόσο σημαντική είναι για σένα;

Οι παππούδες μου υπήρξαν ζωγράφοι, οπότε το να κάνω ταινίες είναι σαν τη ζωγραφική: ένα από τα χρώματα είναι η μουσική.

Δεν τη χρησιμοποιώ για να γεμίσω ένα κενό, είναι ένα αφηγηματικό στοιχείο. Είναι καλή για το κοινό, ένα διάλειμμα από τους διαλόγους. Μου αρέσει.

Η χρηματοδότηση είναι δύσκολη;

Όταν θέλω να γυρίσω ένα φιλμ, απλώς ξεκινάω, δεν περιμένω για χρηματοδότηση. Αν περιμένεις, το θέμα χάνεται. Υπάρχει, ωστόσο, εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από την τοπική αυτοδιοίκηση στην Αυστρία αν υποβάλω αίτηση, καθώς είμαι γνωστή.

Έχω επίσης κάποιους χορηγούς από τον ιδιωτικό τομέα και χρησιμοποιώ το crοwdfunding.

Τα περισσότερα μπορώ να τα κάνω μόνη μου- κι αν μείνουν κάποια χρήματα στο τέλος για μένα, έχει καλώς. Έχω ήδη βραβευτεί από όσα βίωσα γυρίζοντας τις ταινίες.

Οπότε η περιπέτεια συνεχίζεται.

Σίγουρα!

Η συνέντευξη με την Natalie Halla πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντερ Πελοποννήσου. Ευχαριστώ τις Τζίνα Πετροπούλου και Κλεώνη Φλέσσα από την οργανωτική ομάδα του Φεστιβάλ για τη συνδρομή τους.

Το αφιέρωμα στη δουλειά της Natalie Halla διοργανώνεται στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου, το οποίο ολοκληρώνεται την Κυριακή 17 Απριλίου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου