Το επώδυνα επίκαιρο υπαρξιακό αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ Ω! Τι ευτυχισμένες μέρες παρουσιάζεται
από τις 16 Οκτωβρίου σε σκηνοθεσία Νίκου Καμτσή στο θέατρο ΤΟΠΟΣ
ΑΛΛΟύ.
Μια από καρδιάς συνομιλία με τον σκηνοθέτη.
Ξεκινώ
με τρία «γιατί», αυτονόητα ίσως, αλλά σημαντικά, κατά τη γνώμη μου. Γιατί ο
Μπέκετ, γιατί το συγκεκριμένο κείμενο και γιατί τώρα;
Όσον αφορά στον Μπέκετ, η
απάντηση είναι αυτονόητη.
Πέραν
του ότι είναι ένας «τιτάνας» της παγκόσμιας δραματουργίας.
Δεν είναι μονάχα αυτό. Ο
Μπέκετ ως διανοούμενος, θεατράνθρωπος και φιλόσοφος έχει «πιάσει» την
πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και την έχει μεταπλάσει με έναν καταπληκτικό
τρόπο σε θέατρο.
Κάθε εποχή, λοιπόν,
βρίσκει στο κείμενό του κάτι από τον εαυτό της.
Αυτό το κείμενο, για
παράδειγμα, των Ευτυχισμένων Ημερών, έχει
γραφτεί 60 χρόνια πριν.
Είναι, όμως, τραγικά και
δαιμονισμένα επίκαιρο αυτή τη στιγμή που μιλάμε τόσο πολύ για την πανδημία, την
ύπαρξη, για τη φιλοσοφία της ζωής, το άγχος της ζωής και του θανάτου.
Ο Μπέκετ λέει κάτι πολύ
σημαντικό, στο οποίο στηρίχτηκε και η παράσταση, ότι είναι δύο τα σημαντικά
γεγονότα στη ζωή του ανθρώπου: η γέννηση κι ο θάνατος. Όλο το ενδιάμεσο είναι
απλώς μια αναμονή.
Μέσα σ’ αυτή την αναμονή
ζούμε, δουλεύουμε, δημιουργούμε, κάνουμε οικογένεια και παιδιά. Αυτές είναι
κάποιες καθημερινές λειτουργίες.
Το ίδιο κάνει και η
Ουίννυ πάνω στη σκηνή.
Καθώς βρίσκεται θαμμένη
μέσα στον λόφο μέχρι τη μέση της στην αρχή και μέχρι το λαιμό στο δεύτερο
μέρος, κάνει κάποιες καθημερινές κινήσεις, μάς λέει τις αναμνήσεις της γιατί το
παρόν είναι τρέχον, το μέλλον άγνωστο.
Και
πάντως τίποτα δεν είναι ικανό να την «γεμίσει» ψυχοσωματικά, είναι σαν να ζει
σε έναν άλλο χωροχρόνο.
Αυτό είναι το τραγικό της
ανθρώπινης ύπαρξης, πως οτιδήποτε κι αν κάνουμε δε μας είναι αρκετό. Είναι
απόρροια και τίμημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Το ίδιο ερώτημα δεν το θέτουν τα
ζώα.
Η Ουίννυ ασχολείται,
λοιπόν, με όλα αυτά τα μικρά καθώς βουλιάζει σιγά σιγά προς τον μοιραίο της
προορισμό, τον προορισμό κάθε ανθρώπου.
Επομένως, κάθε θεατής -σημερινός,
χτεσινός, αυριανός- βλέποντας και ακούγοντας την Ουίννυ και τον Ουίλλυ βρίσκει
κάποια πράγματα που έχουν περάσει και από το δικό του το μυαλό- ως αγωνία, ανάμνηση,
προβληματισμός, σκέψη.
Είναι
σαν αρχέτυπα ανθρώπινων υπάρξεων.
Και αυτό, αλλά και το ένα
συμπληρώνει το άλλο. Δεν έχει καμία σημασία -ή έχει τεράστια σημασία- αν είσαι
άντρας η γυναίκα. Είναι οι δύο πλευρές της ύπαρξης.
Εστιάζοντας
περισσότερο στη χρονική συγκυρία κατά την οποία ανεβαίνει η παράσταση, η
δουλειά με το κείμενο και τους ηθοποιούς είχε ξεκινήσει πριν την έλευση της
πανδημίας ή συνέβη κατά τη διάρκεια;
Συνέβη με έναν μαγικό
τρόπο μεταξύ εμού και της Νικολέτας Βλαβιανού που παίζει την Ουίννυ μερικές
μέρες αφότου κλείσαμε.
Γνωριζόμαστε από πολύ
παλιά, υπήρξε μαθήτριά μου. Παρόλο που δεν είχε τύχει να συναντηθούμε πάνω στη
σκηνή, διατηρούσαμε φιλία, οπότε μιλούσαμε, κατά καιρούς, αρκετά συχνά.
Κάπως έτσι, κουβεντιάσαμε
τηλεφωνικά, καθώς βρισκόμασταν σε ένα lockdown. Πολύ φιλικά και αγαπησιάρικα
μοιραστήκαμε τις αγωνίες μας για το θέατρο και την ύπαρξή μας.
Και οι δυο ζούμε το
θέατρο με έναν βιωματικό, παθιασμένο τρόπο.
Αυτός
είναι ο ωραίος τρόπος να βιώνεις το καθετί.
Προέκυψε, λοιπόν, εντελώς
φυσιολογικά αυτή η ιδέα και μπήκε αμέσως σε εφαρμογή, μέχρι τις αρχικές
διαδικτυακές πρόβες και έως το ανέβασμα της παράστασης.
Πώς
μπορεί να λειτουργήσει η διαδικασία της πρόβας ή της διδασκαλίας διαδικτυακά;
Σε μια πρόβα θεάτρου όταν
κοιταζόμαστε στα μάτια και αισθανόμαστε την ανάσα ο ένας του άλλου συμβαίνουν
διάφορα βιωματικά, ψυχολογικά, μια έρευνα εντός μας σε ερεθίσματα και
συναισθήματα. Υπάρχει, επίσης, κι ένα τεχνικό κομμάτι.
Αυτή η διάσταση, και κυρίως
στο συγκεκριμένο έργο όπου δεν υπάρχει μεγάλη κίνηση, υλοποιήθηκε λίγο πιο
εύκολα.
Όσον αφορά στην
επικοινωνία που έχει να κάνει με το ακραιφνώς δημιουργικό, θεατρικό, υποκριτικό
μέρος, δεν μπορεί να γίνει διαδικτυακά, και συντελέστηκε από τα τέλη Αυγούστου
στο θέατρο με φυσική παρουσία.
Οπότε
συμπληρώθηκε το κομμάτι της διαδικασίας που έλειπε από το αμέσως προηγούμενο
διάστημα.
Ακριβώς.
Για να ορίσουμε την
έννοια του θεάτρου, σημαίνει δημιουργία ζωντανών ανθρώπων μπροστά σε ζωντανούς
ανθρώπους σε παρόντα χρόνο.
Με τον κίνδυνο της
πανδημίας, αυτή η οριοθέτηση τίθεται σε αμφισβήτηση ή σε εισαγωγικά, πολλά ή
λίγα.
Η
αναγκαιότητα, ωστόσο, παραμένει- τόσο των δημιουργικά εμπλεκόμενων στη
διαδικασία μιας παράστασης όσο και των κριτικών θεατών.
Πραγματικά παραμένει. Ο
σύγχρονος άνθρωπος θα το καταλάβει αργά ή γρήγορα. Ελπίζω και του εύχομαι να
μην το καταλάβει επώδυνα.
Την περίοδο της
καραντίνας αναρτήθηκαν διαδικτυακά πολλές παλιές παραστάσεις στο όνομα της
ψυχαγωγίας των εγκλείστων.
Σε αυτό ήμουν εντελώς
αντίθετος, γι’ αυτό και ως ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ δεν αναρτήσαμε καμία παράσταση, παρότι
έχουμε γυρισμένες, και με πολύ καλές συνθήκες.
Ο θεατής που παρακολουθεί
μια παράσταση μέσω live
streaming
βλέπει
στην πραγματικότητα ένα κινηματογραφικό έργο. Αυτό, ενδεχομένως, είναι μια νέα
τέχνη. Θέατρο όπως το όρισα πριν από λίγο, όμως, δεν είναι.
Αυτή την έλλειψη, την
απώλεια ελπίζω να μην τις πληρώσουμε ακριβά.
Η
παρακολούθηση της θεατρικής μετάπλασης ενός ασφυκτικού κειμένου με μάσκα υπήρξε
για μένα μια αλλόκοτη εμπειρία.
Και για τον ηθοποιό, που
βλέπει μισά πρόσωπα, απρόσωπα μάτια - δεν ξέρεις αν μιλάνε, προσέχουν, γελάνε,
κλαίνε. Ο ηθοποιός έχει ανάγκη το πρόσωπο του θεατή, το τι εκπέμπει και τι
ανάσα τού επιστρέφει.
Πραγματοποιώντας μια
υπέρβαση, τοποθετήσαμε τη δράση πάνω στις θέσεις των θεατών και τους θεατές
πάνω στη σκηνή, ακριβώς για να έχουμε το social distancing, αλλά και για να υπάρχει
αισθητικό ενδιαφέρον και μια πρόκληση.
Ήρθε ένα σκηνικό και «φώλιασε»,
αν θέλεις, μέσα στις θέσεις των θεατών. Οι ηθοποιοί έμαθαν να περπατάνε εκεί
και βεβαίως αντιστράφηκε όλο το θέατρο.
Συνεπώς
κληθήκατε όλοι συντελεστές να απαντήσετε σε και να διαχειριστείτε δημιουργικά
πολλών ειδών προκλήσεις. Και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά πετυχημένο.
Οποιαδήποτε παράσταση
είναι πάντα μία πρόκληση.
Το θέμα είναι πώς
στεκόμαστε απέναντί της: αν την αποφεύγουμε κάνοντας πράγματα που προκύπτουν
από τη ρουτίνα του θεάτρου ή αν την αντιμετωπίζουμε ως κάτι καινούριο.
Μέσα
σε συνθήκες συνεχιζόμενης και εντεινόμενης υγειονομικής, πολιτικής, κοινωνικής
και οικονομικής κρίσης παγκοσμίως, η ίδια η ενασχόληση με το θέατρο παραμένει -αν
δε γίνεται περισσότερο- περιπέτεια και τόλμημα.
Θα σου εκμυστηρευτώ μια
μεγάλη μας αγωνία, και προσωπική και όλων όσων εργάζονται κάτω από την «ομπρέλα»
του ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ.
Καθημερινά, παρατηρούμε
τα επιδημιολογικά δεδομένα και η αύξηση των κρουσμάτων μάς προκαλεί αγωνία,
πολύ περισσότερο που βιώσαμε από τον Μάρτιο μέχρι τώρα μία αγνωμοσύνη εκ μέρους
της πολιτείας.
Τα μέτρα για τα θέατρα ανακοινώθηκαν
στις 10-11 Οκτωβρίου, τη στιγμή που εμείς ξεκινούσαμε στις 16.
Δυστυχώς,
διαχρονικά το πεδίο του πολιτισμού δεν ήταν ψηλά στις προτεραιότητες της
εκάστοτε κυβέρνησης, οπότε δεν εκπλήσσει και πολύ αυτή η στάση.
Ο οποιοσδήποτε θεατής, ωστόσο,
αν γυρίσει και κοιτάξει γύρω του, περιστοιχίζεται από έργα τέχνης. Αυτά τα έχει
σχεδιάσει κάποιος που, λίγο η πολύ, είναι καλλιτέχνης.
Μάς αφήνουν λιγάκι στην
άκρη γιατί μας εντάσσουν στον τομέα της διασκέδασης, παρότι «τρέχουν» πολλά στο
θέατρο, όχι μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά και όσον αφορά στην ίδια την
ανθρωπιά μας.
Αν, λοιπόν, αργότερα
συμβούν ακόμα περισσότερα πράγματα που είναι απάνθρωπα και μας κάνουν λιγάκι
κανίβαλους, ας μη διαμαρτυρόμαστε.
Άλλωστε
όλες οι μορφές τέχνης είναι μια ανάταση, ένα αποκούμπι, μια αφύπνιση, μια
διέξοδος, ιδίως όταν υλοποιούνται με τον κατάλληλο τρόπο.
Είναι άδικο, γιατί από
τον Μάρτιο μέχρι τώρα όσες παραστάσεις πραγματοποιήθηκαν δεν έδωσαν ούτε ένα
κρούσμα.
Νομίζω ότι ένας υπουργός
Πολιτισμού που διαχειρίζεται τις τύχες αυτού του χώρου θα έπρεπε να πει: «Έχετε σκάσει κλεισμένοι έξι μήνες μέσα,
πηγαίνετε στις πλατείες, πηγαίνετε στα θέατρα, διότι είναι ασφαλή, η είσοδος κι
η έξοδος είναι συντεταγμένες».
Απολυμαίνουμε όλοι τις
θέσεις και τους χώρους μας πάρα πολύ συχνά, κατά συνέπεια: «Πηγαίνετε, κάνει καλό και στην ψυχή και στο
μυαλό και στην καρδιά σας».
Όταν
βιώνεις κάτι αφυπνιστικό, βγαίνεις άλλος άνθρωπος.
Αυτό που αυτή τη στιγμή
προσωπικά φοβάμαι δεν είναι τόσο ο κορονοϊός όσο είναι ο φόβος. Ο φόβος των
ανθρώπων για όλα όσα συμβαίνουν, ενδεχομένως φυσιολογικά.
Εύχομαι
κι η δικιά σας παράσταση να συνεχιστεί, όπως είναι προγραμματισμένη, και η
προσέλευση να είναι ικανοποιητική, για τις δεδομένες συνθήκες.
Από το στόμα σου και στου
θεατή το αυτί!
Ευχαριστώ
θερμά την Άντα
Κουγιά, υπεύθυνη επικοινωνίας, για την πολύτιμη συνδρομή της στην πραγματοποίηση
της συνέντευξης.
Η παράσταση Ω!
Τι ευτυχισμένες μέρες σε σκηνοθεσία
Νίκου Καμτσή με τους Νικολέτα
Βλαβιανού και Νίκο Καραστέργιο
παρουσιάζεται στο θέατρο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΟύ (Κεφαλληνίας 17 &
Κυκλάδων, Κυψέλη) κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 20:30.