Μια σε βάθος συνομιλία με τον «πατριάρχη»
της εγχώριας αστυνομικής λογοτεχνίας,
Πέτρο Μάρκαρη, με αφορμή την
κυκλοφορία του καινούριου του μυθιστορήματος
Ο φόνος είναι χρήμα.
Το
πρώτο σας αστυνομικό μυθιστόρημα εκδόθηκε ένα τέταρτο του αιώνα πριν, το 1995.
Γιατί «αργήσατε» να καταπιαστείτε και
με αυτό το είδος γραφής;
Ενώ ήμουν από νέο
παλικάρι φανατικός αναγνώστης αστυνομικών, να γράψω αστυνομικό δεν είχε περάσει
ποτέ από το μυαλό μου έως την ημέρα που έλαβα από τον ΑΝΤ1 την ανάθεση των
σεναρίων της Ανατομίας ενός εγκλήματος.
Αυτή η σειρά κράτησε
περίπου τρία χρόνια, και κάποια στιγμή είχα πια γράψει πάρα πολλά σενάρια, είχα
εξουθενωθεί και είχα σκοπό να σταματήσω, πλην όμως το κανάλι δεν ήθελε, γιατί
ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία. Συνέχισα, λοιπόν, να γράφω.
Κάποια ωραία πρωία, είχα
στο γραφείο μου μια τριμελή οικογένεια. Μια πολύ κλασική ελληνική μικροαστική
οικογένεια. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν τελείως αρνητική, πλην όμως ο άντρας δεν
έφευγε.
Κάθε πρωί τον έβλεπα
μπροστά μου, κι αυτό είχε αρχίσει να γίνεται βασανιστήριο, γιατί δεν μπορούσα
να συγκεντρωθώ στα σενάρια. Οπότε σκέφτηκα: «Για να με βασανίζει έτσι, ή μπάτσος είναι ή οδοντίατρος».
Εκεί, ξαφνικά, κατάλαβα
ότι είχα βρει έναν αστυνομικό ως ήρωα. Έκτοτε η στροφή μου στο αστυνομικό ήταν
πάρα πολύ γρήγορη, και αυτή είναι η κύρια συγγραφική μου δραστηριότητα.
Τι
έχει αυτό το είδος που ίσως δεν έχουν άλλα; Ή, εν πάση περιπτώσει, τι είναι
αυτό που σάς σαγηνεύει πιο πολύ και επιμένετε;
Εκείνο που με σαγηνεύει
περισσότερο δεν είναι τόσο το ερώτημα «ποιος;», αλλά το «γιατί;» Αυτό το «γιατί;»
με απασχόλησε από το πρώτο μου μυθιστόρημα και συνεχίζει να με απασχολεί.
Αυτή ανατροπή του
ερωτήματος με οδήγησε ουσιαστικά και σε ένα μυθιστόρημα που έχει την αστυνομική
πλοκή ως αφετηρία, αλλά ενδιαφέρεται πολύ για τα κοινωνικά φαινόμενα, και
γενικώς την κοινωνικοπολιτική ζωή τού σήμερα.
Αυτό
είναι παραπάνω από εμφανές και στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σας, Ο φόνος
είναι χρήμα, το οποίο εστιάζεται κυρίως στο ζήτημα των κοινωνικοοικονομικών
ανισοτήτων, με έμφαση στα «αρπακτικά» του real estate.
Η αφορμή και η ώθησή μου
για να γράψω ένα καινούριο μυθιστόρημα είναι κάποιο φαινόμενο στην κοινωνία ή
στην πολιτική να με κάνει έξαλλο.
Όταν γίνω έξαλλος, πρέπει
να βρω μια ιστορία να αφηγηθώ.
Σε αυτή την περίπτωση,
αυτό που με έκανε έξαλλο είναι η «καραμέλα» των επενδύσεων.
Κι
εμένα, χρόνια τώρα.
Έρχονται, δεν έρχονται,
άργησαν... λες και καθυστέρησε το καράβι. Η έννοια των επενδύσεων έχει γίνει
ένα «μαγικό χάπι» που θα γιατρέψει τα πάντα.
Όλοι μιλούν για
επενδύσεις με προοπτική την ανάπτυξη. Ανάπτυξη σημαίνει παραγωγή και συσσώρευση
πλούτου, κανείς όμως πια σ’ αυτή την κοινωνία, από την παγκοσμιοποίηση και
μετά, δεν ασχολείται με την κατανομή του πλούτου.
Κάποτε αυτό ήταν καίριο
ερώτημα. Αυτή ήταν αφετηρία.
Και
ταυτόχρονα η διεύρυνση της φτώχειας.
Δε
μιλάμε πλέον μόνο για την «παραδοσιακή» φτώχεια, αλλά και για τη σταδιακή και
οξυνόμενη φτωχοποίηση και άλλων στρωμάτων, τα οποία ίσως δεν είχαν πρόσφατα αντιμετωπίσει
τέτοια προβλήματα στην Ελλάδα.
Αυτό που παρατηρούμε αυτή
την περίοδο είναι αυτό που είπατε, η φτωχοποίηση.
Ο Μαρξ ξεκίνησε να μιλάει
και να παλεύει γι’ αυτό που η δική μου γενιά αποκαλούσε «προλεταριάτο», το
οποίο από την εξέλιξη έχει πάψει πλέον να υπάρχει λόγω της τεχνολογικής προόδου
και τα μεσαία στρώματα παίρνουν σιγά σιγά τη θέση του.
Πρόκειται για ένα πολύ
ανησυχητικό φαινόμενο, όχι μόνο γιατί τα μεσαία στρώματα είναι ένα είδος «ραχοκοκαλιάς»
της κοινωνίας, αλλά και στο φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα.
Ολοκλήρωσα το μυθιστόρημα
μέσα στην πανδημία, κατά την περίοδο της καραντίνας.
Διαπίστωσα, λοιπόν, πως
το κομμάτι του που αφηγείται ο Ζήσης, γι’ αυτούς που φτωχαίνουν, είναι το
μέλλον που μάς περιμένει και λόγω αυτής της τρομερής «φουρτούνας» που έπεσε στο
κεφάλι μας.
Η
αφήγηση ξεκινά με μια κηδεία, την κηδεία της Αριστεράς εν προκειμένω, και
ολοκληρώνεται, κατά κάποιον τρόπο, με τα «βαφτίσια» μιας καινούριας «Διεθνούς»,
εκείνης της φτώχειας. Πώς προέκυψε η κυκλική δομή της αφήγησης;
Αυτό που βλέπω σήμερα ως
Αριστερά με κάνει έξαλλο, και δε μιλάω μόνο για την Ελλάδα. Ας μη γελιόμαστε.
Όταν, λοιπόν, βλέπω τον
τρόπο με τον οποίο δρα η σημερινή Αριστερά, θεωρώ ότι ένας άνθρωπος όπως ο
Ζήσης εκτιμά πως αυτή η Αριστερά πάει
για αυτοκτονία. Αυτό, επομένως, το κατέθεσα.
Ταυτόχρονα, βλέπω γύρω
μου ένα αυτοφυές, από τη βάση εξελισσόμενο κίνημα διαμαρτυρίας που δεν έχει
ούτε πολιτικό ούτε ιδεολογικό «καπέλωμα». Αυτό συνέβη πρώτα με τα Κίτρινα Γιλέκα
στη Γαλλία, μετά με τις «Σαρδέλες» στην Ιταλία.
Ένα
αντίστοιχο ακηδεμόνευτο κίνημα, που όμως δεν απεμπολεί απτά πολιτικά και ταξικά
χαρακτηριστικά, αποτελεί ίσως την ελπίδα σας και για την εγχώρια πραγματικότητα;
Βεβαίως ναι!
Ξέρω πολύ καλά ότι αυτά
τα κινήματα, όσο κι αν μας ενθουσιάζουν, είναι ταυτόχρονα και ευάλωτα. Δεν έχω
αυταπάτες γι’ αυτό. Οποιοσδήποτε ακροδεξιός μπορεί να μπει και να τους κάνει
άνω κάτω.
Αν δεν υπάρχει άμυνα,
είναι ευάλωτα.
Αυτό,
άλλωστε, κατέστη σαφές και στο λεγόμενο «κίνημα των πλατειών» πριν από μερικά
χρόνια με τη διείσδυση και του ακροδεξιού στοιχείου, ή την προσπάθειά του να
συγκροτήσει λόγο και παρουσία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία.
Ποια Αριστερά -από την
Ελλάδα ώς τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία- ξεσηκώθηκε και είπε να
διαμαρτυρηθούμε για την Ευρώπη που επιτρέπει να γίνεται αυτή η τραγωδία στη
Μόρια;
Πού είναι η μαζική
αντίδραση, η οποία πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια θα ήταν αυτονόητη;
Υπήρξαν,
ωστόσο, πορείες. Στη Γερμανία, για παράδειγμα.
Μόνοι τους κατέβηκαν οι
άνθρωποι, ντροπή είναι. Δεν υπήρχε από πίσω μια ιδεολογικοπολιτική δύναμη να
τους πει: «Βγαίνουμε γιατί δε γίνεται
έτσι αυτό». Δεν υπάρχει αυτό πια.
Σάς
πονάει το συγκεκριμένο γεγονός;
Σίγουρα με πονάει, γιατί
ξέρω ότι για να εκφραστούν οι άμυνες μέσα σε μία κοινωνία χρειάζονται οργάνωση
και στήριξη, κι αυτές χάθηκαν.
Η Ιταλία με το
καταπληκτικό αριστερό κίνημα δεν έχει τίποτα.
Παρ’
όλα αυτά, στο μυθιστόρημά σας είστε πιο αισιόδοξος απ’ ό,τι ακούγεστε.
Έχει ενδιαφέρον αυτό που
λέτε.
Ίσως αυτό το μυθιστόρημα
το πρώτο μου όπου γίνεται μια προσπάθεια εξισορρόπησης της απαισιοδοξίας
μου με αισιοδοξία.
Φαίνεται
να ανοίγεται κάποιος δρόμος, ή η πιθανότητα ενός δρόμου, αν και όλα θα
μπορούσαν να έχουν πάει στραβά.
Άφησα ανοιχτή την
προοπτική ενός δρόμου.
Ήταν πολύ σημαντικό για
μένα να δείξω πως αυτοί οι άνθρωποι που φωνάζουν και διεκδικούν έχουν μυαλο, «καθαρή»
εικόνα της πραγματικότητας και ξέρουν γιατί το κάνουν.
Όπως
επίσης το ξέρουν, με τον τρόπο τους, και οι δύο υπόλοιποι χαρακτήρες, το
ζευγάρι, που επιλέγουν πιο δυναμικές μεθόδους αντιπαράθεσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία.
Βλέπω τους σημερινούς
νέους και την απελπισία τους όταν τους ακούω να μιλάνε. Δεν είναι οι αγράμματοι
προλετάριοι, είναι παιδιά με πανεπιστημιακά πτυχία, και αποτελούν το νέο
προλεταριάτο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η
αποτύπωση των αστυνομικών από την πλευρά σας θεωρώ ότι είναι υπερβολικά γενναιόδωρη.
(Γέλιο). Πρώτη φορά το
ακούω!
Κατά
κανόνα δε λειτουργούν με τον τρόπο που περιγράφετε. Είναι πολύ πιο βίαιοι,
ρατσιστές και σαδιστές.
Από τη μία, έχετε δίκιο.
Από την άλλη, σε μία
οργάνωση που λέγεται «σώματα ασφαλείας» δεν είναι όλοι το ίδιο. Υπάρχουν
κομμάτια αυτών των σωμάτων που λειτουργούν όπως λέτε.
Γνώρισα, όμως, και άλλους
αστυνομικούς εδώ, οι οποίοι ήταν άψογοι. Πολλές φορές, κατ’ ιδίαν σου λένε πως
διαφωνούν, αλλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι.
Αν εξαιρέσω τους
αστυνομικούς στον Σιμενόν και τον Μαιγκρέ, όλοι οι άλλοι είναι μοναχικοί
εργένηδες. Εγώ, όμως, υποστηρίζω ότι οι αστυνομικοί είναι μικροαστοί, και οι
μικροαστοί δε νοούνται χωρίς οικογένεια.
Γι’ αυτό και ήθελα να
φτιάξω έναν αστυνομικό με μικροαστική οικογένεια. Αυτός είναι ο αστυνόμος
Χαρίτος.
Αφιερώνετε
το βιβλίο σας στη μνήμη των δύο εκδοτών σας, του Φίλιππου Βλάχου και του πρόσφατα
χαμένου Σάμη Γαβριηλίδη, δύο πολύ σημαντικών ανθρώπων και εκδοτών, σε καιρούς
που οι εκδότες έχουν μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. ΄
Τι
κρατάτε πιο πολύ από την πολυετή γνωριμία, συναναστροφή, συνεργασία, φιλία μαζί
τους;
Είχα και με τους δύο πολύ
στενή φιλία και μια εξαιρετικά δημιουργική σχέση συνεργασίας.
Αυτή η δημιουργική σχέση,
που δεν περιοριζόταν στη σχέση εκδότη-συγγραφέα, άλλα ήταν μια σχέση
συνεργασίας δύο ανθρώπων με έναν κοινό στόχο, ήταν το πιο πολύτιμο δώρο που
δέχτηκα ως συγγραφέας- και υπήρξα πολύ τυχερός.
Δυστυχώς
εκλείπουν τέτοιου διαμετρήματος πνευματικοί άνθρωποι με την ουσιαστική έννοια
του όρου.
Ναι, μπράβο! Πολύ σωστά.
Υπήρχε
και η πολυκύμαντη σχέση σας με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο τον καιρό που
συν-σεναριογραφούσατε. Από εκείνη τι έχετε κρατήσει, τώρα πια που έχει «κατακάτσει»
ο «κουρνιαχτός»;
Με τον Θόδωρο, κάθε φορά
που φτάναμε σε μια ακραία διαφωνία, μου έλεγε: «Είμαστε τόσα χρόνια φίλοι, δουλεύουμε μαζί τόσα χρόνια, εσύ από μένα
για το σινεμά δεν έχεις μάθει τίποτα». (Γέλιο).
Μάς κάλεσε κάποια στιγμή
το Πανεπιστήμιο της Βενετίας να κάνουμε μια συζήτηση σχετικά με τον τρόπο που
δουλεύουμε, κι έδωσα την απάντηση μπροστά του.
Όταν εγώ ξεκινάω να γράψω
ένα μυθιστόρημα, δε μου χρειάζεται να ξέρω πώς θα εξελιχθεί, δε θέλω να το ξέρω. Εκείνο, όμως, που χρειάζομαι
για να ξεκινήσω να γράφω είναι μια αρχική εικόνα,
όχι αφήγηση.
Αυτό είναι σενάριο, δεν
είναι έννοια που προέρχεται από την πεζογραφία.
Επιπλέον, όποιος διαβάζει
τα μυθιστορήματά μου με προσοχή και ξέρει από σινεμά, θα διαπιστώσει ότι τα
κεφάλαια είναι λιγότερο κεφάλαια με τη λογοτεχνική έννοια, και πιο πολύ πλάνα
σεκάνς. Αυτή είναι μια τεχνική που έμαθα από τον Θόδωρο.
Είστε
από τους πλέον αναγνωρίσιμους διεθνώς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας- κατά
μία έννοια θεωρείστε ο εν ζωή «πατριάρχης» του είδους στην Ελλάδα. Πώς το
βιώνετε; Σας χαροποιεί; Είναι ευθύνη;
Είναι μεγάλη χαρά, έως
του σημείου που αρχίζουν η μεγάλη μου λύπη και πίκρα, ακόμα και τώρα που το
σκέφτομαι, γιατί αυτό το άξιζε πριν από μένα ο Γιάννης Μαρής.
Το ότι μπορώ να διεκδικώ
μία θέση μέσα στη διεθνή αστυνομική λογοτεχνία, προερχόμενος από μία χώρα και
γράφοντας σε μία γλώσσα που δεν είχαν παράδοση στο είδος, είναι μεγάλη χαρά.
Ήμουν στην Ιταλία όταν
πέθανε ο πολύ καλός μου φίλος ο Αντρέα Καμιλέρι.
«Έχετε συνειδητοποιήσει πως αυτή τη στιγμή είστε πλέον ο μόνος
εκπρόσωπος του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος;» με ρώτησε ένας
δημοσιογράφος.
Έχω πια έναν κύκλο φίλων
διεθνώς στον συγγραφικό χώρο, με τον οποίο είμαστε συνέχεια σε επαφή. Είναι
πολύ ενδιαφέρον αυτό.
Εύχομαι
να συνεχίσετε με την ίδια ορμή προς την ίδια κατεύθυνση, και νέοι αναγνώστες να
ανακαλύψουν τη δουλειά σας, ενόψει και της επανέκδοσης του συνόλου του
μυθιστορηματικού και μεταφραστικού σας έργου.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Την απόλαυσα τη συζήτηση. Δεν είναι κάτι το οποίο συμβαίνει συχνά.
Το μυθιστόρημα του Πέτρου
Μάρκαρη Ο φόνος
είναι χρήμα κυκλοφορεί
από τις Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου