(Photo credit: Kinga Karpati) |
Κλασικά εκπαιδευμένη πιανίστα και συνθέτις με επιρροές από Πράισνερ,
Ρίχτερ και Φραμ κι ένα μαγευτικό σόλο
ντεμπούτο στις «αποσκευές» της, το Esja, η Πολωνή Hania
Rani έρχεται για μια μοναδική
συναυλία στις 14 Ιανουαρίου στην Αθήνα.
Κουβεντιάζοντας
με την νεαρή και ανερχόμενη καλλιτέχνιδα ενόψει της
πρώτης συναυλίας της στην Ελλάδα, όπου θα παρουσιάσει
και συνθέσεις από την καινούρια της,
ακυκλοφόρητη δουλειά.
Ίσως
ακουστεί αστείο, και σίγουρα θα στο έχουν ρωτήσει επαρκώς, αλλά γιατί αποφάσισες
να συντομεύσεις το επίθετό σου (Raniszewska);
Για πρακτικούς ή καλλιτεχνικούς λόγους;
Στην πραγματικότητα, ο
λόγος είναι αρκετά ρεαλιστικός.
Μερικά χρόνια πριν, όταν έβγαζα
το πρώτο μου άλμπουμ με την τσελίστρια Dobrawa Czocher, έπρεπε να σκεφτούμε πώς
θα ονομάσουμε το ντουέτο μας. Δε θέλαμε κάτι σε όνομα συγκροτήματος, αλλά πιο
πολύ να κρατήσουμε τα επίθετά μας.
Τα πολωνικά ονόματα είναι
αρκετά μεγάλα, γι’ αυτό και σκέφτηκα να συντομεύσω το δικό μου. Μου άρεσε όπως ακουγόταν
και φαινόταν στο χαρτί. Είναι μια ευκαιρία να έχουμε αυτό το μικρό όριο ανάμεσα
στην ιδιωτική ζωή κι εκείνη στη σκηνή.
Είμαι πραγματικά ευγνώμων
γι’ αυτή την κίνηση τότε, γιατί νομίζω ότι είναι όντως βοηθητική τώρα, όταν παίζω
κυρίως στο εξωτερικό. Ένα ονοματεπώνυμο εύκολο να το προφέρεις και να το θυμάσαι.
Μιας
και μιλάμε για ήχους, ποια ήταν η πρώτη σύνθεση που σε μάγεψε, αν τη θυμάσαι, και
πόσο ήσουν όταν ξεκίνησες μαθήματα πιάνου; Ήταν στη Βαρσοβία, να υποθέσω;
Τη θυμάμαι τέλεια. Ήταν η
Σονάτα για πιάνο αρ. 8 (Παθητική) του
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Βρισκόταν στο πρώτο CD που
πήρα ποτέ ως δώρο. Ο πιανίστας ήταν ο ίδιος ο υπέροχος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ.
Το CD περιείχε
δύο ακόμη φημισμένες σονάτες για πιάνο: τη Σονάτα του Σεληνόφωτος και την Appassionata.
Στη στιγμή, έγινα μεγάλη οπαδός
του Μπετόβεν. Αγάπησα την ποικιλία των διαθέσεων και το βαθιά πνευματικό
χαρακτήρα της μουσικής του. Στις συνθέσεις του, το πιάνο ηχεί σαν πλήρης ορχήστρα.
Αυτό συνέβη όταν ήδη σπούδαζα
πιάνο σε μουσικό σχολείο.
Ξεκίνησα μαθήματα πιάνου όταν
ήμουν επτά χρονών. Εξ αρχής επρόκειτο για επαγγελματική εκπαίδευση, ποτέ δεν
έκανα ιδιαίτερα. Δε χρειάστηκε, γιατί υπήρχε ένα καλό μουσικό σχολείο στη
γενέτειρά μου, το Γκντανσκ.
Μετά από δώδεκα χρόνια, συνέχισα
τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο Μουσικής Σοπέν στη Βαρσοβία κι έπειτα στο Βερολίνο.
Κι
έπειτα, πότε ένιωσες για πρώτη φορά την ανάγκη να συνθέσεις κάτι;
Ανέκαθεν δοκίμαζα κάποιες
συνθέσεις, αλλά απλώς στο μεταξύ και για τον εαυτό μου.
Στη διάρκεια του προπτυχιακού
μου στη Βαρσοβία, με ρώτησε η φίλη μου που τότε δούλευε πάνω στο πρώτο άλμπουμ της
σε ποπ στιλ αν μπορούσα να προσπαθήσω να την βοηθήσω με τις ενορχηστρώσεις στο δίσκο.
Ήθελε να προσθέσει μερικά
έγχορδα σε καναδυό τραγούδια. Αν και δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω, συμφώνησα.
Έτσι άρχισαν όλα. Δεχόμουν όλο και περισσότερες προσφορές, και κάποια στιγμή
συνειδητοποίησα ότι αυτό με κρατάει στ’ αλήθεια ζωντανή.
(Photo credit: Alfheidur Gudmundsdottir) |
Όπως
φαίνεται από το σόλο ντεμπούτο σου στη Gondwana Records, Esja,
η προσέγγισή σου στη μουσική είναι φρέσκια και προσωπική, αντλώντας στοιχεία από
τη δουλειά συνθετών όπως οι Νάιμαν, Πράισνερ και Ρίχτερ. Νιώθεις να εμπνέεσαι ή
να καθοδηγείσαι από αυτούς;
Ασφαλώς, πολύ.
Θυμάμαι ν’ ανακαλύπτω τις
δουλειές του Ρίχτερ, του Γιόχανσον, του Άρναλντς και πολλών ακόμη. Πρώτου απ’ όλους
του Νιλς Φραμ. Με είχε σοκάρει ο τρόπος ηχογράφησης. Δεν ήξερα ότι μπορείς ν’ αντλήσεις
τόσα από το όρθιο πιάνο.
Ήταν μια στιγμή που μου άλλαξε
τη ζωή.
H δημιουργία του Esja,
συγκεκριμένα, μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τα ταξίδια σου στην Ισλανδία και τα
βουνά της Πολωνίας. Πώς έχουν «εγγραφεί» αυτές οι εμπειρίες μέσα σου;
Αγκαλιάζεις
την ησυχία και την ανοιχτότητα του φυσικού περιβάλλοντος;
Το καθετί επηρεάζει τη
μουσική μου.
Δεν είμαι σίγουρη αν είναι
απλώς τα ταξίδια κι οι τόποι, ίσως πιο πολύ οι εμπειρίες και τα πράγματα που μου
λείπουν. Θέλω να συλλάβω αυτά τα συναισθήματα και να τα απλώσω στη μουσική.
Λατρεύω το να βρίσκω ειρήνη
και αρμονία στη μουσική, αλλά και ελπίδα, ευτυχία, μερικές φορές δάκρυα.
Αλλά αυτά πάντα προκαλούν
συναισθήματα. Νομίζω ότι η μουσική μού δίνει ελευθερία, επιτρέποντάς μου να
δημιουργήσω ένα καλύτερο κόσμο για μένα και τους άλλους, να δημιουργήσω ίσως
μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου.
Ως
άνθρωπος, είσαι τόσο ήρεμη κι ειρηνεμένη με τον εαυτό σου όσο η μουσική σου
ίσως υπονοεί;
Είμαι ένα αρκετά χαοτικό,
αλλά καλόβολο, άτομο. Μου αρέσει να απολαμβάνω τα μικρά πράγματα στη ζωή και αρκετά
συχνά είμαι έκπληκτη. Η μουσική είναι το καταφύγιό μου, το μαγικό νησί.
Δουλεύεις
κυρίως σόλο, αλλά έχεις συνεργαστεί και με άλλους, κυρίως με την Dobrawa Czocher. Είναι μοναχικό εγχείρημα το να είναι
κάποιος πιανίστας και συνθέτης ή, κατά καιρούς, γίνεται μια πιο συλλογική
εμπειρία;
Εξαρτάται, βεβαίως.
Αλλά ναι, τον περισσότερο
καιρό οι πιανίστες είναι μοναχικά άτομα, ο λόγος όμως γι’ αυτό έγκειται στο όργανο-
είναι τόσο καλοφτιαγμένο που μπορείς να αναδημιουργήσεις μια ολόκληρη μπάντα μ’
αυτό.
Εκτιμώ, ωστόσο, και το να
συνεργάζομαι με άλλους ανθρώπους.
Στην πραγματικότητα δεν είμαι
ποτέ μόνη, γιατί εδώ και χρόνια με συνοδεύει η μηχανικός ήχου που φροντίζει να είναι
η περφόρμανς μου ακόμα καλύτερη. Είναι μεγάλη βοήθεια και παρηγοριά.
Είναι αθέατη στο μεγαλύτερο
μέρος του κοινού, αλλά όντως είναι μια πραγματική συνεργάτρια.
(Photo credit: Nat Kontrakiewicz) |
Εκτός
από το να παίζεις πιάνο και να συνθέτεις γι’ αυτό, έχεις επίσης τραγουδήσει, με
το Home ν’ αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα. Θα ήθελες να πειραματιστείς περισσότερο σ’ αυτό τον τομέα στο μέλλον;
Ναι, αλλά δε θα ήθελα να θεωρηθώ
απλώς ως τραγουδίστρια, θα κρατήσω μια ισορροπία. Θα έχετε την ευκαιρία ν’ ακούσετε
μερικά από τα τραγούδια του επόμενου άλμπουμ μου που θα είναι πιο σύνθετα από
εκείνα του πρώτου.
Διατήρησα, όμως, και μερικές
πιανιστικές συνθέσεις- νομίζω ότι όλοι θα μείνουν ικανοποιημένοι.
Είσαι
αυτό τον καιρό σε περιοδεία προωθώντας το σόλο ντεμπούτο σου, Esja.
Πώς νιώθεις ως νεαρή πιανίστρια σε συναυλία και τι απήχηση έχει η μουσική σου
στα κοινά;
Μέχρι στιγμής, αυτή είναι
μια από τις πιο απίστευτες εμπειρίες της ζωής μου. Συναντώ τόσους καλούς ανθρώπους.
Αισθάνομαι πολύ τυχερή, κατά κάποιο τρόπο η μουσική μου έχει πολλή απήχηση στους
ανθρώπους.
Έρχονται έπειτα και μοιράζονται
τις ιστορίες και τα συναισθήματά τους μαζί μου.
Προσπαθώ να διατηρώ κάθε συναυλία
ξεχωριστή, να διαβάζω για την πόλη όπου παίζω, να μοιράζομαι με το κοινό προσωπικές
παρατηρήσεις- ακόμα και τις αλλόκοτες.
Προσπαθώ να είμαι εξαιρετικά
συνειδητή στη σκηνή, να δίνω όλη μου την
προσοχή στον ακροατή. Νιώθω ότι αυτό ανταποδίδεται. Είναι πολλά αυτά που
μπορεί να προσφέρει ο ένας στον άλλο.
Η
συναυλιακή σου περιοδεία θα σε φέρει και στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου. Τι προσδοκάς
από αυτή τη συναυλία; Είναι η σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή μια “terra incognita” για σένα ή γνωρίζεις κάποια ονόματα;
Αισθάνομαι ευτυχής που θα
επισκεφτώ την Ελλάδα. Θα είναι η πρώτη μου φορά.
Μερικά χρόνια πριν συνάντησα
έναν σπουδαίο Έλληνα καλλιτέχνη, τον Γιώργο Παπαδόπουλο, που αυτό
το διάστημα ζει στο Βερολίνο. Με προσκάλεσε να παίξω μαζί του σε κάποιες συναυλίες,
κι είπα «ναι».
Γίναμε καλοί φίλοι, κι η
φιλία μας διαρκεί μέχρι σήμερα.
Το προηγούμενο καλοκαίρι σχεδίαζα
να επισκεφτώ την Ελλάδα και την Αθήνα, είχα ήδη κλείσει τα εισιτήριά μου, αλλά δυστυχώς
μου συνέβη ένα ατύχημα και δεν κατάφερα να έρθω. Είμαι ευτυχής που η πρώτη μου επίσκεψη
θα συνδέεται με μουσική.
Σκοπεύω, επίσης, να μείνω
για καναδυό μέρες ακόμα και ν’ απολαύσω το μέρος.
Ευχαριστώ
θερμά τον Kerstan
Mackness, διευθυντή της Gondwana Records,
για την πολύτιμη συνδρομή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Περισσότερες
πληροφορίες για την Hania Rani
μπορείτε
να βρείτε στο προσωπικό site της. Το σόλο
ντεμπούτο της, Esja,
κυκλοφορεί από την Gondwana Records.
Η Hania Rani
εμφανίζεται
την Τρίτη 14 Ιανουαρίου στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός (πλατεία Αγ.
Γεωργίου Καρύτση 8), 21:00, για
μια μοναδική συναυλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου